ΕΧΟΝΤΑΣ ΓΡΑΨΕΙ ΤΡΕΙΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ της Σίλβια Πλαθ, τι άλλο θα μπορούσα να πω για την αυτοκτονία της; Ωστόσο, οι αυτοκτονίες, ακόμα και όταν συνοδεύονται από σημειώματα, προκαλούν ατελείωτα ερωτήματα για το τι συνέβη και τι θα μπορούσε να είχε κάνει τη διαφορά και να είχε σώσει μια ζωή. Επιπλέον, οι αυτοκτονίες δεν διαφέρουν μόνο από άτομο σε άτομο. Μπορεί να αντανακλούν, όπως στην περίπτωση της Πλαθ, τις πολύ διαφορετικές συνθήκες που διαχωρίζουν την πρώτη απόπειρα το 1953, από τη δεύτερη και μοιραία, σχεδόν μια δεκαετία αργότερα.
Το καλοκαίρι του 1953 είχε μόλις επιστρέψει στη Μασαχουσέτη από έναν ταραχώδη και οδυνηρό μήνα στη Νέα Υόρκη. Περίμενε να διοριστεί αρχισυντάκτρια μυθοπλασίας στο περιοδικό «Mademoiselle»· αντ' αυτού της δόθηκε η θέση της διευθύντριας σύνταξης, η οποία απαιτούσε έντονη ενασχόληση με τις εκδόσεις, τη διαχείριση συντακτών και προθεσμιών καθώς και των προσδοκιών του αφεντικού της, ένα φορτίο αφόρητο για την τριτοετή φοιτήτρια του Κολεγίου Smith.
Πολύ πριν από την τελευταία πράξη, η Πλαθ είχε δηλώσει ότι ο γάμος και τα παιδιά δεν ήταν αρκετά. Ήταν η απαραίτητη, αλλά ανεπαρκής προϋπόθεση ώστε να συνεχίσει να είναι δημιουργική.
Ο εκδοτικός/λογοτεχνικός κόσμος της Νέας Υόρκης τής φαινόταν κίβδηλος. Ακόμα χειρότερα, άρχισε να θεωρεί και τον εαυτό της ως τέτοιον. Πέρασε εβδομάδες στο σπίτι, χωρίς να μπορεί να γράψει ή να κάνει τίποτα σχεδόν. Η αίτησή της για ένα καλοκαιρινό σεμινάριο συγγραφής στο Χάρβαρντ είχε απορριφθεί. Δεν ένιωθε πλέον ξεχωριστή, ούτε ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στις υψηλές προσδοκίες της μητέρας της, των φίλων και των δασκάλων της. Αντίθετα, θεωρούσε τον εαυτό της βάρος και οι βίαιες θεραπείες με ηλεκτροσόκ στις οποίες είχε υποβληθεί δεν της έφεραν καμία ανακούφιση.
Σ’ αυτή την τεταμένη και πνιγηρή κατάσταση, έχοντας χάσει την πίστη στον εαυτό της, σύρθηκε στα θεμέλια κάτω από το σπίτι της, όπου κατάπιε τα χάπια που πίστευε ότι θα έβαζαν τέλος στη δυστυχία της. Άφησε και ένα σημείωμα στη μητέρα της λέγοντας ότι θα πήγαινε για έναν μακρύ περίπατο και ότι δεν θα επέστρεφε σύντομα. Πέρασαν λίγες μέρες ώσπου ο αδελφός της, ο Γουόρεν, ακολουθώντας ήχους, βρήκε τον υπόγειο τάφο της και την έβγαλε, μισοπεθαμένη. Η Πλαθ επανήλθε, αλλά τα προγνωστικά ήταν δυσοίωνα. Πήγε σε δύο διαφορετικά νοσοκομεία, αλλά πουθενά δεν μπόρεσαν να ανακουφίσουν τη βαριά της κατάθλιψη. Όταν την εξέτασε η θεραπεύτρια Ρουθ Μπιούσερ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Πλαθ εξακολουθούσε να έχει αυτοκτονικές τάσεις.
Μόνο σταδιακά, καθώς η Μπιούσερ κέρδιζε την εμπιστοσύνη της, μπόρεσε η Πλαθ να αναρρώσει. Η Μπιούσερ ήταν νέα στον τομέα της θεραπείας ασθενών και ενεπλάκη στη ζωή της Πλαθ με τρόπους που θεωρήθηκαν ανορθόδοξοι και ορισμένοι βιογράφοι έχουν επικρίνει. Η δική μου άποψη είναι ότι χωρίς την Μπιούσερ, η Πλαθ ίσως να μην είχε καταφέρει να συνεχίσει τη ζωή της και το γράψιμο. Τελικά, επέστρεψε στο Κολέγιο Smith, υιοθετώντας ένα πιο χαλαρό πρόγραμμα, και σταδιακά ανέκτησε την πίστη στον εαυτό της.
Απ' ό,τι μπορώ να καταλάβω, η Πλαθ δεν ένιωσε ποτέ ντροπή για την απόπειρα αυτοκτονίας που έκανε. Σίγουρα μετάνιωσε για τη θλίψη που προκάλεσε στη μητέρα της και σε άλλους, αλλά δεν θεώρησε την απόπειρά της άνευ ουσίας. Αυτό φαίνεται από τις επιστολές της, όπου επανειλημμένα αυτοχαρακτηρίζεται στωική. Ως φοιτήτρια είχε διαβάσει τον Μάρκο Αυρήλιο, ο οποίος θεωρούσε ότι η αυτοκτονία ήταν μια «βιώσιμη» επιλογή, ακόμη και ευγενής, όταν οι συνθήκες έκαναν τη ζωή ανυπόφορη.
