Οι περισσότεροι τις έχουμε δει στη μικρή οθόνη. Πολλές φορές Σαββατόβραδο, κουκουλωμένοι σε έναν καναπέ στο σπίτι ή από το οικογενειακό τραπέζι της Κυριακής. Παρ’ όλα αυτά, για μια ολόκληρη εποχή αποτελούσαν τη βασική έξοδο των Ελλήνων και των Ελληνίδων στους κεντρικούς κινηματογράφους της Αθήνας, σε συνοικιακά σινεμά και στα θερινά το καλοκαίρι. Ασπρόμαυρες πολλές από αυτές αλλά και έγχρωμες όσο άλλαζαν οι εποχές, οι ταινίες των δεκαετιών του 1950, του 1960 και του 1970 στοίχειωσαν τα όνειρα τουλάχιστον μίας γενιάς. Μελοδράματα, κωμωδίες, αστυνομικά θρίλερ, ηθογραφίες, πολύχρωμα μιούζικαλ, ήταν οι πρώτες απόπειρες ενός ταπεινού κινηματογράφου ο οποίος προσπαθούσε να φτάσει, ακόμα και να ανταγωνιστεί τον διεθνή, δεν τολμούσε όμως ακόμη να θίξει σε βάθος τα μεγάλα προβλήματα που έκαναν τη χώρα να αιμορραγεί. Μόλις που είχε αρχίσει να ψηλαφεί τα σοβαρά αδιέξοδα των κοινωνικών αδικιών και ανισοτήτων, συνήθως μέσα από ελαφριές κωμωδίες, σε κάποιες περιπτώσεις με υπαινικτικά σχόλια, σατιρίζοντας τα κακώς κείμενα και αισιοδοξώντας για τη μελλοντική τους επίλυση. Ταινίες μεροκαματιάρηδων αλλά και σοβαρών επαγγελματιών ενός βαλκανικού Χόλιγουντ που προσέφεραν μια διέξοδο από τα καθημερινά προβλήματα της μεταπολεμικής Ελλάδας, μια ανάσα γέλιου ή ένα λυτρωτικό κλάμα σε μια κοινωνία που προσπαθούσε να ορθοποδήσει και να ξεχαστεί μπροστά στη μεγάλη οθόνη, πολύ προτού την αντικαταστήσει η μικρή.
Παρόλο που θα περίμενες ότι από τις εκατοντάδες ταινίες που γυρίζονταν ένα ποσοστό θα είχε εξελιχθεί, όχι μόνο τεχνολογικά αλλά και δραματουργικά, φαίνεται ότι οι παλιότερες ξεχωρίζουν χάριν μιας ειλικρίνειας και μιας αυθεντικότητας, καταγράφοντας μια Ελλάδα κινηματογραφικά πιο ενδιαφέρουσα από τη μεταγενέστερη.
Έθεσα το ερώτημα ποιες είναι εν τέλει οι καλύτερες ελληνικές ταινίες εκείνης της μακρινής «εποχής της αθωότητας». Ποιες αποτύπωσαν καλύτερα την εποχή τους, σε ποιες αντανακλώνται καλύτερα το συναίσθημα, η συγκίνηση, το χιούμορ της ελληνικής ιδιοσυγκρασίας. Αναζητώντας τις απαντήσεις όχι με αναφορά τις παράδοξες για την εποχή τους ταινίες τολμηρών δημιουργών (όπως ο Κανελλόπουλος, ο Κούνδουρος, ο Δαμιανός), που οραματίζονταν έναν ποιητικό κινηματογράφο, αλλά με επίκεντρο τον λαϊκό, τον λεγόμενο «εμπορικό», που κυριαρχούσε προτού εμφανιστεί αυτό που ονομάστηκε «Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος», προτού οι πολιτικές και αισθητικές αναζητήσεις των νέων σκηνοθετών λίγο πριν από τη Μεταπολίτευση και αμέσως μετά αλλάξουν τα πάντα, καθώς το κοινό άρχισε να κλείνεται σπίτι του, προτιμώντας την τηλεόραση.
