Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ (1941-2020) υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους έλληνες τραγουδιστές – απ’ αυτούς που εμφανίστηκαν από το 1960 και μετά. Υπήρξε κορυφαίος σε αυτό που έκανε, με τα τραγούδια που είπε να βρίσκονται στα στόματα των ανθρώπων συνεχώς τα τελευταία 60 χρόνια. Βοήθησε και ο ελληνικός κινηματογράφος σ’ αυτό, αλλά τα τραγούδια που είπε ο Πουλόπουλος είναι σπουδαία από τη γέννα τους, γιατί φτιάχτηκαν από εξίσου κορυφαίους συνθέτες και στιχουργούς (Μίκης Θεοδωράκης, Μίμης Πλέσσας, Γιάννης Σπανός, Κώστας Καπνίσης, Μάνος Λοΐζος, Σταύρος Κουγιουμτζής, Γιάννης Γλέζος, Νίκος Μαμαγκάκης, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Άκος Δασκαλόπουλος και τόσοι άλλοι), ενώ ερμηνεύτηκαν από τη μοναδική φωνή του.
Μην πιστέψετε πως είμαι ένας τραγουδιστής που γράφει ποιήματα. Ούτε, πάλι, πως είμαι ένας ποιητής που τραγουδάει... Κάπου στη μέση, όμως, είναι η αλήθεια! Και το κρυφό πρόσωπο της αλήθειας δεν είν’ άλλο απ’ την ίδια την ποίηση. Δηλαδή την αγάπη. Δηλαδή τη ζωή!
Ο Πουλόπουλος, ως γνωστόν θα πω, δεν ασχολιόταν μόνο με την ερμηνεία του τραγουδιού. Έγραφε επίσης μουσικές και στίχους από νωρίς, είχε τυπώσει ποιητικά βιβλία, ενώ τον ενδιέφεραν ακόμη η ζωγραφική και η χαλκογραφία. Την εποχή της κυκλοφορίας του πρώτου βιβλίου του, που είχε τίτλο «Τετράδιο», ο Πουλόπουλος είχε δώσει μια συνέντευξη στο «Φαντάζιο» (Νοέμβριος 1971) στην Όλγα Μπακομάρου, στην οποία έλεγε μεταξύ άλλων:

«Είναι περισσότερο συλλογισμοί, παρά ποιήματα. Σκέψεις δικές μου, που ξεκινάνε από διάφορα συναισθήματα, από διάφορες καταστάσεις που έζησα, στιγμές που άφησαν ίχνη μεσ’ στην ψυχή μου. Και τα 29 ποιήματα του “Τετραδίου” είναι διαφορετικά το ένα από το άλλο. Το καθένα μιλάει για κάτι ξεχωριστό. Δεν σβήνω ποτέ, ούτε διορθώνω αυτό που έγραψα. Γιατί κάθε ποίημα το έχω σκεφτεί τόσο πολύ, που βγαίνει έτοιμο από μέσα μου. Τα κυκλοφόρησα σε βιβλίο, γιατί νόμισα ότι ήταν αρκετά ωραία, ώστε να τα διαβάσουν πέντε άνθρωποι, με τις ανησυχίες τις δικές μου, άνθρωποι που αισθάνονται όπως κι εγώ. Η ποίηση, άλλωστε, απευθύνεται σ’ ένα πολύ κλειστό κύκλο ανθρώπων. Οι κριτικές που πήρα για το “Τετράδιο” ήταν καλές. Γράφω συνέχεια... Έχω διαβάσει λίγη ποίηση, αν και μ’ αρέσει πολύ. Ο ποιητής που με συγκινεί περισσότερο είναι ο Λόρκα».
Βεβαίως στίχους του Λόρκα, μεταφερμένους στα ελληνικά από τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τραγουδούσε τότε ο Πουλόπουλος και στη δισκογραφία, καθώς όλοι θυμόμαστε το LP «12 Τραγούδια του F.G. Lorca» στη Lyra, από το 1969, με τις μουσικές του Γιάννη Γλέζου. Να τα δύο πρώτα ποιήματά του, από τα τέσσερα συνολικά που έχω επιλέξει γι’ αυτό το κείμενο...
