Το έργο του Edmund White χαρτογραφεί το τέλος μιας ολοκληρης εποχής, όπως άρχισε στην κλειστοφοβική κοινωνία της μεταπολεμικής Αμερικής και μετασχηματίστηκε στις πλουραλιστικές και πολυεστιακές κοινότητες της σημερινής παγκοσμιοποιημένης πραγματικότητας. Κανείς δεν θα περίμενε πως ένα επαρχιωτόπουλο από το Σινσινάτι του Οχάϊο, παιδί μιας διαλυμενης οικογένειας, θα έχτιζε σιγά σιγά και με μεγάλες ανατροπές στην ίδια του τη ζωή μια διεθνή καριέρα με λογοτεχνική και κοινωνική επίδραση σε όλο τον δυτικό κόσμο.
Τον συναντησα μια φορά στο Σύδνεϋ, όταν κατήλθε στους αντίποδες να παρουσιάσει την βιογραφία του Jean Genet, αν θυμάμαι καλά, το 1994. Δεν περπατούσε στην αίθουσα του βιβλιοπωλείου. Σχεδόν πετούσε και έρρεε σαν ένας χορευτής, τρέχοντας με χάρη και τσαχπινιά ανάμεσα στο πλήθος, φλερτάροντας με τους ωραίους νεαρούς και κάνοντας αστεία με εμάς τους μεγαλύτερους που αποτολμούσαν να του κάνουν ερωτήσεις.
Για κάποιο λόγο βρεθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο και μετά τις σύντομες συστάσεις, άρχισε να λέει εις επήκοον όλων την μεγάλη επίδραση που είχε ο Καβάφης στο έργο του. For me, he is the ultimate example of a gay life, είπε καθώς έφευγε. Οι φράσεις του ήταν γεμάτες από σαρδόνειο χιούμορ μιλώντας ταυτόχρονα για πολλά ζητήματα, και παρεπιπτόντως σχολιάζοντας τα άλλα μεγάλα ονόματα της Αμερικής εκείνης της εποχής, τον Larry Kramer, τον Armistead Maupin, τον Andrew Holleran και βέβαια τον Gore Vidal, τον Truman Capote και τον James Baldwin. Έλεγε πολλά κακεντρεχή σχόλια για την δύσμοιρη Susan Sontag, για λόγους που ποτέ δεν κατάλαβα. Ο τρόπος που μιλούσε μου θύμιζε την ειρωνεία του Γιώργου Ιωάννου και την ορμητικότητα του Κώστα Ταχτσή.
Το μεγαλύτερο επίτευγμα της γραφής του ωστόσο είναι ότι απελευθέρωσε και απολύτρωσε τους gay αναγνώστες του από κάθε αίσθημα μίσους εναντιον του εαυτού τους, και κάθε ίχνους αυτοϋποτίμησης και αυτοτιμωρίας. Οι έρωτες στα βιβλία του, όπως και οι έρωτες στην ζωή του, ακόμα και οι πιο παραταιροι, φαίνονται αναμενομένοι και αυτοπόδεικτοι, που δεν χρειάζονται απολογία ή δικαιολόγηση.
Το βιβλίο για τον Genet ήταν μόνο το επιστέγασμα της βαθειάς του αγάπης για την γαλλική κουλτούρα και το Παρίσι, όπως και το βιβλίο του The Flaneur: a stroll through the paradoxes of Paris (2000) αλλά και το πολύ ενδιαφέρον και πειραματικό βιβλίο που συνεγραψε με τον τότε σύντροφό του, τον Hubert Sorin Our Paris: sketches from memory (1994). Οι βιογραφίες του Marcel Proust (1998) και του Arthur Rimbaud (2008) μολονότι έχουν πολλά κενά και πολλαπλές υπερερμηνείες διαβάζονται ευχάριστα εξ αιτίας της πυκνής συντομίας τους και της μεγάλης ικανότητας του White να βρίσκει την χαρακτηριστική λεπτομέρεια στην ιστορία μιας ζωής που κάνει όλη την διαφορά. Οι επαφές του με τον Foucault στο Παρίσι, όπου μετοίκησε από το 1983 για δέκα περίπου χρόνια, υπήρξαν πολυ ενδιαφερουσες. Ο φιλόσοφος τον κατηγόρησε ως πουριτανό όταν συζήτησαν για τον καρκίνο των ομοφυλοφίλων.