Ζήτησα από τέσσερις επαγγελματίες από τον χώρο του θεάτρου, της τηλεόρασης και του κινηματογράφου αλλά και από έναν ακαδημαϊκό να καταρτίσουν ο καθένας και η καθεμία τη δική τους λίστα, επιλέγοντας τις κατά την κρίση τους δέκα καλύτερες ταινίες της «χρυσής» εποχής του ελληνικού κινηματογράφου. Αναφερόμαστε στην περίοδο από το 1948, που κυκλοφόρησε η ταινία «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» του Αλέκου Σακελλάριου, μέχρι το 1977 και την τελευταία ταινία της Φίνος Φιλμ, «Ο κυρ-Γιώργης εκπαιδεύεται» του Γιάννη Δαλιανίδη, χρονιά που σηματοδοτεί και την άνευ όρων παράδοση του κινηματογράφου στην τηλεόραση, καθώς «κυρ-Γιώργης» ήταν το όνομα του ήρωα που υποδυόταν ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος στην τηλεοπτική κωμική σειρά «Λούνα Παρκ» σε σενάριο και σκηνοθεσία επίσης του Δαλιανίδη. Πρόκειται για τους Μιχάλη Ρέππα (ηθοποιός, συγγραφέας, σκηνοθέτης), Κυριάκο Χατζημιχαηλίδη (σκηνοθέτης, παραγωγός), Βρασίδα Καραλή (καθηγητής Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ, συγγραφέας), Εύα Νάθενα (σκηνογράφος-ενδυματολόγος, σκηνοθέτις του κινηματογράφου), Σμαράγδα Καρύδη (ηθοποιός, σκηνοθέτις θεάτρου). Πρόσθεσα και τις δικές μου επιλογές ως συντάκτη που επιμελήθηκε το εγχείρημα και η τελική λίστα που προέκυψε δεν αποτελεί μεν έκπληξη, ωστόσο περιλαμβάνει δέκα κλασικές ταινίες, όλες ασπρόμαυρες. Οι έξι από αυτές γυρίστηκαν τη δεκαετία του 1950 και οι υπόλοιπες τη δεκαετία του 1960 – πρόσθεσα και μία «αναπληρωματική». Παρόλο που θα περίμενες ότι από τις εκατοντάδες ταινίες που γυρίζονταν ένα ποσοστό θα είχε εξελιχθεί, όχι μόνο τεχνολογικά αλλά και δραματουργικά, φαίνεται ότι οι παλιότερες ξεχωρίζουν χάριν μιας ειλικρίνειας και μιας αυθεντικότητας, καταγράφοντας μια Ελλάδα κινηματογραφικά πιο ενδιαφέρουσα από τη μεταγενέστερη.
1. Στέλλα (1955)
Σκηνοθεσία - σενάριο: Μιχάλης Κακογιάννης / Παίζουν: Μελίνα Μερκούρη, Γιώργος Φούντας, Αλέκος Αλεξανδράκης, Βούλα Ζουμπουλάκη, Σοφία Βέμπο, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Χριστίνα Καλογερίκου, Τασσώ Καββαδία, Κώστας Κακκαβάς κ.ά.
Μια ταινία-μύθος που βασίστηκε στο θεατρικό έργο «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» του Ιάκωβου Καμπανέλλη και αφηγείται την ιστορία μιας ανεξάρτητης γυναίκας η οποία μέσα σε ένα απολύτως πατριαρχικό πλαίσιο τολμάει να αρνηθεί τα δεσμά του γάμου και το πληρώνει με τη ζωή της. Ένα μελόδραμα ιδιαίτερα πρωτοποριακό για την εποχή που γυρίστηκε, το οποίο ξεπερνάει την ηθογραφική προσέγγιση της Αθήνας και εξελίσσει τόσο δραματουργικά όσο και αισθητικά τα στενά δεδομένα της άγουρης τότε ακόμα ελληνικής κινηματογραφίας. Η εκρηκτική ερμηνεία της Μελίνας Μερκούρη, η μαγική μουσική των Χατζιδάκι - Τσιτσάνη και η αριστοτεχνική σκηνοθεσία του νεότατου Μιχάλη Κακογιάννη στη δεύτερη μόλις ταινία του, σε συνδυασμό με τα κοινωνικά θέματα που θίγει, οδήγησαν σε ένα αποτέλεσμα που έτυχε διεθνούς αναγνώρισης, τόσο στο Φεστιβάλ των Καννών όσο και στο Χόλιγουντ, όπου απέσπασε Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξένης Ταινίας.
Σμαράγδα Καρύδη: Η «Στέλλα» είναι μια πολύ σπουδαία ταινία που λατρεύω. Έχω μανία με τη Μελίνα. Μιχάλη, δεν θα την έβαζες στη λίστα σου;»
Μιχάλης Ρέππας: Θεωρώ ότι έχει άπειρα, άπειρα προτερήματα, την προσωπικότητα, φυσικά, της Μελίνας, την ανεπανάληπτη μουσική του Χατζιδάκι. Δεν θα την έβαζα όμως γιατί έχει έντονα στοιχεία μελοδράματος που δεν είναι το είδος μου. Επίσης, έχει κάτι το ψευδές, το ωραιοποιημένο. Δεν είναι έτσι οι «πόρνες». Η κεντρική «πόρνη» ήταν ένα πρότυπο γυναίκας που εκείνη την εποχή έσκασε σαν βόμβα… Είχε στοιχεία ωραιοποίησης και αυτό δραματουργικά εμένα με δυσκολεύει.
