ΑNAΛΟΓΙΖΟΜΟΥΝ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ την πρόσφατη απώλεια του επιφανούς μουσικοκριτικού Αργύρη Ζήλου, ο οποίος ενσάρκωνε κάποτε, με συναρπαστικά γλαφυρό αλλά και εξόχως μεστό τρόπο, την ιδέα της κριτικής αυθεντίας, πόσα χρόνια (ή πόσες εποχές) έχουν περάσει από τον καιρό που το κοινό στρεφόταν με δίψα σε τέτοιες «περιφερειακές», εκλεκτικές ίσως, αλλά και κομβικές συγχρόνως προσωπικότητες του μιντιακού – έντυπου τότε – συστήματος, αναζητώντας οδηγό, μπούσουλα ή και γκουρού για τις πολιτισμικές αναζητήσεις του.
Η ειρωνεία είναι ότι οι πάντες φαίνονται να συμφωνούν ότι μέσα στο σύγχρονο χάος της πληροφορίας και της άποψης, ο έγκυρος και καλογραμμένος κριτικός λόγος είναι πιο απαραίτητος από ποτέ. Αλλά από ειρωνείες η εποχή μας, άλλο τίποτα.
Η κριτική δεν είναι ακριβώς δημοσιογραφία. Ιδανικά μοιάζει περισσότερο με μια συζήτηση μεταξύ του «ειδικού», του αναγνώστη και του εν λόγω «προϊόντος» (βιβλίου, άλμπουμ, ταινίας, εκπομπής, σειράς, παράστασης, συναυλίας). Η κριτική είναι από τη φύση της βαθιά προσωπική, αλλά επίσης είναι και ένα άνοιγμα προς τα έξω, μια εισήγηση, μια εξερεύνηση, μια πρό(σ)κληση, μια επικοινωνία. Ασχέτως αν συχνά το κοινό την εκλαμβάνει – ειδικά αν έχει το θράσος να είναι αρνητική, έστω και με σοβαρά επιχειρήματα – ως εκδήλωση φθόνου ή ελιτισμού ή αλαζονείας.
Όλα αυτά μοιάζουν λίγο αρχαϊκά πια. Οι κριτικοί έχουν χάσει όχι μόνο το κύρος τους αλλά και τη δουλειά τους σε πάρα πολλές περιπτώσεις, καθόσον στο σύγχρονο, αχανές μιντιακό οικοσύστημα, το κείμενό τους – όσο εξαιρετικό κι αν είναι – δεν είναι παρά άλλη μια άποψη που επιπλέει προσπαθώντας να μην πνιγεί, δίπλα σε εκατομμύρια άλλες και μόνο κατά σύμπτωση (αν σπάσει το πόδι του ο αλγόριθμος) μπορεί να την πετύχεις στον ατέλειωτο ωκεανό περιεχομένου. Όπως έγραφε το ασύλληπτα μακρινό 1971 στο New Yorker η Πολίν Καέλ, η γυναίκα που διαμόρφωνε συνειδήσεις και άνοιγε κι έκλεινε σπίτια με τις κινηματογραφικές κριτικές της, «χωρίς την ανεξάρτητη κριτική, δεν υπάρχει τίποτα ανάμεσα στο κοινό και τους διαφημιστές».
Η ειρωνεία είναι ότι οι πάντες φαίνονται να συμφωνούν ότι μέσα στο σύγχρονο χάος της πληροφορίας και της άποψης, ο έγκυρος και καλογραμμένος κριτικός λόγος είναι πιο απαραίτητος από ποτέ. Αλλά από ειρωνείες η εποχή μας, άλλο τίποτα. Μια άλλη ειρωνεία είναι ότι εξορίζοντας την έμπειρη και εμπεριστατωμένη κριτική άποψη, τα «έγκριτα» μέσα χάνουν οτιδήποτε έχει απομείνει από την «αυθεντία» τους. Όχι μόνο δεν διαμορφώνουν πλέον τα γούστα και τις τάσεις και τις ιδέες, αλλά σέρνονται πίσω από τα καπρίτσια των social media, παριστάνοντας τον καθρέπτη των αναγνωστών/χρηστών τους. Γι’ αυτό και στις επίσημες παρουσιάσεις ταινιών, δίσκων, βιβλίων, εκθέσεων, παραστάσεων κλπ, προτιμώνται πλέον οι influencers και το «vibe» που μεταφέρουν από την εκδήλωση παρά οι κριτικοί με την «μπούμερ» γκρίνια τους. Όλα είναι συγκλονιστικά ή έστω «εξαιρετικά ενδιαφέροντα» ασχέτως αν λίγο καιρό μετά κανείς δεν θυμάται ότι συνέβησαν καν.