Η «ΡΩΜΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», των Γάλλων ιστορικών Marcel Le Glay, Yann Le Bohec και Jean-Louis Voisin σε μετάφραση Σωτήρη Μετεβελή και Χρήστου Γεμελιάρη, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από από τις Εκδόσεις της Εστίας, ξεδιπλώνει σε 700 σχεδόν σελίδες όλη την ιστορία της Ρώμης με κάθε λεπτομέρεια, ξεκινώντας πριν από την απόλυτη κυριαρχία της και φτάνοντας μέχρι την κλασική εποχή. Πρόκειται για ένα άκρως σημαντικό σύγγραμμα που έρχεται να εξηγήσει πώς η αλλοτινή πολίχνη του Λατίου κατάφερε να επιβληθεί όχι μόνο στις γειτονικές πόλεις αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο και ποια ήταν ακριβώς η σχέση της με τον ελληνικό κόσμο. Πολύτιμες, εν προκειμένω, οι επισημάνσεις του μεταφραστή και επιμελητή της έκδοσης, Σωτήρη Μετεβελή, ο οποίος αναλαμβάνει να συμπληρώσει στην ελληνική έκδοση καίρια σημεία που παραλήφθηκαν στην αρχική. Με σπουδές στην αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή ιστορία και κατόπιν μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές στη νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία στο Sciences Po Paris και το Πανεπιστήμιο της Νίκαιας, ο Σωτήρης Μετεβελής εξηγεί τον μεγάλο αντίκτυπο της Ρώμης και τη στροφή του ενδιαφέροντος του κόσμου προς τη ρωμαϊκή ιστορία.
Η επαφή με τη Ρώμη βοηθά επίσης να συνειδητοποιήσουμε την έννοια του νόμου, τη φύση του κοινοβουλευτισμού και την απόσταση που τον χωρίζει από την αληθινή δημοκρατία, την κοινωνική, οικονομική, χωροταξική και πολεοδομική εξέλιξη των ευρωπαϊκών πόλεων, καθώς και πλείστες άλλες πτυχές σε διάφορους τομείς, όπως η τέχνη, το θέατρο, η λαογραφία και η αρχιτεκτονική.
― Μέχρι πρόσφατα, όποιος αναζητούσε μια σύγχρονη επιτομή της ρωμαϊκής ιστορίας στα ελληνικά αναγκαζόταν να καταφύγει σε παλαιότερα εγχειρίδια, γραμμένα μεν από μεγάλους ξένους ιστορικούς, αλλά πεπαλαιωμένα ερευνητικά και μεταφραστικά, καθότι στην καθαρεύουσα. Αυτό πλέον έχει αλλάξει και τα βιβλία για τη Ρώμη πληθαίνουν. Σε τι χρησιμεύει μια ακόμη εισαγωγική ιστορία της Ρώμης;
Η ερώτηση είναι εύστοχη και θεμιτή. Πράγματι, η παρούσα έκδοση προστίθεται σε μια σειρά εισαγωγικών ιστοριών που έχουν κυκλοφορήσει την τελευταία εικοσαετία. Κάθε εγχειρίδιο, όμως, κομίζει κάτι καινούργιο, λειτουργώντας συμπληρωματικά. Όχι βέβαια ως προς τα βασικά γεγονότα, αυτά δεν αλλάζουν, αλλά ως προς την προσέγγιση, ως προς αυτά που επιλέγει κανείς συνειδητά ή ασυνείδητα να αναδείξει και να αποσιωπήσει –όχι κακόβουλα– από μια τεράστια γκάμα δεδομένων, που δεν μπορούν ασφαλώς να χωρέσουν όλα σε ένα και μοναδικό εγχειρίδιο· ειδικά όταν μιλάμε για τη Ρώμη, η ιστορία της οποίας εκτείνεται σε ένα τεράστιο χρονικό και χωρικό εύρος. Κάθε εισαγωγικό βιβλίο εντάσσεται σε μια ιστοριογραφική παράδοση, η οποία καθορίζεται από το εκάστοτε ιστορικό-κοινωνικό πλαίσιο, την εθνικότητα, τις προσωπικές καταβολές, τις γενικότερες απόψεις, την επιστημονική εμβρίθεια και το συγγραφικό χάρισμα του κάθε ιστορικού. Το ίδιο ισχύει στην προκειμένη περίπτωση και για το εν λόγω εγχειρίδιο, που πρωτοεκδόθηκε στη Γαλλία το 1991 και συνεχίζει να επανεκδίδεται ανελλιπώς. Η έμφαση που δίνεται από τους τρεις συγγραφείς, λ.χ., στη Γαλατία, μια πολύ σημαντική περιοχή για τη Ρώμη από τα πρώτα χρόνια της επέκτασής της έως το τέλος της, σχετίζεται άμεσα με τα παραπάνω, ωφελώντας παράλληλα το ελληνικό κοινό, αφού του δίνει τη δυνατότητα να εμβαθύνει σε διαφορετικά ζητήματα, άρα και σε διαφορετικές οπτικές.
