Τα ερημικά καλοκαίρια της Ζυράννας Ζατέλη

Τα ερημικά καλοκαίρια της Ζυράννας Ζατέλη Facebook Twitter
«Για να το θέσω και κάπως αλλιώς, το καλοκαίρι γενικά το υπομένω. Δεν είναι η εποχή που μου "μιλάει", που γεννάει τις καλύτερες ιδέες».
0

Ξεκαλοκαιριάζω στην Αθήνα εν μέρει από επιλογή, εν μέρει από σύμπτωση, τυχαία. Ξέρεις, δεν είναι κάτι ξαφνικό ή απαραβίαστο, δεν πετάγεσαι κάποια ωραία πρωία απ' το κρεβάτι για να πεις «από δω και πέρα εγώ δεν εγκαταλείπω την Αθήνα τα καλοκαίρια». Κάπως τα φέρνει η ζωή, κάπως τα φτιάχνουμε κι εμείς με το κεφάλι μας, κι όλο αυτό αντανακλά μια βαθύτερη διάθεσή μας. Γιατί η ζωή μπορεί να στα φέρει και κάπως αλλιώς, κι εσύ να διαλέξεις αυτό κι όχι εκείνο, ή εκείνο κι όχι αυτό. Στις πιο αλήτικες περιόδους της ζωής μου έφευγα όποτε με τσιμπούσε το ζιζάνιο του φευγιού ή είχα λίγα λεφτά στην τσέπη, τώρα το σκέφτομαι περισσότερο: έχω τις γάτες μου, κάποιος πρέπει να τις φροντίζει όσο λείπω, σε κάποιον να υποχρεωθώ. Μα διόλου δεν παραπονιέμαι, λέω πως ήταν ώρα να γίνει κι έτσι - το «καιρός του λαλείν και καιρός του σιγάν» το φέρω εκ των ένδον.

Δεν μου αρέσει η βαβούρα του καλοκαιριού. Όλοι αυτοί οι αλαλαγμοί, τα ξεφωνητά, οι παραλίες φίσκα στον κόσμο, μπουρνούζια, αντιηλιακά, πού θα πάμε, τι θα κάνουμε, «ποιους λαούς θα φάμε» και φέτος... μ' αφήνουν απ' έξω, αμέτοχη, και μάλλον εγώ είμαι το παράξενο είδος στην ιστορία παρά εκείνοι.

Μου αρέσει το καλοκαίρι για την «σκοτεινιά» που κρύβει στην ψυχή του, μου αρέσει ο ήλιος για να κάθομαι στη σκιά. Για να μπορώ να τραβώ κατά το ένα τρίτο ή το ένα δεύτερο τις κουρτίνες, τα παντζούρια, και να φτιάνω σκιά.

Με ευνοεί το γεγονός ότι κάνω μια δουλειά που δεν έχει καθημερινή και σχόλη, μόνη στο ψωμί, μόνη και στο μαχαίρι, διακόπτω για λίγες μέρες κι απουσιάζω σε ανύποπτο χρόνο για τους άλλους. Και σηκώνομαι νωρίς το πρωί επειδή μ' αρέσει να σηκώνομαι νωρίς, με τα πουλιά. Δεν ξέρω αν θα το έθετα με την ίδια προθυμία έτσι κι ήμουν αναγκασμένη να χτυπήσω καρτέλα σε κάποιο γραφείο ή εργοστάσιο. Αισθάνομαι πολύ τυχερή απ' αυτήν την άποψη. Μια αδιάκοπη εναλλαγή φωτός και σκότους, ηδονής και αγωνίας είναι το γράψιμο, που δεν θα την άλλαζα ούτε με μια θέση στον παράδεισο.

