Η Ευγενία γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ρέθυμνο, όμως στην Αθήνα είχε φτιάξει μια ζωή όπως ακριβώς την ήθελε. Αντίθετα, ο σύζυγός της, αν και γεννημένος και μεγαλωμένος στην πρωτεύουσα, πάντα έλεγε πως θα ήθελε να ζήσει στην επαρχία. Κατά τη διάρκεια της καραντίνας, σε ένα σπίτι με τηλεργασία, ένα τρίχρονο και ένα νεογέννητο, η οικογένεια πιέστηκε. Αντίθετα, όταν επισκέπτονταν το εξοχικό τους στην Μουρτερή Ευβοίας, παρατηρούσαν την ξεκάθαρη, θετική επιρροή της φύσης πάνω τους και κυρίως στα παιδιά, και έμπαιναν σε σκέψεις.
Εν τέλει νοίκιασαν, στην αρχή δοκιμαστικά, ένα σπίτι στην κοντινή Οκτωνιά, ένα χωριουδάκι που ερωτεύτηκαν με την πρώτη επίσκεψη. Η δοκιμαστική περίοδος πήγε πολύ καλά, οπότε μετακόμισαν μόνιμα έπειτα από έναν χρόνο. Μας περιγράφει μια ζωή όχι ρόδινη, όμως, όπως μας λέει: «Μπορεί να μην είναι ρόδινα τα πράγματα στην επαρχία, αλλά και πού είναι; Νομίζω ότι όλα είναι δύσκολα, απλώς χρειάζεται να διαλέγεις κάθε φορά το “δύσκολό σου”». Η ίδια μάς μίλησε για την απόφαση να εγκατασταθούν οικογενειακώς στην Οκτωνιά αλλά και για το πώς έχει διαμορφωθεί η ζωή τους σήμερα.
«Όταν κοιτάμε πίσω, νομίζω δικαιωνόμαστε για την επιλογή μας».
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Ρέθυμνο, σε ένα μαγευτικό παραθαλάσσιο μέρος στη νότια πλευρά του νησιού, μια εποχή που τα πράγματα ήταν ακόμα πολύ αγνά. Κατεβαίναμε με τα πόδια στη θάλασσα, πολλές φορές χωρίς συνοδεία ενηλίκων, τα απογεύματα τα περνούσαμε στην πλατεία παίζοντας κρυφτό και γυρνούσαμε σπίτι μόνο όταν νύχτωνε. Μεγάλωσα σε μια πολύτεκνη οικογένεια, πολύ λιτά και φτωχικά. Οι γονείς μου ήταν απλοί άνθρωποι, χωρίς σπουδές, χωρίς ιδιαίτερα υποστηρικτικό περιβάλλον, αλλά αξιοπρεπείς και καλόψυχοι. Έκαναν ό,τι μπορούσαν για εμάς. Όταν όμως έδωσα Πανελλήνιες, αποφάσισα ότι δεν θα ζήσω στην Κρήτη.

Σπούδασα Κοινωνικές και Πολιτικές Επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Δούλευα παράλληλα ως σερβιτόρα σε πολύ καλά εστιατόρια και πεντάστερα ξενοδοχεία. Το 2014 γνώρισα τον σύζυγό μου, ο οποίος ήταν γεννημένος και μεγαλωμένος στην Αθήνα. Μου έλεγε ότι ήθελε να φύγει από την Αθήνα και να ζήσει στην επαρχία, αλλά εγώ δεν τον έπαιρνα και πολύ στα σοβαρά. Έβρισκα τη ζωή μας στην Αθήνα τέλεια. Πηγαίναμε σε θέατρα, σε εστιατόρια, σε μπαράκια σε ταράτσες ή κρυμμένα σε αυλές. Είχαμε αγαπημένους ανθρώπους δικούς μας, τους φίλους μας, παρέες από τις δουλειές μας κ.λπ.
Τον Ιανουάριο του 2020 σταμάτησα να εργάζομαι, καθώς περιμέναμε το δεύτερο παιδάκι μας. Και τότε ήρθε ο Covid… ο οποίος μάς άλλαξε τα πάντα.