― Η ελληνική έκδοση κυκλοφορεί εμπλουτισμένη σε σχέση με τη γαλλική εκδοχή, χάρη στη δική σας συμβολή. Από πού προέκυψε αυτή η ανάγκη;
Όποιος παρακολουθεί από κοντά την ελληνική βιβλιοπαραγωγή, είτε επαγγελματικά είτε ως έμπειρος αναγνώστης, γνωρίζει και εκτιμά ότι τα μεταφρασμένα βιβλία που κυκλοφορούν στην Ελλάδα από τους σοβαρούς εκδοτικούς οίκους είναι συνήθως ανώτερα σε επίπεδο τυπογραφικής φροντίδας από τα αντίστοιχα πρωτότυπα, όπου φαίνεται να υπερισχύει η λογική του κόστους παραγωγής. Αυτό γίνεται ακόμη πιο έκδηλο στα εισαγωγικά εγχειρίδια, τα οποία, λόγω της χρηστικότητάς τους για το πανεπιστήμιο, αντιμετωπίζονται συχνά από όλους τους συντελεστές στο εξωτερικό (εκδότες, συγγραφείς, μεταφραστές, επιστημονικούς επιμελητές) διεκπεραιωτικά.
Εν προκειμένω, λοιπόν, και με γνώμονα τόσο την επιστημονική εγκυρότητα όσο και την αναγνωστική εμπειρία, αλλά και με σεβασμό στη μεγάλη παράδοση των εκδόσεων της Εστίας, κρίθηκε αναγκαίο, πέραν της αξιόπιστης και εύληπτης μετάφρασης –εργασία ούτως ή άλλως ιδιαιτέρως απαιτητική για ένα τέτοιο πόνημα–, η προσαρμογή του βιβλίου στα αυστηρά κριτήρια του ελληνικού αναγνωστικού κοινού.
Η προσπάθεια αυτή αποτυπώνεται στο συνολικό στήσιμο του βιβλίου και επιμέρους στο κυρίως κείμενο, στις πρόσθετες υποσημειώσεις και στο εκτενές ευρετήριο, το οποίο συνιστά σημαντικό εργαλείο εξίσου για τον ειδικό και για τον γενικό αναγνώστη, αποτελώντας ταυτόχρονα έναν καθρέφτη της έκδοσης. Αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι τα περισσότερα βιβλία που εκδίδονται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα για τη Ρώμη είναι επίσης υψηλής ποιότητας, σε πείσμα μάλιστα των εγχώριων οικονομικών και κοινωνικών δυσχερειών. Το ίδιο ισχύει και για τα βασικά κείμενα της λατινικής γραμματείας, τα οποία κυκλοφορούν επιτέλους σε σωστές μεταφράσεις και καλαίσθητες εκδόσεις. Καιρός ήταν!
― Γιατί το λέτε αυτό;
Επειδή μόνο έτσι μπορούμε να αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε λίγο καλύτερα τη Ρώμη, η οποία είναι παρεξηγημένη στη χώρα μας. Η συντηρητική πλευρά, με τη γραφική και συχνά ανιστόρητη εθνοκεντρική αρχαιοπληξία της, την κρίνει συνήθως σε αντιδιαστολή προς την αρχαία Ελλάδα, βρίσκοντάς τη βέβαια σαφώς κατώτερη σε όλα, ή, στην καλύτερη περίπτωση, μια καλή μιμήτρια (μαζί και λίγο «κλέφτρα») του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Αν προσθέσετε σε αυτήν τη στρεβλή αντίληψη τους διάφορους περιθωριακούς στρατολάγνους της τηλεόρασης και του διαδικτύου που εμπνέονται από τη ρωμαϊκή στρατιωτική μηχανή, το συντηρητικό κοινό δεν έχει και πολλές ελπίδες για μια ορθή αποτίμηση, κι ας φαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι ενδιαφέρεται για την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα.