2. Η κάλπικη λίρα (1955)
Σκηνοθεσία - σενάριο: Γιώργος Τζαβέλλας / Παίζουν: Βασίλης Λογοθετίδης, Ίλυα Λιβυκού, Μίμης Φωτόπουλος, Σπεράντζα Βρανά, Ορέστης Μακρής, Έλλη Λαμπέτη, Δημήτρης Χορν, Λαυρέντης Διανέλλος, Αθανασία Μουστάκα, Δημήτρης Μυράτ κ.ά.
Μια κάλπικη χρυσή λίρα Αγγλίας περνάει σαν σκυτάλη από τέσσερις χιουμοριστικές αλλά και αισθηματικές ιστορίες. Ο τίμιος λιθογράφος της πρώτης ιστορίας φτιάχνει μια κάλπικη λίρα παρασυρμένος από τα θέλγητρα μιας νεαρής χήρας. Το νόμισμα περνάει διαδοχικά στα χέρια ενός ζητιάνου που παριστάνει τον τυφλό, μιας γυναίκας που εκδίδεται, ενός πλούσιου τσιγκούνη και τέλος ενός μποέμ ζευγαριού. Ευρηματική ταινία του σκηνοθέτη, θεατρικού συγγραφέα και σεναριογράφου Γιώργου Τζαβέλλα, αποτέλεσε μία από τις μεγαλύτερες κινηματογραφικές επιτυχίες της εποχής της τόσο επί ελληνικού εδάφους όσο και διεθνώς.
Κυριάκος Χατζημιχαηλίδης: Η «Κάλπικη λίρα» είναι μια άψογη ταινία, δεν βρίσκω κανένα ψεγάδι. Από ιστορία σε ιστορία, μία λίρα μάς πάει σε έναν άλλο κόσμο και φυσικά στην κορυφαία σκηνή του υπέροχου Ορέστη Μακρή, ο οποίος είναι υπόδειγμα υποκριτικής, όταν το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, ως άλλος Εμπενίζερ Σκρουτζ, παίρνει με έναν υπέροχο τρόπο στην αγκαλιά του το κοριτσάκι και το υιοθετεί. Όλη η Ελλάδα κλαίει σε αυτήν τη σκηνή.
Βρασίδας Καραλής: Η πιο σημαντική ελληνική ταινία, που διαμόρφωσε ουσιαστικά την κινηματογραφική γλώσσα μέσα από έναν ποιητικό ρεαλισμό.
3. Τα κόκκινα φανάρια (1963)
Σκηνοθεσία: Βασίλης Γεωργιάδης / Σενάριο: Αλέκος Γαλανός / Παίζουν: Τζένη Καρέζη, Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Μάνος Κατράκης, Γιώργος Φούντας, Δέσπω Διαμαντίδου, Αλεξάνδρα Λαδικού, Ελένη Ανουσάκη, Κατερίνα Χέλμη, Μαίρη Χρονοπούλου, Κώστας Κούρτης, Φαίδων Γεωργίτσης, Ηρώ Κυριακάκη, Νότης Περγιάλης.
Μια ταινία-κολάζ από ιστορίες νέων γυναικών που και δουλεύουν σε ένα «σπίτι» της Τρούμπας λίγο πριν τα κλείσουν οριστικά όλα μαζί τη δεκαετία του 1960, μαζί με τα μπαρ για ναυτικούς της εποχής. Καθεμία κουβαλάει μια πονεμένη ιστορία. Η Ελένη (Καρέζη), η «πριγκιπέσα», όπως την αποκαλούν οι υπόλοιπες, γνωρίζει έναν νεαρό φοιτητή (Παπαμιχαήλ), ο οποίος δεν ξέρει τι δουλειά κάνει και απλώς την ερωτεύεται, ενώ την ίδια στιγμή δέχεται πιέσεις από τον προαγωγό Μιχαήλο (Φούντας), ο οποίος την απειλεί πως θα του τα αποκαλύψει όλα αν δεν κοιμηθεί μαζί του· η Μαίρη (Χρονοπούλου) είναι ερωτευμένη με τον Άγγελο (Γεωργίτσης), ένα ξανθό αγόρι που μαζί της γνώρισε πρώτη φορά τον έρωτα· η Μαρίνα (Χέλμη) είναι πλήρως εξαρτημένη από τον σωματέμπορο Ντόρη (Κούρτης)· η Άννα (Λαδικού) έχει ένα μεγάλο μυστικό, ένα παιδί που συντηρεί κρυφά, ενώ αγαπάει τον μόνιμο πελάτη της, τον καπεταν-Νικόλα (Κατράκης). Μαζί