Ο σύζυγος άρχισε να εργάζεται από το σπίτι. Παράλληλα, μετακομίσαμε στο πατρικό του, στη Νέα Σμύρνη, οπότε και χάσαμε τις παρέες από την παλιά μας γειτονιά στον Άλιμο. Έπειτα, άρχισαν τα σκληρά lockdowns και οι περιορισμοί, κάτι που μας φρίκαρε. Ήμασταν κλεισμένοι και περιορισμένοι σε ένα διαμέρισμα με ένα τρίχρονο, ένα νεογέννητο, τηλεργασία του συζύγου και αποκομμένοι από όλους και από όλα. Φρικάραμε. Το καλοκαίρι του ’21 ήρθαμε κάποιες φορές στο εξοχικό των πεθερικών μου στη Μουρτερή, όπου και ηρεμούσαμε. Η επαφή με τη φύση μάς “ξύπνησε”. Είδαμε τα παιδιά τόσο χαρούμενα, τόσο ανέμελα – ταρακουνηθήκαμε.
Τότε γνωρίσαμε και το χωριό που βρίσκεται πάνω από τη Μουρτερή, την Οκτωνιά, και έτσι απλά το ερωτευτήκαμε. Ήσυχο, γραφικό, με την ταβερνούλα στην πλατεία, το καφενείο με τη μουριά. Απλά και ταπεινά. Νιώσαμε ότι εδώ ανασαίνουμε καλύτερα απ’ ό,τι στην Αθήνα. Το εξοχικό δεν είναι κατάλληλο για μόνιμη κατοικία κι έτσι βρήκαμε ένα σπίτι στο χωριό. Στην αρχή ήρθαμε δοκιμαστικά, αλλά με τον καιρό είδαμε ότι μας αρέσει και μετά από περίπου έναν χρόνο αποφασίσαμε να μείνουμε οριστικά.

Έτσι παραιτήθηκα από τη δουλειά μου, όπου εργαζόμουν περίπου δέκα χρόνια. Αυτό μου κόστισε πολύ, να σου πω την αλήθεια. Μπορεί να ήταν δύσκολη και απαιτητική η δουλειά, αλλά είχαμε αναπτύξει πολύ δυνατές φιλίες και ανθρώπινες σχέσεις. Η νονά του παιδιού μου, να φανταστείς, ήταν συνάδελφός μου εκεί.
Όταν φτάσαμε στην Οκτωνιά, ξεκινούσε χειμώνας, οπότε και ήταν όλα ήσυχα και ήρεμα, ακριβώς όπως το περιμέναμε. Γνωρίσαμε λίγους ανθρώπους, όλοι ήταν φιλικοί και φιλόξενοι. Μας έδιναν αυγά για τα παιδιά, μας έφερναν καλούδια από τα περιβόλια τους.
Δεν το περιμέναμε, αλλά υπήρχε γενικά μια ευχάριστη αποδοχή της παρουσίας μας στο χωριό. Κι εμείς φυσικά ήμασταν πολύ φιλικοί και πρόθυμοι να βοηθήσουμε σε όλα. Θέλω να πω, πήγαμε με τις καλύτερες προθέσεις, δεν πήγαμε να πάρουμε τη δουλειά κάποιου, ούτε κινηθήκαμε ανταγωνιστικά.
Το “κακό” ήταν ότι δεν υπήρχε μέριμνα για δημιουργική απασχόληση για παιδιά κάτω των τεσσάρων ετών. Έτσι άρχισα να αναζητώ στο διαδίκτυο τρόπους και σύγχρονες μεθόδους απασχόλησης των παιδιών στην τόσο τρυφερή αυτή ηλικία. Μαζευόμασταν και πότε πότε, με τα παιδάκια του χωριού, κάναμε λέσχη ανάγνωσης και διάφορες δράσεις φιλαναγνωσίας με καταπληκτικό δημιουργικό εργαστήρι που το απολαμβάναμε πολύ, φυσικά αφιλοκερδώς. Είχα τη χαρά να συμμετέχω στη διοργάνωση κι άλλων δράσεων, όπως ένα παιδικό «Survivor» που κάναμε πέρυσι στα γηπεδάκια ή μια παιδική θεατρική χριστουγεννιάτικη παράσταση, τα Χελιδονίσματα, με τη μουσικό μας, στο International Mud Day με παιχνίδι στη λάσπη και σε άλλα, έτσι μικρά, αλλά σπουδαία.
