«ΣΥΓΧΥΣΗ, ΛΥΠΗ ΚΑΙ ΑΔΕΙΑ ΚΟΡΜΙΑ / Ένα σύστημα για πρέσσο μάς γαμάει τα μυαλά / Στις σχολές του κράτους, θαλπωρή και ζεστασιά / Στ’ αρχίδια μας οι έξυπνοι που πάνε πιο ψηλά». Με τους στίχους αυτούς, χαρακτηριστικούς του πνεύματος του Θάνου Κόη, του Αντώνη Παπασπύρου και των άλλων «Χαμένων Κορμιών», ξεκινά η έκδοση με τον δυσσεβή τίτλο «Lost Bodies - Στ@ρχίδ#@ μας οι έξυπνοι που πάνε πιο ψηλά…». Μέσα σε αυτήν αποτυπώνεται με κείμενα, στίχους, φωτογραφίες, πόστερ, εξώφυλλα δίσκων, σχέδια και σκίτσα η 37χρονη πορεία τους στα μουσικά και όχι μόνο πράγματα της χώρας, διανθισμένη με απολαυστικές, εικονοκλαστικές, θυμόσοφες αναφορές και σχόλια πάνω σε προσωπικές ιστορίες αφενός, στις πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις που «έτρεχαν» παράλληλα αφετέρου. Μαζί, ένα bonus CD με επτά χαρακτηριστικά κομμάτια της μπάντας που έχει γράψει ήδη τη δική της ιστορία στο indie μουσικό στερέωμα, το οποίο εξακολουθούν να υπηρετούν με υποδειγματική συνέπεια, μολονότι θα μπορούσαν άνετα να έκαναν μια πολύ επιτυχημένη εμπορική καριέρα.
Ιδιαίτερη μνεία κάνει μάλιστα στους αριστερούς φοιτητές εκείνης της περιόδου, «στην πλειοψηφία τους άνθρωποι βλοσυροί, βαθιά συντηρητικοί, που ο φανατισμός ήταν μέσα στα κύτταρά τους και θα τους ακολουθούσε για όλη τους τη ζωή.
Το βιβλίο-άλμπουμ, που είναι χωρισμένο σε 17 κεφάλαια, ξεκινά με τον Θάνο να αφηγείται «Περί του πώς εμπήκαμεν στα κόλπα», τα μουσικά βεβαίως, πίσω στη μεταβατική, προνεωτερική σχεδόν για την Ελλάδα δεκαετία του ’70: «Όσοι από τους γονείς μας είχαν την ατυχία τα παιδιά τους να ακούνε rock, στην αρχή ξεκουφαίνονταν και παρουσίαζαν… συμπτώματα υστερίας, σιγά σιγά γίνονταν ρεζίλι στη γειτονιά με τα ρούχα, τα σκουλαρίκια και τα μακριά μαλλιά μας, και τέλος παίρνανε τις κάρτες μας από διάφορα σημεία του κόσμου που ταξιδεύαμε». Αναθυμάται τη «μυρωδιά» των δίσκων, την κασέτα των Lost Bodies «Αναρρόφηση Τροφής» που πήγε στο ιστορικό δισκάδικο Pop Eleven των αδελφών Φαληρέα, τα underground στέκια και μουσικά σχήματα της εποχής, το «μπούλινγκ» που έτρωγαν οι πρώιμοι ροκάδες τόσο από την ίδια τους την οικογένεια όσο κι από εκπροσώπους όλου σχεδόν του κοινωνικού φάσματος, τον ηθικό πανικό που προκαλούσαν στον Τύπο της εποχής και την εξέγερση-ορόσημο του Πολυτεχνείου.
Ιδιαίτερη μνεία κάνει μάλιστα στους αριστερούς φοιτητές εκείνης της περιόδου, «στην πλειοψηφία τους άνθρωποι βλοσυροί, βαθιά συντηρητικοί, που ο φανατισμός ήταν μέσα στα κύτταρά τους και θα τους ακολουθούσε για όλη τους τη ζωή. Απλώς θα εμφανίζονταν κάθε φορά με άλλο πρόσωπο: σαν οικολόγοι, σαν νέο-ορθόδοξοι, σαν νέο-εθνικιστές, σαν γλωσσοαμύντορες, σαν προοδευτικοί, σαν τα κέρατά τους τα τράγια… είναι οι ίδιοι που σε οποιονδήποτε χώρο κι αν μπήκαν, κινηματογράφο, λογοτεχνία, δημοσιογραφία, ακόμα και ως ειδικοί του underground, κλώτσησαν τους άλλους γύρω τους, πιάσανε τις καρέκλες, προώθησαν την ανοησία τους και έχουνε πάντα ένα τεράστιο δάκτυλο να σου κουνάνε».
