Κακά τα ψέματα: το Νόμπελ είχε καταφέρει τα τελευταία χρόνια να προδώσει, με τον πιο ιλαρό τρόπο, τις βασικές αρχές της σύστασής του που είναι να βραβεύει ποιητές ή λογοτέχνες, οι οποίοι όχι μόνο αναδιαμόρφωσαν αλλά επίσης άλλαξαν την πορεία της λογοτεχνίας. Αντιβαίνοντας στον βασικό κανόνα που είναι η/ο συγγραφέας να επικοινωνεί άμεσα με τους κανόνες του metier της/του, δηλαδή να μην αφηγείται απλώς ιστορίες αλλά να τις υπερβαίνει, αναδεικνύοντας τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής και της ύπαρξης, το βραβείο Νόμπελ κατέληξε να είναι ανέκδοτο που ήθελε τους εκατομμύρια αναγνώστες να πληκτρολογούν ματαίως τα ονόματα των νικητών στην προσπάθειά να καταλάβουν γιατί ακριβώς η Σουηδική Ακαδημία θεώρησε αυτούς ικανούς να επιβεβαιώσουν όλα όσα όλα η λογοτεχνία έχει κατακτήσει.
Αν εξαιρέσεις τα βραβεία που δόθηκαν στη μεγάλη αφηγήτρια των μεταφυσικών ορίων Όλγκα Τοκάρτσουκ, με την καταιγιστική φαντασία και την προφητική διάθεση, ή στον εκφραστή του ουσιαστικού και του απέριττου, Γιον Φόσε, ελάχιστες ήταν οι περιπτώσεις βραβευθέντων/βραβευθεισών συγγραφέων που ανέδειξαν την ουσία της λογοτεχνίας και στόχευσαν πολύ πέρα από αυτή. Μέχρι που το Νόμπελ Λογοτεχνίας του 2025 δόθηκε στον Ούγγρο λογοτέχνη, Λάσλο Κρασναχορκάι, στην πιο σκοτεινή ίσως στιγμή της Ευρώπης και σε μια περίοδο που οι ανθρωπιστικές αρχές τίθενται εν αμφιβόλω και οι λογοτεχνικές αρετές δεν αποτελούν καν μέρος της συζήτησης. Με το φετινό Νόμπελ και σε αυτήν ακριβώς τη συγκυρία ο λογοτέχνης όχι μόνο φαίνεται να στέκεται στο ύψος των περιστάσεων αλλά επαναφέρει στην πρώτη γραμμή όλα τα κρίσιμα ερωτήματα της Ευρώπης.
Ο λόγος που ο Κρασναχορκάι παραμένει πεισματικά απαισιόδοξος και γοητευτικά μισανθρωπικός είναι γιατί συνειδητοποίησε με ακρίβεια την τραγικότητα της ανθρώπινης φύσης και γιατί δεν έπαψε να οραματίζεται το απόλυτο της δύναμης της τέχνης, της δικής του τέχνης.

«Η Ευρώπη κείτεται σε ερειπιώδη κατάσταση. Ο πολιτισμός της, η διανοητική της πρωτοκαθεδρία, της οποίας η γερμανική ανώτατη εκπαίδευση έχει αποτελέσει τον εμβληματικό εγγυητή, αποδείχτηκε ανήμπορη μπροστά στην πολιτική τρέλα», έγραφε με ενάργεια ο Τζορτζ Στάινερ λίγο πριν πεθάνει για την έκπτωση των βασικών αρχών της Ευρώπης, που οι κεντρικοί συνομιλητές του Λάσλο Κρασναχορκάι προφήτευσαν γράφοντας με τα τσεκούρια που σάρωναν την παγωμένη θάλασσα μέσα μας και με την προφητική διαύγεια του ποιητή που βαδίζει μόνος στα σκοτεινά. Απαντώντας στον αγαπημένο του Κάφκα, που αποσύρεται σε ένα ασφυχτικά μοναχικό σύμπαν, ο Κρασναχορκάι αναγκάζει τον ήρωά του στο βιβλίο Herscht 07769 Φλόριαν Χερστ να διαμορφώσει τη δική του αντίσταση, γράφοντας κλεισμένος μέσα σε ένα γραφείο. Πιο παράλογος και από τον παράλογα καφικό κόσμο που τον περιβάλλει, ο Χερστ στέλνει μανιωδώς επιστολές στην καγκελάριο Μέρκελ, προειδοποιώντας την για την καταστροφή του κόσμου.