τους ζουν και εργάζονται η μικρότερη Μυρσίνη (Ανουσάκη), η μόνη που βλέπει ότι οι εποχές αλλάζουν και προετοιμάζεται, η μαντάμ Παρί (Διαμαντίδου), η μεγαλύτερη σε ηλικία και πατρόνα του «σπιτιού», που είναι ερωτευμένη με τον Μιχαήλο, αλλά και η «λεκανατζού» Κατερίνα (Κυριακάκη), μια ταλαιπωρημένη μεσόκοπη γυναίκα που περιμένει τον γέρο άντρα της (Περγιάλης) να βγει από το άσυλο για να πάνε να ζήσουν ειρηνικά στην παράγκα τους. Οι υπόλοιπες τι θα γίνουν όταν έρχονται τα μαντάτα ότι κλείνουν όλα τα «σπίτια» της Τρούμπας; Σκορπάνε όπου βρούνε, περιπλανώμενες στα σκληρά μονοπάτια της νύχτας και του λιμανιού. Η ταινία πλαισιώνεται από υπέροχα τραγούδια του Σταύρου Ξαρχάκου που ερμηνεύουν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και ο Γιώργος Ζαμπέτας, αλλά και η Τζένη Καρέζη. Το 1964 ήταν υποψήφια για Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Σ.Κ.: Μ’ αρέσει πολύ η ατμόσφαιρά της, μ’ αρέσει το κλίμα της. Ξέρω ότι δεν υπήρχε καν αυτή η Τρούμπα, αλλά δεν με νοιάζει, δεν ψάχνω ένα σινεμά-ντοκιμαντέρ. Δεν υπήρχε αυτός ο οίκος ανοχής που από πάνω είναι τα δωμάτια και από κάτω ορχήστρα που παίζουν τα φοβερά μπουζούκια.
Μ.Ρ.: Ή τραγουδιστές όπως ο Μπιθικώτσης, ή κοπελάρες σαν τη Χρονοπούλου και τη Λαδικού…
4. Το κορίτσι με τα μαύρα
Σκηνοθεσία - σενάριο: Μιχάλης Κακογιάννης / Παίζουν: Έλλη Λαμπέτη, Δημήτρης Χορν, Γιώργος Φούντας, Ελένη Ζαφειρίου, Στέφανος Στρατηγός
Δύο νέοι Αθηναίοι, ο Παύλος και ο Αντώνης, φτάνουν στην Ύδρα για να περάσουν μερικές μέρες ξεκούρασης. Νοικιάζουν δωμάτια στο σπίτι της χήρας Φρόσως, που ζει μαζί με την κόρη της, Μαρίνα, και τον γιο της, Μήτσο. Ο Παύλος σιγά-σιγά ανακαλύπτει ότι η οικογένεια αντιμετωπίζεται με καχυποψία στο νησί, κάτι που εξηγεί και τη στάση της μονίμως θλιμμένης Μαρίνας. Καθώς την ερωτεύεται, αποφασίζει να παραμείνει στο νησί μερικές ακόμη μέρες· μαζί της βέβαια είναι ερωτευμένοι κι άλλοι άνδρες του νησιού, που δεν βλέπουν με καλό μάτι το ενδιαφέρον του για εκείνη.
Κ.Χ.: Μια ταινία που θίγει την κατάσταση της γυναίκας στην εποχή, τη διάθεσή της να υπάρξει ως ελεύθερο άτομο μέσα σε αυτήν τη μικρή κοινωνία, ενώ περιτριγυρίζεται από παλικαράδες, πλακατζήδες και όλους αυτούς που χλευάζουν με κάποιον τρόπο τις αξίες και τα ιδανικά των ανθρώπων γενικά και, φυσικά, μιας γυναίκας. Τι να πω για τη Λαμπέτη και για τον κορυφαίο Έλληνα ηθοποιό, Γιώργο Φούντα;
5. Το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο
Σκηνοθεσία - σενάριο: Αλέκος Σακελλάριος/Παίζουν: Αλίκη Βουγιουκλάκη, Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Χρήστος Τσαγανέας, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Ορέστης Μακρής, Γιώργος Γαβριηλίδης, Μέλπω Ζαρόκωστα, Άννα Μαντζουράνη, Νίκη Λινάρδου, Κατερίνα Γώγου.
