Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΜΙΣΟΣ ΑΙΩΝΑΣ της ιστορίας του Αφγανιστάν ήταν τόσο καταστροφικός, που εύκολα ξεχνά κανείς πόσο πλούσια ήταν κάποτε η κουλτούρα της χώρας. Η ινδική αυτοκρατορία των Μουγκάλ την θεωρούσε ένα πολύ πιο εκλεπτυσμένο μέρος από την Ινδία και την έβλεπε ως πηγή των μεγαλύτερων ποιητών και καλλιτεχνών, καλλιγράφων και σχεδιαστών, αρχιτεκτόνων και τεχνουργών. Πολύ πιο πρόσφατα, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, στο αποκορύφωμα του χιπισμού, η Καμπούλ ήταν γνωστή ως το Παρίσι της Ανατολής. Απομνημονεύματα της εποχής περιγράφουν έναν κόσμο με μίνι φούστες, τζαζ κλαμπ, μπόουλινγκ και υπαίθρια παγωτατζίδικα. Αυτός ο κόσμος συνδεόταν με μια φτωχή αλλά εξαιρετικά όμορφη αγροτική ενδοχώρα, όπου η ζωή περιστρεφόταν γύρω από τον τρύγο και την ετήσια άφιξη των νομαδικών καραβανιών από τη λωρίδα του Βαχάν.
Μια γρήγορη ματιά στους ταξιδιωτικούς οδηγούς της εποχής αποκαλύπτει ένα Αφγανιστάν απίστευτα διαφορετικό από το σημερινό – με βασιλικές δεξιώσεις, επιδείξεις μόδας και εστιατόρια-μπαρ για μετά το σκι. Πιο συγκινητικές από όλες είναι οι εικόνες των ανεκτίμητων θησαυρών του Μουσείου της Καμπούλ, οι οποίοι έχουν σχεδόν όλοι χαθεί ή καταστραφεί, μετά τη λεηλασία κατά την κατάληψη της Καμπούλ από τους μουτζαχεντίν τη δεκαετία του 1990 και την καταστροφή όσων απέμειναν, από τους Ταλιμπάν το 2001.
H Doucet καταφέρνει να μετατρέψει το ξενοδοχείο σε ένα περιέργως επιτυχημένο πλαίσιο για μια συνολική κοινωνική ιστορία του Αφγανιστάν κατά τον τελευταίο μισό αιώνα αλλά και σε ένα σύμβολο της αξιοθαύμαστης ικανότητάς της χώρας να αντέχει τους τρόμους πουτης επιφυλάσσει η μοίρα.
Σύμφωνα με όλους εκείνους τους ταξιδιωτικούς οδηγούς, ένα ήταν το ιδανικό μέρος για διαμονή: το InterContinental – «το ωραιότερο ξενοδοχείο στο Καμπούλ» (“The Finest Hotel in Kabul”), όπως ονομάζεται το βιβλίο που περιέχει τις αναμνήσεις της επί ετών ανταποκρίτριας στην Καμπούλ, Lyse Doucet. Το «Intercon», όπως ήταν γνωστό, ήταν ένα μέρος όπου Παριζιάνοι σχεδιαστές μόδας άνοιγαν μοντέρνες μπουτίκ και Ιταλοί κομμωτές ανταγωνίζονταν μεταξύ τους ενώ διάσημοι Αφγανοί τραγουδιστές όπως ο Αχμάντ Ζαχίρ (ο «Έλβις του Αφγανιστάν») χαλάρωναν δίπλα στην πισίνα. Το βράδυ, οι επισκέπτες μπορούσαν να επιλέξουν αν θα πιουν αφγανικό μπράντι στο Nuristan, το κοκτέιλ μπαρ του ξενοδοχείου, αν θα δειπνήσουν στο supper club Pamir ή αν θα παρακολουθήσουν τον ετήσιο διαγωνισμό για την «Μις Αφγανιστάν» στην αίθουσα χορού, πριν κατηφορίσουν στη ντισκοτέκ του υπογείου.

Η συγγραφέας αναγνωρίζει ότι το Kabul InterContinental, «ένα λευκό κουτί από τσιμέντο και ατσάλι», ήταν πάντα, από την έναρξη της λειτουργίας του το 1969, «μια ιριδίζουσα φούσκα που αιωρούταν πάνω από τις έγνοιες της πόλης». Υπονοεί μάλιστα ότι η ελευθεριάζουσα δυτική νεωτερικότητα που εκπροσωπούσε το ξενοδοχείο και η διαφθορά που το χρηματοδοτούσε σε μια χώρα που εξακολουθούσε να είναι από τις φτωχότερες στον κόσμο, ήταν εν μέρει υπεύθυνες για την υποκίνηση των έντονων και βίαιων αντιδράσεων που θα ακολουθούσαν – πρώτα από τους κομμουνιστές και μετά από τους ισλαμιστές. Παρ' όλα αυτά, η Doucet καταφέρνει να μετατρέψει το ξενοδοχείο σε ένα περιέργως επιτυχημένο πλαίσιο για μια συνολική κοινωνική ιστορία του Αφγανιστάν κατά τον τελευταίο μισό αιώνα αλλά και σε ένα σύμβολο της αξιοθαύμαστης ικανότητάς της χώρας να αντέχει τους τρόμους πουτης επιφυλάσσει η μοίρα.
Το βιβλίο ξεκινά αμέσως μετά την απόφαση του Προέδρου Μπάιντεν να διακόψει τη στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ, και μετά γυρίζει πίσω στο 1969, την εποχή της ακμής της μοναρχίας του Ζαχίρ Σαχ, τελευταίου βασιλιά της χώρας (από το 1933 μέχρι την εκθρόνισή του το 1973), όταν η Καμπούλ έσφυζε από νυχτερινά κέντρα διασκέδασης και το ξενοδοχείο InterContinental φιλοξενούσε επίσημα δείπνα στην μοναδική πρωτεύουσα του Ψυχρού Πολέμου όπου οι δυτικοί και οι σοβιετικοί διπλωμάτες προσκαλούσαν τακτικά ο ένας τον άλλον στα πάρτι τους. Ακολουθούμε το ξενοδοχείο μέσα από δύο διαδοχικά πραξικοπήματα, τις δολοφονίες τριών προέδρων μέσα σε δύο χρόνια, τη σοβιετική εισβολή, την επιτυχημένη αντεπίθεση των μουτζαχεντίν και την άνοδο των Ταλιμπάν. Το φοβερό είναι ότι μέσα σε όλα αυτά, με κάποιον αξιοθαύμαστο τρόπο, το ξενοδοχείο καταφέρνει να παραμείνει ανοιχτό μέχρι σήμερα.
Με στοιχεία από The Guardian