Στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πατρών είναι αφιερωμένος ο εικοστός τέταρτος τόμος της σειράς «Ο Κύκλος των Μουσείων», μια δημιουργική πρωτοβουλία του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση. Η έκδοση εντάσσεται στην πρωτοβουλία της LAMDA για την ανάδειξη γνωστών και λιγότερων γνωστών μουσείων της Ελλάδας, στο πλαίσιο της προστασίας της πολιτισμικής και αρχαιολογικής κληρονομιάς της χώρας.
Φέρει την υπογραφή της αρχαιολόγου και διευθύντριας της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αχαΐας, δρος Αναστασίας Κουμούση και τιτλοφορείται «Το Αρχαιολογικό Μουσείο Πατρών». Αναδεικνύει το αρχαιολογικό παρελθόν μιας πόλης με μακρά ιστορική πορεία, η οποία ξεκινά από την προϊστορική εποχή και φτάνει έως τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Μέσα από τεκμηριωμένα κείμενα και πλούσιο φωτογραφικό υλικό από τα σημαντικότερα εκθέματα του μουσείου, ο αναγνώστης ανακαλύπτει το ισχυρό μυκηναϊκό αποτύπωμα στην περιοχή, τον ασύγκριτης τέχνης ελληνιστικό χρυσό, τα υψηλής αισθητικής ρωμαϊκά ψηφιδωτά, τις μοναδικές χρωματικές παλέτες των γυάλινων αγγείων, καθώς και τις επιβλητικές παραστάσεις μονομάχων. Από τους Μυκηναίους άνακτες έως και την Αχαϊκή Συμπολιτεία και τη ρωμαϊκή περίοδο, ο εν λόγω τόμος συνθέτει ένα ταξίδι στην πολυπολιτισμικότητα της ζωής στην αρχαία Πάτρα.
Οι αρχαιότητες που εκτίθενται στο μουσείο μαρτυρούν τις πολιτισμικές αλληλεπιδράσεις και τις εμπορικές σχέσεις της Πάτρας και ευρύτερα της δυτικής Αχαΐας με άλλες περιοχές της μεσογειακής λεκάνης από την 3η χιλιετία π.Χ. έως τον 4ο μεταχριστιανικό αιώνα.
«Σε αυτόν τον τόπο συγκρούστηκαν αλλά και συμβίωσαν ειρηνικά και δημιουργικά Έλληνες και λαοί ξένοι που μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες, που πίστευαν στους ίδιους ή σε διαφορετικούς θεούς. Οργανωμένοι οικισμοί και άστη, νεκροταφεία, μια κυκλώπεια ακρόπολη και μια πόλη πολυπολιτισμική και ανεξίθρησκη πρόσφεραν στο Μουσείο Πατρών πολύτιμα τεκμήρια της πορείας τους στον χρόνο. Αυτά τα ευρήματα, άλλοτε ταπεινά, άλλοτε πολυτελή, διαγράφουν την οικιστική εξέλιξη, τη διοικητική οργάνωση, την κοινωνική διαστρωμάτωση, τις λατρευτικές και ταφικές πρακτικές, τις τεχνικές του πολέμου, τις εμπορικές και πολιτιστικές επαφές της Πάτρας και της δυτικής Αχαΐας με τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο, αλλά και πέρα από αυτόν, σε Ανατολή και Δύση», λέει η κ. Κουμούση.
Ένα μουσείο-τοπόσημο στο σταυροδρόμι των πολιτισμών
Η Πάτρα, πρωτεύουσα της αχαϊκής γης και θαλάσσιο σταυροδρόμι συνάντησης και ώσμωσης πολιτισμών, έχει να επιδείξει, μέσα από τον πλούτο των ευρημάτων, ένα αρχαιολογικό παρελθόν που εκτείνεται από την προϊστορική εποχή έως τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Σε στρατηγική γεωγραφική θέση, επάνω στους θαλάσσιους δρόμους που ενώνουν την Ανατολική Μεσόγειο με το Ιόνιο, διαμόρφωσε την ταυτότητα μιας πόλης ανοιχτής στη διακίνηση ιδεών, εμπορευμάτων και πολιτιστικών αγαθών.
