Τσαρούχια από τον τόπο σου: η ιστορία, οι τύποι και η καταγωγή του ελληνικού τσαρουχιού Facebook Twitter

Τσαρούχι από τον τόπο σου: η ιστορία, οι τύποι και η καταγωγή του ελληνικού τσαρουχιού

1

Το τσαρούχι είναι ένα ελαφρύ, δερμάτινο υπόδημα το οποίο φορούσαν οι χωρικοί στην ηπειρωτική Ελλάδα αλλά και σε άλλες ορεινές περιοχές στα Βαλκάνια και την Τουρκία μέχρι τον 19ο – αρχές του 20ου αιώνα.
 

Η λέξη προέρχεται από το τουρκικό «τσαρίκ» (carik). Κατασκευαζόταν από ακατέργαστο ή κατεργασμένο δέρμα από τέσσερα συνήθως τεμάχια την «πατωσιά» (ή σόλα) τα δύο πλάγια και στην άκρη του τη «μύτη» σε διάφορες παραλλαγές, άλλοτε γυμνή και γυρισμένη προς τα πάνω είτε καλυμμένη με πλούσια, μάλλινη φούντα, η οποία ήταν συνήθως μαύρη για τους άνδρες και τις γυναίκες είτε πολύχρωμη για τα παιδιά. Το δέρμα από το οποίο κατασκευάζονταν ήταν το λεγόμενο «τελατίνι» χρώματος ερυθρού.
 

Τα τσαρούχια καθημερινής χρήσης ήταν απλά χωρίς στολίδια, ενώ τα πλουσιότερα είχαν κορδόνια και πούλιες.Ήταν δύο ειδών: Τα γιαννιώτικα ή ραφτά και τα σαρακατσάνικα ή καρφωτά.

Τα τσαρούχια καθημερινής χρήσης ήταν απλά χωρίς στολίδια, ενώ τα πλουσιότερα είχαν κορδόνια και πούλιες.

Τα τσαρούχια ήταν δύο ειδών:


Τα γιαννιώτικα ή ραφτά και τα σαρακατσάνικα ή καρφωτά.

Αρχικά ο τσαγκάρης έκοβε τα δέρματα σε μακρόστενα κομμάτια τις φασκιές και κατόπιν τα σημάδευε με τα στάμπα και έκοβε με το κοπίδι. Πρόσεχε πολύ να είναι το δέρμα λείο και άψογο, να μη έχει καμιά κοψιά και το τσαρούχι είναι ελαττωματικό. Μετά το κόψιμο τα χτυπούσαν με το μιστά για να ξεχειλώσουν. Η διαδικασία της συναρμολόγησης των διαφόρων μερών του τσαρουχιού διέφερε από τα ραφτά τσαρούχια στα καρφωτά. Ο τσαγκάρης για τα ραφτά ακολουθούσε τις εξής εργασίες:

i. Τσιάτισμα, ήταν το ράψιμο των δύο ψιδιών μεταξύ τους.

ii. Κάρφωμα, ήταν η ένωση των δύο ψιδιών με την φτέρνα .

iii. Περβάζωμα και το ντγέλωμα, ήταν η τοποθέτηση στο άνοιγμα του τσαρουχιού μιας μαύρης διακοσμητικής λουρίδας.

iv. Πέτσωμα, ήταν και η δυσκολότερη εργασία γιατί έπρεπε να ράψουν το πάτο του τσαρουχιού με τα ψίδια και την φτέρνα γι' αυτό και το έκανε μόνο ο μάστορας.

v. Καλαπόδιασμα, ήταν η εργασία που γινόταν μετά το πέτσωμα όπου ο μάστορας έβαζε το υπόδημα στο καλαπόδι για να στρώσει.

vi. ράψιμο της μύτης, απαιτούσε με μεγάλη προσοχή.

vii. πέρασμα της φούντας, γινόταν μαζί με το ράψιμο της μύτης και στη συνέχεια την κούρευαν.