Η μεγάλη επιτυχία που έκανε το άστρο της Αλίκης Βουγιουκλάκη να εκτοξευτεί. Υπολογίζεται πως την είδαν πάνω από δέκα εκατομμύρια Έλληνες στα δέκα πρώτα χρόνια της κυκλοφορίας της και αμέτρητοι στα τριάντα χρόνια της προβολής της από την τηλεόραση. Μέσα από τη χαριτωμένη σύγκρουση μεταξύ ενός κακομαθημένου πλουσιοκόριτσου που φοιτά σε ένα ιδιωτικό γυμνάσιο θηλέων και του φτωχού πλην τίμιου και νεαρότατου καθηγητή Αρχαίων Ελληνικών διαφαίνεται η αρχή ενός ειδυλλίου. Κι όλα αυτά σε μια Ελλάδα ανέμελη, φωτεινή και μελωδική, καθώς κυριαρχούν τα αξεπέραστα τραγούδια που έγραψε ο Μάνος Χατζιδάκις για την Αλίκη, το «Έχω ένα μυστικό» και το «Γκρίζο γατί» (περισσότερο γνωστό ως «Νιάου-νιάου, βρε γατούλα»). Την εποχή που κυκλοφόρησε η ταινία, το δισκάκι των 45 στροφών με τα δύο τραγούδια πούλησε πάνω από 75.000 αντίτυπα, αποτελώντας τον πρώτο χρυσό δίσκο της ελληνικής δισκογραφίας. Το 1960, η ταινία βραβεύτηκε στο Α’ Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ως μία από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες της πενταετίας 1955-1959.
Σ.Κ.: Θεωρώ ότι είναι μια ταινία που άφησε εποχή, έχουμε πολλές αναφορές σε αυτό, παρότι τώρα μπορεί να το θεωρεί κάποιος λίγο ξεπερασμένο ή μη πολιτικά ορθό, λόγω του ξύλου στις μαθήτριες.
Μ.Ρ.: Εμείς πήραμε τον ήχο από τα χαστούκια που έδινε ο Παπαμιχαήλ και τα βάλαμε στην «Εκδίκηση της Τζέλας Δελαφράγκα», εκεί που χτυπάει η Λεκάκη την υπηρέτρια. Από εκεί είναι αυτός ο ήχος.
Σ.Κ.: Βλέπεις μια ολόκληρη εποχή. Μέσα από αυτές τις ταινίες εγώ έμαθα την ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας και μπορώ να αναγνωρίσω το ’50, το ’60 μόνο βλέποντας εικόνες. Καταλαβαίνω τι αυτοκίνητο είναι αυτό που βλέπω, τα ρούχα, τα μαλλιά, τους χαρακτήρες, η ταινία φτιάχνει έναν ολόκληρο κόσμο.
Β.Κ.: Ο Σακελλάριος, παρόλο που σπαταλήθηκε στο τέλος της ζωής του σε ανούσιες κωμωδίες, διαμόρφωσε ουσιαστικά το χιούμορ που κυριάρχησε στις ελληνικές κωμωδίες με έναν τρόπο, θα ‘λεγα, σε πολλά σημεία αιρετικό και σε άλλα κριτικό και σατιρικό.
6. Ο Ηλίας του 16ου (1959)
Σκηνοθεσία: Αλέκος Σακελλάριος / Σενάριο: Αλέκος Σακελλάριος, Χρήστος Γιαννακόπουλος (είναι βασισμένο σε θεατρικό τους) / Παίζουν: Κώστας Χατζηχήστος, Θανάσης Βέγγος, Σταύρος Ξενίδης, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Κυβέλη Θεοχάρη, Γιώργος Γαβριηλίδης, Μαρίκα Κρεβατά, Αλίκη Γεωργούλη, Παναγιώτης Καραβουσιάνος, Θανάσης Τζενεράλης
Τρεις μπατίρηδες, ο Ηλίας, ο Θωμάς και ο Βαγγέλης, μέσα στην απελπισία τους αποφασίζουν να κλέψουν τον κυρ-Λάμπρο, ιδιοκτήτη μπαρ, ενεχυροδανειστή, κλεπταποδόχο και αφεντικό του Βαγγέλη: όσο ο Θωμάς θα κάνει τη διάρρηξη, ο Ηλίας θα φυλάει τσίλιες ντυμένος αστυφύλακας. Καθώς ο τελευταίος περιπολεί στη γειτονιά, σ’ ένα παρακείμενο σπίτι γίνεται αντιληπτή η κλοπή ενός δαχτυλιδιού, για την οποία κατηγορείται η υπηρέτρια. Καλείται να παρέμβει και χωρίς να το συνειδητοποιεί ενεργεί ως πραγματικός αστυφύλακας. Όλοι καταλήγουν στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής, όπου ο Ηλίας ισχυρίζεται ότι ανήκει στο δυναμικό ενός άλλου αστυνομικού τμήματος, του 16ου, και ότι κατά τύχη περνούσε από τη γειτονιά. Στο μεταξύ, έχει συλληφθεί και ο Θωμάς, που έκανε τη διάρρηξη, και τον οδηγούν στο ίδιο τμήμα. Ο Ηλίας, προσποιούμενος ακόμα το όργανο της τάξης, με μια απίθανη πονηράδα και αδιανόητους χειρισμούς, αποδεικνύει την αθωότητα της υπηρέτριας και τις παρανομίες του ενεχυροδανειστή, βρίσκοντας παράλληλα την ευκαιρία να απελευθερώσει τον Θωμά, χωρίς να καταλάβει κανείς τίποτα.