Πιθανόν να λειτουργεί ασυνείδητα και το γεγονός ότι μέχρι τα δεκαοχτώ μου έζησα σε αγροτική κοινωνία, κι εκεί τα καλοκαίρια σήμαιναν δουλειά, μόχθος εν όψει, όχι αστεία. Καπνά, κυρίως καπνά είχαμε στον Σοχό όπου μεγάλωσα, έξω απ' την Θεσσαλονίκη. Θυμάμαι που περιμέναμε μια Κυριακή για να ξεκουραστούμε λίγο, ή τα απογεύματα που δρόσιζε κάπως, ρίχναμε νερά στην αυλή, λέγαμε καμιά κουβέντα και πηγαίναμε νωρίς για ύπνο, γιατί την άλλη μέρα έπρεπε να σηκωθούμε από τα άγρια χαράματα πάλι, πολύ πριν διπλώσουν τα φτερά τους οι κουκουβάγιες και σιγήσουν. Θυμάμαι τους ανθρώπους να οδεύουν προς τα χωράφια σαν μεθυσμένα φαντάσματα, τρεκλίζοντας από νύστα. Ήμουν η μικρότερη βέβαια στην οικογένεια και δεν μπορώ να πω ότι δούλευα όπως εκείνοι, ότι μου έβγαινε η πίστη ανάποδα, πάντως, έστω και σαν μια σκιά στα πόδια τους, ήμουν κι εγώ μες στο παιχνίδι. Ενδεικτικά θα αναφέρω ότι έτσι και πήγαινε κάποιος για καυγά εν μέσω θέρους, τον αναχαίτιζαν με πολύ σοφό χιούμορ: «Τώρα έχουμε δουλειές στη μέση, έλα να μαλώσουμε τον χειμώνα που θα καθόμαστε».

Οι θερινές διακοπές λοιπόν για μένα, ως παιδί, ήταν οι άλλοι, οι «ξένοι», αυτοί που έρχονταν από τις πόλεις για να παραθερίσουν εκεί, μια και το κλίμα του βουνού ήταν ονομαστό - χορταίναμε από καθαρόν αέρα τότε, μιλάμε για δεκαετίες του '50, του '60. Κι ακούγαμε τα παιδάκια των παραθεριστών, τα συνομήλικά μας, που λέγαν ότι ξέρουν να κολυμπούν στην θάλασσα, ότι έχουν σαμπρέλες και μαγιό, και σκεφτόμασταν «τι μας λένε τώρα;». Εμείς μόνο στα χώματα να κολυμπάμε ξέραμε, αντί για φύκια και βότσαλα, σαύρες και φιδάκια.

Και για να επανέλθουμε στα σύγχρονα καλοκαίρια, δεν θα κομίσω γλαύκα ες Αθήνας αν πω πόσο προτιμώ αυτή την πόλη όταν αδειάζει από τα στίφη των αυτοκινήτων, πόσο πιο θελκτική και ανθρώπινη γίνεται, πόσο λιγότερο βάρβαρη. Τα βράδια τα καλοκαιρινά στην Αθήνα είναι σχεδόν ανυπέρβλητα: τα θερινά σινεμά, οι βόλτες γύρω από την Ακρόπολη και το Θησείο όταν πέφτει η πρώτη δροσούλα, το σύθαμπο, εκείνο τα μαγικό σκιόφως... Απολαμβάνω την ερημοσύνη της πόλης, μου αρέσει αυτό το πράγμα, όση μελαγχολία κι αν γεννάει στο βάθος, την προτιμώ από την τύρβη και το αλαλούμ. Βγαίνω από το σπίτι τα απογεύματα, τα βραδάκια, ειδικά του Αυγούστου, και διακρίνω απ' το τέρμα κάτω του δρόμου να ανεβαίνει πότε πότε κανένα αυτοκίνητο, ή κάποιους πεζούς σαν εμένα, εναπομείναντες, και λέω για κοίτα, σιγά σιγά θα δούμε και τον τελευταίο των Μοϊκανών επί της Δημητρακοπούλου.

Τα ερημικά καλοκαίρια της Ζυράννας Ζατέλη Facebook Twitter
Τα βράδια τα καλοκαιρινά στην Αθήνα είναι σχεδόν ανυπέρβλητα: τα θερινά σινεμά, οι βόλτες γύρω από την Ακρόπολη και το Θησείο όταν πέφτει η πρώτη δροσούλα, το σύθαμπο, εκείνο τα μαγικό σκιόφως...

