Η Νανά Δαρειώτη θέλει να σε διδάξει να γράφεις άψογα για τη μαγειρική και τη γαστρονομία

Η Νανά Δαρειώτη θέλει να σε διδάξει να γράφεις άψογα για τη μαγειρική και τη γαστρονομία Facebook Twitter
Όποιος γνωρίζει γραφή και ανάγνωση μπορεί να γράψει, αρκεί πραγματικά να το θέλει και να αποφασίσει, γιατί θέμα απόφασης είναι, ότι αυτό που έχει να πει αφορά και σε κάποιους άλλους, στο εν δυνάμει κοινό του.
0

— Δεν είναι λίγο προκλητικό να απευθύνεσαι σε ανθρώπους που ήδη γράφουν δημόσια, λέγοντάς τους ότι θα τους μάθεις να γράφουν;

Μπορεί να φαίνεται, αλλά πιστεύω ειλικρινά ότι δεν είναι. Και μιλάω από προσωπική πείρα. Ξεκίνησα μαθήματα δημιουργικής γραφής με μια υπέροχη δασκάλα, τη Χριστιάννα Λαμπρινίδη, όταν ήδη ήμουν αρχισυντάκτρια σε περιοδικά. Δεν με αμφισβητούσε κανείς τότε, ένιωθα όμως την ανάγκη να φρσκάρω τη γραφή μου, να βρω μια άλλη φωνή, να μπορώ να «δημιουργώ» θέματα, να καταφέρνω να ανανεώνω τη γλώσσα την οποία χρησιμοποιούσα. Να βρώ τη δική μου αλήθεια, αν θες. Παρέμεινα μαθήτριά της για τρία ολόκληρα χρόνια, δύσκολα και επίπονα, με πολλή προσπάθεια και επένδυση χρόνου και ψυχής. Δεν πήγα με στόχο να γράψω ένα βιβλίο, υπήρχαν συμμαθητές όμως που πήγαν για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Για μένα ήταν ανάγκη να μπορώ να μιλάω-γράφω, λέγοντας τις δικές μου ιστορίες, με τη δική μου φωνή.

— Τι διαφορετικό έχει η δημιουργική γραφή γενικά, από τη γραφή της γεύσης ειδικά;

Όπως κάθε γνωστικό αντικείμενο, η γεύση έχει το δικό της λεξιλόγιο, το δικό της συντακτικό και τη δική της γραμματική. Αν αυτό είναι αντικειμενικό; Υπόκειται σε όρους μιας σύμβασης, όπως και όλα τα θέματα της ζωής μας. Δεν γράφεις με τον ίδιο τρόπο για πολιτική, για ταξίδι, για θέατρο, για μόδα. Το κοινό σου αντιλαμβάνεται μια συγκεκριμένη ορολογία, ή μάλλον θα πρέπει να αντιλαμβάνεται μια κοινή για όλους ορολογία. Δεν μπορείς να καλύπτεις τα πάντα με  θαυμαστικές εκφράσεις, υπερθετικούς και γενικόλογες περιγραφές. Το φαγητό, το ποτό, μιλάει στις αισθήσεις. Εμπλέκει την όραση, την όσφρηση, την αφή, τη γεύση και κάποιες φορές την ακοή. Με ποιον τρόπο λοιπόν θα περιγράψεις την άποψή σου για ένα πιάτο, μια πρώτη ύλη, ένα προϊόν, αν δεν έχεις το κατάλληλο οπλοστάσιο για να το κάνεις;

Το ζητούμενο είναι ο κάθε ένας που θα συμμετέχει να βρει τη δική του ταυτότητα πρώτα και έπειτα να γράφει για αυτά που τον ενδιαφέρουν, χρησιμοποιώντας μια κατανοητή και εύληπτη από το κοινό γλώσσα.

— Με αυτόν τον τρόπο όμως, δεν θα δημιουργηθούν πανομοιότυπα αντίγραφα του τρόπου που εσύ γράφεις;

Ακριβώς το αντίθετο θα συμβεί. Το ζητούμενο είναι ο κάθε ένας που θα συμμετέχει να βρει τη δική του ταυτότητα πρώτα και έπειτα να γράφει για αυτά που τον ενδιαφέρουν, χρησιμοποιώντας μια κατανοητή και εύληπτη από το κοινό γλώσσα.