Αντίστοιχα, ο Γκιόργκι Κόριμ θέλει, στο κορυφαίο αριστούργημά του Πόλεμος και Πόλεμος, να κερδίσει όλες τις μάχες ανασυστήνοντας το μυστικό ενός χαμένου χειρογράφου που θα μεταμορφώσει την ανθρωπότητα . Στο ίδιο μήκος κύματος, τα παράθυρα που κλείνονται με πρόκες στη Μελαγχολία της Αντίστασης για να κρατήσουν έγκλειστο, μακριά από τα εγκόσμια, τον Βάλουσκα δεν καταδικάζουν τον ήρωα στην απομόνωση αλλά στη σωτήρια εσωτερική σκέψη και αμφιβολία. Κλεισμένος στο σπίτι ονειρεύεται «την απλή ευτυχία της ηρεμίας», το να μπορεί να μένει μακριά από την «αξιοθρήνητη βλακεία της ανθρωπότητας» με μοναδικό σκοπό τον επαναπροσδιορισμό των βασικών αρχών της ύπαρξης και των πραγμάτων, επιβάλλοντας μια μορφή στοχαστικότητας που ακόμα κι εμείς σήμερα βλέπουμε να απουσιάζει από παντού σήμερα περισσότερο από ποτέ.

Ωστόσο, οι ήρωες του Κρασναχορκάι, όπως και οι πρόγονοι του Κάφκα και Μπέρνχαρντ, με τους οποίους συνδέεται άμεσα στην καρδιά των ευρωπαϊκών πραγμάτων, δεν ζουν σε ένα σολιψιστικό σύμπαν, όπου επικρατεί ο ναρκισσισμός αλλά νιώθουν βαθιά την ανάγκη του ανήκειν. Δεν είναι εγωιστές αλλά μοναχικοί λύκοι και δυνάμει πολεμιστές. «Η τέχνη του να υπάρχεις ενάντια στα γεγονότα σημαίνει να υπάρχεις ενάντια στο ανυπόφορο και το φρικτό», γράφει ο Λάσλο, γιατί ο ήρωάς του ξέρει πως πρέπει-για κάποιον λόγο-να αποχωρήσει και να κατέβει να συναντήσει «τα σκουλήκια μέσα στον σκοτεινό, βρόμικο βούρκο». Είναι η προϋπόθεση γι' αυτό το παράδοξο είδος κάθαρσης που ξεκινάει από το κέντρο των πραγμάτων που είναι πάντα ο άνθρωπος. Το σαλόνι και το γραφείο του Βάλουσκα ξαναγίνονται τα σημεία αναφοράς, αντί για τον εξωτερικό κόσμο, όπου επικρατούν μόνο ο ζόφος και ο πόλεμος. Ο εκάστοτε μοναχικός ήρωας του Κρασναχορκάι δεν είναι παρά ένας ιδανικός εννοιολογικός χαρακτήρας που συνομιλεί άμεσα με άλλους μοναχικούς ήρωες: είναι ταυτόχρονα ο τρελός φιλόσοφος του Νίτσε, ο μοναχικός διαβάτης του καφκικού Πύργου, ο Γκρέγκορ Σάμσα και ο Κ, ο αποσυρμένος γραφιάς από το Μπάρτλμπυ του Μέλβιλ, στον οποίο αποτίει διαρκώς φόρο τιμής, ο μοναχικός δημόσιος υπάλληλος από το Υπόγειο του Ντοστογέφσκι – είναι εν τέλει ο ίδιος ο Κρασναχορκάι, που προσπαθεί, καθισμένος στην κουζινούλα του Άλεν Γκίνσμπεργκ στη Νέα Υόρκη, να εξυφάνει τον ιστό της αντίστασης με μοναδικό εργαλείο την περίτεχνη και άκρως δουλεμένη του γλώσσα.