Η διαδικασία για τα σαρακατσάνικα τσαρούχια είναι ίδια ως το περβάζωμα και το ντγέλωμα.

Στην συνέχεια ο μάστορας έπαιρνε ένα καλαπόδι έβαζε έναν πάτο κάτω από το καλαπόδι και στην συνέχεια έραβε το φόντι με ειδικά καρφιά τα οποία ήταν κατάλληλα για αυτήν την δουλειά.

Εδώ να σημειώσουμε ότι όταν έβγαζαν τα καρφιά από το πέλμα κάτω δεν τα πετούσαν αλλά τα ίσιωναν και τα ξανά χρησιμοποιούσαν.

Μετά έραβαν την πόχα με τον δερμάτινο πάτο και έβγαζαν τα μονταριστικά καρφιά. Κατόπιν περνούσαν βάρδαλο το οποίο στερέωναν με ξυλόπροκες γέμιζαν το κενό με διάφορα κομμάτια από δέρμα το ίσιωναν και στην συνέχεια έραβαν την μύτη του τσαρουχιού όπου θα δεθεί η φούντα. Τέλος περνούσαν την σόλα, το τακούνι και φούντα και πριν παραδοθεί γινόταν και το κούρεμα φούντας.

Στα παιδικά τσαρούχια τα διάφορα κεντήματα που είχαν στο πάνω μέρος με πούλιες και χρυσό-κλωστές πολλές φορές τα έκαναν γυναίκες στα σπίτια τους.

(Όλα τα στοιχεία προέρχονται από το Μουσείο Υποδημάτων, στην Καστανιά Καρδίτσας. Στοιχεία επικοινωνίας, στο τέλος του άρθρου)

Τσαρούχια από τον τόπο σου: η ιστορία, οι τύποι και η καταγωγή του ελληνικού τσαρουχιού Facebook Twitter
ΤΣΑΡΟΥΧΙΑ ΠΡΟΕΔΡΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ: Τα τσαρούχια της φωτογραφίας είναι κατασκευής πριν το 1960.Στη στρατιωτική ορολογία, το τσαρούχι που φέρουν οι εύζωνες (τσολιάδες) ονομάζεται «ταρρούχιον». Αυτά που χρησιμοποιούνται στις μέρες μας στην Προεδρική Φρουρά φέρουν επίσης στο κάτω μέρος τους περίπου 50 καρφιά το καθένα. Τα καρφιά αυτά είναι υπεύθυνα για τον χαρακτηριστικό ήχο που παράγουν τα τσαρούχια κατά τη διάρκεια ευζωνικών παρελάσεων. Ως συνεπακόλουθο, τα καρφιά αυτά αυξάνουν αρκετά το βάρος του τσαρουχιού, το οποίο μπορεί να φτάσει και τα τρία κιλά το καθένα. © Μουσείο Υποδημάτων
Τσαρούχια από τον τόπο σου: η ιστορία, οι τύποι και η καταγωγή του ελληνικού τσαρουχιού Facebook Twitter
Τα τσαρούχια της φωτογραφίας είναι ραμμένα στο χέρι από τον Αλέκο Αρλέτο, που ήταν ο τελευταίος μεγάλος από τους «τσαρουχάδες».Τα τσαρούχια είναι χειροποίητα υποδήματα, από δέρμα μοσχαριού κυρίως, ώστε να είναι πολύ ανθεκτικά. Φτιάχνονται σε δύο χρώματα- μαύρο, το οποίο συνήθως προτιμούσαν όσοι φόραγαν βράκα, την «μπουραζάνα» και βαθύ κόκκινο για εκείνους που είχαν φουστανέλα.Τα «καρφωτά» τσαρούχια, ήταν τα «επίσημα» τα φορούσαν στις γιορτές και πανηγύρια. Τα καθημερινά τσαρούχια ήταν τα «ραφτά», δηλαδή η σόλα τους έχει καρίνα. Η κατασκευή τους διαρκούσε τουλάχιστον τριών ημερών, αρχικά κόβονται τα δέρματα, σύμφωνα με το σχέδιο, και στη συνέχεια τα εφαρμόζεις πάνω σε ειδικά καλούπια» . Τα τσαρούχια ήταν διακοσμημένα με κεντήματα επάνω στο δέρμα, τα οποία σχέδια διάλεγε ο πελάτης αφού γίνουν οι ραφές, σχεδιάζονταν με ένα μολύβι και στη συνέχεια γίνονται σε μηχανή πλάκας. Στο τελείωμά τους, πάντα προστίθεται ένα σιρίτι από λουστρίν για να γίνουν πιο κομψά. Η σόλα δεν είναι επίπεδη, αλλά έχει κλίση προς τα πάνω για να βοηθάει στο καλύτερο περπάτημα μέσα στα μονοπάτια και τους άλλοτε χωματόδρομους στα χωριά.Επίσης η φούντα, δεν αποτελεί διακοσμητικό στοιχείο αλλά χρηστικό. Τις βροχερές μέρες, στα χωράφια ή στα καλντερίμια υπήρχε υγρασία στα χορτάρια και για να μην μπαίνει στο πόδι, τη μάζευε η φούντα. Η φούντα αποτελείται από μαλλί και ακρυλικό, εφαρμόζεται δε στο τσαρούχι με μικρά σύρματα, τα οποία μοιάζουν με ελατήρια, ώστε να είναι καλά στερεωμένη και να μην φεύγει. © Μουσείο Υποδημάτων
Τσαρούχια από τον τόπο σου: η ιστορία, οι τύποι και η καταγωγή του ελληνικού τσαρουχιού Facebook Twitter
Τσαρούχια καρφωτά © Μουσείο Υποδημάτων