Η αρχαία Πάτρα γνώρισε περιόδους ακμής και ύφεσης. Τις σπουδαίες μυκηναϊκές εγκαταστάσεις τις διαδέχεται η ισχνή παρουσία στους αρχαϊκούς και κλασικούς χρόνους, όπως μαρτυρούν οι πηγές και τα λιγοστά ευρήματα. Η ελληνιστική εποχή διακρίνεται για την οικονομική και πολιτική ανάκαμψη της πόλης, ενώ τα ρωμαϊκά χρόνια είναι η περίοδος της μέγιστης ακμής και της ανάδειξης της πόλης σε πολυεθνικό, κοσμοπολίτικο κέντρο του ρωμαϊκού κόσμου.
Στο μουσείο, ένα κτίριο τοπόσημο της Πάτρας, σύγχρονης αρχιτεκτονικής και φιλόξενο, ο επισκέπτης ξεναγείται σε έναν κόσμο χάρμα οφθαλμών, στις εκφάνσεις του αλλά και στην καθημερινότητα των κατοίκων του διαχρονικά. Σε αυτόν τον κόσμο μάς εισάγουν με ευφρόσυνο τρόπο τα τεκμηριωμένα κείμενα του τόμου:
«Από τους Μυκηναίους άνακτες στην επανίδρυση της Αχαϊκής Συμπολιτείας, που θα άφηνε τα σημάδια της στον ελληνικό κόσμο, και μετά στην αυτοκρατορική διοίκηση των Ρωμαίων, η ιστορική πορεία της περιοχής σε όλες τις εκφάνσεις της, όπως ακριβώς βιώνεται από τον επισκέπτη του μουσείου, επιχειρείται να γίνει αντιληπτή και από τον αναγνώστη, ειδικό ή μη, αυτού του βιβλίου», τονίζει η κ. Κουμούση.
Τα αποτυπώματα μιας πολυπολιτισμικής πόλης
Οι αρχαιότητες που εκτίθενται στο μουσείο μαρτυρούν τις πολιτισμικές αλληλεπιδράσεις και τις εμπορικές σχέσεις της Πάτρας και ευρύτερα της δυτικής Αχαΐας με άλλες περιοχές της μεσογειακής λεκάνης από την 3η χιλιετία π.Χ. έως τον 4ο μεταχριστιανικό αιώνα.
Η γεωγραφία της περιοχής καθόρισε την τύχη της. Η θάλασσα επέτρεπε τη διακίνηση όχι μόνο εμπορευμάτων αλλά και ιδεών, λατρειών και τεχνουργημάτων. Τα αποτυπώματα όλων αυτών ανιχνεύονται στις αίθουσες του μουσείου, είτε πρόκειται για το βασίλειο του Μιτάνι που «χάθηκε» νωρίς είτε για λαούς που οι χώρες τους βρέχονται μέχρι σήμερα από τη Μεσόγειο. Από τους αιγυπτιακούς σκαραβαίους-φυλαχτά και τους δημοφιλείς σφραγιδοκύλινδρους που βρέθηκαν στους μυκηναϊκούς τάφους έως τα ιταλικά ή ιταλικής τυπολογίας μακρά ξίφη από κυπριακό χαλκό, και από τα ταπεινά πήλινα ειδώλια με τα ξενικά χαρακτηριστικά έως τα εντυπωσιακά ψηφιδωτά δάπεδα δημόσιων και ιδιωτικών ρωμαϊκών κτιρίων ή τα ιριδίζοντα γυάλινα αγγεία, όλα τα εκθέματα μεταφέρουν στον επισκέπτη του Μουσείου το μήνυμα ότι η Πάτρα και η δυτική Αχαΐα ήταν ανέκαθεν τόπος συνάντησης και γόνιμης συνύπαρξης λαών και πολιτισμών.
Από τους Μυκηναίους άνακτες στην επανίδρυση της Αχαϊκής Συμπολιτείας, που θα άφηνε τα σημάδια της στον ελληνικό κόσμο, και μετά στην αυτοκρατορική διοίκηση των Ρωμαίων, η ιστορική πορεία της περιοχής σε όλες τις εκφάνσεις της, όπως ακριβώς βιώνεται από τον επισκέπτη του μουσείου, επιχειρείται να γίνει αντιληπτή και από τον αναγνώστη, ειδικό ή μη, αυτού του βιβλίου.