Και αυτό είναι το μεγαλύτερο όπλο του νομπελίστα από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε στη λογοτεχνική σκηνή, γράφοντας το περίφημο Τανγκό του Σατανά και τη Μελαγχολία της Αντίστασης που μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφου από τον φίλο του σκηνοθέτη Μπέλα Ταρ, για τον οποίο έχει γράψει πρωτότυπα σενάρια. Αυτή την ασπαίρουσα και άκρως καταιγιστική γλώσσα, που καταργεί τα σημεία στίξης, αφού δεν χρειάζεται περιττά φτιασίδια, φτιάχνοντας ένα μπαρόκ κατασκεύασμα που καταπίνει κάθε ρητή βεβαιότητα, είχαμε την ευτυχία να τη δούμε να ανασυστήνεται με θαυμαστή επάρκεια κατά τη μεταφορά της στα ελληνικά μέσα από τις ωραίες μεταφράσεις της Ιωάννας Αβραμίδου, ενώ τη σκυτάλη παίρνει πλέον η Μανουέλα Μπέρκι, η οποία μεταφράζει κατευθείαν από τα ουγγρικά – τα βιβλία του κυκλοφορούν στην πλειονότητά τους από τις εκδόσεις Πόλις.
Με την ακρίβεια του Ιάπωνα καλλιτέχνη, που τόσο αγαπά ο Λάσλο, η μεταφράστριά του απέδωσε τους μαιάνδρους της σκέψης του που είναι τόσο περίπλοκοι όσο και το όνομά του, εισάγοντάς μας στη μαγική επιβολή μιας σκέψης συναρπαστικής, αλλά ταυτόχρονα ακριβέστατης, σιβυλλικής, κρυπτικής και μοναδικά αποκαλυπτικής. Ο θεός Ερμής που περιφέρεται ως συχνή αναφορά στα βιβλία του, όπως και άλλες θεότητες και σκηνές από τον αρχαιοελληνικό κόσμο, δεν μεταφέρει τυχαία στους ανθρώπους τη δύναμη των γραμμάτων. Ο πόλεμος που κηρύττουν οι πρωταγωνιστές του δεν βαίνει, άλλωστε, ενάντια στο εν γένει κακό αλλά ενάντια στην αμάθεια, την έλλειψη έκφρασης και τη βλακεία – γενικότερα στην εκπεφρασμένη έλλειψη παιδείας. Στόχος των τρελών πρωταγωνιστών του, όπως ο αινιγματικός Κόριμ και ο Χερστ, είναι να σώσουν τον κόσμο αψηφώντας βίαιες αντιδράσεις και άγριους λύκους με μοναδικό όπλο τη γνώση, βιώνοντας ταυτόχρονα μια αίσθηση πολέμου που μετατρέπει τον κοινό θνητό ήρωα σε δημιουργό και ποιητή. Αυτή είναι η εντελέχεια, όπως την ορίζει χαρακτηριστικά ο Κόριμ, που για εκείνον είναι να βρει το χαμένο χειρόγραφο που θα φέρει εξαγνισμό και θα σώσει την ανθρωπότητα. Σε έναν ρόλο αντίστοιχο με αυτόν του Δον Κιχώτη, ο σαλός, κατά το μάλλον, ήρωάς του δείχνει να είναι απαλλαγμένος από κάθε κατηγορία επειδή ακριβώς εξαγνίζεται μέσω της φαντασίας: σε έναν κόσμο που σε ποτίζει με βία και εξόντωση, η μοναδική ζωή που αξίζει να ζει κανείς είναι αυτή της ονειροπόλησης.


Αυτήν ακριβώς τη δυνατότητα φέρνει στην καρδιά της Ευρώπης ο φετινός νομπελίστας: τη χαρά και τη δυνατότητα να ονειρεύεται, έξω από τα υφιστάμενα πρότυπα και πέρα από τις αρχές της λογικής. «Δεν είχα ποτέ ένα πρότυπο και δεν ήθελα να έχω», έλεγε ο Τόμας Μπέρνχαρντ, μια αρχή που επαναφέρει στην καρδιά των βιβλίων του και των δηλώσεών του με κάθε τρόπο ο Λάσλο Κρασναχορκάι, τονίζοντας πως δεν αρύεται τις σκέψεις ή τα πρότυπά του από την επικράτεια του πραγματικού κόσμου αλλά από τον πλούτο της μυθοπλασίας. Ο κεντρικός του ήρωας είναι πάντα ο ανεπίγνωστα σαλός που, είτε πρόκειται για τον πολυταξιδεμένο, αλλά διανοητικά ατελή ταχυδρόμο Βάλουσκα στη Μελαγχολία της Αντίστασης, είτε για τον Κόριμ στο Πόλεμος και Πόλεμος, είναι κεντρικός εννοιολογικός χαρακτήρας που θυμίζει κατά πολύ ο πρώτος τον ντοστογιεφσκικό Μίσκιν, ο δεύτερος τον μοναχικό Έιχαμπ του Μόμπι Ντικ. Αυτό που θέλουν αμφότεροι, φεύγοντας από έναν κόσμο φτιαγμένο με βία, τρομοκρατία και ανεπάρκεια, είναι να βρουν τη χαμένη αρχή του νοήματος: δεν επιδιώκουν να κάνουν τον κόσμο καλύτερο γιατί ξέρουν ότι πάντοτε θα επικρατεί η βία και το χάος αλλά μέσω της γνώσης και της τέχνης να του αλλάξουν οπτική.

«Γιατί το κάθε τι από δω σε βλέπει, η κάθε γωνιά. Ζωή να αλλάξεις πρέπει» γράφει ο Κρασναχορκάι χαρακτηριστικά, παραπέμποντας στον Ρίλκε στην τελευταία παράγραφο του Τανγκό του Σατανά, γνωρίζοντας πως το μόνο που μπορεί να μεταμορφώσει τον ανυπόφορο κόσμο είναι η τέχνη. Τίποτε άλλο πέρα από αυτό, ούτε οι ιδεολογίες ούτε οι μεγάλες ιδέες που έχουν «καταφέρει» μάλλον το αντίθετο – ας μην ξεχνάμε ότι ο Ούγγρος, γεννημένος το 1954, δηλαδή δύο μόλις χρόνια πριν από την ουγγρική επανάσταση, συγγραφέας δεν ξεχνάει ποτέ την οδυνηρή κατάσταση που επέβαλε το κομμουνιστικό καθεστώς στην πατρίδα του ακριβώς μετά την καταστροφική λαίλαπα του ναζισμού. Στα τραγικά αυτά συμβάντα ο ίδιος προτιμάει να απαντήσει με δηκτική ειρωνεία, θυμίζοντας έντονα Κούντερα αλλά και Κάφκα, ειδικά όταν οι απεγνωσμένοι ήρωες στέκονται γελώντας πάνω από την άβυσσο γιατί είναι το μόνο που τους απέμεινε να κάνουν. Άλλωστε και η ίδια η μοίρα της Ευρώπης είναι ιλαροτραγική.

Το Πάει το φραντζολάκι,που αναμένεται να κυκλοφορήσει το επόμενο διάστημα από τις εκδόσεις Πόλις, αναδεικνύει ακριβώς αυτό το κωμικό συναπάντημα μεταξύ ενός συνταξιούχου ηλεκτρολόγου, υποτιθέμενου απογόνου του Τζένγκις Χαν, και ενός παρανοϊκού αντιπάλου του, του Μπελα Δ’, που διεκδικεί τον ουγγρικό θρόνο ως Ιωσήφ Α’ του Οίκου του Άρμπαντ. Καθώς φαίνεται ο Δον Κιχώτης παραμένει, στα μάτια του Κρασναχορκάι, ο σημαντικότερος ευρωπαϊκός ήρωας επειδή συνοψίζει, πέρα από τα τραγικά, τα κωμικά στοιχεία. Είναι ο δικός του ήρωας, αυτός που ονειρεύεται ανεμόμυλους σε έναν ασφυχτικά ανυπόφορο κόσμο, γεμάτο δυσωδία, πολέμους και σκουπίδια.