  

Τσαρούχια από τον τόπο σου: η ιστορία, οι τύποι και η καταγωγή του ελληνικού τσαρουχιού Facebook Twitter
Γουρουνοτσάρουχο από ακατέργαστο γουρουνίσιο δέρμα από Καστανιά Καρδίτσας του 1900. Φορέθηκαν από τον Ιωάννη Γούλα.Το πιο πρόχειρο και φτηνό πατούμενο ήταν εκείνη την εποχή το τσαρούχι από ρόδες αυτοκινήτων. Τις ρόδες τις προμηθεύονταν από την Αθήνα ή από τις γύρω μεγάλες πόλεις. Τις κρεμάγανε συνήθως σε μεγάλα δέντρα στην πλατεία και αφού κόβανε σε μια μεριά την ρόδα, την μία άκρη την καρφώναμε με μια 45 πρόκα στον κορμό του δένδρου. Μετά με τανάλιες ειδικές που τα χερούλια τους ήταν μακρόστενα, αρχίζανε να τραβάνε την ρόδα για να ξεχωρίσουν το από μέσα μέρος της ρόδας από το απόξω. Στο από μέσα μέρος ήταν τα λινά και στο απόξω τα τακούνια. Ήθελε υπομονή, μαεστρία και δύναμη. Το κάθε κομμάτι από ρόδα είχε την δική του ονομασία και χρήση. Οι «Πάντες» ήταν από ρόδα Ι.Χ. αυτοκινήτου, το «Κέντρο» από φορτηγού, τα «Φίνα» από μικρή ρόδα, και τα «Λινά» από μικρή ρόδα και αυτά λεπτά και ελαφρότερα.Τα μέτρα τα περνάνε κατευθείαν από το πόδι του πελάτη, επάνω σε ένα χαρτόνι με το μολύβι σχημάτιζαν το περίγραμμα της πατούσας του και αυτό ήταν το μέτρημα για το τσαρούχι. Με το σουγλί κάνανε την τρύπα και εκεί ράβανε μόνο το μπροστινό μέρος με δέρμα, επάνω στη ρόδα έτσι που να χωράει το κουτουπιέ του ποδαριού, στο πίσω μέρος ράβανε μία λουρίδα από πετσί για να κρατάει το τσαρούχι. Με λίγα λόγια, τα δάκτυλα, το μπροστινό μέρος του ποδιού και η πατούσα ήταν προφυλαγμένα ενώ η φτέρνες ακάλυπτες, γυμνές και πληγώνονταν εύκολα από αγκάθια και κοφτερές ακονόπετρες.Τα τσαρούχια από «πάντες» στοίχιζαν περίπου 15 με 20 δραχμές και από «κέντρα» 25 με 30 δραχμές. © Μουσείο Υποδημάτων
Τσαρούχια από τον τόπο σου: η ιστορία, οι τύποι και η καταγωγή του ελληνικού τσαρουχιού Facebook Twitter
Τσαρούχια γυναικεία Γιαννιώτικου τύπου του 1940.Δερμάτινα κόκκινα τσαρούχια με μαύρες φούντες. Τα κατασκεύαζαν οι τσαρουχάδες. Όλη η εργασία γίνεται στο χέρι. Ένα υπόδημα πραγματικά χειροποίητο.Στην Ήπειρο έξω σε όλα τα χωριά φορούσαν οι άντρες τσαρούχια και στα περισσότερα ηπειρωτικά χωριά και οι γυναίκες π.χ. Ζίτσα, στα χωριά του Σουλίου, τα χωριά του Μαλακασίου δηλαδή Συρράκο, Καλαρρύτες κ.λπ. Το δέρμα γινόταν στα Γιάννινα, στα γνωστά γιαννιώτικα βυρσοδεψεία από δέρματα κυρίως βοδιών. Μετά την επεξεργασία που έκαναν οι βυρσοδέψοι, οι «ταμπάκοι», στα δέρματα αυτά στην άκρη της λίμνης (με ξύσιμο κ.