Με άλλον τρόπο θα πρέπει να γράφεις αν απευθύνεσαι σε εργένηδες, με άλλον σε μητέρες, με άλλον σε άντρες. Το κείμενο πρέπει να σε κάνει να νιώθεις ότι συμμετέχεις, ότι σε αφορά, ότι έχει να σου πει κάτι που θα σε πάει παραπέρα ή θα σε κάνει να νιώσεις έντονα συναισθήματα. Διαφορετικά, γιατί να επιλέξει να διαβάσει τη δική σου εκδοχή για ένα χιλιογραμμένο και χιλιοδοκιμασμένο θέμα;

— Ποιο πιστεύεις ότι είναι το πιο δύσκολο κομμάτι στη γραφή τελικά;

Η έκθεση στην κριτική. Είναι μια παγίδα στην οποία πέφτουμε όλοι, ακόμη –ίσως κυρίως– και οι επαγγελματίες γραφιάδες. Το ότι δημοσιεύονται κείμενά μας δεν σημαίνει ότι αντέχουμε και την κριτική που μπορεί να ασκηθεί σε αυτά. Ίσως είναι το κατάλοιπο των κοκκινισμένων από διορθώσεις κειμένων στο σχολείο και το πανεπιστήμιο. Δεν είναι καθόλου εύκολο να δεχθούμε κριτική. Και όμως, μόνο αν ακούσεις από τους αναγνώστες σου το τι εισέπραξαν από ένα κείμενό σου μπορείς να καταλάβεις ότι αυτό που είχες στον νου σου γράφοντας και αυτό που ένιωσαν διαβάζοντάς το μπορεί να απέχει παρασάγγας. Κάπως έτσι αρχίζεις να «γδύνεις» τις λέξεις σου και τα νοήματα σου και να τους φοράς ενδύματα πιο κοντά σε αυτό που πραγματικά θέλεις να πεις. Και να αποδεχθείς ότι από τη στιγμή που ένα κείμενό σου φεύγει από εσένα και δημοσιοποιείται, αποκτά δική του, αυτόνομη ζωή.

— Μήπως όλα αυτά είναι υπερβολικά όταν μιλάμε για γεύση, συνταγές και φαγητά;

Όχι, καθόλου, και είμαι κάθετη σε αυτό. Δεν είναι καθόλου υπερβολικό αν σκεφτείς ότι για να επιλέξω να διαβάσω τα δικά σου γιουβαρλάκια απέναντι σε άλλες 150 καταγραφές τους, θα πρέπει να έχεις κάτι να μου πεις, πολύ νωρίτερα από τη στιγμή που θα τα δοκιμάσω σε ένα πιάτο. Για να μπω στον κόπο σου, πρέπει από το ξεκίνημα να έχεις κάνει τη διαφορά για μένα, ίσως όχι για κάποιον άλλον, αλλά για μένα σίγουρα. Γι’ αυτό και σου είπα ότι ο προσδιορισμός της ταυτότητας είναι ίσως το πιο βασικό σημείο εκκίνησης.

— Είναι κάτι που μαθαίνεται η γραφή; Δεν έχει να κάνει με ταλέντο, με ικανότητα;

Κάποια στιγμή, στη διάρκεια της τριετίας που παρακολουθούσα τα μαθήματα γραφής, το Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών, του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μας ζήτησε να δραματοποιήσουμε κείμενά μας, τα οποία και παρουσιάσαμε, με εμάς ως πρωταγωνιστές, σε μια παράσταση εκεί. Ένα από τα βασικά που ακούστηκαν ήταν η φράση «αφού ξέρεις να γράφεις, γιατί δεν γράφεις;». Όποιος γνωρίζει γραφή και ανάγνωση μπορεί να γράψει, αρκεί πραγματικά να το θέλει και να αποφασίσει, γιατί θέμα απόφασης είναι, ότι αυτό που έχει να πει αφορά και σε κάποιους άλλους, στο εν δυνάμει κοινό του.

— Θα έχουν συνέχεια τα σεμινάρια;

Μετά την ολοκλήρωση του πρώτου κύκλου, έχω σχεδιάσει έναν δεύτερο, ο οποίος επικεντρώνεται σε πολύ πιο συγκεκριμένη θεματολογία και στην ανάλυσή της. Και στη συνέχεια έναν κύκλο που θα περιλαμβάνει και τη φωτογραφία, ως αναπόσπαστο κομμάτι αυτού που λέγεται γραφή της γεύσης και food blogging. Στο σεμινάριο της φωτογραφίας, αφού έχεις βρει την ταυτότητά σου και ξέρεις τι και πώς θα το γράψεις, εξειδικευμένος φωτογράφος θα σου διδάξει και πώς θα το κάνεις εικόνα. Μια εικόνα όμως που θα ολοκληρώνει την άποψή σου, όχι ξεκάρφωτη και αποκομμένη από το κείμενο. Δεν μπορεί να ετοιμάζεις φαγητό για οικογενειακά γεύματα και να φωτογραφίζεις νεκρές φύσεις σε κιαροσκούρο, κάτι δεν ταιριάζει.

