Ο Βασίλης Βηλαράς ανήκει σε εκείνη τη γενιά των δημιουργών που δεν χωράνε σε κουτάκια. Ηθοποιός, σκηνοθέτης, queer καλλιτέχνης με έντονη κοινωνική ματιά, μιλά για τη σιωπηλή βία των εφηβικών χρόνων, την αγωνία των γκέι αντρών στη σκηνή, τη φοβική βιομηχανία του θεάτρου και το πώς η καραντίνα τον έκανε να αποδεχτεί ολοκληρωτικά τον εαυτό του.
«Υπάρχουν ακόμη γκέι άνδρες που φοβούνται να φανούν πάνω στη σκηνή», επισημαίνει. «Το θέατρο είναι φοβικός χώρος.
Ο κόσμος θέλει να βλέπει άντρες ή, καλύτερα, “άντρακλες”. Και μετά σε ρωτούν γιατί πιστεύεις ότι το στρέιτ κοινό θα ενδιαφερθεί για μια queer ιστορία. Μα ποιος ρώτησε ποτέ έναν στρέιτ αν ενδιαφέρουν το γκέι κοινό οι δικές του;» Η φράση του δεν απευθύνεται σε κάποιον συγκεκριμένα, περιγράφει απλώς μια πραγματικότητα, ότι ακόμα και σήμερα πολλοί ηθοποιοί νιώθουν πως πρέπει να κρύψουν τον εαυτό τους για να χωρέσουν.
Τα μαθητικά του χρόνια δεν είχαν τίποτα νοσταλγικό. «Στις συναυλίες της Άννας Βίσση, όταν τραγουδά τα “Μαθητικά χρόνια”, όλοι χαίρονται κι εγώ ταράζομαι. Γιατί τότε όλοι ήξεραν ότι ήμουν ο στόχος. Το χειρότερο δεν είναι το φανερό μπούλινγκ αλλά το σιωπηλό, να ακούς πίσω σου να γελάνε και να μην έχεις φωνή». Όπως λέει, «στο σχολείο είσαι ένα πιόνι στο παιχνίδι των στρέιτ παιδιών που κοντράρονται ποιος την έχει πιο μεγάλη».
Αργότερα, ως κοινωνικός λειτουργός, ένιωσε για πρώτη φορά ότι ανήκει κάπου: «Ήμασταν συγκάτοικοι στα κοινωνικά προβλήματα». Η καραντίνα αποτέλεσε σημείο καμπής: «Κατάλαβα ότι το θέατρο που έκανα δεν με αφορούσε. Αποδέχτηκα το queer κομμάτι μου, ήθελα να με ακούσει το κοινό».
Η θέση του στο Θέατρο Κωφών Ελλάδος, όπως λέει, ήρθε «με τεράστια άγνοια κινδύνου». Εκεί έμαθε να επικοινωνεί αλλιώς: «Αν δεν παίρνεις αυτό που θες από τους ηθοποιούς, πρέπει να αλλάξεις τρόπο». Η τριλογία του «Λοιμός - Σεισμός - Καταποντισμός» μίλησε για κρίση, ταυτότητα και μνήμη. Στον «Σεισμό» (Στέγη Ωνάση, 2023) ανέβασε στη σκηνή τρανς γυναίκες, queer μετανάστριες και σεξεργάτες. «Δεν ήθελα να πω ιστορίες γι’ αυτούς, ήθελα να μιλήσουν οι ίδιοι». Στον «Καταποντισμό» (Εθνικό, 2024) ζωντάνεψε επιστολές του περιοδικού ΑΜΦΙ, «φωνές ανθρώπων που δεν πρόλαβαν να μιλήσουν».
Σε μια εποχή όπου οι εικόνες από την Παλαιστίνη περνούν από τις οθόνες μας σαν στιγμιότυπα που ξεχνιούνται σε δευτερόλεπτα, η ανάγκη για φωνές που αντιστέκονται στη λήθη γίνεται πιο επιτακτική από ποτέ. Καλλιτέχνες όπως ο Βασίλης Βηλαράς μέσα σε αυτήν τη ζοφερή πραγματικότητα κουβαλούν τη σπάνια ευθύνη να μετατρέπουν την απάθεια σε ευαισθησία, τη σιωπή σε πράξη.
Η τέχνη, όταν δεν φοβάται, γίνεται μαρτυρία. Μας υπενθυμίζει ότι η καταστροφή δεν είναι θέαμα, ότι οι ζωές δεν είναι αριθμοί και πως έχουμε καθήκον να θυμόμαστε. Γιατί όταν τα σοβαρά ζητήματα αρχίζουν να ξεχνιούνται, τότε αρχίζει να χάνεται και το νόημα γενικώς.
Μετά το «Σε φιλώ, Πέτρος» με τη Λένα Κιτσοπούλου, που βασίστηκε σε πραγματική επιστολή γκέι άντρα από την Πάτρα του ’77, επιστρέφει με τον μονόλογο «Η εκδίκηση του Φώτη». «Ο Φώτης είναι παιδί των ’90s, μεγάλωσε μπροστά στην τηλεόραση. Ήθελα να γράψω για τη γενιά μας που διαμορφώθηκε μέσα από τα σίριαλ, τα δελτία και τα ριάλιτι, για το πώς η ποπ κουλτούρα μάς μεγάλωσε και μας πλήγωσε».
Δημοσιογραφική επιμέλεια: Σωτήρης Βαλάρης
Κάμερα - μοντάζ: Γεράσιμος Δομένικος
Ηχοληψία: Άλεξ Αντωνίου
Μίξη ήχου: Φαίδωνας Κτενάς