Φροντίζω και τα αδέσποτα της περιοχής, νερό κυρίως, να μη μείνουν χωρίς νερό μέσα στις ζέστες, κι ευτυχώς η περιοχή Μακρυγιάννη και Πλάκας έχει πολλούς φιλόζωους που τα νοιάζονται, τα αγαπούν. Τις προάλλες, αφού άφησα νερό και τροφή σ' ένα έρημο οικόπεδο με γάτες, προσπερνώντας δυο κυρίες, τις άκουσα να σχολιάζουν από πίσω μου χαμηλόφωνα: «Είναι κι αυτή της γειτονιάς;» ρώτησε η μία. «Αυτή δεν είναι της γειτονιάς, αυτή είναι συγγραφέας», της λέει η άλλη.

Ξεκινάω λοιπόν τα βραδάκια και πάω σινεμά με τα πόδια, από τα κοντινότερα εδώ γύρω, Θησείον, Αίγλη, Σινέ Παρί, Ζέφυρος, μέχρι τα πιο μακρινά, Ριβιέρα, Βοξ, Εκράν ή Αθηναία, κι αισθάνομαι λιγάκι σαν τους παλιούς πεζοπόρους-προσκυνητές. Είμαι λάτρις του σινεμά, παιδιόθεν -ο πατέρας μου είχε και σινεμά στο Σοχό, όχι μόνο χωράφια-, μπορώ να πηγαίνω κάθε βράδυ, και τους χειμώνες εννοείται. Με ξέρουν πια οι άνθρωποι στην είσοδο, στα ταμεία, χαιρετιόμαστε, μιλάμε, στο Ιντεάλ μάλιστα μου κόβουν σταθερά μειωμένο εισιτήριο, κι αν πάω να δω μια ταινία για δεύτερη ή τρίτη φορά -γιατί συμβαίνει κι αυτό συχνάκις- με βάζουν δωρεάν. Μακάρι να το κάνουν κι άλλοι κινηματογράφοι αυτό, τους στέλνω κόσμο έτσι κι αλλιώς.

Ένα καλοκαίρι πριν από μερικά χρόνια, κάτι είχα πάθει με την ταινία του Φρίαρς Ο μικρός Λίαμ. Την έπαιζε το Εκράν και πήγα και την είδα τρεις φορές, τόσο μου άρεσε. Την πρώτη με μια φίλη, τη δεύτερη μ' ένα φίλο, χωρίς να του πω ότι την ξανάδα, την τρίτη μόνη. Ο άντρας που έκοβε τα εισιτήρια και η γυναίκα στο ταμείο με κοίταζαν πια λίγο περίεργα, σαν να μην πίστευαν, κι εγώ ένιωσα την ανάγκη να απολογηθώ. Νύσταξα την προηγούμενη φορά τους είπα, κι έχασα το τέλος, και την πρώτη με τσίμπησαν τα κουνούπια... Τέτοια άσκοπα ψέματα. Ευγενείς πάντως εκείνοι, δεν δέχτηκαν να πληρώσω και τρίτο εισιτήριο. Και μετά δυο βδομάδες που παιζόταν στο Εκράν, την πήρε και το Θησείον. Ε, λοιπόν, πήγα και την είδα άλλες δυο φορές, σχεδόν σαν να έμπαινα σε απαγορευμένη ζώνη, χωρίς να το λέω σε κανέναν. Και σε ποιον άλλωστε, δεν είχε μείνει στην Αθήνα ούτε φίλος ούτε εχθρός - Αύγουστος ήτανε θαρρώ...

 