Μ.Ρ.: Πρώτη ταινία με διαφορά θεωρώ τον «Ηλία του 16ου» γιατί είναι μια ας την πούμε κωμωδία, ενώ είναι ένα δράμα. Πραγματικά, για μένα έχει υπάρξει πρότυπο δραματουργίας, με την έννοια ότι, όπως και στο αρχαίο θέατρο, κανένας δεν είναι απολύτως ένοχος ή αθώος. Όλοι με κάποιο τρόπο συγκλίνουν ώστε να δέσει ο βρόγχος της πλοκής και σπρώχνουν, ο καθένας από δική του ανάγκη, απ’ τη δική του μεριά, με τα δικά του μυστικά, προς την κωμική έκβαση.
Ε.Ν.: Ο «Ηλίας του 16ου» έχει επικές ατάκες. Θυμάμαι να γελάω και να κλαίω μαζί. Αυτά τα συναισθήματα δεν τα ξεχνάω.
7. Το τελευταίο ψέμα (1958)
Σκηνοθεσία - σενάριο: Μιχάλης Κακογιάννης/ Παίζουν: Έλλη Λαμπέτη, Γιώργος Παππάς, Μιχάλης Νικολινάκος, Ελένη Ζαφειρίου, Αθηνά Μιχαηλίδου, Ζωρζ Σαρρή, Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Μηνάς Χρηστίδης
Η Χλόη είναι η όμορφη κόρη μιας ξεπεσμένης αθηναϊκής αριστοκρατικής οικογένειας που πασχίζει να διατηρήσει τα προσχήματα και την εικόνα της οικονομικής ευημερίας ενώ στην πραγματικότητα πνίγεται στα χρέη. Γνωρίζοντας την κατάσταση της οικογένειάς της, πιέζεται από τη μητέρα της να πνίξει τα συναισθήματά της για έναν όμορφο έμπορο έργων τέχνης από την Αλεξάνδρεια και να παντρευτεί τον γόνο μιας πλούσιας οικογένειας. Όπως το θέτει, «είναι θέμα αξιοπρέπειας» (εξού και ο αγγλικός τίτλος, «A matter of dignity»). Η σχέση της Χλόης με την υπηρέτρια της οικογένειας τη φέρνει κοντά στους απλούς ανθρώπους της εργατικής τάξης, καθώς της αποκαλύπτεται μια διαφορετική πραγματικότητα από εκείνη που είχε συνηθίσει, κάνοντάς τη να συνειδητοποιήσει τις πραγματικές αξίες της ζωής.
Χ. Π.: Η ταινία παρουσιάζει μια παρασιτική τάξη ανθρώπων που, εκτός των άλλων, ζει μέσα στο ψέμα και στην κοινωνική υποκρισία. Τη γνώριζε πάρα πολύ καλά ο Κακογιάννης, ήταν ο μόνος που μπορούσε να την αναπαραστήσει πιστά. Και, φυσικά, η Λαμπέτη είναι χάρμα οφθαλμών.
8. Κυριακάτικο ξύπνημα (1954)
Σκηνοθεσία - σενάριο: Μιχάλης Κακογιάννης / Παίζουν: Έλλη Λαμπέτη, Δημήτρης Χορν, Γιώργος Παππάς, Τασσώ Καββαδία, Σαπφώ Νοταρά, Μαργαρίτα Παπαγεωργίου
Ένα κυριακάτικο πρωινό η νεαρή Μίνα πηγαίνει για μπάνιο σε μια απόμερη ακτή. Εκεί, δυο αγόρια τής αρπάζουν την τσάντα, στην οποία υπάρχει ένα λαχείο. Τα αγόρια πουλάνε το λαχείο στον Αλέξη. Όταν το λαχείο κερδίζει τον πρώτο αριθμό, η Μίνα, που τον είχε συγκρατήσει, διεκδικεί με πείσμα τα κέρδη της. Τα χρήματα θα τα εισπράξει ο Αλέξης, που είναι ο κάτοχος του λαχείου πλέον, ο οποίος μέσα από όλο αυτό το μπέρδεμα έχει αρχίσει να συμπαθεί τη Μίνα. Έτσι, αποφασίζει να της προσφέρει το ένα τρίτο των κερδών. Εκείνη αρχικά είναι ανένδοτη, θέλει όλο το ποσό, γι’ αυτό ζητάει τη βοήθεια δικηγόρου. Η συμβιβαστική επέμβαση του συνετού δικηγόρου αλλά και ο έρωτας που γεννιέται μεταξύ των δύο νέων κάνουν το θαύμα τους και τους ενώνουν για πάντα. Πρόκειται για την πρώτη ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη, ο οποίος έβγαλε τους ηθοποιούς του στους δρόμους της Αθήνας για να γυρίσει στιγμιότυπα από τη ζωή της σύγχρονης τότε πόλης, ενώ τα εσωτερικά γυρίστηκαν στα στούντιο NAXAS στο Κάιρο. Όταν έδειξε την ταινία στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου, ο βρετανικός Τύπος θεώρησε τον σκηνοθέτη δικό του παιδί.