Η ιστορία του Αρχαιολογικού Μουσείου Πατρών
Η παλαιότερη παραίνεση για την ίδρυση αρχαιολογικού μουσείου στην Πάτρα διατυπώθηκε ήδη στην προεπαναστατική περίοδο και οφείλεται στον Γάλλο φιλέλληνα περιηγητή και για σύντομο χρονικό διάστημα πρόξενο στην πόλη, τον Φρανσουά Πουκεβίλ που εντυπωσιάστηκε από τον μεγάλο αριθμό ορατών αρχαιοτήτων. Από την εποχή της οργάνωσης του ελληνικού κράτους και έως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα καθοριστική υπήρξε για την τύχη των αρχαίων αυτών, όπως και εκείνων που έρχονταν κατά καιρούς στο φως, η απουσία όχι μόνο αρχαιολογικού μουσείου αλλά έστω κάποιου κρατικά οργανωμένου και προστατευόμενου χώρου συγκέντρωσης και αποθήκευσης.
Το πλήθος των αναφορών για την ύπαρξη σημαντικών αρχαιοτήτων στην Πάτρα και την Αχαΐα γενικότερα σε περιηγητικά κείμενα, όπως του Πουκεβίλ και άλλων ήδη από τον 15ο αιώνα, έκανε γνωστή την περιοχή και αύξησε το ενδιαφέρον μεγάλων ιδρυμάτων της αλλοδαπής για τον εμπλουτισμό των συλλογών τους. Για όλους τους παραπάνω λόγους ενθαρρύνθηκε η αρχαιοκαπηλία και δημιουργήθηκαν οι συνθήκες αδιαφανών διαδρομών διακίνησης αρχαιοτήτων προς το εξωτερικό, με την αξιοποίηση και του αναπτυσσόμενου λιμένα της πόλης μέσω του πλήθους και της συχνότητας των ναυτικών δρομολογίων προς τα ευρωπαϊκά λιμάνια της Μεσογείου, τη Μεγάλη Βρετανία και έως τη μακρινή πλευρά του Ατλαντικού. Παράλληλα, συγκροτήθηκαν λαθραία και εν κρυπτώ τοπικές «συλλογές» αρχαιοτήτων, ακόμα και από επιφανείς πολίτες, που εκ των υστέρων δήλωναν φιλάρχαιοι, ενώ, όπως αποδεικνυόταν στις δικαστικές αίθουσες, είχαν ως κίνητρο τη διάθεσή τους και το κέρδος. Δεν έλειψε και η αυτοκτονία σε μία των περιπτώσεων, υπό το βάρος της τοπικής κατακραυγής.
Μια ιστορία αρχαιοκαπηλίας και ένα μεγάλο σκάνδαλο
Χαρακτηριστική για το πρώιμο εμπόριο αρχαιοτήτων προερχόμενων από την περιοχή είναι η περίπτωση ρωμαϊκής αναθηματικής επιγραφής που είχε εντοπίσει και καταγράψει ο Πουκεβίλ στον χώρο της Αρχαίας Αγοράς της Πάτρας. Αποσπάστηκε και φορτώθηκε το 1828 σε αγγλικό πολεμικό πλοίο που συμμετείχε στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου, παρά την παράσταση και αντίδραση του τοπικού έκτακτου επιτρόπου του Καποδίστρια. Το Βρετανικό Μουσείο την απέκτησε από το εμπόριο το 1880. Τέσσερα χρόνια νωρίτερα είχε προβεί στην αγορά ενός σπουδαίου χάλκινου γλυπτού από την Πάτρα, του εμβληματικού για τη συλλογή του Μαρσύα.
Είχε ανασυρθεί το 1874 κατά τη διάρκεια δημοτικών εργασιών κατασκευής της υδατοδεξαμενής στα όρια του Κάστρου. Το άγαλμα έγινε αμέσως πρωτοσέλιδο στον τοπικό και τον αθηναϊκό Τύπο και ασφαλίστηκε προσωρινά σε χώρο του δήμου. Πολύ σύντομα εστάλη στην Αθήνα για να συντηρηθεί, όπως ειπώθηκε αργότερα, χωρίς να είναι βέβαιο πως αυτή ήταν η αληθινή διαδρομή του αρχαίου. Κατέληξε σε παρισινό οίκο που συναλλασσόταν συστηματικά με το Βρετανικό Μουσείο, αφήνοντας πίσω του ένα τοπικό δικαστικό και πολιτικό σκάνδαλο που διήρκεσε είκοσι χρόνια, όσο και η εμπλοκή των πρωταιτίων με τον δήμο.