Μέσα απ’ το παλιό μου σπίτι
(Μικρή δεκατρισύλλαβη αμαρτία)
Μέσα απ’ το παλιό μου σπίτι βγαίνει ένας καπνός
είναι σα φωνή που βγαίνει κι αναστεναγμός
είναι σύγνεφο και μπόρα και βαρύς καημός
μέσα απ’ το παλιό μου σπίτι βγαίνει ένας καπνός.
Μέσα στο παλιό μου σπίτι ήλιος δεν θα μπει
λιώσανε τα όνειρά μου σα νυχτιάς κερί
και στο παραθύρι η γλάστρα έχει μαραθεί
μέσα στο παλιό μου σπίτι ήλιος δεν θα μπει...
Μέσα στο παλιό μου σπίτι ξύπνησαν οι σκιές
σβύσαν όλες μου οι ελπίδες σβύσαν κι οι φωτιές
φύγαν οι παλιοί μας φίλοι κι ήρθε ο χαλασμός
μέσα απ’ το παλιό μου σπίτι βγαίνει ένας καπνός.
η αμαρτία δηλαδή είναι μια σωτηρία δίχως παντελόνι...
(Σημείωση: Οι δύο πρώτες στροφές μελοποιήθηκαν, με κάποιες μικροαλλαγές, ως ζεϊμπέκικο, από τον Δήμο Μούτση, για ένα μικρό δίσκο της Lyra το 1965 – με τη φωνή του Πουλόπουλου, φυσικά, στην πρώτη εκτέλεση. Αργότερα το τραγούδι το είπε και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης)

Οι φίλοι μου
Οι φίλοι μου είναι κάτι περίεργα πουλιά πολύχρωμα,
έχουν πέντε ονόματα το καθένα
ξενυχτάνε οι φίλοι μου και το πρωί
αυτοί χαμογελούν ήρεμα κι αποκοιμιούνται άγνωστοι, μόνοι,
οι φίλοι μου είναι δύσκολοι, αγαπάνε τις κορφές,
μιλάνε σε λίγους ανθρώπους,
πίνουν με σκοτεινά μάτια τον ήλιο,
οι φίλοι μου είναι σημαίες που δεν κατεβαίνουν ποτέ...
Η καρδιά τους είναι γεμάτη λάθη
και τα χέρια τους ολόκληροι κήποι,
γράφουν, συνθέτουν, παίζουν κιθάρα, χαϊδεύουν,
σφίγγουν το χέρι πολύ δυνατά,
οι φίλοι μου είναι κάτι περίεργοι άντρες.
όταν γλιστράει σα φίδι μεσ’ στη νύχτα,
βαθειές, σκοτεινές, ανερμήνευτες νύχτες είναι οι φίλοι μου.
Οι φίλοι μου κι εγώ το ένα μέρος της ψυχής μου.
Από το άλλο μέρος είμαι ένα τόπι.
Κυλάω δίχως όνομα από καρδιά σε καρδιά.
Όμως οι φίλοι μου είναι κάτι περίεργες ψυχές.
Δε θυμώνουν ποτέ, μα σαν σκοτεινιάσουν τα μάτια τους
τα σπίτια της γειτονιάς βάζουν τα κλάματα...
Μεγάλα, άσπρα, ηλιόφωτα σπίτια είναι οι φίλοι μου.

Το δεύτερο βιβλίο του Γιάννη Πουλόπουλου, που είχε τίτλο «Ταξίδι στο Κέντρο της Νύχτας» [Χρυσή Διαθήκη] θα κυκλοφορούσε το 1983. Κάποια δικά του λόγια από τον πρόλογο:
«Όταν πριν δέκα περίπου χρόνια κυκλοφόρησε η πρώτη μου ποιητική συλλογή, ποτέ δεν πίστεψα πως θα ξανάβγαζα στην επιφάνεια κι άλλα ποιήματα. Μα τα χρόνια που πέρασαν με μάθανε πως άμα ξεκόψει ο άνθρωπος απ’ την ποίηση λίγα πράγματα πια του μένουνε στη ζωή... Έτσι ξανατολμώ, αφού πρώτα τα πέρασα απ’ το κόσκινο ενός πολύ σκληρού κριτή, του Δημήτρη Ιατρόπουλου, που μπροστά στην ποίηση δεν λογαριάζει ούτε φίλους ούτε τίποτα. Μην πιστέψετε πως είμαι ένας τραγουδιστής που γράφει ποιήματα. Ούτε, πάλι, πως είμαι ένας ποιητής που τραγουδάει... Κάπου στη μέση, όμως, είναι η αλήθεια! Και το κρυφό πρόσωπο της αλήθειας δεν είν’ άλλο απ’ την ίδια την ποίηση. Δηλαδή την αγάπη. Δηλαδή τη ζωή!».