Από την άλλη, η προοδευτική πλευρά δυσκολεύεται να απαλλαγεί από τις ιδεολογικές αγκυλώσεις της, καθώς συνεχίζει να επικεντρώνεται και να ενοχλείται από τους επεκτατικούς πολέμους, τους δούλους, την υπερφορολόγηση των κατώτερων τάξεων, την εκφυλισμένη αριστοκρατία και τους στυγνούς αυτοκράτορες, χωρίς να σημαίνει ότι όλα αυτά δεν αποτελούν όψεις της ρωμαϊκής πραγματικότητας. Σε συνδυασμό μάλιστα με μια νεωτερική αντίληψη περί μη χρησιμότητας της αρχαίας ιστορίας για τον σύγχρονο άνθρωπο και τα προβλήματά του, καταλήγει συχνά να υποτιμά και να περιφρονεί την κλασική παιδεία. Θυμηθείτε μόνο τα όσα φαιδρά ακούστηκαν προ λίγων ετών ως επιχειρήματα με αφορμή την κατάργηση των λατινικών από τις πανελλαδικές εξετάσεις. Αν λάβουμε υπόψη και την πρόσφατη τάση για μια υπερ-αναθεωρητική προσέγγιση του παρελθόντος, που ανάμεσα σε άλλα κρίνει τη Ρώμη και υπό το πρίσμα της «ματσίλας», τότε τα περιθώρια κατανόησης αυτής της ιστορικής περιόδου στενεύουν. Είναι λογικό η κάθε εποχή να κρίνει τις προηγούμενες με βάση τις δικές της προσλαμβάνουσες· θα χαρακτήριζα μάλιστα το ζήτημα της πρόσληψης ως κομβικό και ενδεχομένως ως το πιο ουσιώδες. Όταν όμως αυτό γίνεται με αλαζονεία, θεωρώντας ότι η δική μας εποχή συνιστά το απόλυτο κριτήριο για όλες τις προγενέστερες (σαν να μην έχει και αυτή τα θέματά της, τα οποία αναπόφευκτα θα αναδειχθούν από τις επόμενες γενιές), τότε χάνει την αξία του και καταντά γραφικό. Όσον αφορά τώρα ένα πιο γενικό και απολιτίκ κοινό, δεν νομίζω ότι ενδιαφέρεται ή ότι μπορεί να ξεφύγει εύκολα από τη χολιγουντιανή προσέγγιση της Ιστορίας, η οποία δεν είναι απαραίτητα κατακριτέα, αφού οι προτεραιότητες του κόσμου του θεάματος είναι άλλες.
― Σε τι μας ωφελεί λοιπόν σήμερα να αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε λίγο καλύτερα τη Ρώμη;
Σε πολλά περισσότερα απ’ όσα φανταζόμαστε, ειδικά εδώ στην Ελλάδα. Δεν θα αναφέρω το χιλιοειπωμένο κλισέ περί αξίας του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού και των σχεδόν μεταφυσικών ιδιοτήτων που έχουν φτάσει να του αποδίδουν (ότι έχει απαντήσεις για όλα, ότι μας κάνει εξυπνότερους κ.λπ.). Δεν με εκφράζει καθόλου, παρά τη μεγάλη αγάπη και το ειδικό ενδιαφέρον μου για τη συγκεκριμένη περίοδο. Το θεωρώ ένα στείρο και μοιρολατρικό σχήμα, δηλωτικό της ανθρώπινης ανάγκης για εξιδανίκευση του παρελθόντος μπροστά στην ανασφάλεια που δημιουργεί το ρευστό παρόν και το αβέβαιο μέλλον. Θα πω όμως ότι το γνωστό στερεότυπο περί κατανόησης του παρόντος μέσω της μελέτης της Ιστορίας ισχύει στην περίπτωση της Ρώμης και με το παραπάνω! Και δεν το εννοώ με όρους επανάληψης της Ιστορίας προκειμένου να αντλήσουμε μαθήματα για το μέλλον, αλλά καθαρά πρακτικά, για μια καλύτερη αντίληψη του κόσμου που μας περιβάλλει, ο οποίος, παρά τη νεωτερικότητα, συνεχίζει να φέρει τη Ρώμη μέσα του.