Σ. Κ.: Θεωρώ το «Κυριακάτικο ξύπνημα» την επιτομή της ρομαντικής κομεντί.
9. Η γυνή να φοβήται τον άνδρα (1965)
Σκηνοθεσία - σενάριο: Γιώργος Τζαβέλλας (βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό του έργο) / Παίζουν: Γιώργος Κωνσταντίνου, Μάρω Κοντού, Κατερίνα Γώγου, Δέσπω Διαμαντίδου, Δημήτρης Καλλιβωκάς, Σταύρος Ξενίδης, Νάσος Κεδράκας, Τασσώ Καββαδία, Νίκος Φιλιππόπουλος, Δέσποινα Νικολαΐδου, Λίλυ Παπαγιάννη, Καίτη Λαμπροπούλου, Άγγελος Αντωνόπουλος
Ο τσιγκούνης και αυταρχικός Αντώνης Κοκοβίκος, διευθυντικό στέλεχος κάποιου υπουργείου, ζει επί δέκα και πλέον χρόνια με μια απλοϊκή και αμόρφωτη γυναίκα, την Ελένη, για την οποία ντρέπεται και ως εκ τούτου δεν την παντρεύεται ‒ μάλιστα, αποφεύγει να τη γνωρίσει καν στους φίλους του. Εκείνη υπομένει αγόγγυστα τα πάνδεινα, φροντίζοντας, αγαπώντας και υπακούοντας τον Αντωνάκη της. Στην κηδεία ενός επιστήθιου φίλου του ο Αντώνης υποχρεώνεται εκ των πραγμάτων να τη συστήσει στους φίλους του· όλοι θαυμάζουν την ομορφιά και την ευγένειά της. Αναλογιζόμενος λίγο αργότερα τη μοίρα της χήρας, αποφασίζει να την παντρευτεί. Τότε οι σύζυγοι των φίλων αναλαμβάνουν να βάλουν τάξη στο σπιτικό του, δείχνοντας στην Ελένη τρόπους να «πατήσει πόδι». Πράγματι, αμέσως μετά τον γάμο ο Αντώνης διαπιστώνει ότι η Ελένη, από υποταγμένη που ήταν, έχει αρχίσει να προβάλλει απαιτήσεις, πράγμα που τον εξοργίζει και τον ωθεί να απειλεί με διάλυση του γάμου. Διαζύγιο ζητάει και η Ελένη, μόνο που αρνείται να δεχτεί την πλουσιοπάροχη διατροφή που δικαιούται. Μετά από καιρό, οι δύο πρώην σύζυγοι ξανασυναντιούνται στο παλιό τους σπίτι, που είναι πια υπό κατεδάφιση λόγω αντιπαροχής. Ο Αντώνης συνειδητοποιεί πόσο του λείπει η Ελένη και επιτέλους εκφράζει την αγάπη του για εκείνη, σε ένα απολαυστικό φινάλε. Η ταινία κέρδισε το βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ του Σικάγου, αλλά αποτέλεσε το κύκνειο άσμα του σπουδαίου σκηνοθέτη.
Κ. Χ.: Είναι μια ταινία κωμική, χαριτωμένη και υπέροχη, στην οποία βλέπουμε όλους ανεξαιρέτως τους ηθοποιούς να δίνουν υπέροχες ερμηνείες. Θα σταθώ στην ιδιαίτερα συγκινητική στιγμή της τελευταίας σκηνής, όταν η Ελένη αποκαλεί τον Αντώνη «Αντωνάκη μου». Βλέποντάς τη δεν μπορείς παρά να δακρύσεις.
10. Ο φόβος (1966)
Σκηνοθεσία - σενάριο: Κώστας Μανουσάκης / Παίζουν: Έλλη Φωτίου, Ανέστης Βλάχος, Σπύρος Φωκάς, Έλενα Ναθαναήλ, Μαίρη Χρονοπούλου, Αλέξης Δαμιανός, Θόδωρος Κατσαδράμης
Ο γιος ενός πλούσιου κτηματία, σε κατάσταση ερωτικού παροξυσμού, βιάζει και σκοτώνει την κωφάλαλη υπηρέτρια της οικογένειας. Στη συνέχεια, με τη συνδρομή του πατέρα του και της μητριάς του, εξαφανίζει το νεκρό σώμα. Η απόκρυψη του εγκλήματος συντηρεί τη συνενοχή αλλά και τον φόβο όσων γνωρίζουν τι συνέβη. Ο μικρόκοσμος του αγροτικού περιβάλλοντος αλλά και η τάξη των πραγμάτων κινδυνεύουν από στιγμή σε στιγμή να τιναχτούν στον αέρα με φόντο ένα γαμήλιο γλέντι. Ένα εξαιρετικό δείγμα προχωρημένης κινηματογραφικής γραφής του ιδιαίτερα ταλαντούχου σκηνοθέτη Κώστα Μανουσάκη, ο οποίος όμως αμέσως μετά δυστυχώς εγκατέλειψε τον κινηματογράφο.