Επειδή έβλεπα αφενός ότι μου άρεσε πολύ και με γέμιζε αυτή η επαφή με τα παιδιά, αφετέρου ότι υπήρχε και αυτό το «κενό» ας πούμε στην τοπική κοινότητα, αποφάσισα να κινηθώ προς τα εκεί. Έκανα σεμινάρια προσχολικής εκπαίδευσης, παιγνιοθεραπείας και ένα σεμινάριο για τη σημασία της τέχνης στην προσχολική ηλικία, απέκτησα και πιστοποίηση ως sensory & messy play facilitator. Έχω δημιουργήσει το brand «Η παιδική μας γωνιά», χωρίς όμως να έχω ακόμα δικό μου χώρο. Συνεργάζομαι με σχολεία και συλλόγους, απασχολώντας τα παιδιά δημιουργικά και καλλιτεχνικά με τεχνοτροπίες, παντρεύοντας διαφορετικά υλικά (mix media art) με ιστορία της τέχνης και ζωγραφική, πηλοπλαστική, messy play και κατασκευές.


Σκοπός είναι πάντα να πυροδοτήσω τη φαντασία των παιδιών, να τους δώσω το πάτημα να εκφράσουν κομμάτια του εαυτού τους και να τους ανταποδώσω την έμπνευση που μου δίνουν τόσο γενναιόδωρα. Μπορεί να μην τα καταφέρνω στα οικονομικά, ακόμα τουλάχιστον, αλλά νιώθω μεγάλη ικανοποίηση από τη θετική ανατροφοδότηση. Χαίρομαι που με κάποιους ανθρώπους συνδεθήκαμε μέσω αυτού. Φέτος κάναμε και έκθεση ζωγραφικής με κάποιους μαθητές και ήταν κάτι που τους έδωσε μεγάλη αυτοπεποίθηση και υπερηφάνεια. Το ίδιο ισχύει και για μένα, φυσικά, που βλέπω τα παιδιά να ανθίζουν τόσο πολύ, με λίγα μόνο ερεθίσματα.
Ευτυχώς, βέβαια, εξελίσσεται παράλληλα και η περιοχή και γίνονται και από άλλους φορείς όμορφα πράγματα για τα παιδιά, αφού πλέον έχουμε απομακρυνθεί εντελώς από τη σκοτεινή εποχή του Covid: παιδικές παραστάσεις, σινεμά στην πλατεία, πολύ χαριτωμένες κινήσεις που απολαμβάνουμε εδώ, παρόλο που συμβαίνουν εξαιρετικά σπάνια.
Αυτό που ξεχωρίζω ιδιαίτερα είναι η Λέσχη Ανάγνωσης Ενηλίκων που πραγματοποιείται 2-3 φορές τον χρόνο στο χωριό με πολύ αξιόλογα αναγνώσματα και πολύ αξιόλογους συμμετέχοντες. Τα καλοκαίρια είθισται να μαζευόμαστε και σε κάποια φιλόξενη αυλή για τη συνάντηση της λέσχης, με κρασί και χειροποίητα μεζεδάκια. Αυτό, όπως φαντάζεσαι, είναι κάτι το εξαιρετικό, όσο απλό κι αν ακούγεται.
Όταν κοιτάμε πίσω, νομίζω δικαιωνόμαστε για την επιλογή μας. Ο σύζυγος λίγο περισσότερο, από την άποψη ότι έχει έρθει πιο κοντά στη φύση που τόσο αγαπάει. Έχει λίγα μελισσάκια, ίσα για την οικογένεια, τον σκύλο μας τον Τακέο, λίγα προβατάκια και πολλές κοτούλες, τις οποίες περιποιείται με μεγάλο ζήλο. Το κοτέτσι, διά χειρός του ιδίου, έχει σύγχρονο εξοπλισμό, πόρτα με φωτοκύτταρο και αυτοματισμούς για τη σίτιση κ.λπ. Τις φροντίζει προσθέτοντας στη διατροφή τους πρόπολη και βότανα της περιοχής και έχει αναπτύξει έναν δικό τους κώδικα επικοινωνίας. Το έχει πάρει πολύ ζεστά, όπως αντιλαμβάνεσαι.
Εμένα με πιάνει ώρες-ώρες η απογοήτευση και υπάρχουν στιγμές που μετανιώνω για τη μετακίνησή μας εδώ, αλλά μέσα μου ξέρω ότι, εάν είχαμε μείνει στην Αθήνα, δεν θα είχα την ευκαιρία και τον χρόνο για προσωπική εξέλιξη. Μου λείπουν οι φίλες μου, αυτό κυρίως. Φυσικά, υπάρχουν και εδώ αξιόλογα άτομα με τα οποία καλλιεργούμε σχέσεις, αλλά σίγουρα χρειάζεται και λίγος χρόνος για να αναπτυχθούν οι δεσμοί.

