Η ΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ αυτοπυρπόλησης της 67χρονης γυναίκας στο Ζαππείο το πρωί της περασμένης Τετάρτης την ώρα που οι εύζωνοι κάνουν την πρόβα αλλαγής φρουράς, δεν πέρασε ακριβώς στα ψιλά, σίγουρα όμως δεν έκανε την ‘viral’ υπέρβαση που θα την έφερνε στην πρώτη γραμμή της (τηλεοπτικής) επικαιρότητας.
Ίσως η δημόσια αυτοπυρπόληση – μια πράξη και μια μέθοδος αυτοκτονίας με έντονες ιστορικά συνδηλώσεις θυσίας και πολιτικής διαμαρτυρίας – θεωρείται πια κάπως «πασέ». Το τραγικό και συνταρακτικό συμβάν όμως απέκτησε νέες διαστάσεις – και νέο “traction” – δύο μέρες αργότερα όταν η γυναίκα υπέκυψε στα εγκαύματά της και συγχρόνως έγιναν γνωστά τα στοιχεία και η πρότερη επαγγελματική της ιδιότητα.
Η απόγνωσή της δεν ήταν αμιγώς «οικονομικής» φύσεως. Η γυναίκα είχε επιβιώσει του μακελειού αλλά στην πορεία είχε συλλέξει τόσα τραύματα που δεν της επέτρεπαν να συνεχίσει άλλο. Κι αυτό όμως μια εικασία είναι.
Υπήρξε δημοσιογράφος στην ΕΡΤ και την (μαρτυρική) Ελευθεροτυπία, και σύμφωνα με τις μαρτυρίες, πριν περιλούσει το σώμα της και του βάλει φωτιά, αναφώνησε ότι «δεν είχε να φάει». Η γυναίκα που έβαλε φωτιά στον εαυτό της στο κέντρο της Αθήνας μετατράπηκε σε σύμβολο. Της κρίσης και της φτωχοποίησης που δεν έληξε ποτέ. Της θλιβερής κατάληξης πολλών εργαζόμενων στον Τύπο όταν το τοπίο στον χώρο άλλαξε δραματικά. Της απόγνωσης που περιφέρεται υπογείως τριγύρω μας αλλά καμιά φορά σκάει με κρότο στην επιφάνεια και τρέχουμε να προστατευτούμε από τα θραύσματα.
Πολλοί έφτασαν στο σημείο να αρνούνται πιθανά ψυχογενή αίτια που θα μπορούσαν να την έχουν φτάσει σ’ αυτό το σημείο. Τελικά, φαίνεται ότι υπήρχαν και αυτά. Η απόγνωσή της δεν ήταν αμιγώς «οικονομικής» φύσεως. Η γυναίκα είχε επιβιώσει του μακελειού αλλά στην πορεία είχε συλλέξει τόσα τραύματα που δεν της επέτρεπαν να συνεχίσει άλλο. Κι αυτό όμως μια εικασία είναι.
Ο συμβολισμός της πράξης της όμως παραμένει ισχυρός. Ήθελε να την δούμε να καίγεται κι εμείς τώρα πρέπει να διαχειριστούμε αυτή την εικόνα κι αυτήν την ιδέα. Δεν έχει σημασία αν πρόκειται για συνειδητή δράση ή για απονενοημένο διάβημα. Δεν έχει σημασία αν είναι ήρωας, μάρτυρας ή «τρελή».
Ενάμιση και πλέον χρόνο μετά την τελετουργική αυτοπυρπόλησή του έξω από την πρεσβεία του Ισραήλ στην Ουάσιγκτον ως ύστατη διαμαρτυρία για την γενοκτονία στη Γάζα, η πράξη (η «χειρονομία») του 25χρονου Αμερικανού Άαρον Μπούσνελ, ο οποίος υπηρετούσε στην Πολεμική Αεροπορία της χώρας του, μοιάζει πολύ λιγότερο «τρελή» από τότε (Φεβρουάριος του 2024), δεδομένων των φρικιαστικών διαστάσεων που έχει λάβει η κατάσταση στην ισοπεδωμένη και παραδομένη στον λιμό Λωρίδα.
«Πρόκειται να επιδοθώ σε μια ακραία πράξη διαμαρτυρίας – αλλά σε σύγκριση με αυτό που βιώνουν οι άνθρωποι στην Παλαιστίνη, αυτό που θα κάνω δεν είναι καθόλου ακραίο», είχε πει πριν λούσει τον εαυτό του με πετρέλαιο, ανάψει τη σπίθα και τυλιχτεί στις φλόγες.