Κ.Χ.: Όντως μια ταινία-σταθμός στην ελληνική κινηματογραφία. Θα μπορούσα να μιλάω ώρες ατέλειωτες, αλλά θα σταθώ στην κορυφαία σκηνή του φαγητού, εκεί όπου τρώνε όλοι μαζί ψάρια από τη λίμνη στην οποία βύθισαν το πτώμα της υπηρέτριας. Εκτός από δύο που δεν ξέρουν, οι υπόλοιποι γνωρίζουν και σε αυτό το κλίμα δομείται μια σκηνή τόσο οργανική, τόσο ονειρική και τόσο ποιητική, παράλληλα με τα υποβρύχια πλάνα, που ανάγεται όντως στο επίπεδο της ανθολογίας, όχι μόνο για την ελληνική κινηματογραφία αλλά και για την παγκόσμια.
+ Τα κίτρινα γάντια (1960)
Σκηνοθεσία: Αλέκος Σακελλάριος / Σενάριο: Αλέκος Σακελλάριος, Χρήστος Γιαννακόπουλος (βασισμένο στο θεατρικό τους έργο «Η Ρένα εξώκειλε») / Παίζουν: Νίκος Σταυρίδης, Μίμης Φωτόπουλος, Μάρω Κοντού, Μάρθα Βούρτση, Παντελής Ζερβός, Γιάννης Γκιωνάκης, Νίκη Λινάρδου
Ένας παθολογικά ζηλιάρης σύζυγος, ο Ορέστης Καλλιγαρίδης, κάνει μαρτύριο τη ζωή της γυναίκας του, Ρένας. Η κρυφή σχέση της υπηρέτριάς τους με τον σοφέρ Λέανδρο αποσυντονίζει ακόμα περισσότερο την κατάσταση, αλλά όταν η Ρένα δανείζει στη φίλη της, την Άννα, ένα φόρεμα κι ένα ζευγάρι κίτρινα γάντια, τα πράγματα μπερδεύονται για τα καλά: ο Ορέστης βρίσκει τα γάντια κάτω από ένα τραπέζι, σε κάποιο εξοχικό καφενεδάκι, όπου προηγουμένως είχε πάει η Άννα με τον μνηστήρα της, τα αναγνωρίζει μεν αλλά δεν γνωρίζει ότι τα φορούσε η Άννα, και η ζήλια του φουντώνει ‒ πιστεύει ότι έπεσαν από τη γυναίκα του που βρίσκεται εκεί με τον εραστή της. Ωστόσο δεν καταφέρνει να βγάλει άκρη, όπως δεν βγάζει άκρη και με τον Λέανδρο, παρά τσακώνεται μαζί του, όταν εκείνος ζητάει το χέρι της υπηρέτριας, αλλά δεν τον πιστεύει, θεωρώντας ότι είναι ο εραστής της γυναίκας του. Μια σειρά από τυχαία περιστατικά εντείνουν την παρεξήγηση. Τελικά τα πράγματα ξεκαθαρίζουν, η αθωότητα της συζύγου αποδεικνύεται περίτρανα και οι υποψίες του ζηλιάρη συζύγου κατευνάζονται.
Μ. Ρ.: Λατρεύω τη φάρσα, δεν φαίνεται; Και μόνο να ακούς τη μελωδία αυτών των αβίαστων ελληνικών, που τόσο την έχουμε στερηθεί πρόσφατα στην ελληνική τηλεόραση, είναι ιαματικό.
Συμπεράσματα λίστας
Χρήστος Παρίδης: Συμφωνείτε με την τελική λίστα ή όχι;
Μιχάλης Ρέππας: Συμφωνώ απόλυτα.
Σμαράγδα Καρύδη: Εκτός από μία ταινία, τον «Φόβο», που δεν την ξέρω…
Χρήστος Παρίδης: Πρέπει να τη δεις.
Μιχάλης Ρέππας: Η αλήθεια είναι ότι είναι όλες πάρα πολύ επιδραστικές ταινίες. Αν αυτό επιδίωκες, σίγουρα το κατάφερες με αυτήν τη λίστα.
Εύα Νάθενα: Εγώ έχω πετύχει 6 στις 10. Είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένη.
AKOYΣΤΕ ΤΟ PODCAST: