Η Νανά Τράντου με περιμένει στο Memory Corner, ένα μαγαζί με vintage ρούχα που θυμίζει μπουτίκ στο Λονδίνο το 1970. Μπαίνοντας, όλα γύρω σου θυμίζουν μουσική: αφίσες και χρυσοί δίσκοι συγκροτημάτων και καλλιτεχνών με τους οποίους έχει συνεργαστεί για περισσότερες από τρεις δεκαετίες. Η πάντα ανήσυχη Νανά, που τη θυμάμαι από τα φοιτητικά μας χρόνια και το θεατρικό του πανεπιστημίου, δεν έχει αλλάξει καθόλου∙ πάντα δυναμική και αεικίνητη, με δυσκολία κάθεται στην καρέκλα της. Το πρώτο που τη ρωτάω είναι αν περίμενε αυτή την ανταπόκριση από το κοινό για τους Metallica, που θα έρθουν τον Μάιο του 2026 και είναι sold out, έχουν πουλήσει 76.000 εισιτήρια.
«Το περίμενα, γιατί με τους Metallica έχω δουλέψει άλλες τρεις φορές και τους γνωρίζω καλά. Εκτός από το ότι είναι πολύ καλοί μουσικοί, εξελίσσονται διαρκώς, δουλεύουν πολύ σκληρά, εδώ και πολλά χρόνια είναι sober, είναι fit − αυτό μετράει στο να είσαι δημιουργικός. Επίσης έμειναν μαζί και πιστεύω ότι και πολλά άλλα συγκροτήματα αν δεν είχαν διασπαστεί ή διαλυθεί, θα ήταν στην κορυφή. Αποφάσισαν να ξεκινήσουν από την Ελλάδα την ευρωπαϊκή τους περιοδεία και αυτό έχει για μένα μεγάλη σημασία. Θα σου πω μια ιστορία: όταν τους είχαμε φέρει το 1999 στη Ριζούπολη, ένα δύσκολο γήπεδο με μηδέν υποδομές, ήμουνα για μέρες εντελώς άυπνη, ήταν από τις πρώτες συναυλίες και προσπαθούσα να τα κάνω όλα. Επικρατούσε χάος, ήρθε ο production manager, ο προπομπός των επόμενων συναυλιών, και είπε “τι είναι εδώ; Εδώ θα γίνει συναυλία;” − δεν χωρούσαν ούτε τα φορτηγά να περάσουν, αυτό μου δημιούργησε τρομερό άγχος, είχα εξοντωθεί. Έγινε η συναυλία, όλα πήγαν καλά και ήρθαν οι άνθρωποι των Metallica και μου είπαν: “Είσαι πολύ καλή, αν συνεχίσεις όμως έτσι, δεν θα κάνεις τίποτα, πρέπει να αποκτήσεις ομάδα”. Αυτούς άκουσα και έτσι πέρασα στο επόμενο επίπεδο, μου έδωσαν δύναμη να εξελιχθώ, γι’ αυτό και υπάρχει από τότε αυτή η σχέση και είμαστε πολύ φίλοι».
Εγώ νιώθω πολύ τυχερή που είδα τον David Bowie ή που έφερα τον Lou Reed στον Λυκαβηττό. Μου αρέσει να φέρνω κάποιους που είναι icons, όπως οι Jethro Tull, που τους ξαναφέρνουμε συχνά μέσα στα χρόνια.
― Έχεις μια εταιρεία, τη High Priority Promotions, κάνεις φέτος 10-12 συναυλίες, είσαι η μόνη γυναίκα που κάνει αυτήν τη δουλειά στην Ελλάδα και μία από τις λίγες που την κάνουν και στην Ευρώπη. Τι σημαίνει λοιπόν αυτό σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο;
Να ξεκαθαρίσουμε αρχικά ότι δεν αρκεί να έχεις χρήματα για να κάνεις μια μεγάλη συναυλία, είναι μια δουλειά στην οποία πρέπει να είσαι δοσμένος ολόψυχα, να την κατανοήσεις, να ξέρεις να τη δουλέψεις, να είσαι εντελώς αφοσιωμένος. Ο χώρος είναι εντελώς ανδροκρατούμενος γιατί πολλές γυναίκες επιλέγουν να μην κάνουν μια δουλειά που δεν έχει Σαββατοκύριακα, δεν έχει ωράριο, ώρες∙ μιλάς με χώρες που είναι στην άλλη άκρη της γης, δεν υπάρχει μέρα και νύχτα. Οι γυναίκες και για άλλους λόγους ήταν ο πιο αδύναμος κρίκος σε αυτές τις δουλειές, δεν τις προτιμούσαν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μια γυναίκα δεν μπορεί να κάνει αυτήν τη δουλειά, γιατί εγώ και οικογένεια έκανα και παιδί. Όταν μπήκα πιο μέσα, κατάλαβα ότι πρέπει να είμαι μόνο εκεί, αποκλειστικά, να αφοσιωθώ, όλα τα άλλα όνειρα και επιθυμίες εξαφανίστηκαν. Ωστόσο και σήμερα αν με ρωτήσεις, το μεγαλύτερό μου επίτευγμα είναι το παιδί μου. Κατάλαβα και κάτι άλλο, ότι έπρεπε να μάθω να σκέφτομαι και να επικοινωνώ σαν άντρας ή, για να το διατυπώσω καλύτερα, όπως οι άντρες. Μπορεί να ακούγεται περίεργο, αλλά εμένα αυτό δεν με θύμωνε, με πείσμωνε. Εννοείται ότι με υποτιμούσαν, ειδικά εκείνα τα χρόνια, το ήξερα και το έβλεπα, ήταν προφανές. Εγώ, από την άλλη, το θηλυκό μου στοιχείο το μάζευα γιατί ήθελα να γίνω δυνατή και να μη με βλέπουν σαν την ξανθιά που ήρθε από την Ελλάδα − μιλώ για τους ξένους αρχικά, για τους Έλληνες στη συνέχεια. Ήμουν πολύ σκληρή, πρώτα με τον εαυτό μου∙ αν δεν ήταν έτσι, δεν θα είχα επιβιώσει σε αυτήν τη δουλειά.

― Πάμε πίσω, πώς ξεκίνησες να κάνεις αυτήν τη δουλειά;
Όταν ξεκίνησα, επισήμως δεν υπήρχε ως δουλειά. Ακόμα και σήμερα είμαστε η μοναδική χώρα στην Ευρώπη όπου ένας ή μια promoter συναυλιών δεν υπάρχει ως επάγγελμα. Εγώ ήμουνα ένα παιδί από την επαρχία, στην Αγριά μεγάλωσα. Είχα μανία με τα ρούχα και το design, είχα τις κούκλες με τα χάρτινα ρούχα και δεν μου άρεσαν και έφτιαχνα δικά μου, άκουγα από παιδί ευλαβικά ροκ μουσική, στο ραδιόφωνο τότε, αλλά φυσικά δεν γινόταν να ασχοληθώ με τη μόδα, έπρεπε να κάνω κάτι πιο «σοβαρό». Μπήκα στο Οικονομικό της Νομικής και ήρθα στην Αθήνα εκείνη την εποχή, το ’80, που ήμασταν και λίγο hippies και λίγο ταγάρια. Mπήκα στο θεατρικό της Nομικής και ήταν τέλεια, πήγα και στη σχολή Θεοδοσιάδη και σκεφτόμουν «τι θα γίνω;». Ήθελα να γίνω ηθοποιός, δεν ήμουν όμως σίγουρη, δεν είχα βρει τον δρόμο μου. Αλλά αυτό που θυμάμαι από εκείνη την εποχή είναι ότι διαβάζαμε πολύ και συζητούσαμε πολύ, ψάχνοντας να βρούμε την ταυτότητά μας. Η μουσική υπήρχε στη ζωή μου, αλλά δεν είχα σκεφτεί ότι θα κάνω κάτι σχετικό επαγγελματικά. Γνωρίστηκα με τον Νίκο Λώρη, που έκανε τότε μικρές παραγωγές, έβγαζε βινύλια και ελληνικά γκρουπάκια και έκανε συναυλίες, άρχισα να τον βοηθάω στην DDmusic και σιγά σιγά μπήκα σε αυτό που λέμε δουλειά και άρχισα να μαθαίνω. Για να καταλάβει κάποιος την εποχή, δεν είχαμε όχι κινητά, ούτε φαξ, έστελνα τέλεξ. Ήξερα καλά αγγλικά, έκανα την επικοινωνία και άρχισα να μαθαίνω τη μουσική και να την ψάχνω στο επαγγελματικό της κομμάτι.
