ΟΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΙΣ ΠΟΥ ΓΙΝΟΝΤΑΙ, μέσα στα χρόνια, ανάμεσα στο αμερικάνικο blues και το ελληνικό ρεμπέτικο (με τις οποίες γενικώς δεν συμφωνώ, αλλά πλέον θεωρούνται κοινές) είναι παλιά ιστορία. Τις ξεκίνησαν άνθρωποι που ακούγανε blues και ροκ βασικά, και όχι ρεμπέτικα σε πρώτη φάση, και που διαπίστωναν κάποιου τύπου «επικοινωνία» ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο περιθωριακά, στον καλό καιρό τους, στυλ.
Ο Δημήτρης Πουλικάκος, ας πούμε, που έπαιζε blues στα νιάτα του και με τους M.G.C. και με τον Εξαδάκτυλο (και τώρα παίζει δηλαδή), είναι ο πρώτος (αποδεδειγμένο αυτό – μέχρι να βρεθεί κάποιος άλλος... πιο πρώτος), που είχε αποκαλέσει το ρεμπέτικο «ελληνικό μπλουζ» ήδη από το 1971. Και θα ’ταν πέντε χρόνια αργότερα, το 1976, όταν θα επιχειρούσε, έστω και μέσα από μια ημι-σατιρική φόρμα, να ενώσει blues και λαϊκο-ρεμπέτικες αναφορές στο γνωστό δικό του «Πες μου βρε τρελλή» (από το LP «Μεταφοραί Εκδρομαί “Ο Μήτσος”»).
Μεταθανάτιος δίσκος του Σιδηρόπουλου, περιλάμβανε δώδεκα δικά του ρεμπετόμορφα τραγούδια, που είχαν ηχογραφηθεί πρόχειρα από τον ίδιο (με φωνή και κιθάρα) στο διάστημα 1979-1983 – χοντρικά στην εποχή της λεγόμενης «ρεμπετοαναβίωσης».
Θέλω να πω πως αυτά όλα τα είχε κατά νου ο Παύλος Σιδηρόπουλος, βασικά μέσα από την παρέα της Lyra, στην αρχή του ’70. Ήξερε, εννοώ, τις απόψεις του Τάσου Φαληρέα για το «ελληνικό underground» (που δεν ήταν οι ρόκερ και οι ροκάδες, αλλά ο Τσιτσάνης, η Μπέλλου και ο Γιάννης Παπαϊωάννου), ήξερε και αυτά που έλεγε και έκανε Πουλικάκος – αν και η δική του προσέγγιση διέφερε από τη δική τους.

Αν ο Φαληρέας ήταν ο θεωρητικός της ευρύτερης παρέας, ο διανοούμενος να το πω έτσι, που προσέγγιζε το θέμα πιο πολύ με το μυαλό, προτείνοντας απάτητες διαδρομές, ο Πουλικάκος ήταν εκείνος που του έδινε τα εφαρμόσιμα λαϊκά (με την ευρεία έννοια) χαρακτηριστικά του. Λίγη πλάκα, λίγη λαϊκή θυμοσοφία, και πολλή εξωστρέφεια – καθότι δεν πρέπει με τίποτα να μας πάρει από κάτω. Αυτό ήταν (και παραμένει) το κυρίαρχο μότο στον Πουλικάκο, μέχρι τις μέρες μας. Αντιθέτως η προσέγγιση του Σιδηρόπουλου ήταν περισσότερο συναισθηματική. Βίωνε ένα είδος περιθωρίου ο άνθρωπος, και αυτό οπωσδήποτε τον επηρέαζε σε οτιδήποτε έκανε εκείνα τα χρόνια. Δεν ήταν η χαρά και το γλέντι εκείνα που προείχαν. Ήταν η απόγνωση, μία ηθελημένη απομόνωση και μαζί τους μια κάποια ανατροφοδοτούμενη μιζέρια. Όπως είχε πει και ο ίδιος σε μια συνέντευξή του στην Ιουλία Ραλλίδη, για το περιοδικό «Σχολιαστής» το 1987, ερωτώμενος αν υπάρχουν σχέσεις ανάμεσα στο blues και το ρεμπέτικο:
«Μουσικά, ναι (σ.σ. μουσικά με τίποτα). Γιατί υπάρχουν οι παλιοί μπλουζίστες, που ο τρόπος ζωής τους μοιάζει πολύ με αυτόν των ρεμπέτηδων, κάτω βέβαια από άλλες συνθήκες και από άλλες εκφραστικές εικόνες. Άλλες φωτογραφίες θα είχαμε με λιμάνια, λουλάδες κ.λπ., κι άλλες θα ήταν οι φωτογραφίες με μπλουζίστες στην Αμερική, με κουνιστές πολυθρόνες, φυτείες και τέτοια. Όμως το feeling είναι το ίδιο. Απ’ αυτή την άποψη μπορούμε να πούμε πως οι δυο κουλτούρες έχουν κάποια συγγένεια. Επίσης η blue, η μελαγχολική κλίμακα των μπλουζ μοιάζει με το παράπονο των ρεμπέτηδων και με ορισμένους δρόμους τους (σ.σ. Το feeling δεν είναι το ίδιο. Στους ρεμπέτες υπάρχει εξωστρέφεια και βεβαίως η ενδυνάμωση τού «είναι» μέσα από τη μαγκιά. Είναι περήφανοι γι’ αυτά που λένε και κάνουν. Δεν κρύβονται. Ούτε αυτοοικτίρονται, στο βαθμό τουλάχιστον που το κάνουν οι μαύροι καταπιεσμένοι μπλουζίστες). Αν αυτό το σκεφτεί κανείς και μουσικά, μπορεί να βγάλει ένα μείγμα –ας το πούμε έτσι– που θα ’ναι όμως δίκοπο μαχαίρι. Μπορεί να βγει κάτι ωραίο ή κάτι τελείως απαράδεκτο. Θα το καταλάβεις μόνο αν το κάνεις στην πράξη.(...)».
![«Τα Μπλουζ του Παύλου πειραγμένα / 6 Re-editing tracks από Τα Μπλουζ του Πρίγκηπα» [Ogdoo Music Group, 2025]](/sites/default/files/inline-images/a%20LIFO%20sidiropoulos%202.jpg)
Όπως είναι γνωστό στους φίλους του ελληνικού ροκ γενικότερα, μα και του Παύλου Σιδηρόπουλου ειδικότερα, το LP «Τα Μπλουζ του Πρίγκηπα» [Η Πόρτα που Ανοίγει / ΜΒΙ] κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1992. Μεταθανάτιος δίσκος του Σιδηρόπουλου, περιλάμβανε δώδεκα δικά του ρεμπετόμορφα τραγούδια, που είχαν ηχογραφηθεί πρόχειρα από τον ίδιο (με φωνή και κιθάρα) στο διάστημα 1979-1983 – χοντρικά στην εποχή της λεγόμενης «ρεμπετοαναβίωσης». Για τις ηχογραφήσεις εκείνες διαβάζουμε στο επίσημο σάιτ του:
«Η ενασχόληση του Παύλου με το αμιγώς ρεμπέτικο τραγούδι, με το ελληνικό blues, όπως το ονόμαζε ο ίδιος, πηγαίνει αρκετά χρόνια πίσω, για να διαπεράσει μέχρι το τέλος το σύνολο σχεδόν της καλλιτεχνικής δημιουργίας του. Τον Φεβρουάριο του 1979 ο Παύλος συμμετέχει φωνητικά στη μεγάλη συναυλία του Δημήτρη Πουλικάκου στο Σπόρτιγκ με το 13μελές συγκρότημα, θίασο κανονικό, Παραμύθι Χωρίς Όνομα. Ένα σχήμα, όπου συμμετείχαν πολλοί ετερόκλητοι μεταξύ τους καλλιτέχνες, σαν τον Μηνά Αλεξιάδη (πιάνο), τον Πάνο Κατσιμίχα (φυσαρμόνικα), τον Σταύρο Λογαρίδη (κιθάρα, φωνητικά), αλλά και την Ελευθερία Αρβανιτάκη (φωνητικά). Σημειωτέον ότι την Αρβανιτάκη την είχε γνωρίσει ο Πουλικάκος κατά τη συμμετοχή του στις παραστάσεις του Διονύση Σαββόπουλου στον Σκορπιό με τον τίτλο Γιγανταιώρημα. Λογικό, λοιπόν, να περίμενε κανείς ότι μέσω της Αρβανιτάκη θα ερχόταν ο Παύλος σε επαφή με την Οπισθοδρομική Κομπανία. Σύμφωνα, πάντως, με τη μαρτυρία του Άγγελου Σφακιανάκη, ιδρυτικού μέλους των Οπισθοδρομικών και σημερινού μουσικού παραγωγού, η πρώτη φορά που μοιράστηκαν το stage με τον Παύλο Σιδηρόπουλο ήταν στη συναυλία συμπαράστασης στον Γ. Σερίφη, πάλι στο Σπόρτιγκ, στις 9 Ιανουαρίου του 1978. Λίγα χρόνια μετά και συγκεκριμένα το 1982, όταν ο Παύλος είχε ήδη γράψει Τα Μπλουζ του Πρίγκηπα, και οι Οπισθοδρομικοί είχαν εκδώσει τον πρώτο, πολύ επιτυχημένο από καλλιτεχνικής και εμπορικής άποψης, δίσκο τους, εκείνος πήγε και βρήκε τον Γιάννη Εμμανουηλίδη και τον Άγγελο Σφακιανάκη, δίνοντας τους μία κασέτα με τα ρεμπετοειδή τραγούδια του. Η συνεργασία όμως του Παύλου Σιδηρόπουλου με την Οπισθοδρομική Κομπανία δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, κυρίως λόγω αντιρρήσεων και ενστάσεων της εταιρείας Lyra για το ενδεχόμενο αποτέλεσμα».
Παύλος Σιδηρόπουλος - Το Blues Του Εργατόπαιδου
Υπήρχε, λοιπόν, από παλιά η διάθεση να ηχογραφηθούν αυτά τα τραγούδια του Σιδηρόπουλου με την Οπισθοδρομική Κομπανία, ώστε να αποκτήσουν μια πιο συγκεκριμένη ροκ-ο-λαϊκή όψη, στο πνεύμα εκείνης της εποχής – και το γεγονός πως δεν κατέστη αυτό δυνατό μάς οδηγεί να σκεφτούμε ορισμένα πράγματα σε σχέση με το τελικό «όχι» της Lyra.
Η ηγεσία της Lyra (o Αλέξανδρος Πατσιφάς ή όποιος άλλος αντί για ’κείνον) πρέπει να «κόλλησε» στον περιθωριακό στίχο του Σιδηρόπουλου περισσότερο –έτσι εγώ φρονώ–, θεωρώντας πως τα τραγούδια δεν θα ανταποκρίνονταν σ’ εκείνο το εξωστρεφές και κάπως διονυσιακό κλίμα που είχαν επιφέρει, στο χώρο, οι σχετικές ηχογραφήσεις των Ξυδάκη-Ρασούλη (από το 1978-79), που ακούγονταν ευρέως το 1981-83, αλλά κυρίως του Χρήστου Νικολόπουλου («Οι Κυβερνήσεις Πέφτουνε Μα Αγάπη Μένει»), της Γλυκερίας («Σμυρνέικα», «Με τη Γλυκερία στην Όμορφη Νύχτα», «Από την Σμύρνη στον Πειραιά»), της Οπισθοδρομικής Κομπανίας («Στης Ξανθής, στο Αιγινήτειο...», «Μια Νύχτα με την...») και του Δημήτρη Κοντογιάννη («Μια Βραδιά στου Σαμπάνη»). Η Lyra, θέλω να πω, είχε φτιάξει ένα κλίμα με όλους αυτούς τους δίσκους, στο οποίο (κλίμα) δεν ταίριαζαν τα ρεμπετοειδή του Σιδηρόπουλου. Κακώς, βεβαίως, δεν βγήκαν τότε –για πολλούς λόγους το λέω αυτό–, αλλά σε κάθε περίπτωση έτσι έχει η ιστορία και τούτο δεν αλλάζει.