Το δεύτερο κεφάλαιο είναι ουσιαστικά ένα πορτρέτο του «αρχηγού» Θάνου Κόη από τον συγγραφέα και βετεράνο φανζινά Γιάννη Ν. Κολοβό: «Άνθρωπο για όλες τις δουλειές» χαρακτηρίζει αυτό το αρχετυπικό φρικιό με τη μυθιστορηματική σχεδόν ζωή, παραπέμποντας στον Τσαρλς Μπουκόφσκι – ή μήπως σε έναν άλλο διάσημο Θανάση, τον Βέγγο; Και πού δεν δούλεψε στη ζωή του το «θηρίο»: καταστηματάρχης, υπάλληλος σε ξυλουργείο και ύστερα σε βενζινάδικο, πλασιέ, επαγγελματίας μουσικός, ιχθυοκαλλιεργητής, ψιλικατζής, ταξιτζής, ελαιοχρωματιστής, οικοδόμος, διανομέας, κομπάρσος, σοφέρ, παρ’ ολίγον εκδότης. Επίσης κατασκεύαζε τσοπάνικες φλογέρες, υπήρξε DJ, διοργανωτής ρέιβ πάρτι και επιπλέον, για μια πενταετία, «ερωτικός μετανάστης» στη Βραζιλία! «Θα μπορούσε να πει κανείς πως οι σημερινοί Lost Bodies είναι μια ιδιαίτερη επιμειξία μεταξύ ενός boomer, ενός αθόρυβου Gen X-er και της Z Generation, της γενιάς που το έχει πάρει πλέον απόφαση ότι η ζωή της θα είναι χειρότερη από τη ζωή των γονιών της… μια κοινότητα καλλιτεχνών που προσπαθούν να επιβιώσουν από την τέχνη τους χωρίς εκπτώσεις και συμβιβασμούς», γράφει ο Κολοβός.
«Underground είναι το να μην κρύβεις αυτό που έχεις να πεις και να το λες με τον τρόπο που εσύ επιλέγεις, αδιαφορώντας για τη λογοκρισία, το νυσταλέο κοινό σου, για την απήχηση ή ακόμα χειρότερα για την εμπορικότητα αυτού που θα πεις», γράφει ο Θάνος στο βιβλίο του «Μια μέρα Θεού χαρά» (εκδ. Τυφλόμυγα) και η ρήση του αυτή γίνεται «οδηγός» στο τρίτο κεφάλαιο, οπότε ξεκινά για τα καλά η «περιπέτεια στη χώρα του ήχου και των λέξεων». Το «φλας» που έφαγε με τη μουσική, η σύγκρουση με τον πατέρα του που τον ήθελε νομικό, οι πρώτες επαφές του με την ελληνική μουσική παράδοση, με την οποία ανέπτυξε σχέσεις αγάπης-μίσους, το «πέρασμα» στο rock, η δημιουργία των Lost Bodies, η θρυλική πρώτη τους κασέτα «Δο Ντίεση», η εκπληκτική τους συνθετική ποικιλομορφία που κινείται «από τον ηχητικό μινιμαλισμό μέχρι το punk κι από την μπαλάντα μέχρι το industrial», ο σπαρταριστός «Οχτάλογος της Home Recording», το πρώτο «με το ζόρι» live του Θάνου στο Αν club ύστερα από δέκα ολόκληρα χρόνια μουσικής παρουσίας και μάλιστα διασκευάζοντας την «Ιθάκη» του Καβάφη με συνοδεία τα Κοινωνικά Απόβλητα (αργότερα οι Lost Bodies μελοποίησαν και το καβαφικό «Θυμήσου, σώμα»), ο καταλυτικός ρόλος του Γιάννη Αγγελάκα στην εξέλιξη της μπάντας και όλα τα άλμπουμ που κυκλοφόρησε, από τη «Ζωή» (1997) μέχρι και το «Specific Ocean» (2018), όπως τα καταγράφει ο δημοσιογράφος και εκδότης του μουσικού φανζίν «Εντροπία» Θανάσης Αντωνίου.