Για να το θέσω όμως και κάπως αλλιώς, το καλοκαίρι γενικά το υπομένω. Δεν είναι η εποχή που μου «μιλάει», που γεννάει τις καλύτερες ιδέες, αναφορικά με τη συγγραφή τουλάχιστον. Είναι η περίοδος της φλογερής στωικότητας, όπως γράφω και σε κάποιον Βορειοευρωπαίο φίλο. Και μιας αναπόφευκτης ραστώνης βέβαια, κάτι δηλαδή που το πάω λάου λάου, ενώ στο βάθος του μυαλού λαμβάνει χώρα ένας σιωπηλός χαμός, βουή ενός άλλου κόσμου. Οι βλέψεις μου είναι στο φθινόπωρο, στις συννεφιές που επίκεινται, στις πρώτες βροχές - αν και σπανίζουν πλέον, εννοώ οι καλές και αναγκαίες βροχές, εκείνες οι αρχοντικές βροχούλες. Ανοίγει η καρδιά μου στην κακοκαιρία, αισθάνομαι στο στοιχείο μου -άνοιξη γεννημένη κατά τ' άλλα-, δουλεύω μ' άλλη ζέση, με πάθιασμα. Όποτε ξεκινάει η μέρα μουντή και βουρκωμένη, έχω πανηγύρι εδώ μέσα, ανάβω τα αρωματικά λιβάνια μου, ανάβω κι ένα σωρό ρεσώ μέσα σε κόκκινα και μπλε ποτηράκια, υπόθεση μυσταγωγίας για μένα, μιας ηδονικής μοναχικότητας μπροστά στην γραφομηχανή, όποιος κι αν είναι ο απολογισμός στο τέλος της ημέρας - πότε τα μήλα και πότε τα φύλλα έλεγε ο πατέρας μου. Μου αρέσει λοιπόν το καλοκαίρι για την «σκοτεινιά» που κρύβει στην ψυχή του, μου αρέσει ο ήλιος για να κάθομαι στη σκιά. Για να μπορώ να τραβώ κατά το ένα τρίτο ή το ένα δεύτερο τις κουρτίνες, τα παντζούρια, και να φτιάνω σκιά, διαβαθμίσεις της σκιάς, του λαμπερού ημίφωτος...

Θα κλείσω με μια ιστορία από το προπέρσινο καλοκαίρι. Πρόκειται για μια σκηνή με ένα κοριτσάκι, όχι το ευτυχέστερο της οικουμένης, που κάποια μέρα το ντύνουν πολύ όμορφα για να το στείλουν κάπου, από όπου δεν του μέλλεται να ξαναγυρίσει. Κι έβαλα λοιπόν τρία περιστέρια, εκεί που μάλωναν για μια κόρα ψωμί, να στέκονται αίφνης εκστατικά και να παρακολουθούν το πέρασμα της παιδίσκης. Σταματούν την έριδα, τον καυγά, για να θαυμάσουν την δύσμοιρη καλοντυμένη μικρούλα. Εβδομάδες μετά, το ίδιο καλοκαίρι, έχω να τα βγάλω πέρα με το θάνατο αυτής της έφηβης, ένας θάνατος πολύ ιδιαίτερος, σπάνιος θα έλεγα, που όφειλε να με παιδέψει τα μάλα. Γιατί ενώ στη γη αυτό το παιδί γεννήθηκε χωρίς πρόσωπο σχεδόν, χωρίς φωνή, χωρίς τίποτε το κανονικό, θέλω με το θάνατο, βγαίνοντας από την μέγγενη της ύπαρξης, να απλώνει το σώμα της, να ομορφαίνει στην όψη, να γαληνεύει με τον πιο σαγηνευτικό, μύχιο τρόπο. Μια ζωή ήταν το φόβητρο για τους άλλους, κι όταν πεθαίνει μένουν όλοι έκθαμβοι, ενεοί. Και παιδευόμουν λοιπόν να πετύχω αυτή τη μεταμόρφωση, την ήθελα να γίνει όπως θα γινόταν και στη ζωή. Σαν την αράχνη που είναι δύσκολο να την παρακολουθήσεις στο πώς στήνει τον λεπτεπίλεπτο ιστό της, και μόνο όταν δεις ολοκληρωμένο το έργο της καταλαβαίνεις τι έγινε. Αυτό ήθελα να πετύχω.

Και μια μέρα από εκείνες τις δύσκολες και ιερές, ανοίγοντας το παντζούρι της κρεβατοκάμαρας, βλέπω κάτω στον ακάλυπτο ένα περιστέρι ακίνητο. Νεκρό. Μετά από λίγες ώρες παρακολουθώ ένα άλλο περιστέρι να κυκλοφέρνει εκεί γύρω επίμονα, μέχρι που κάποιο πρωί το βλέπω κι αυτό ασάλευτο, παραδομένο, σχεδόν αντικριστά στο πρώτο. Και δεν περνούν δυο μέρες κι έρχεται και προστίθεται κι ένα τρίτο περιστέρι στην παρέα των νεκρών. Και ξαφνικά συνειδητοποιώ τι βλέπω και συγκλονίζομαι. Ήταν τα τρία περιστέρια της ιστορίας μου, για μένα αυτό ήταν, που θέλησαν να πενθήσουν μέχρις εσχάτων το κορίτσι που είχαν θαυμάσει την ώρα που περνούσε από μπροστά τους. Τρία πουλιά που ενεπλάκησαν για καλά σε μία, όπως θα λέγαμε, φανταστική ιστορία...