λπ.) τα βάφανε κόκκινα και ονομάζανε αυτό το δέρμα «τελετίνι». Το δέρμα έτοιμο το φτιάχναν οι τσαρουχάδες πλέον σε διάφορα μεγέθη τσαρούχια.Τα ανδρικά εκτός από τη φούντα που είχαν μεγαλύτερη από τα γυναικεία τα «πέτσωναν» δηλαδή έβαζαν και δεύτερο δέρμα -σόλα- και στα τακούνια καρφιά.Τα γυναικεία τσαρούχια ήταν με φούντα ή και χωρίς φούντα, αλλά μόνο με μύτη. Με φούντα ήταν στα χωριά των ορεινών περιοχών π.χ. στα χωριά της Πίνδου, Κράψη, Γότιστα, Καλαρρύτες, Συρράκο κ.τ.λ. καθώς και στους Σαρακατσαναίους, άνδρες και γυναίκες.Τα πεδινά χωριά τα λεγόμενα «καμπίσια» είχαν τα τσαρούχια μόνο με «μύτη», για να μη γεμίζουν και βαραίνουν οι φούντες από τις λάσπες.Παλαιά τα τσαρούχια στοίχιζαν μια λύρα χρυσή. © Μουσείο Υποδημάτων
Τσαρούχια από τον τόπο σου: η ιστορία, οι τύποι και η καταγωγή του ελληνικού τσαρουχιού Facebook Twitter
Γουρουνοτσάρουχα δερμάτινα, Μουσείο ΥποδημάτωνΉταν παπούτσια περίπου του 1930 που τα φορούσαν οι χωρικοί και ποιμένες πολλών περιοχών της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας, τα κατασκεύαζαν από ακατέργαστο δέρμα χοίρο, τα καλούμενα «γουρουνοτσάρουχα».Ήταν χαμηλά με μια μικρή μύτη στην άκρη τους, που αν και χοντροκομμένα θεωρούνται ελαφρά παπούτσια, τα οποία τους εξασφάλιζαν άνετο βάδισμα σε ανώμαλα εδάφη γι’ αυτό και τα φορούσαν άντρες και γυναίκες στις καθημερινές δουλειές.Σε καλές περιστάσεις οι άντρες φορούσαν δερμάτινες μπότες και οι γυναίκες μποτίνια.Τα κατασκεύαζαν συνήθως από ενιαίο τεμάχιο (κάποιες φορές και από δύο )που το αναδίπλωναν και το συγκρατούσαν στο πόδι τους με λωρίδες από το ίδιο δέρμα, γι’ αυτά που θα χρησιμοποιούσαν τους χειμερινούς μήνες από την κάτω πλευρά δεν ξυρίζανε το δέρμα αλλά το αφήνανε με τις τρίχες ώστε να μην γλιστρά στο χιόνι.Τα πρώτα παπούτσια που έφτιαχνα με τον παππού ήταν γουρουνοτσάρουχα και από γαϊδουρόδερμα. Πρώτα τα αλατίζαμε, τα ράβαμε. Μετά τα καρφώναμε στα καλαπόδια και τους περνάγαμε τις σόλες. Το ράψιμο γινόταν με κλωστή κερωμένη και αρχίζαμε από την εσωτερική μεριά. Για δύο χρόνια κρατάγανε, μετά χρειαζότανε επισκευή ή μπάλωμα. Από καλαπόδια είχαμε πολλά και διαφορετικού μεγέθους. Τα καλοκαίρια με την ζέστη τα τσαρούχια ξεραίνονταν. Από τα γουρουνοσφάγια τις αποκριές μαζεύαμε το λίπος ή το αγοράζαμε, το λεγόμενο «βασιλικό» από το μπροστινό μέρος του γουρουνιού και το είχαμε πάντα πρόχειρο για τέτοιου είδους περιστατικά. © Μουσείο Υποδημάτων