Είναι αυτά ακριβώς που σήμερα αντικρίζουμε στην Ευρώπη, η οποία χρωματίζεται αποκλειστικά από το μαύρο εξαιτίας της ανόδου της ακροδεξιάς, έτοιμη να παραδοθεί στους δαίμονες του πιο σκοτεινού παρελθόντος. «Το φως που θα λάμψει πάνω στο μαχαίρι του χασάπη τη στιγμή που δεν το περιμένουμε», γράφει με προφητικό τρόπο ο Κρασναχορκάι, γνωρίζοντας πως η φωτεινή αχτίδα που περιμένουμε δεν θα έρθει από το επουράνιο σύμπαν αλλά από τον βαθύτερό μας εαυτό, τον αφημένο στις αρχές μιας ωραίας μέρας –η φύση είναι απόλυτη στις σελίδες του– ή στους τόνους μιας θείας μουσικής. Αν ο Μπαχ είναι ο ιδανικός οδηγός των πρωταγωνιστών του, η μουσική, όπως για τον Φλόριαν, είναι, πέρα από κάθε αμφιβολία, καταστατική αρχή της τέχνης του Κρασναχορκάι.
Ο ρυθμός κάθε φράσης, η αρμονία στις λέξεις, η εσωτερική ποιητικότητα, διαπερνούν τις άρτια φτιαγμένες μακροσκελείς προτάσεις του με τον ίδιο τρόπο που οι κοφτές φράσεις του Κούντερα καθορίζουν τη μινιμαλιστική ατονία στα έργα του. Ο Μπαχ και η μουσική, όχι με πλατωνικό, μεταφυσικό τρόπο αλλά απόλυτα εγκόσμιο, σώζει. Κυριολεκτικά. «Συνειδητοποίησε ξαφνικά πως πέρασε τη ζωή του αποσυρμένος στα καταφύγιά του, για να αποφύγει τη βλακεία είχε καταφύγει στη μουσική, για να αποφύγει τη μουσική είχε καταφύγει στην αυτοτιμωρία, μετά, για να αποφύγει την τιμωρία, κατέφυγε στην καθαρή λεπτολογία, από την οποία έφυγε επίσης, εν ολίγοις, είχε οπισθοχωρήσει, οπισθοχωρήσει, θαρρείς και ο άγγελος που καθοδηγούσε τη μοίρα του τον έκανε να γυρίσει πίσω για να τον βοηθήσει να πετύχει τον αντίθετο στόχο: να οπισθοχωρήσει μέχρι τη σχεδόν απλοϊκή ευτυχία των πραγμάτων, μέχρι να καταλάβει τελικά πως δεν υπήρχε τίποτε να κατανοήσει, να παραδεχτεί πως αν ο κόσμος είχε κάποιο νόημα, αυτό τον ξεπερνούσε, και να αρκεστεί στο να παρατηρεί και να δίνει σημασία σε όσα κατείχε».

Στο σημείο αυτό, όπως και σε πολλές άλλες κρίσιμες στιγμές των μυθιστορημάτων του Κρασναχορκάι, ο ήρωας συνομιλεί απόλυτα με εκείνους του Μπέρνχαρντ ή του Μπέκετ, καθώς στέκονται στάσιμοι στο ίδιο σημείο, κυριευμένοι από την ακήρατη δύναμη της αδυναμίας τους. Αυτή η εγγενής αντίφαση του «δεν μπορώ να συνεχίσω, θα συνεχίσω» του Μπέκετ, της υπαρξιακής στασιμότητας που επιβάλλει την παύση για τη σκέψη, όπως η στιγμή της αμφιβολίας των σκεπτικών, της αδυναμίας κάθε κίνησης, που τους καθιστά αδύναμους να πάνε μπροστά ή πίσω, ανακύπτει διαρκώς ως υπαρξιακή στάση στα βιβλία του Κρασναχορκάι. Είναι μια απάντηση στην καταιγιστική επικράτεια των φράσεων και ταυτόχρονα μια επίδειξη της πραγματικής στάσης που διατηρούμε ως μελαγχολικοί Ευρωπαίοι στην καρδιά των πραγμάτων: αδύναμοι να προχωρήσουμε σε αυτό που ξέρουμε ότι δεν θα 'ρθει, ικανοί να σκεφτούμε ότι καμία εξωγενής, μεταφυσική δύναμη δεν μπορεί να αλλάξει ή να ελέγξει τη ροή των πραμάτων, μόνο εμείς.