— Μίλησες όμως για ορολογία. Πόσο εύκολο είναι να γίνει αποδεκτή και κατανοητή τόσο από αυτούς που θα τη «γράφουν» όσο και από εκείνους που θα τη διαβάζουν;

Διά της πρακτικής μεθόδου. Ας υποθέσουμε ότι σου σερβίρουν κάτι απλό. Μια ντομάτα ας πούμε. Πιστεύεις ότι είναι εύκολο να την περιγράψεις; Θες να κάνουμε ένα παιχνίδι; Έχει κανονικό σχήμα; Είναι μεγαλόκαρπη ή μικρόκαρπη; Το χρώμα της; Είναι στιλπνή; Είναι ώριμη ή άγουρη; Τι αρώματα έχει πριν την κόψεις; Και έπειτα, πώς είναι η σάρκα της; Ζουμερή, στεγνή, ξυλώδης; Έχει σπόρια και υγρά ή όχι; Όταν τη φέρεις στη μύτη τι σου θυμίζει; Όταν τη βάλεις στο στόμα, είναι ξινή, γλυκιά, θερμή, γήινη, χυμώδης, φρουτώδης, τι είναι;

Αυτό εννοώ όταν μιλάω για ορολογία. Με τον ίδιο τρόπο από τα πιο απλά, τις πρώτες ύλες και στη συνέχεια στα προϊόντα και μετά στα πιάτα, φτιάχνουμε ένα λεξιλόγιο και ένα συντακτικό.

— Που σημαίνει ότι υπάρχουν διαφορετικές δοκιμές με διαφορετικές κατηγορίες γεύσεων;

Στον κύκλο των σεμιναρίων της γραφής όλα αυτά θα είναι συγκεκριμένα. Επειδή όμως το γνωστικό πεδίο της γεύσης είναι τεράστιο και κανείς μας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι το κατέχει εξ ολοκλήρου, σκεπτόμαστε να πραγματοποιήσουμε αυτόνομα, μεμονωμένα σεμινάρια για διαφορετικά προϊόντα, με διαφορετικούς εισηγητές. Για τα τυριά και τα αλλαντικά, για μπαχαρικά, για μυρωδικά και βότανα, για κρασί και πάει λέγοντας. Αυτά τα σεμινάρια θα δρουν αυτόνομα και συμπληρωματικά, εφόσον κάποιος θέλει να αποκτήσει γνώσεις για επιμέρους θέματα.

Περισσότερες πληροφορίες για τα σεμινάρια εδώ

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΜΠΑΚΑΛΙΚΑ, DELI

Γεύση / Ο μεγάλος οδηγός του Αθηναίου καλοφαγά: Τα 51 πιο νόστιμα σημεία της πόλης

Εξειδικευμένα παντοπωλεία, deli με αλλαντικά και τυριά από την Ελλάδα και τον κόσμο, χασάπικα για κρέατα άριστης ποιότητας, κάβες και φούρνοι με ψωμιά παραδοσιακά αλλά και νέας εποχής, σε μια λίστα που μπορεί να είναι ο παράδεισος του foodie.
ΝΙΚΗ ΜΗΤΑΡΕΑ
Είναι η τούρτα αμυγδάλου του Μπόζα η πιο ωραία στην Αθήνα;

Γεύση / Είναι η τούρτα αμυγδάλου του Μπόζα η πιο ωραία τούρτα της Αθήνας;

Όσο και αν η τέχνη της ζαχαροπλαστικής έχει κάνει άλματα στη χώρα μας, δεν έχουμε πάψει ποτέ να αγαπάμε τα «παλιά γλυκά» που μας θυμίζουν παιδικά χρόνια, οικογενειακές συγκεντρώσεις, γενέθλια και γιορτές.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ωδή στην pure σεβεντίλα: Ένα σπίτι που μοιάζει με μικροοργανισμό.

Γεύση / Ένα σπίτι στο Παλαιό Φάληρο που αποθεώνει τα απίθανα '70s

Το σπίτι του Γιώργου Κελέφη, εκδότη του περιοδικού ΟΖΟΝ, στο Παλαιό Φάληρο ‒σχεδιασμένο από τους σπουδαίους αρχιτέκτονες Δημήτρη και Σουζάνα Αντωνακάκη‒ μοιάζει με χρονοκάψουλα που σε μεταφέρει στη δεκαετία του ’70.
ΤΖΟΥΛΗ ΑΓΟΡΑΚΗ
Τα κρασιά της Κεφαλονιάς: Ρομπόλα, Μαυροδάφνη και άλλες εξαιρετικές ποικιλίες

Το κρασί με απλά λόγια / Τα κρασιά της Κεφαλονιάς: Ρομπόλα, Μαυροδάφνη και άλλες εξαιρετικές ποικιλίες