________________

Μουσείο Υποδημάτων


Το Μουσείο Υποδημάτων βρίσκεται στο χωριό Καστανιά της Καρδίτσας. Τα παλαιότερα χρόνια ήταν κεφαλοχώρι με πολλά εργαστήρια τσαρουχιών, ραφτάδων, σιδεράδων, εμπόρων κ.α . Ήταν επίσης και πέρασμα των Σαρακατσαναίων από και προς τα χειμαδιά και τα Άγραφα.

 

Το Μουσείο ξεκίνησε να υπάρχει σαν ιδέα από το 1910 από τον Αντώνιο Κόγια, ο οποίος χάρη στην εξαιρετική του τέχνη έγινε γνωστός και πέρα από τα όρια της Θεσσαλίας.

 

Ο γιος του Ευάγγελος ήταν εκείνος που μάζευε κυρίως εργαλεία με σκοπό να έχει μία πλήρη συλλογή για τις ανάγκες της τέχνης αλλά και γιατί ήθελε να κάνει πράξη το όραμα του πατέρα του Α. Κόγια έτσι άρχισε αν συλλέγει υποδήματα από όλα τα μέρη του κόσμου. Στο Μουσείο Υποδημάτων ο επισκέπτης μπορεί να δει παλαιά τσαγκαράδικα εργαλεία, παλαιά καλαπόδια, στάμπα και παλαιές τσαγκαράδικες μηχανές.

 

Επίσης στον εκθεσιακό χώρο ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει παλαιά υποδήματα από πολλά μέρη της Ελλάδος ξεκινώντας από τα υποδήματα με μετάξι από την Αλεξανδρούπολή και καταλήγοντας στα στιβάνια των νησιών και της Κρήτης καθώς και υποδήματα από Κορέα, Ολλανδία, Βουλγαρία, Τουρκία.