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων: Τόπος συνάντησης για τη λογοτεχνία και τις ιδέες

Βιβλίο / Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων: Τόπος συνάντησης για τη λογοτεχνία και τις ιδέες

Με ένα πλούσιο πρόγραμμα με καλεσμένους από 16 χώρες και τιμώμενο πρόσωπο τον ποιητή Τίτο Πατρίκιο, το φετινό φεστιβάλ σημείωσε τη μεγαλύτερη προσέλευση στην ιστορία του.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Γιατί μας γοητεύει ακόμα ο «Καβγατζής της Βρέστης»;

The Review / Γιατί μας γοητεύει ακόμα ο «Καβγατζής της Βρέστης»;

Ο Χρήστος Παρίδης και η Βένα Γεωργακοπούλου, με αφορμή τη νέα έκδοση του έργου του Ζαν Ζενέ, εξετάζουν τους λόγους που μπορεί να μας αφορά ακόμα και σήμερα το θρυλικό βιβλίο του 1945. ― ΠΕΡΙΕΧΕΙ ΤΟΛΜΗΡΗ ΓΛΩΣΣΑ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
100 βιβλία που ξεχωρίσαμε για αυτό το καλοκαίρι

Βιβλίο / 100 βιβλία να διαβάσεις κάτω από ένα αρμυρίκι ή στην πόλη με το κλιματιστικό στο φούλ

Κλασική λογοτεχνία, σύγχρονοι συγγραφείς, δοκίμια, ιστορία, αυτοβελτίωση, βιβλία για το «μικρό» να μην είναι όλη την ώρα στο iPad. Kάτι για όλους για να περάσει όμορφα, ήσυχα και ποιοτικά το καλοκαίρι.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΜΑΡΙΑ ΔΡΟΥΚΟΠΟΥΛΟΥ
Κι όμως, πέρασε μισός αιώνας από την αυγή των Talking Heads

Βιβλίο / Κι όμως, πέρασε μισός αιώνας από την αυγή των Talking Heads

Τέτοιες μέρες πριν από πενήντα χρόνια, το γκρουπ έκανε το ντεμπούτο του στην σκηνή του θρυλικού κλαμπ CBGB στη Νέα Υόρκη, κι ένα νέο βιβλίο ακολουθεί την πορεία τους από τις πρώτες τους ημέρες μέχρι το είδος εκείνο της επιτυχίας που συνήθως έρχεται με τα δικά της προβλήματα
THE LIFO TEAM
Η βιογραφία του Μίλαν Κούντερα κυκλοφόρησε μόλις στα ελληνικά

Βιβλίο / Η βιογραφία του Μίλαν Κούντερα κυκλοφόρησε μόλις στα ελληνικά

Η Γαλλίδα κριτικός λογοτεχνίας της «Monde», Φλοράνς Νουαβίλ, στο «Μίλαν Κούντερα: Γράψιμο... Τι ιδέα κι αυτή!», αποκαλύπτει καίριες στιγμές και συγγραφικές αλήθειες του καλού της φίλου, αναιρώντας όλες τις κατηγορίες που συνδέονταν με το όνομά του.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Πάουλο Σκoτ

Βιβλίο / Πάουλο Σκoτ: «Στη Βραζιλία ο ρατσισμός είναι παντού, στη λογοτεχνία, στους στίχους της σάμπα»

Πότε ρεαλιστικό, πότε στρατευμένο, πότε αστυνομικής υφής, πότε μια τρελή και ξεκαρδιστική σάτιρα. Οι «Φαινότυποι» του Πάουλο Σκοτ είναι ένα αξιοσημείωτο βιβλίο. Μιλήσαμε με τον Βραζιλιάνο συγγραφέα για τη λογοτεχνία, την κατάσταση στη Βραζιλία και την αξία των λογοτεχνικών βραβείων.
ΒΕΝΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Κώστας Σπαθαράκης, εκδότης.