Η Υρώ Κολιακουδάκη Dip WSET και ο Παναγιώτης Ορφανίδης ταξιδεύουν στους αμπελώνες της Κεφαλονιάς, με οδηγό τον οινοποιό Ευρυβιάδη Σκλάβο. Μαθαίνουμε για τις γνωστές, αλλά και τις πιο σπάνιες ποικιλίες του νησιού, καθώς και για τον ρόλο που παίζει το βουνό Αίνος στην αμπελουργία του.
THE LIFO TEAM
Στο ΚΙΝΩΝΩ στο Κουκάκι που περνάει την πιο νόστιμη φάση του

Γεύση / Στο ΚΙΝΩΝΩ στο Κουκάκι που περνάει την πιο νόστιμη φάση του

Ο Βαγγέλης από το «Σπιρτόκουτο» –δηλαδή ο Γιάννης Βουλγαράκης– άφησε τα Κύθηρα για την Αθήνα και ανανέωσε, με τις λιτές του γεύσεις, έναν χώρο όπου κάποτε αράζαμε για ποτά και τώρα πηγαίνουμε για φρέσκες παπαρδέλες και σφακιανόπιτα.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Γιαννούδι, Μαραθέφτικο, Μαύρο: Οι άγνωστες δυνάμεις του κυπριακού αμπελώνα

Το κρασί με απλά λόγια / Γιαννούδι, Μαραθεύτικο, Μαύρο: Οι ερυθρές δυνάμεις του κυπριακού αμπελώνα

Σε τι ξεχωρίζουν οι γηγενείς κόκκινες ποικιλίες της Κύπρου; Η Υρώ Κολιακουδάκη Dip WSET και ο Παναγιώτης Ορφανίδης φιλοξενούν τον οινολόγο και οινοποιό Σοφοκλή Βλασίδη και συζητούν μαζί του για τα αυτόριζα αμπέλια του νησιού.
THE LIFO TEAM
Ronin: Ένα καταφύγιο ιαπωνικής κομψότητας και γεύσης στο Κολωνάκι/ Στο Ronin στο Κολωνάκι θα ανακαλύψεις το νόημα της ιαπωνικής απλότητας/ Ronin: Η ιαπωνική απλότητα που συγκινεί σε κάθε πιάτο

Γεύση / Ronin: Ιαπωνέζικη κουζίνα με ακρίβεια, λιγότερο fusion, περισσότερο zen

Το εστιατόριο Ronin φέρνει στο Κολωνάκι τη δύναμη της απλότητας της ιαπωνικής κουλτούρας και την αποθέωση της γευστικής λεπτομέρειας σε έναν απολαυστικό διάλογο μεταξύ παράδοσης και μοντέρνας δημιουργίας.
ΝΙΚΗ ΜΗΤΑΡΕΑ
Καπάνι Μάρκετ: Ένα οινορεστοράν που παντρεύει Βορρά, Βαλκάνια και Ανατολή

Γεύση / Καπάνι Μάρκετ: Ένα οινορεστοράν που παντρεύει Βορρά, Βαλκάνια και Ανατολή

Ο σεφ Δημήτρης Μπαλάκας σιγομαγειρεύει σχεδόν τα πάντα στον ξυλόφουρνο, «ψήθηκε» με τις παραδοσιακές γεύσεις στον φούρνο του παππού και της γιαγιάς του, και μοιράστηκε μαζί μας τρεις αυθεντικές συνταγές από τη Φλώρινα.
ΝΙΚΗ ΜΗΤΑΡΕΑ
Γκίκας Ξενάκης

Γκίκας Ξενάκης / «Έχω κάνει λάθη – δούλεψα πολύ με τον εαυτό μου για να τους σέβομαι όλους στην κουζίνα»

Μεγαλώνοντας στη Θήβα, αγάπησε το φρέσκο ψάρι, τα άγρια χόρτα και τις ταπεινές συνταγές. Αν και είχε αρχικά πολύ κακή εικόνα για τους μάγειρες, εξελίχθηκε σε σεφ για τον οποίο –όπως είπε ο Επίκουρος– μπορούσε να καταλάβει κανείς ένα πιάτο του με κλειστά τα μάτια. Ο «τιμονιέρης» της κουζίνας του Aleria, Γκίκας Ξενάκης, είναι ο Αθηναίος της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Πούλοι και κουκνούκοι, τα ζυμαρένια ειδώλια της Ανάστασης

Γεύση / Πούλοι και κουκνούκοι, τα ζυμαρένια ειδώλια της Ανάστασης

Ευφάνταστα τσουρέκια και καλιτσούνια της Λαμπρής, που βγαίνουν σε ποικίλα σχήματα και εκδοχές στα νησιά του Αιγαίου, θυμίζουν ζυμαρένια μικρογλυπτά και αναδίδουν την αρχοντική ευωδιά των ημερών.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