― Και εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’80, αρχές ’90, άρχισε να μεγαλώνει πολύ η DD.
Αρχίσαμε να κάνουμε συναυλίες στο Ρόδον. Για μένα ήταν μια εποχή σημαδιακή, τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Ο Νίκος Σαχπασίδης με τη Half Note ήταν για μένα ο μέντορας, αυτός που έφερνε τα μεγάλα ονόματα. Πήγαινα στις συναυλίες που έκανε, του David Bowie, του James Brown, και τρελαινόμουν με αυτά που έβλεπα, έλεγα «έτσι είναι η δουλειά, αυτό είναι το επίπεδο». Παρακολουθούσα τη δουλειά του από πολύ κοντά και έτσι έμαθα να είμαι τελειομανής, να κυνηγάω την τελευταία λεπτομέρεια και να διαβάζω ώρες ατέλειωτες∙ ήμουνα αγκαλιά με τα μουσικά περιοδικά, τον «Ήχο» και το «Ποπ και Ροκ», και άκουγα ευλαβικά Γιάννη Πετρίδη.
―Το συναυλιακό τοπίο της εποχής πώς ήταν;
Ήταν πιο εναλλακτικό, ήταν ο Moby μικρός, ο Nick Cave που είχε έρθει εκατό φορές στο Ρόδον, οι Muse που έπαιξαν στο Ρόδον πρώτη φορά, οι Τρύπες, οι Siouxsie and the Banshees∙ αυτοί μάζευαν 1.500 άτομα, μετά υπήρχε ο Λυκαβηττός και ελάχιστες ήταν οι μεγαλύτερες συναυλίες. Μεγάλες συναυλίες από εμάς άρχισαν να γίνονται από το 2008, με τη Madonna. Ο Σαχπασίδης, που πέθανε πολύ νωρίς, 45 χρονών, το 1997, είχε κάνει κάποιες μεγάλες σε γήπεδα. Τότε είχα όνειρο να υπάρχει ένα φεστιβάλ. Ξεκινήσαμε με τον Φώτη Μπόμπολα το Rock of Gods που έγινε μια φορά στη Δραπετσώνα, έπαιξε ο Iggy Pop, και μετά κάναμε το Rockwave, που τώρα το κάνει ο Λώρης.



― Η πρώτη μεγάλη συναυλία λοιπόν ήταν της Madonna. Τι θυμάσαι;
Αν μου ζητούσες να πω μία λέξη, θα έλεγα «δύσκολο». Απίστευτα δύσκολο. Ήταν μια άλλη πίστα. Κατάλαβα ότι εκεί παίζουν άλλα πράγματα, μέχρι τότε είχα σχέσεις με τον καλλιτέχνη, ήμασταν κάπως κοντά, πιο οικογενειακά από το massive, που σημαίνει χρήματα, μάνατζερ. Στη συναυλία της Madonna μπήκα σε μια άλλη λογική. Θυμάμαι πόσο σκληρά μου απευθύνθηκε η promo manager όταν έκανα ένα λάθος∙ δεν είχα εμπειρία από το πώς λειτουργούσαν. Έπαθα σοκ αλλά συνειδητοποίησα πόσο πρέπει να προσέχεις, ήταν ένα μάθημα για να γίνω καλύτερη – κάποτε, όταν ξαναδουλέψαμε μαζί, την ευχαρίστησα. Πρέπει να αναγνωρίζεις το λάθος και να το διορθώνεις, αυτό είναι το μυστικό της δουλειάς.