Μια δεκαετία αργότερα, μετά από μια επιτυχημένη συγγραφική πορεία και τον ταραχώδη γάμο της με τον ποιητή Τεντ Χιουζ, και εν μέσω ενός παγωμένου βρετανικού χειμώνα με διακοπές ρεύματος, με δύο πολύ μικρά παιδιά που είχε να φροντίσει και χωρίς τον γυναικείο κύκλο που ήλπιζε ότι θα δημιουργούσε στο «σαλόνι» της, εξαντλημένη από τη γρίπη, υπό την επήρεια φαρμάκων που μπορεί να είχαν αρνητική επίδραση στον ψυχισμό της, η Πλαθ συνειδητά αποφάσισε να τερματίσει τη ζωή της, προστατεύοντας (όπως πίστευε) τα παιδιά της από τον κίνδυνο διαρροής αερίου από τον φούρνο, όπου είχε βάλει το κεφάλι της όσο πιο βαθιά γινόταν. Επειδή οι φούρνοι εκείνης της εποχής είχαν δυνατό αέριο, επομένως θα έχανε τις αισθήσεις της και θα πέθαινε σε λιγότερο από μία ώρα, φαίνεται απίθανο αυτή να ήταν απλώς μια έκκληση για βοήθεια.
Γιατί μια γυναίκα με δύο παιδιά που τ' αγαπούσε, η οποία βρισκόταν στο αποκορύφωμα της ποιητικής της παραγωγής, να θέλει να πεθάνει; Τα ποιήματά της ήταν το αποτέλεσμα εντατικής εργασίας κατά τις πρώτες πρωινές ώρες, προτού ξυπνήσουν τα παιδιά· η ίδια τρεφόταν με καφέ και χάπια που την κρατούσαν σε εγρήγορση, αλλά την εξαντλούσαν κιόλας. Πόσο καιρό μπορούσε να διατηρήσει αυτόν τον ρυθμό; Επισκεπτόταν τον γιατρό της σχεδόν καθημερινά, αλλά γενικά ένιωθε αποκομμένη, αφού για μήνες δεν μπορούσε να αποκτήσει ιδιωτική γραμμή στο σπίτι της και αναγκαζόταν να χρησιμοποιεί δημόσιο τηλεφωνικό θάλαμο.
Πολύ πριν από την τελευταία της πράξη, η Πλαθ είχε δηλώσει ότι ο γάμος και τα παιδιά δεν ήταν αρκετά. Ήταν η απαραίτητη, αλλά μη επαρκής προϋπόθεση για να συνεχίσει να είναι δημιουργική. Αξιολογώντας την κρίσιμη και ευάλωτη κατάστασή της, ο γιατρός της πίστευε ότι έπρεπε να νοσηλευτεί. Εκείνη συμφώνησε, αλλά στη συνέχεια κατέληξε στο συμπέρασμα ότι άλλη μια παραμονή σε άσυλο θα της στερούσε την ανεξαρτησία στην οποία βασιζόταν η ποίησή της. Την προηγούμενη δεκαετία είχε τη Ρουθ Μπιούσερ, πλέον όμως δεν είχε κανέναν τέτοιο άνθρωπο κοντά της να τη στηρίξει. Έχοντας μελετήσει εκτενώς τον Φρόιντ και τον Γιουνγκ, η Πλαθ φοβόταν τον τρόπο με τον οποίο θα την αντιμετώπιζαν οι ψυχίατροι. Διαβάστε το διήγημά της «Johnny Panic and the Bible of Dreams» και θα καταλάβετε τον τρόμο της, ο οποίος προήλθε όχι μόνο από την παραμονή της σε ψυχιατρική κλινική αλλά και από όσα είχε μάθει δουλεύοντας με μερική απασχόληση σε ψυχιατρική κλινική και κρατώντας σημειώσεις από τους ασθενείς που υπέφεραν.
Φαίνεται ότι για την Πλαθ η αυτοκτονία έγινε ο στωικός τρόπος απόδρασης. Σε μια κρίσιμη καμπή, προβλέποντας έναν εγκλεισμό που θα κατέστρεφε τις συνθήκες της δημιουργικότητάς της, αποφάσισε ότι το να τερματίσει τη ζωή της δεν ήταν απλώς μια «βιώσιμη» επιλογή αλλά ήταν και λογική, ένα συμπέρασμα που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το ψυχιατρικό δόγμα που θεωρεί συνολικά τους αυτοκτονικούς ιδεασμούς ως ασθένεια.
Έτσι αντιλαμβάνομαι τι συνέβη στη Σίλβια Πλαθ. Για μένα, πλησιάζει αυτό που τόσο ωραία διατύπωσε ο Νόρμαν Μέιλερ, αναλογιζόμενος την τελευταία πράξη της Μέριλιν Μονρό: «Η σιωπηρή λογική της αυτοκτονίας επιμένει ότι ένας πρόωρος θάνατος είναι καλύτερος για την ψυχή από έναν αργό αφανισμό που επιδεινώνεται με τα χρόνια». Όπως η Μέριλιν των εικασιών του Μέιλερ, έτσι και η Πλαθ, πάντα «φεύγει μέσα σ’ ένα μυστήριο».
Με στοιχεία από «Hedgehog Review»