Η ΕΙΡΗΝΗ ΜΟΥΡΤΖΟΥΚΟΥ είναι μια εικοσιπεντάχρονη κοπέλα η οποία αρκετούς μήνες εμφανιζόταν με εντυπωσιακή συχνότητα στις τηλεοπτικές οθόνες, σε κατ’ ευφημισμόν δελτία ειδήσεων αλλά κυρίως σε εκπομπές που έχουν μεγάλη τηλεθέαση γιατί ασχολούνται με θέματα που οι παραγωγοί τους γνωρίζουν καλά ότι θέλουν να τα βλέπουν πολλές χιλιάδες άνθρωποι, και στην αγοραία δημοσιογραφική πιάτσα θεωρείται ότι πουλάνε – και πουλάνε καλά.
Υπάρχει μια πτυχή στην ιστορία αυτή που συνδέεται με την αντίληψη ότι η πληροφορία δεν είναι ένα εμπορεύσιμο είδος, και αυτοί που τη διαχειρίζονται και τη μεταφέρουν πρέπει να δείχνουν σεβασμό, αλλά στην εποχή μας θεωρείται παρωχημένη, τίποτα περισσότερο από μια λεπτομέρεια. Το έχουμε δυστυχώς αποδεχτεί αυτό, και το ερώτημα αν γι’ αυτή την αποδοχή το μεγάλο μερίδιο ευθύνης το φέρουν οι παραγωγοί ανάλογων εκπομπών ή οι χιλιάδες τηλεθεατές που τις βλέπουν με προσήλωση θα παραμείνει αναπάντητο. Μοιάζει με το ερώτημα με το αυγό και την κότα.
Δεν γνωρίζουμε ποια θα είναι η δικαστική της τύχη – θα φανεί στη συνέχεια. Αυτό που γνωρίζουμε με βεβαιότητα είναι πως μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας καθηλωνόταν υπερβολικά πολλές ώρες μπροστά σε μια οθόνη για να μαθαίνει πληροφορίες σχετικά με τα τέσσερα εγκλήματα με όρους ριάλιτι σόου.
Σημασία έχει το ότι πολλές χιλιάδες άνθρωποι, ενδεχομένως και εκατομμύρια, έβλεπαν για αρκετό καιρό στις οθόνες τους (όχι μόνο των τηλεοράσεων αλλά και των υπολογιστών ή των κινητών) να εξελίσσεται μια πολύ άγρια ιστορία. Η καλεσμένη στα κανάλια κοπέλα μίλαγε για τον θάνατο τεσσάρων μωρών (!) μεταξύ των οποίων και δύο δικών της.
Και το έκανε με περισσή άνεση, έμοιαζε να συμμετέχει με ικανοποίηση στις σε εκπομπές «κοινωνικού σχολιασμού», όπως τις αποκαλούν αυτοί που τις κάνουν, και να αναφέρεται σε ό,τι συνέβαινε σαν να παρατηρούσε μια εξαιρετικά τραγική ιστορία. Κάποιοι έγραψαν ότι οι παραγωγοί των εκπομπών αυτών έδειχναν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να έχουν καλεσμένη την κοπέλα στο καθημερινό τους θέαμα και ότι της έδιναν τα χρήματα που ζητούσε για κάθε εμφάνιση, αλλά αυτό δεν θα αποδειχθεί ποτέ.
Σίγουρα οι συγκεκριμένες εκπομπές ήθελαν να την έχουν καλεσμένη. Πούλαγε. Και κάθε φορά την άφηναν να μιλάει, να απειλεί, να βρίζει, να οργίζεται, να είναι λυπημένη, να ξεσπά με θυμό εναντίον κάποιων υπεύθυνων. Όλα αυτά συνέβαιναν μία ολόκληρη τηλεοπτική σεζόν μέχρι που η κοπέλα, σύμφωνα με την αστυνομία, ομολόγησε τη διάπραξη τεσσάρων εγκλημάτων και προφυλακίστηκε. Αλλά ακόμα και τότε τα κανάλια εξακολούθησαν να ασχολούνται με την υπόθεση, παραθέτοντας αρκετές για να ικανοποιήσουν τους λαίμαργους για τέτοια θέματα τηλεθεατές. Πώς περνάει τις ώρες στη φυλακή, τι τρώει και άλλες τέτοιες λεπτομέρειες που απλώς συντηρούν το σόου.