― Ποιοι είναι οι πιο δύσκολοι σε αυτήν τη δουλειά;
Οι μάνατζερ και όχι οι καλλιτέχνες, όπως πιστεύουν πολλοί. Είναι η δουλειά τους και διαχειρίζονται πολύ μεγάλα κεφάλαια που δεν είναι δικά τους. Μαθαίνεις ότι δεν πρέπει να παίρνεις τίποτα προσωπικά, είναι δουλειά. Να το πω κυνικά, ο καλλιτέχνης είναι ένα κομμάτι της δουλειάς και εσύ υπηρετείς αυτό που θέλει να δώσει. Δεν σε ενδιαφέρει να βγεις με τον καλλιτέχνη για φαγητό τελικά, να τον γνωρίσεις πιο καλά, αυτά είναι πολυτέλειες. Μπορεί και να μην τον συναντήσεις ποτέ, δεν έχει σημασία καν. Εμένα αυτό που με ενδιέφερε είναι να θυμούνται τη συναυλία τους στην Ελλάδα.
― Έχεις γνωρίσει πολύ κόσμο. Ποιος σου έχει κάνει μεγαλύτερη εντύπωση και γιατί;
Με τους REM είχαμε κάνει μια συναυλία στον Άγιο Κοσμά, από τις πρώτες μας κάπως μεγάλες, και μου ζήτησαν το 2008 να είμαι ο εκπρόσωπος της μπάντας στην εκδήλωση που θα έκαναν για το άνοιγμα του MTV στην Ελλάδα, στο Καλλιμάρμαρο. Ήταν μεγάλη τιμή για μένα να τους εκπροσωπώ και να δουλεύω από τη δική τους πλευρά, αυτή η εμπιστοσύνη μου έδωσε φτερά. Θα ήθελα να έχω γνωρίσει τον Leonard Cohen, τον πολύ δυσπρόσιτο Bob Dylan. Αυτή που με ενέπνευσε και ως γυναίκα είναι η Kim Gordon∙ ήταν η πρώτη συναυλία που κάναμε στο Ρόδον. Ο Thom Yorke, ο Moby είναι προσωπικότητες πολύ ιδιαίτερες, είσαι τυχερός αν δουλεύεις μαζί τους


― Η πιο δύσκολη συνθήκη που έχεις αντιμετωπίσει;
Όταν ακύρωσαν οι Depeche Mode. Ο Dave Gahan ήταν όντως άρρωστος με φοβερούς πόνους, τον πήγαμε στο Metropolitan και μετά έφυγε με ιδιωτικό αεροπλάνο. Ήταν μια πολύ δύσκολη στιγμή να πεις, ενώ έχει παίξει το support, ότι δεν θα γίνει μια συναυλία που ήταν sold out και να φύγει 40.000 κόσμος από τη Μαλακάσα. Δύσκολο ήταν και το «The Wall» που θα το φιλμογραφούσαν. Επί τρεις μέρες δεν έπρεπε να περάσει κανένα κινητό. Είναι σχεδόν ακατόρθωτο. Και όμως συνέβη, ο Έλληνας είναι φιλότιμος, το κοινό ήταν άψογο. Συζητήθηκε αυτό και στο εξωτερικό. Το ίδιο συνέβη και με τους Foo Fighters στο Ηρώδειο, όπου φιλμάραμε. Ήταν μια πρόκληση, ροκ συναυλία με όρθιους, σκέφτηκα ότι μπορεί να είναι το Βατερλό σου αν αποτύχεις, αλλά πίστευα πολύ στον σεβασμό που έχει το κοινό και στο μνημείο. Έγινε μια μεγάλη προεργασία, το Ηρώδειο έλαμψε σε όλο τον κόσμο ως venue για μεγάλους καλλιτέχνες. Αυτοί πιστεύω πως πρέπει να πηγαίνουν εκεί. Όταν κάνεις συναυλίες, πρέπει να είσαι «παντός καιρού». Στις φωτιές δεν έπαιξαν οι Smashing Pumpkins∙ έβρεχε ακατάπαυστα, είχε πλημμυρίσει με τους Imagine Dragons, αλλά ούτε το κοινό έφευγε ούτε εκείνοι και τελικά σταμάτησε η βροχή και έπαιξαν.