Δεν απογοητευόμαστε όμως. Έρχονται κατά καιρούς και μας επισκέπτονται αρκετοί φίλοι και γνωστοί από την Αθήνα και το εξωτερικό, καθώς ο σύζυγός μου εργάζεται σε πολυεθνική, οπότε κρατάμε και επαφή. Τους γεμίζουμε τα μπαγκάζια με ό,τι έχουμε από καρπούς, φρέσκα αυγά, κρέατα, μαρμελάδες, με φρούτα από το κτήμα, και μας αποκαλούν «η γιαγιά και ο παππούς από το χωριό που δεν έχουμε».
Ένας άνθρωπος που ξεχώρισα εδώ είναι η οδοντίατρός μας, η Αγγελική Ζέρβα. Ενώ έχει κάνει σημαντικές σπουδές και εξελίσσεται συνεχώς στο αντικείμενό της, ζει και εργάζεται εδώ, στο διπλανό χωριό. Με την Αγγελική, αντιλαμβανόμενες την τεράστια ανάγκη της περιοχής για την ύπαρξη ενός παιδικού σταθμού, συντάξαμε ένα έγγραφο αίτησης με το οποίο μαζέψαμε πάνω από 40 υπογραφές. Καταλαβαίνεις, δηλαδή, ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα συμπληρώνονταν τουλάχιστον δύο τμήματα.
Στην περιοχή μας, δυστυχώς, εν έτει 2025, όταν μια γυναίκα κάνει παιδί, πρέπει να πατήσει παύση στη ζωή της. Αν δεν υπάρχουν γιαγιάδες, παππούδες, λοιποί συγγενείς, για τέσσερα χρόνια δεν προβλέπεται κάτι από το κράτος – είναι τραγικό. Το ζήτημα πήρε πολύ μεγάλη έκταση στο διαδίκτυο, καθώς το ανέδειξε η τοπική σελίδα AVLONARI, such a lovely place, που έχει χιλιάδες ακολούθους. Έφτασε στον δήμο και έγινε θέμα στο τοπικό συμβούλιο. Αρχικά, έδειξε να τους συγκινεί το θέμα και να ψάχνουν για πιθανές τοποθεσίες φιλοξενίας κ.λπ. Αλλά, δυστυχώς, οι προσπάθειες δεν απέδωσαν. Όση καλή θέληση και να υπήρχε απ’ όλους, δεν έγινε κάτι ουσιαστικό. Αυτά είναι όμως που θα έφερναν κόσμο στην επαρχία. Αν υπήρχε πρόβλεψη στήριξης της οικογένειας, νομίζω θα είχε κάποιος ένα κίνητρο παραπάνω για να κάνει το βήμα της αποκέντρωσης.



Ένα κομμάτι της εκπαίδευσής μου περιλάμβανε πηλό, έτσι ήρθα, νομίζω, πρώτη φορά στη ζωή μου σε επαφή με αυτό το υλικό. Για καλή μου τύχη, παραδίδονται μαθήματα κεραμικής στην περιοχή, οπότε αγαπημένη μου συνήθεια πλέον είναι αυτή τον χειμώνα. Το καλοκαίρι, φυσικά, η θάλασσα. Έχει καταπληκτικές παραλίες εδώ γύρω. Τα παιδιά είναι σε άμεση επαφή με τη φύση κι αυτό είναι κάτι που μας ικανοποιεί πολύ. Βλέπουμε και παρατηρούμε τις αλλαγές κάθε εποχής και αυτό είναι από μόνο του μαγικό.
Αν κάποιος σκέφτεται να κάνει το αντίστοιχο βήμα, να αφήσει την πόλη και να πάει στην επαρχία, νομίζω ότι δεν χρειάζεται και πολλή σκέψη. Αν κάτι δεν πάει όπως τα θέλεις, μπορείς πάντα να επιστρέψεις. Αλλά νομίζω ότι δύσκολα επιστρέφεις. Μπορεί να μην είναι ρόδινα τα πράγματα στην επαρχία, αλλά και πού είναι; Νομίζω ότι όλα είναι δύσκολα, και απλά χρειάζεται να διαλέγεις κάθε φορά το “δύσκολό σου”».
Στείλτε τις προτάσεις σας για τη στήλη «Γειτονιές της Ελλάδας» στο [email protected]