Δεν γνωρίζουμε ποια θα είναι η δικαστική της τύχη – θα φανεί στη συνέχεια. Αυτό που γνωρίζουμε με βεβαιότητα είναι πως μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας καθηλωνόταν υπερβολικά πολλές ώρες μπροστά σε μια οθόνη για να μαθαίνει πληροφορίες σχετικά με τα τέσσερα εγκλήματα με όρους ριάλιτι σόου.
Τα εγκλήματα εργαλειοποιήθηκαν, η πρωταγωνίστρια συμμετείχε στις εκπομπές με δήθεν αποκαλύψεις, εικασίες μεταδίδονταν στα τηλεοπτικά παράθυρα σαν γεγονότα, ειδικοί και «ειδικοί» έλεγαν την άποψή τους χωρίς να έχουν γνώση αλλά με βάση ανεπιβεβαίωτες φήμες, ιατροδικαστές εξέθεταν τον εαυτό τους, κάθε είδους επαγγελματίες πανελίστες παρέθεταν τις υποθέσεις τους, τις οποίες παρουσίαζαν με βεβαιότητα, και τελικά προέκυψε ένα κράμα φόβου, συγκίνησης και οργής· η ίδια απέκτησε φίλους και εχθρούς με όρους συναισθηματικής προσέγγισης και με βάση όσα φημολογούνταν.
Τα εγκλήματα μετατράπηκαν σε θέαμα με ποπκόρν και πολλές χιλιάδες αποδέκτες, αλλά όλο αυτό δεν ήταν καθόλου αστείο.
Η διαχείριση της ιστορίας του θανάτου τεσσάρων μωρών έδειξε ότι συνεχίζεται η παράδοση που θέλει τα εγκλήματα να μετατρέπονται σε τηλεοπτικά αφηγήματα και δημοσιογράφους ή άλλους «ειδικούς» να παίζουν τον ρόλο εισαγγελέα, κατηγόρου, συνηγόρου υπεράσπισης, να στήνουν τηλεοπτικές δίκες και να σπέρνουν τον τρόμο, προωθώντας μια ιδιότυπη συναισθηματική χειραγώγηση όπου η φρίκη κυριαρχεί, γιατί μεγεθύνεται χωρίς βάσιμα στοιχεία. Το μακρινό 1968 ο Αμερικανός καθηγητής Τζορτζ Γκέρμπνερ επινόησε μια φράση που βασιζόταν στη μακροχρόνια έρευνά του σχετικά με τις επιπτώσεις της υπερκατανάλωσης τηλεοπτικών εκπομπών τέτοιου τύπου, που ασχολούνται με εγκλήματα: «Σύνδρομο του κακού κόσμου» («Mean World Syndrome»).
Σύμφωνα με την έρευνα, οι άνθρωποι που παρακολουθούν πάρα πολλές ώρες τηλεόραση είναι πολύ πιθανό να αντιλαμβάνονται τον κόσμο ως επικίνδυνο και τρομακτικό. Όσο περισσότερο χρόνο περνούν μπροστά στην οθόνη τους βλέποντας τέτοια θεάματα, τόσο πιθανότερο είναι να θεωρήσουν όσα βλέπουν αντανακλάσεις της πραγματικής ζωής. Όσοι παρακολούθησαν για πολλούς μήνες την ιστορία με το έγκλημα που αφορά τα τέσσερα μωρά σίγουρα θα βλέπουν τον πραγματικό κόσμο διαφορετικά…