Όταν μελετά κανείς ρωμαϊκή ιστορία, μπορεί να αντιληφθεί βαθύτερα μια σειρά από ουσιαστικά ζητήματα και να αναπτύξει μια πιο κριτική και αυτόνομη στάση ζωής μέσα στον σημερινό κόσμο, που κατακλύζεται από την ευκαιριακή και συγκεχυμένη (παρα)πληροφόρηση. Θα κατανοήσει, π.χ., τα αίτια της γέννησης, της εξέλιξης και της επικράτησης του χριστιανισμού, πώς κατάφερε να γίνει από διωκόμενος διώκτης, αγκαλιάζοντας πολύ εύκολα, είναι η αλήθεια, αυτό τον ρόλο. Θα καταλάβει τον άρρηκτο δεσμό του χριστιανισμού με τον ιουδαϊσμό, ο οποίος επίσης είχε μια δύσκολη και περίπλοκη σχέση με τη Ρώμη, που κατέληξε στην καταστροφή του ναού από τον αυτοκράτορα Τίτο το 70 μ.Χ. και λίγο αργότερα επί αυτοκράτορα Αδριανού στη μετονομασία των Ιεροσολύμων σε Αιλία Καπιτωλίνα, μαζί με την απαγόρευση εισόδου των Εβραίων στην πόλη. Θα κατανοήσει περαιτέρω μέχρι και το Ισλάμ, το οποίο μπορεί να έπεται χρονικά της τυπικής πτώσης της Ρώμης, αλλά επιβάλλεται σε έναν μεσογειακό κόσμο που εν πολλοίς εξακολουθεί να λειτουργεί με τις ρωμαϊκές συνήθειες και τις ρωμαϊκές δομές. Σε αυτό το πλαίσιο, θα διαπιστώσει και τη συνάφεια των τριών αυτών θρησκειών μεταξύ τους, και ίσως εκπλαγεί από τον βαθμό συγγένειας.
Η επαφή με τη Ρώμη βοηθά επίσης να συνειδητοποιήσουμε την έννοια του νόμου, τη φύση του κοινοβουλευτισμού και την απόσταση που τον χωρίζει από την αληθινή δημοκρατία, την κοινωνική, οικονομική, χωροταξική και πολεοδομική εξέλιξη των ευρωπαϊκών πόλεων, καθώς και πλείστες άλλες πτυχές σε διάφορους τομείς, όπως η τέχνη, το θέατρο, η λαογραφία και η αρχιτεκτονική. Είναι σαν ένα κουβάρι, που όσο το ξετυλίγεις σού φανερώνονται τα παρασκήνια του δικού μας κόσμου. Το ίδιο ισχύει και για τα λατινικά, τα οποία φωτίζουν τα γραμματικά και ετυμολογικά μονοπάτια των περισσότερων ευρωπαϊκών γλωσσών, σε συνδυασμό βέβαια με τα αρχαία ελληνικά.
― Και γιατί λέτε ότι ειδικά εδώ στην Ελλάδα θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει περισσότερο; Tι μπορεί να προσφέρει η μελέτη της ρωμαϊκής ιστορίας σε έναν σύγχρονο Έλληνα;
Δύο βασικά πράγματα, που σχετίζονται με τη δημιουργία της νεοελληνικής ταυτότητας από καταβολής νεοελληνικού κράτους. Πρώτον, την καλύτερη αποτίμηση της αρχαίας Ελλάδας. Η Ρώμη υπήρξε ένα τεράστιο χωνευτήρι των πιο ετερόκλητων λαών και πολιτισμών, από τους οποίους πήρε και έδωσε πολλά. Η σχέση της με την Ελλάδα αποτελεί ασφαλώς ένα ξεχωριστό και άκρως ενδιαφέρον κεφάλαιο της Ιστορίας· η περίφημη φράση του Οράτιου περί πολιτιστικής κατάκτησης της Ρώμης από την κατακτημένη Ελλάδα είναι ενδεικτική, όπως άλλωστε και ο όρος ελληνορωμαϊκός πολιτισμός. Μέσα σε αυτή την ώσμωση, η Ρώμη πέρασε από την κρησάρα της πολλά. Για διάφορα ζητήματα της αρχαίας Ελλάδας η πρόσληψή μας είναι είτε αμιγώς ρωμαϊκή, από τους ίδιους δηλαδή τους Ρωμαίους, είτε της ρωμαϊκής περιόδου, από Έλληνες ή ελληνόφωνους της Ανατολής. Η περίπτωση της μυθολογίας είναι από τις πλέον χαρακτηριστικές. Ορισμένες από τις δημοφιλέστερες εκδοχές των ελληνικών μύθων με τις οποίες μεγαλώσαμε προέρχονται από τους Λατίνους συγγραφείς. Το δεύτερο αφορά στην αμφίθυμη σχέση μας με το Βυζάντιο, που από την ίδρυση τού νεοελληνικού κράτους δεν έχουμε ακόμη αποφασίσει αν μας αρέσει ή όχι ως κληρονομιά. Θέλοντας και μη, αποτελεί το ενδιάμεσο σκαλοπάτι μεταξύ ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας και σύγχρονης Ελλάδας. Μόνο μέσω της Ρώμης μπορούμε να το ερμηνεύσουμε σωστά, ειδικά τους πρώτους αιώνες της ύπαρξής του, και όχι με κορόνες περί θεοκρατίας ή ελληνορθόδοξου πολιτισμού.