Όλο αυτό το μακρύ χρονικό διάστημα η συγκέντρωση των αρχαίων γινόταν προσωρινά σε σχολεία, σε δημοτικούς χώρους, σε άλλα δημόσια καταστήματα αλλά και σε ξενοδοχεία επί πληρωμή ή και σε ενοικιασμένα ιδιωτικά οικήματα, ορισμένα, δε, μεταφέρονταν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Δεν έλειψαν και οι περιπτώσεις που εντοπίζονταν μεγάλα αγάλματα και αλυσοδένονταν σε κολόνες των στεγασμένων πεζοδρομίων και σε δημόσια θέα. Η πολιτεία, πάντως, αποφάσισε το 1932 να ιδρύσει το πρώτο αρχαιολογικό μουσείο στην Πάτρα. Θα ήταν περιφερειακό και θα ονομαζόταν Αρχαιολογικό Μουσείο Δυτικής Ελλάδος, στεγάζοντας και εκθέματα από την Ηλεία και την Αιτωλοακαρνανία. Η προσπάθεια ναυάγησε μετά την εκπόνηση των σχεδίων του μουσείου, κυρίως γιατί ο Δήμος Πατρέων αρνήθηκε να παραχωρήσει το υπεσχημένο οικόπεδο.
Δύο χρόνια αργότερα, η συγκυρία ενός τμηματικά κληροδοτούμενου στον δήμο διώροφου κεντρικού οικήματος του ευεργέτη της πόλης σταφιδεμπόρου Ι. Καραμανδάνη άνοιξε τον δρόμο για τη δημιουργία ενός μικρού αρχαιολογικού μουσείου που λειτούργησε εκεί κατά περιόδους έως το 2007. Αρχικά παραχωρήθηκε ένα δωμάτιο του ισογείου, με το υπόλοιπο κτίριο να παραμένει ως το 1942 σε ιδιώτη διαχειριστή που είχε εκμισθώσει το υπόγειο στο ελληνικό κράτος προκειμένου να συγκροτηθεί η πρώτη οργανωμένη αποθήκη αρχαιοτήτων. Η έκθεση περιέλαβε στον διαθέσιμο χώρο του ισογείου ορισμένες μόνο σημαντικές αρχαιότητες και άνοιξε για το κοινό προπολεμικά. Την 28η Οκτωβρίου 1940 η Πάτρα βομβαρδίστηκε από τους Ιταλούς, με κάποια από τα τυφλά πλήγματα να απέχουν μερικές δεκάδες μέτρα από το κτίριο του μουσείου, που διέκοψε αμέσως τη λειτουργία του. Οι εκτεθειμένες αρχαιότητες, λίγα γλυπτά και ένα ψηφιδωτό δάπεδο, καλύφθηκαν με σάκους άμμου. Αργότερα το οίκημα επιτάχθηκε για μερικούς μήνες από τους Γερμανούς κατακτητές χωρίς να υπάρξουν απώλειες στις συλλογές του και η έκθεση επαναλειτούργησε μετά την Απελευθέρωση.
Παρά την επιθυμία του δωρητή για την ίδρυση του μουσείου με τη διάθεση της διαχείρισης ολόκληρου του κτιρίου στο κράτος, ο Δήμος της Πάτρας, ως ο άμεσος αποδέκτης και κύριος του κληροδοτήματος, κατέλαβε στη διάρκεια της Κατοχής τους υπόλοιπους χώρους του και ακολούθως εγκατέστησε εκεί τη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Αποχώρησε μόλις το 1956, για να ξεκινήσουν αμέσως εργασίες αποκατάστασης. Από το 1965 λειτούργησε σε δωμάτιο του ισογείου και σε τμήμα του ορόφου η πρώτη συστηματική έκθεση αρχαιοτήτων, που περιέλαβε και μικροαντικείμενα σε ειδικά κατασκευασμένες προθήκες. Ακολούθησε ριζική αναμόρφωση και εμπλουτισμός των εκθεμάτων από το 1980 έως το 1983, ενώ το 1985 η έκθεση απομακρύνθηκε από τον όροφο και κατέλαβε τους δύο μεγάλους χώρους του ισογείου και την είσοδο, που διαρρυθμίστηκαν σε πέντε συνολικά επικοινωνούντα δωμάτια με ισάριθμες εκθεσιακές ενότητες, συμβάλλοντας στην ενιαία και αναπόσπαστη περιήγηση του επισκέπτη.