Και η γνώμη του ποιητή-στιχουργού Δημήτρη Ιατρόπουλου από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
«... Σαν διάβασα τα γραπτά που με πολλή σεμνότητα ο Γιάννης Πουλόπουλος αποκαλεί “τραγούδια”, ξαφνιάστηκα. Σε μια εποχή που, στη γενιά μας, συχνά πλαστογραφούνται οι πνευματικές εξουσίες, ο Πουλόπουλος εξερευνά με σεμνότητα και πείσμα ένα σκληρό και δύσβατο δρόμο. Γεμάτος ταμπεραμέντο και οξυδέρκεια, πλαστικός και ειλικρινής, εντυπωσιακός τεχνίτης (εδώ η έκπληξη!), μαρτυρά θητεία στο πράγμα το ποιητικό, και οργανωμένη ευαισθησία.(...)».
Ακόμη δύο ποιήματα του Γιάννη Πουλόπουλου, που δεν έχουν τίτλους και γι’ αυτό τα ξεχωρίζω ως 1 και 2...
1.
Η ψυχή κάθε ανθρώπου είναι μια και κουρασμένη, αν υπάρχει,
γιατί αν υπάρχει εγώ σου χαρίζω το ένα πράσινο μάτι μου,
γιατί μου είπες «ευχαριστώ».
Έτσι εγώ θα ’χω δίπλα μου όλα τα υπάρχοντα της γης
χωρίς να διαλέγω μόνο τα όμορφα.
Θέλω να ’χω έναν κόσμο περίεργο, πεισματάρη, αλλοπρόσαλλο,
μα κόσμο, ωραίο και νευρικό.
Όσο για το άλλο μου μάτι, άφησέ το για να βλέπω τα λάθη μου.
Αν το πάρεις σκοτώνεις δυο πουλιά:
Ένα της ημέρας κι ένα της νύχτας!
Εγώ μπορώ να σκοτωθώ μόνος μου
γιατί δεν πιστεύω ότι υπάρχει άνθρωπος να με θανατώσει,
εκτός από τον εαυτό μου.
Τώρα θες να σου πω πώς αισθάνομαι;
Σαν μια μαύρη κηλίδα στον άσπρο τοίχο,
σαν μια μικρή λίμνη στην μέση της Σαχάρας
και το νερό μου να ’ν αλμυρό.
Ή αν θέλεις, σαν κάποιο στάχυ που ξέχασαν να κόψουν
από κάποιον απέραντο κάμπο της Αμερικής.
2.
Γνωστοί μεταξύ τους απ’ την μυρωδιά τους.
Γνωστοί πάλι από τις ίδιες διαστάσεις των τάφων τους.
Από το ότι περπατούν με τα πόδια και τρώνε με τα χέρια.
Αναπνέουν τον ίδιο της γης αέρα
και έχουν κόκκινο υγρό σε όλο τους το σώμα.
Κατά τ’ άλλα άγνωστοι, είναι εχθροί μεταξύ τους.
Αυτοί που έχουν τόσα «κοινά σημεία»,
εκατομμύρια εκατοντάδες άνθρωποι φυτεμένοι επάνω στη γη
με μια διαφορετική ρίζα ο καθένας τους.
Μια ρίζα λαστιχένια, που κάθε μέρα σαπίζει όλο και πιο πολύ,
και πιο πολύ, και πιο πολύ, και πιο πολύ.
Φτωχά μου πουλιά κι αγαπημένα.
Ολοκληρώνουμε αυτή την ιδιαίτερη αναφορά στον Γιάννη Πουλόπουλο μ’ ένα τραγούδι. «Χαλάζι έφερε η ψιχάλα» είναι ο τίτλος του και προέρχεται από το LP «Πουλόπουλος 4» [Lyra, 1970]. Πρόκειται για ένα ακόμη κομψοτέχνημα των Μίμη Πλέσσα-Λευτέρη Παπαδόπουλου, με πλουμιστή ενορχήστρωση και ανεπανάληπτη ερμηνεία απ’ αυτόν τον αξέχαστο τραγουδιστή...
Χαλάζι έφερνε η ψιχάλα - Γιάννης Πουλόπουλος (1970)