 

Τηλέφωνα επικοινωνίας : 24410 97111 | 6978 210081

www.kogiasart.gr | [email protected]

Αρχαιολογία & Ιστορία
1

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Εν μέσω των γυναικών της αμαρτίας. Μια επίσκεψη στα Βούρλα τον Φλεβάρη του 1936

Αρχαιολογία & Ιστορία / Εν μέσω των γυναικών της αμαρτίας. Μια επίσκεψη στα Βούρλα τον Φλεβάρη του 1936

Η συγγραφέας, δημοσιογράφος και φεμινίστρια Λιλίκα Νάκου επισκέφθηκε το –υπό κρατική διαχείριση– πορνείο των Βούρλων τον Φλεβάρη του 1936, συνομίλησε με τις «γυναίκες της αμαρτίας» και μετέφερε τις εντυπώσεις της.
ΤΑΣΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΥ
Μέλι, Ρόδια, Aμβροσία: Τι έτρωγαν τελικά στον Όλυμπο οι Θεοί;

Αρχαιολογία & Ιστορία / Μέλι, Ρόδια, Aμβροσία: Τι έτρωγαν τελικά στον Όλυμπο οι Θεοί;

Τόσο οι γραπτές πηγές όσο και η εικονογραφία της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας αποκαλύπτουν ότι οι θεοί και οι ήρωες ήταν μάλλον εκλεκτικότεροι των θνητών ως προς τη διατροφή τους. Και τα φαγητά τους έκρυβαν κίνητρα πέρα από την πείνα...
ΑΓΙΑΤΗ ΜΠΕΝΑΡΔΟΥ
Ματίας Ρουστ: Μια ατέλειωτη ιστορία των ’80s

Αρχαιολογία & Ιστορία / Ματίας Ρουστ: Μια ατέλειωτη ιστορία των ’80s

Το βράδυ της 28ης Μαΐου 1987 ο 18χρονος Γερμανός προσγειώνεται με ένα Cessna στην Κόκκινη Πλατεία για να αποδείξει ότι «αν κάποιος σαν εμένα μπορεί να περάσει σώος και αβλαβής στην άλλη πλευρά, τότε δεν υπάρχει τόσο μεγάλος κίνδυνος, και ίσως να μπορούμε να τα βρούμε όλοι μεταξύ μας».
ΜΑΚΗΣ ΜΑΛΑΦΕΚΑΣ
Η Μεγαλόχαρη ως αστυνομικό λαγωνικό 

Αρχαιολογία & Ιστορία / Τα «αντιλωποδυτικά θαύματα» της Παναγίας

Μια δημοσιογραφική έρευνα που έκανε το 1933 ο αστυνομικός ρεπόρτερ Ευστάθιος Θωμόπουλος κατέγραψε τους άθλους της Παναγίας· από την Κρήτη μέχρι τη Ροδόπη, οι πιστοί «έβλεπαν» τη δράση της, ένιωθαν ευγνώμονες και τη μαρτυρούσαν.
ΤΑΣΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΥ
Γιατί έθαβαν βρέφη μέσα σε αγγεία στο Βαθύ της Αστυπάλαιας;

Ιστορία μιας πόλης / Γιατί έθαβαν βρέφη μέσα σε αγγεία στο Βαθύ της Αστυπάλαιας;

Τι το ιδιαίτερο συμβαίνει στο Βαθύ της Αστυπάλαιας και τι συνεχίζει να αποκαλύπτει η αρχαιολογική έρευνα στην περιοχή; Η Αγιάτη Μπενάρδου συζητά με τον Ανδρέα Βλαχόπουλο.
ΑΓΙΑΤΗ ΜΠΕΝΑΡΔΟΥ
«ΒΙΑΣ»: Τα αρχαιολογικά τοπία ως ζωντανά οικοσυστήματα

Αρχαιολογία & Ιστορία / Καμπανούλες στους Δελφούς, Πέρδικες στο Σούνιο. Ό,τι φυτρώνει και ζει στους αρχαιολογικούς χώρους