Το μουσείο στο κέντρο της πόλης λειτουργούσε πλέον σε ένα καταπονημένο στατικά εκλεκτικιστικό-νεοκλασικό κτίριο που είχε κατασκευαστεί στις αρχές του 20ού αι. και η εκ βάθρων συντήρησή του από το ελληνικό Δημόσιο ήταν αναγκαία, ενώ ανήκε ιδιοκτησιακά στον δήμο. Παράλληλα, δεν ανταποκρινόταν για πολλούς λόγους στις μεταβαλλόμενες και εξελισσόμενες μουσειολογικές επιταγές και κυρίως αδυνατούσε, λόγω του μικρού διαθέσιμου χώρου, να συμπεριλάβει και να σκιαγραφήσει, έστω και συνοπτικά, τη σπουδαία ιστορία των αρχαίων χρόνων της Πάτρας και της ευρύτερης περιοχής. Μερικές ηχηρές και μεγαλεπήβολες προσπάθειες για την ίδρυση ενός σύγχρονου μουσείου τη δεκαετία του 1970 αποδείχθηκαν ανεπαρκείς, κυρίως γιατί ορισμένοι αδυνατούσαν να κατανοήσουν τη σημασία της ίδρυσής του. Συγκεκριμένα, ο Δήμος της Πάτρας παραχώρησε το 1972 για τον σκοπό αυτό το ιστορικό κτίριο του Παλαιού Δημοτικού Νοσοκομείου, σε σχέδια του Θ. Χάνσεν, στην Άνω Πόλη και σε επαφή σχεδόν με το Κάστρο. Το 1980 το Δημοτικό Συμβούλιο αναίρεσε την παραχώρηση με το συνοπτικό πλειοψηφικό σκεπτικό ότι το μουσείο είναι ένας νεκρός χώρος που δεν τον χρειάζεται η πόλη, καθιστώντας σαφές ότι κάθε περαιτέρω προσπάθεια ίδρυσης ενός σύγχρονου μουσείου έπρεπε να απεμπλακεί από την αναζήτηση κάποιου παλαιού δημοτικού κτιρίου, άποψη και επιδίωξη που είχαν κυριαρχήσει επί σειρά ετών.
Καθοριστική στην αλλαγή στάσης, δηλαδή του προσανατολισμού προς την ανέγερση εκ θεμελίων ενός μεγάλου και σύγχρονου μουσείου, υπήρξε το αμέσως επόμενο διάστημα η εξασφάλιση ιδιαίτερα προνομιακής έκτασης 35 στρεμμάτων στη βόρεια είσοδο της πόλης, που ανήκε έως τότε στη δημόσια Γεωργική Σχολή. Αμέσως σχεδόν (1991) προκηρύχθηκε πανελλήνιος αρχιτεκτονικός διαγωνισμός και επιλέχθηκε το σχέδιο κατασκευής του αρχαιολογικού μουσείου, που θα είχε έκταση 8.500 τ.μ., αλλά ενώ είχαν όλα δρομολογηθεί για την έναρξη των εργασιών, οι διαδικασίες πάγωσαν και το έργο ματαιώθηκε έπειτα από λίγα χρόνια.
Ακολούθησε η προκήρυξη νέου αρχιτεκτονικού διαγωνισμού με καθορισμένες εκθεσιακές προδιαγραφές. Προκρίθηκαν τα σχέδια του αρχιτέκτονα Θεοφάνη Μποµπότη (Bobotis + Bobotis Architects) και οι προεργασίες κατασκευής ξεκίνησαν με ταχείς ρυθμούς το 2005, με την πολύ αισιόδοξη πρόθεση να παραδοθεί στο τέλος της επόμενης χρονιάς, εν όψει και της ανακήρυξης της Πάτρας Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης το 2006. Οι κτιριακές εγκαταστάσεις ολοκληρώθηκαν και παραδόθηκαν τελικά το 2008. Η έκθεση εγκαινιάστηκε στο μεγαλύτερο τμήμα της στις 24 Ιουλίου 2009 και παραδόθηκε ολόκληρη στο κοινό δύο χρόνια αργότερα.
Το κτίριο του Αρχαιολογικού Μουσείου Πατρών έχει συνολικό εμβαδόν 5.977 τ.µ., με τους εκθεσιακούς χώρους να καταλαμβάνουν 2.600 τ.µ. Η μόνιμη έκθεσή του περιλαμβάνει εκθέματα από την πόλη της Πάτρας και τη δυτική Αχαΐα και στοχεύει στην ανασύνθεση της ιστορικής μνήμης με έναν πρωτότυπο τρόπο.
Η ψηφιακή έκδοση του τόμου «Το Αρχαιολογικό Μουσείο Πατρών» είναι διαθέσιμη στην ιστοσελίδα της LAMDA Development στον ακόλουθο σύνδεσμο.