Οι μουσικές συλλογές στις οποίες συμμετείχαν οι Lost Bodies και η παρουσίαση όλης της «φαμίλιας» τους, όλων δηλαδή των μουσικών που συνεργάστηκαν κατά καιρούς με το συγκρότημα, εκτίθενται στα επόμενα κεφάλαια. «Θέλεις δόξα χωρίς χρήμα; Έλα να παίξεις στους Lost Bodies!», ήταν μια «ατάκα» του Θάνου – και πράγματι, τα φράγκα σπάνιζαν, αλλά όπου κι αν έπαιζαν στην Ελλάδα γινόταν χαμός. Ειδικό κεφάλαιο αφιερώνεται στον πρωτοπόρο μουσικοσυνθέτη Νίκο Βελιώτη, ένα σημαντικό κεφάλαιο στη ζωή του Θάνου Κόη και των Lost Bodies μετά το 2000 και βέβαια στο κομμάτι τους «Αρκετά, ρε μαλάκες (…με την κονόμα και τις μαλακίες σας, μας γαμήσατε!)», που έγινε και viral σύνθημα πανελλαδικά, εκφράζοντας μια συλλογική αγανάκτηση για τα φαγοπότια των «ημετέρων» και που έγινε ξανά επίκαιρο με το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ. Είναι, μαζί με τους «Σωλήνες», από τα πλέον δημοφιλή τους tracks και λόγος γι’ αυτά γίνεται και στο επόμενο κεφάλαιο, το οποίο εστιάζει στο ντοκιμαντέρ που γύρισε για την μπάντα ο Γιάννης Μισουρίδης το 2010.
Μια εκ βαθέων συνέντευξη του Θάνου Κόη στο διαδικτυακό περιοδικό «Mic» το 2011, ένα κείμενο του Αντώνη Ξαγά με αφορμή την κυκλοφορία του LP «Φιγουρίνι» (2013) και ένα ακόμα του Θανάση Αντωνίου που αφορά στους Lost Bodies ως «μια μεταπολιτευτική (και λίγο παραπάνω) περιπέτεια», το ντοκιμαντέρ του Σωτήρη Μπέκα για τον Κόη «Ιλισός» (2016), η τέχνη των Χαμένων Κορμιών που «επέλεξαν να κινηθούν στους στενούς δρόμους του underground αντί για τις ευρύχωρες αλλά αφιλόξενες λεωφόρους του mainstream», οι απόψεις των Lost Bodies για την τέχνη και την πολιτική, η άποψή τους για τον σεξισμό, η ποίηση στο έργο τους, ένα κείμενο της Μαριάννας Παπαγεωργίου και μερικές ακόμα σημειώσεις του Θάνου ολοκληρώνουν την έκδοση, τα κείμενα της οποίας επιμελήθηκε ο Παύλος Αβούρης.
«Και τώρα, τι;», θα αναρωτηθούν πολλοί αναγνώστες και ορκισμένοι «πιστοί». «Βαδίζοντας προς το τέλος της έκτης δεκαετίας της ζωής του και με σχετικά επιβαρυμένη την υγεία του, ο Θάνος Κόης ατενίζει το μέλλον (του) με αισιοδοξία και απαντά: “Ρωτάς αν αντέχω ακόμα να παίζουμε; Να κάνουμε συναυλίες; Να βγάζουμε δίσκους; Ρωτάς αν έχω κουράγιο; Μα αυτό που κάνω είναι μαγεία! Δεν τίθεται ερώτημα αν αντέχεις εφόσον περνάς καλά… αυτό που κάνω με τους Lost Bodies είναι στη φύση μου”, απαντά ο ίδιος και δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη απόδειξη από το ολόφρεσκο, «ζεματιστό» διπλό βινύλιο με 14 καινούργια κομμάτια που μόλις κυκλοφόρησε η μπάντα, με τίτλο «Hot Stories».