Κώστας Σπαθαράκης / Κώστας Σπαθαράκης: «Δεν έχουμε αφηγήσεις για τις ερωτικές μας σχέσεις, για τα νιάτα μας»

Για τον άνθρωπο πίσω από τις εκδόσεις αντίποδες, το μεγαλύτερο όφελος ήταν ότι, ενώ του άρεσε να είναι χωμένος μέσα στα βιβλία – μια μοναχική και ίσως ναρκισσιστική συνήθεια –, στην πορεία έμαθε να τη μετατρέπει σε εργαλείο κοινωνικότητας και επαφής με τους γύρω του.
M. HULOT
Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες: Ζούμε το τέλος του ανθρωπισμού

Βιβλίο / Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες: «Ζούμε το τέλος του ανθρωπισμού»

Ο πολυβραβευμένος Κολομβιανός συγγραφέας μιλά στη LiFO για τη βία που στοιχειώνει τη χώρα του, τη δύναμη της λογοτεχνίας να ανασύρει όσα κρύβει η Ιστορία, αλλά και για την αρχαιοελληνική φιλοσοφία ως σταθερή επιρροή του.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
H Gen Z όχι μόνο διαβάζει αλλά συγχρόνως αλλάζει και την ίδια την έννοια της ανάγνωσης

Βιβλίο / Η Gen Z δεν διαβάζει απλώς· επαναπροσδιορίζει την ανάγνωση

Οι εκπρόσωποι αυτής της γενιάς λατρεύουν την απόδραση, παίρνουν την λεγόμενη fan fiction τόσο σοβαρά όσο και τη λίστα Booker, αναβιώνουν κλασικά βιβλία από την Τζέιν Όστεν έως τον Ντοστογιέφσκι και μοιράζονται ιστορίες στις δικές τους κοινότητες.
THE LIFO TEAM
Γιατί ο Πέρσιβαλ Έβερετ πήρε το Πούλιτζερ με το «James»

Βιβλίο / Γιατί ο Πέρσιβαλ Έβερετ πήρε το Πούλιτζερ με το «James»

Ο Πέρσιβαλ Έβερετ έγραψε ένα άκρως επίκαιρο, δεδομένων των τελευταίων ημερών, βιβλίο, που ταυτόχρονα φιλοδοξεί να καταστεί κλασικό, για τον ρατσισμό και τη χαμένη ανθρωπιά, και κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας των ΗΠΑ και το Πούλιτζερ.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Πάμε στη Χονολουλού»: Ένα βιβλίο για τον μποέμ ρεμπέτη, κιθαρίστα και σκιτσογράφο Κώστα Μπέζο, που ξαναγράφει την ιστορία της Ελλάδας πριν από το 1940

Βιβλίο / «Πάμε στη Χονολουλού»: Ένα βιβλίο για τον μποέμ ρεμπέτη Κώστα Μπέζο

Τη δεκαετία του ’30 άνθισε στην Ελλάδα ένα μουσικό είδος «διαφυγής» από τη σκληρή πραγματικότητα, οι χαβάγιες. Ο Κώστας Μπέζος, αινιγματική μορφή μέχρι πρόσφατα και σημαντικός ρεμπέτης και σκιτσογράφος, έγραψε μια ανείπωτη ιστορία, διαφορετική από αυτή που η επίσημη ιστορία έχει καταγράψει για την εποχή του Μεσοπολέμου.  
M. HULOT
Εύα Μπαλταζάρ: «Η αγάπη που σε φυλακίζει δεν είναι αγάπη»

Βιβλίο / Εύα Μπαλταζάρ: «Η αγάπη που σε φυλακίζει δεν είναι αγάπη»

Η Καταλανή συγγραφέας, που έχει εξελιχθεί σε σημείο αναφοράς της σύγχρονης queer λογοτεχνίας, μεταφράζεται παγκοσμίως και τη θαυμάζει ο Αλμοδόβαρ, μιλά στη LiFO για το τι σημαίνει να ζεις ελεύθερα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