ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ. Όσο καταχρηστικά κι αν χρησιμοποιείται η λέξη, στην περίπτωση του «Μεγάλου Γκάτσμπυ» δεν γίνεται διαφορετικά. Δεν υπάρχει αναφορά στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ που να την παραλείπει, δεν υπάρχει κατάλογος με τα κορυφαία λογοτεχνικά επιτεύγματα του 20ού αιώνα χωρίς αυτό στις πρώτες θέσεις του.
Με τη δράση να εκτυλίσσεται μεταξύ Λονγκ Άιλαντ και Νέας Υόρκης από τον Ιούνιο ως τον Σεπτέμβριο του 1922, ο «Μεγάλος Γκάτσμπυ» ζωντανεύει τη λάμψη και τον ίλιγγο της εποχής της τζαζ, την εκλεπτυσμένη βαρβαρότητα της προνομιούχου αμερικανικής αστικής τάξης, το διάλειμμα ανεμελιάς που γνώρισε η περίφημη «χαμένη γενιά» μεταξύ τον Α’ Παγκόσμιου Πολέμου και του Κραχ του ’29.
Η αλήθεια για τον Γκάτσμπυ αναδύεται από το βιβλίο σταδιακά κι αφού προηγουμένως ο Φιτζέραλντ δώσει σπαρταριστές περιγραφές από τα πάρτι που οργανώνει ο ήρωάς του, με την ελπίδα ότι θα συναντήσει ξανά το κορίτσι που του είχε κλέψει την καρδιά.
Πρόκειται ουσιαστικά για το χρονικό της ανόδου και της πτώσης ενός ανθρώπου που πίστεψε πως με το χρήμα θα κατακτήσει τα πάντα – κυρίως το κορίτσι που του είχε στοιχειώσει την ύπαρξη. Κι είναι μια ιστορία όπου το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου δίνεται το ίδιο δεξιοτεχνικά με τη διάλυση μιας κολοσσιαίας ψευδαίσθησης...
Την εποχή που διαδραματίζεται το μυθιστόρημα, τίποτε στον ορίζοντα δεν προμηνύει την επερχόμενη οικονομική καταστροφή. Η ιστορία που ξετυλίγει ο Φιτζέραλντ υιοθετώντας την οπτική γωνία ενός πλούσιου και ακέραιου νέου, γείτονα του Τζέι Γκάσμπυ στο προνομιακό θέρετρο όπου περνά τις διακοπές της η νεοϋορκέζικη αστική τάξη ξεκινά με μια σοφή, πατροπαράδοτη συμβουλή: «Κάθε φορά που νιώθεις τη διάθεση να επικρίνεις κάποιον, να θυμάσαι ότι όλοι οι άνθρωποι δεν είχαν τις δικές σου ευκαιρίες στη ζωή».
Τέτοιος άνθρωπος είναι ο Γκάτσμπυ: ένα ταπεινό αγροτόπαιδο που θέλησε να επανεφεύρει τον εαυτό του, κάποιος που εκμεταλλεύτηκε τις ευκαιρίες της ποτοαπαγόρευσης και τάχτηκε στην υπηρεσία μιας «χαώδους, χυδαίας και τεχνητής ομορφιάς», ένας άντρας που πίστεψε ότι με το χρήμα θα σταματήσει τον χρόνο και θ’ ανακτήσει τη χαμένη του αγάπη, το θύμα μιας καλλιεργημένης με «δημιουργική μανία» αυταπάτης.
Η αλήθεια για τον Γκάτσμπυ αναδύεται από το βιβλίο σταδιακά κι αφού προηγουμένως ο Φιτζέραλντ δώσει σπαρταριστές περιγραφές από τα πάρτι που οργανώνει ο ήρωάς του, με την ελπίδα ότι θα συναντήσει ξανά το κορίτσι που του είχε κλέψει την καρδιά. Πάρτι όπου ιταλικά τραγούδια εναλλάσσονται με τζαζ μελωδίες κι όπου ταιριαστά ή λιγότερο ταιριαστά ζευγαράκια χοροπηδούν στην πίστα σαν ακροβάτες, με τη σαμπάνια να ρέει σε ποτήρια «πιο μεγάλα κι απ’ τα μπολ που ξεπλένουμε τα χέρια μας» και με αλλεπάλληλες ριπές γέλιων και ξεφωνητών να εκτοξεύονται στον καλοκαιρινό ουρανό. Πάρτι μεγαλειώδη, στα οποία ο ίδιος δεν συμμετέχει – απλώς περιμένει. Κι όταν εμφανίζεται επιτέλους η Ντέζι, όλα πάνε στραβά...