― Μπορεί να παίξει κάποιον ρόλο η επίσημη εκπαίδευση στη βελτίωση της εικόνας που έχουμε για τη Ρώμη;
Αν η μελέτη της ρωμαϊκής ιστορίας μάς φέρνει σε επαφή με όσα θίξαμε ακροθιγώς παραπάνω, τότε σίγουρα αντενδείκνυται για το σχολείο, εξού και το ασήμαντο μερίδιο που κατέχει στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Δεν πρόκειται όμως απλώς για μια κρατική ανεπάρκεια ή για τους περιορισμούς που θέτει η εθνοκεντρική προσέγγιση της Ιστορίας, που ισχύει λίγο-πολύ σε όλες τις χώρες. Το ζήτημα είναι βαθύτερο. Δοκιμάστε να θίξετε σε καθηγητές και γονείς το θέμα της διδασκαλίας των θρησκευτικών στα σχολεία, των εικόνων μέσα στις τάξεις, της ύπαρξης των αριστείων, της άμεσης συμμετοχής των μαθητών στα ζητήματα που τους αφορούν και άλλα παρόμοια και ζυγίστε αντιδράσεις. Μην τα ρίχνουμε όλα μόνο στο κράτος, νομίζω πως είναι άτοπο να του ζητάμε να διαμορφώσει πολίτες με κριτική σκέψη∙ ούτε το θέλει ούτε το μπορεί, είναι αντίθετο προς τη φύση του. Για την ώρα, λοιπόν, αν κάποιος θέλει να μάθει για τη Ρώμη και να έρθει σε επαφή με τα σημαντικά κείμενα της λατινικής γραμματείας, θα πρέπει να ακολουθήσει τη δοκιμασμένη μοναχική οδό του διαβάσματος, νιώθοντας τυχερός που υπάρχουν πλέον καλά βιβλία στα ελληνικά για να το κάνει. Αν καταφέρει σε αυτή την πορεία να βρει και λίγους συνοδοιπόρους να τα μοιράζεται –πράγμα διόλου αυτονόητο– τότε θα πρέπει να αισθάνεται διπλά τυχερός.
― Στην ελληνική έκδοση επιλέγετε να τονίσετε την ελληνορωμαϊκή ώσμωση με αφορμή σημαντικά πολιτικά γεγονότα. Πώς προκύπτει η συγκεκριμένη σύνδεση;
Η στενότερη επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό, αρχής γενομένης με τις ελληνικές πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας τον 3ο αι. π.Χ., επηρεάζει βαθιά την κοινωνική ελίτ της Ρώμης, η οποία διαθέτει τα απαραίτητα μέσα και τον ελεύθερο χρόνο (το περίφημο otium) για μόρφωση. Με δεδομένο ότι αυτή η ελίτ στελεχώνει την ανώτατη πολιτική και στρατιωτική διοίκηση, είναι αναπόφευκτο η ελληνική επιρροή να εμφιλοχωρεί σε διάφορες στιγμές της «επίσημης» Ιστορίας. Μεταξύ άλλων, στη διέλευση του Ρουβίκωνα από τον Καίσαρα, ο οποίος, όταν αποφασίζει να τον διασχίσει, ξεπερνώντας τους αρχικούς ενδοιασμούς του, εκφωνεί την περιβόητη φράση «ο κύβος ερρίφθη» στα ελληνικά, εμπνεόμενος από ένα χαμένο