Μια πρωτοποριακή επιστημονική προσέγγιση του πολιτιστικού τοπίου αποκαλύπτει έναν άγνωστο κόσμο χιλιάδων ζώων και φυτών σε είκοσι εμβληματικούς αρχαιολογικούς χώρους της χώρας. 
ΝΤΙΝΑ ΚΑΡΑΤΖΙΟΥ
Βασίλης Λαμπρινουδάκης: Ο αρχαιολόγος πίσω από το νέο μουσείο της Επιδαύρου

Οι Αθηναίοι / Βασίλης Λαμπρινουδάκης: Ο αρχαιολόγος πίσω από το νέο μουσείο της Επιδαύρου

Από τις ανασκαφές στην Επίδαυρο και τη Νάξο, ο ομότιμος καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας αφηγείται μια ζωή αφιερωμένη στην ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Και όπως λέει, το πιο πολύτιμο εύρημα δεν ήταν αρχαιολογικό – ήταν η γυναίκα του.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Δεσποτόπουλος και το αθηναϊκό όνειρο του μοντερνισμού

Ιστορία μιας πόλης / Ο Δεσποτόπουλος και το αθηναϊκό όνειρο του μοντερνισμού

Από το Ωδείο Αθηνών έως τη Σουηδία της εξορίας, ο Ιωάννης Δεσποτόπουλος δεν υπήρξε μόνο ένας σπουδαίος αρχιτέκτονας, αλλά και ένας διανοούμενος που οραματίστηκε μια πιο δημοκρατική, λειτουργική και πολιτισμένη πόλη. Ποια είναι η παρακαταθήκη του στη σύγχρονη Ελλάδα; Η Αγιάτη Μπενάρδου μιλά με τον Λουκά Μπαρτατίλα.
ΑΓΙΑΤΗ ΜΠΕΝΑΡΔΟΥ
Τι σήμαινε να είσαι ψυχικά ασθενής στην αρχαία Αθήνα;

Ιστορία μιας πόλης / Τι σήμαινε να είσαι ψυχικά ασθενής στην αρχαία Αθήνα;

Πώς κατανοούσαν οι αρχαίοι Έλληνες την ψυχική ασθένεια; Ήταν θεϊκή τιμωρία, παθολογία του σώματος ή ένα υπαρξιακό βάρος που αποτυπωνόταν στη λογοτεχνία και στο θέατρο; Η Αγιάτη Μπενάρδου συνομιλεί με τον Γιώργο Καζαντζίδη, Αναπληρωτή Καθηγητή Λατινικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών, για τον τρόπο με τον οποίο η αρχαιοελληνική κοινωνία εξηγούσε, απεικόνιζε και αντιμετώπιζε τις ψυχικές διαταραχές.
ΑΓΙΑΤΗ ΜΠΕΝΑΡΔΟΥ
«Army of Lovers», όπως «Στρατός Εραστών»

Οθόνες / «Army of Lovers»: Μια ταινία για τα ζευγάρια εραστών του Ιερού Λόχου

Ο σκηνοθέτης Λευτέρης Χαρίτος εξηγεί πώς αποφάσισε να θίξει ένα θέμα που για αιώνες θεωρείται ταμπού: τις ερωτικές σχέσεις μεταξύ αντρών στην Αρχαία Ελλάδα, ακόμη και στο πεδίο της μάχης.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Μεταλλεία του Λαυρίου: Ένα συναρπαστικό κεφάλαιο της ιστορίας του Λεκανοπεδίου

Ιστορία μιας πόλης / Μεταλλεία του Λαυρίου: Ένα συναρπαστικό κεφάλαιο της ιστορίας του Λεκανοπεδίου

Κάτω από την επιφάνεια της Λαυρεωτικής κρύβεται ένας λαβύρινθος από υπόγειες στοές και μυστικά που συνδέονται με τη δύναμη της αρχαίας Αθήνας. Η Αγιάτη Μπενάρδου συζητά με τον γεωλόγο Μάρκο Βαξεβανόπουλο.
ΑΓΙΑΤΗ ΜΠΕΝΑΡΔΟΥ