Το πρώτο «καλό» κορίτσι που είχε γνωρίσει ο Γκάτσμπυ, απένταρος ακόμη αλλά «μασκαρεμένος» τουλάχιστον με τη στολή ταγματάρχη, είναι τώρα σύζυγος ενός δύστροπου, άπιστου μεγιστάνα και μητέρα ενός παιδιού-μπιμπελό, κι όσο πρόθυμη κι αν φαίνεται, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα τινάξει τα πάντα στον αέρα για χάρη του. Το όνειρο του Γκάτσμπυ αποδεικνύεται θανάσιμα απατηλό. Όμως απ’ την πλευρά του, αθεράπευτα ρομαντικός, αποδεικνύεται υπέροχος σε σχέση με το «σάπιο σινάφι» που τον περιστοιχίζει.
Έργο στο οποίο ο Τ.Σ. Έλιοτ διέκρινε το πρώτο σημαντικό βήμα που έκανε το αμερικανικό μυθιστόρημα από την εποχή του Χένρι Τζέιμς, ο «Μεγάλος Γκάτσμπυ» άργησε να συναντηθεί με το πλατύ κοινό. Το υπαρξιακό κενό κι η σκοτεινιά που είδε ο Φιτζέραλντ πίσω από τη βιτρίνα του κόσμου των πλουσίων –έναν κόσμο εκλεπτυσμένης βαρβαρότητας που είχε σαγηνεύσει και τον ίδιο– λειτούργησαν σε βάρος της εμπορικής απήχησης του βιβλίου. Οι μετέπειτα επανεκδόσεις του, εντούτοις, το 1945 και το 1953, έγιναν ανάρπαστες, ενώ η φήμη του ως αριστουργήματος δεν κόπασε στιγμή.
Όπως ο Τζέι Γκάτσμπυ, έτσι και ο πνευματικός του πατέρας έζησε έντονα, αλλά για λίγο. Ο βίος του Φιτζέραλντ (1896-1940) άρχισε με τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, αυτόν που στο πέρασμά του σάρωσε μαζί με τα παλιά ιδανικά και τον παλιό τύπο του επιτυχημένου, και τέλειωσε με το που ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος, όταν τέλειωσε οριστικά και «η εποχή της τζαζ». Στο μεσοδιάστημα, με τη σχιζοφρενή Ζέλντα στο πλευρό του, όσο γλέντησε, άλλο τόσο βασανίστηκε. Το γραπτά του όμως, από το «Όμορφοι και Καταραμένοι» ως το «Τρυφερή είναι η νύχτα» και από τον «Μεγάλο Γκάτσμπυ» ως το «Σπάσιμο» ή το «Πλουσιόπαιδο», λάμπουν πάντα κι ας μην είχε ο ίδιος πλήρη συνείδηση της αξίας τους.
«Το ταλέντο του», σύμφωνα με τον Χέμινγουεϊ, «ήταν τόσο φυσικό όσο και τα σχέδια που σχηματίζονται με σκόνη πάνω στα φτερά της πεταλούδας. Στην αρχή ο ίδιος δεν το καταλάβαινε αυτό περισσότερο απ’ ό,τι θα το καταλάβαινε η πεταλούδα, δεν ήξερε πότε θα ξεθώριαζαν, πότε θα χαλούσαν. Αργότερα ένιωσε στους ώμους του τα κατεστραμμένα φτερά και κατάλαβε πώς ήταν φτιαγμένα, έμαθε να σκέφτεται, μα δεν μπορούσε πια να πετάξει, γιατί η αγάπη του για τις πτήσεις είχε σβήσει και το μόνο που κατόρθωνε να θυμηθεί ήταν η εποχή που αυτές οι πτήσεις γίνονταν χωρίς καμιά προσπάθεια».