Ο λόγος, λοιπόν, που ο Κρασναχορκάι παραμένει πεισματικά απαισιόδοξος και γοητευτικά μισανθρωπικός είναι γιατί συνειδητοποίησε με ακρίβεια την τραγικότητα της ανθρώπινης φύσης και γιατί δεν έπαψε να οραματίζεται το απόλυτο της δύναμης της τέχνης, της δικής του τέχνης. Είναι αυτό που με ακρίβεια η Ακαδημία περιέγραψε ως το «συναρπαστικό και γεμάτο όραμα έργο του που εν μέσω του αποκαλυπτικού τρόμου επιβεβαιώνει τη δύναμη της τέχνης». Αυτή εξερεύνησε με τη σπαρακτική ακρίβεια ενός ανθρώπου που έζησε όλες τις συνιστώσες της φρικιαστικής μεταμόρφωσης της Ευρώπης από ένα ατελείωτο πεδίο πολέμων σε ένα μέρος επικράτησης της λογοκρισίας και του ελέγχου κάθε κίνησης, από ένα πεδίο φασιστικής απολυταρχίας σε αυτό της κομμουνιστικής ανελευθερίας.

Ο Κρασναχορκάι είχε την τύχη να θεωρηθεί από νωρίς ένας από τους σημαντικότερους εκφραστές της υψηλής λογοτεχνικής παράδοσης της χώρας του, της ρομαντικής ποιητικής γλώσσας του Έντρε Όντι, που απεικάσματά του βλέπουμε στις άκρως ενορασιακές του φράσεις, αλλά και της εκφραστικής ακρίβειας ενός Ίμρε Κέρτες, ο οποίος επίσης προέβαλε την ατομική αμφιβολία έναντι της καθολικής βαρβαρότητας. Η χώρα του τον έχει τιμήσει με τη μεγαλύτερη εθνική λογοτεχνική διάκριση, το περίφημο βραβείο Κόσουτ, ενώ η φήμη του πέρασε πολύ γρήγορα τα σύνορα λόγω της στενής συνεργασίας του με τον Μπέλα Ταρ. Ωστόσο, έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια για να γίνει γνωστός σε όλο τον κόσμο χάρη στη βράβευσή του με το Διεθνές Μπούκερ το 2015. Είχαν προηγηθεί διάφορα βραβεία όπως, μεταξύ άλλων, το Κρατικό Βραβείο της Αυστρίας για την Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία το 2021, το National Book Award for Translated Literature το 2019, το λογοτεχνικό βραβείο Αμέρικα το 2014, για να φτάσουμε σήμερα στο βραβείο Νόμπελ – τόσα χρόνια ήταν κεντρικός υποψήφιος του θεσμού και φέτος τελικά δικαίωσε τα προγνωστικά. Σε μια περίοδο που η Ευρώπη χρειάζεται να επανεφεύρει ή τουλάχιστον να επαναφέρει τα ιδανικά της, το όνομα του Λάσχο Κρασναχορκάι ως αυτό του λογοτέχνη που βραβεύεται επάξια με το Νόμπελ μοιάζει με ένα ελπιδοφόρο βήμα προς τον χαμένο ανθρωπισμό, την υψηλή λογοτεχνία και τη στοχαστική ακρίβεια, στοιχεία που ποτέ άλλοτε δεν είχαμε τόσο πολύ ανάγκη.