Σήμερα λοιπόν, σχεδόν 45 χρόνια αργότερα, έξι από ’κείνα τα τραγούδια του Σιδηρόπουλου, ερμηνευμένα με τη φωνή του, αναδημιουργούνται από τον Νίκο Γύρα, και τοποθετούνται στις δύο πλευρές ενός δεκάιντσου LP. Η λέξη «αναδημιουργία» σημαίνει πως έχει κρατηθεί η φωνή από τις παλαιές ηχογραφήσεις, για να προστεθούν, πάνω σ’ αυτή, νέα όργανα.

Συμβαίνουν αυτά στη δισκογραφία από χρόνια –και εδώ και στο εξωτερικό– το σημειώνω, σε σχέση με τις όποιες ενδεχόμενες απορίες ή και ενστάσεις. Το πιο βασικό, όμως, ζήτημα έχει να κάνει με το αν η νέα προσπάθεια έγινε με μελέτη και προσοχή, και αν αυτό που ακούς σε συνδέει με το χθες, δίχως να το ανατρέπει. Αν έχει κρατηθεί ένα κλίμα, δηλαδή, που να συνάδει... με τι; Με τα ρεμπετο-λαϊκά early 80s, σε συνδυασμό με την ιδιαιτερότητα των τραγουδιών του Σιδηρόπουλου, και με το αν οι νέες ενοργανώσεις διατηρούν μια σεμνότητα, δίχως να επιβάλλονται με το ζόρι στο νέο editing. Αυτά είναι τα κρίσιμα ζητήματα, για τα οποία θα πρέπει να αποφανθεί ο καθείς.
Εγώ ακούγοντας, λοιπόν, το 10ιντσο «Τα Μπλουζ του Παύλου πειραγμένα / 6 Re-editing tracks από Τα Μπλουζ του Πρίγκηπα» [Ogdoo Music Group, 2025] το βρίσκω οκέι. Ο Γύρας, που έπαιξε σχεδόν όλα τα όργανα μόνος του, δεν επιχείρησε να ανατρέψει κάτι (που δεν θα είχε νόημα αν συνέβαινε), αλλά να δώσει μία ας-την-πω πιο επαγγελματική εικόνα των συγκεκριμένων τραγουδιών. Κράτησε, φυσικά, τις ακουστικές κιθάρες, αλλά πρόσθεσε το ακορντεόν (Αλέξανδρος Καμπουράκης), μια ηλεκτρική, που κινείται σε χαμηλές bluesy γραμμές («Το blues του εργατόπαιδου»), λίγα λαϊκά έγχορδα και κάποια σεμνά κρουστά («Ζεϊμπέκικο blues», «Το blues του Ρουμπόλα», «Χαρμάνης και άφραγκος», «Το blues του Άι Ονούφρη», «Το blues του παλιοκάραβου»), αφήνοντας αλώβητες τις ερμηνείες του Σιδηρόπουλου και βεβαίως την αίσθηση, που αποπνέουν τα τραγούδια του.
Θεμιτή, λοιπόν, η προσπάθειά του, που έγινε σίγουρα με σεβασμό και προσοχή, δημιουργώντας ένα νέο λεπτό πλαίσιο για μερικά πολύ ενδιαφέροντα τραγούδια.
Παύλος Σιδηρόπουλος - Χαρμάνης Και Άφραγκος