― Και τα ευχάριστα για έναν promoter; Να βγάλεις τα χρήματα της συναυλίας;
Αρχικά ναι, γιατί αν δεν επιβιώσεις οικονομικά, δεν θα μπορέσεις να συνεχίσεις. Ας πούμε, μια ευχάριστη έκπληξη ήταν οι Coldplay: ήξερα ότι θα κάνουν ένα sold out, αλλά δύο στο Ολυμπιακό Στάδιο δεν το περίμενα. Επίσης μια μεγάλη εμπειρία ήταν οι U2 το 2010. Εκεί γνώρισα και τον σύντροφό μου, Jake Berry, τον production director των U2 και πολλών άλλων.

― Θα μου πεις ποιο είναι το πιο σημαντικό σε ένα γραφείο σαν το δικό σας;
Όταν με τον Κώστα Θελούρα κάναμε τη High Priority, είχα την εμπειρία και θελήσαμε να φτιάξουμε μια ομάδα. Πιστεύω ότι υπάρχει χώρος για όλους. Ο χυδαίος ανταγωνισμός δεν με ενδιέφερε ποτέ, να δώσω υπέρογκα ποσά που δεν αναλογούν σε έναν καλλιτέχνη∙ αυτό το μοντέλο του ανταγωνισμού έχει ξεπεραστεί και σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο καθένας δουλεύει με τον τρόπο που επιλέγει. Και έχουμε και καλούς promoters. Αυτό που χρειάζεται είναι να μάθουμε να κάνουμε συνέργειες, όπως σε όλο τον κόσμο.
― Πόσο έχουν αλλάξει οι συναυλίες, οι καλλιτέχνες και το κοινό μέσα στα χρόνια;
Από τις δεκαετίες του ’80, του ’90 και του 2000 όλα είναι πολύ διαφορετικά. Τότε υπήρχαν πολύ περισσότερα μεσαία συγκροτήματα on tour, «χτιζόντουσαν» οι καλλιτέχνες και έφταναν εδώ ξανά και ξανά. Εγώ ένιωθα ότι πορευόμουν με έναν καλλιτέχνη, μεγάλωνα όπως και εκείνος. Όταν έπαιξε πρώτη φορά ο Moby, δεν τον ήξερε κανένας. Υπήρχε ένας ολόκληρος κόσμος γύρω από τις συναυλίες, έβγαιναν δίσκοι, υπήρχαν δισκογραφικές, το promo γινόταν μέσα από τα ραδιόφωνα∙ τώρα υπάρχουν playlists και διαφημίσεις και σπόνσορες. Ας πούμε, παίρναμε και ρίσκο. Είχα δει στο Round House στο Λονδίνο τους Placebo να ανοίγουν συναυλία και είπα θα τους φέρω, θα το τολμήσω, ή στο Γκρόνινγκεν, στην Ολλανδία, στο φεστιβάλ που γίνεται για τους newcomers, είδα ένα συγκρότημα που τα έσπαγε πάνω στη σκηνή, ήταν φανταστικοί. Ήταν οι Franz Ferdinand, που έρχονται και φέτος. Υπήρχαν περιοδικά, μουσικοί δημοσιογράφοι, μια κοινότητα που βοηθούσε ο ένας τον άλλο. Τώρα είναι χτισμένο απέξω, υπάρχει κάτι και έρχεται «φορετό». Το κοινό έχει επίσης αλλάξει, ο τρόπος που ακούει μουσική, δεν έχει υπομονή, ο τρόπος που γίνονται όλα είναι γρήγορος.






― Αυτό το καλοκαίρι γίνονται τόσο πολλές συναυλίες και οι περισσότερες πάνε πολύ καλά.
Αυτό ήταν ένα θέμα που συζητήθηκε πολύ στην πανδημία, ο φόβος ότι θα πεθάνουν οι συναυλίες. Οι συναυλίες δεν θα πεθάνουν ποτέ γιατί είναι μια εμπειρία. Οι Coldplay ήταν μια εμπειρία που έζησες για να τη θυμάσαι∙ όλοι θα θυμούνται με ποιον πήγαν, πού πήγαν, τι άκουσαν. Απλώς, και στην Ελλάδα θα δεις αυτούς που είναι στην πρώτη σειρά και στο εξωτερικό. Έχουμε και την ολική επαναφορά μεγάλων σε ηλικία καλλιτεχνών και συγκροτημάτων. Ο Tom Jones είναι sold out, έρχεται η Diana Ross, ο Rod Stewart τον Δεκέμβριο. Παντού, και έξω, υπάρχει η αντίληψη που λέει «κάποια στιγμή θα φύγουν από τη ζωή αυτοί οι καλλιτέχνες, ας τους δούμε». Εγώ νιώθω πολύ τυχερή που είδα τον David Bowie ή που έφερα τον Lou Reed στον Λυκαβηττό. Μου αρέσει να φέρνω κάποιους που είναι icons, όπως οι Jethro Tull, που τους ξαναφέρνουμε συχνά μέσα στα χρόνια.
― Πάμε σε ένα άλλο κομμάτι, στα vintage ρούχα. Πώς έκανες αυτό το μαγαζί; Σου περίσσευε χρόνος;
Το αντίθετο, αλλά, όπως σου είπα, πάντα μου άρεσε η μόδα και μάζευα ρούχα χωρίς να ξέρω γιατί. Τα κρατούσα, τα ταξινομούσα, γέμισα ένα διαμέρισμα και δεν ήξερα τι να τα κάνω, τα πήρα, τα ξεκαθάρισα, έδωσα πάρα πολλά. Στην πανδημία αρρώστησα με Covid πολύ νωρίς και πολύ βαριά. Σκεφτόμουν ότι θα πεθάνω και περιέργως δεν σκεφτόμουν τις συναυλίες, σκεφτόμουν «αυτά τα ρούχα τι θα γίνουν;» και ότι δεν πρόλαβα να κάνω ένα μαγαζί με vintage ρούχα. Στην Αμερική, όπου πηγαινοέρχομαι τα τελευταία δέκα χρόνια, είδα ότι αυτά τα μαγαζιά είναι trend, όχι με ρούχα του κιλού, αλλά ως μέρη με ατμόσφαιρα, με ρούχα επιλεγμένα, ιδιαίτερα, σε άριστη κατάσταση. Από την άλλη, ο κόσμος άρχισε να καταλαβαίνει ότι δεν πετάμε, τα ρούχα έχουν δεύτερη ζωή. Και έτσι άδειασα την αποθήκη στο ισόγειο του σπιτιού μου, τα σχεδίασα όλα –τα έπιπλα και τα πάντα είναι κατά παραγγελία− και έφτιαξα το μαγαζί. Είναι η τρέλα μου και εδώ μπορεί να βρει κανείς τα πάντα από τα ’60s μέχρι σήμερα, βραδινά ρούχα, ρούχα με προσωπικότητα, να πάρει ρούχα, αξεσουάρ και κοσμήματα και για δώρο, να βρει καλά υφάσματα. Σε δεύτερη φάση θα βάλω και μερικά αναμνηστικά από συγκροτήματα, μπλούζες, φούτερ. Η δική μου τρέλα είναι να μπαίνει κάποιος, να μου λέει τι φαντάζεται να φορέσει και να το βρίσκουμε μαζί. Είναι ένα καταφύγιο, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να μην ακούς μουσική, έτσι θέλω να θυμάται κάποιος τις αγορές του.