Το έργο και η συμβολή του στα διαμόρφωση της σεξουαλικής ταυτότητας των gay δεν μπορεί να κατανοηθεί χωρίς την βαριά ατμόσφαιρα που δημιούργησε η επιδημία του AIDS. Μια ολόκληρη γενιά δημιουργών χάθηκαν σε λιγότερο από δέκα χρόνια, ακόμα και ο ίδιος ο Foucault που δεν μπορούσε να πιστέψει την ύπαρξη της ασθένειας. Στην αυτοβιογραφικη μυθιστορία The Farewell Symphony(1997) έγραψε την φράση που συγκεφαλαίωσε την ιστορική πορεία της γενιάς του. «Καταπιεσμένοι το πενήντα, απελεθευρωμένοι το εξήντα, δοξολογημένοι το εβδομήντα και εξολοθρευμένοι το ογδόντα». Η φράση αυτή θα πρέπει να συνδυαστεί με εκείνη που διαβάζουμε στην αυτοβιογραφία του City Boy, πως άρχισε να γράφει μετά το 1968 και τα επεισόδια του Stonewall, στην Νεα Υόρκη, στα οποία συμμετείχε. «Μέχρι εκείνη την στιγμή, γράφει, όλοι σκεφτόμαστε πως η ομοφυλοφιλία ήταν ένας ιατροπαθολογικός όρος. Ξαφνικά είδαμε ότι μπορούσε να είναι μια μειονοτική ομάδα, με δικαιώματα, με κουλτούρα, με διεκδικήσεις».
Σημερα όλα αυτά μοιάζουν παρελθόν, αλλά τότε ήταν η εποχή του Charles Socarides και της σχολής που διατείνονταν ότι μπορούσαν να θεραπεύσουν την ομοφυλοφιλία. Ο White πήγαινε τακτικά σε ψυχίατρο για να θεραπευθεί από το «πρόβλημα», αλλά μάλλον απέτυχε. Φαντάζομαι για να γιατρευτεί συνέγραψε με έναν άλλο ψυχαλυτή, τον Charles Silverstein το The Joy of Gay Sex (1977) ένα βιβλίο που με εικόνες και λόγους απενοχοποίησε το ομοφυλόφιλο σεξ χωρίς εξωραϊσμούς ή χυδαιότητες. Η φιληδονία και η σεξουαλική του αδηφαγία φαίνεται να τον συνόδευσαν σε όλη του τη ζωή, ακόμα και όταν συζούσε με τους συντρόφους του. Ακόμα και σε προχωρημένη ηλικία συμμετείχε σε ιστοσελίδες γνωριμιών, όπου χωρίς φόβο και πάθος εξετίθετο γεγυμνωμένος και εν θερμώ.
Η ζωή του του βέβαια υπήρξε περιπετειώδης εφόσον από το 1985 διαγνώστηκε με τον ιό του AIDS σε μη εξελισσόμενη μορφή. Μολοντούτο είδε πολλούς φίλους να χάνονται από τον ιό και αυτήν η μάχη με τον ίδιο μας το σώμα, η σύγκρουση επιθυμίας και εγκαρτέρησης γεμίζει τις σελίδες με οργή, ένταση και ένα γόνιμο υπαρξιστικό στοχασμό πάνω στον έρωτα και τον θάνατο.

Η συμβολή του White οφείλεται στην μεγάλη και βαθειά τομή που έφεραν τα έργα του μέχρι το τελευταίο του βιβλίο The Loves of My Life: A Sex Memoir (2025) αφού δημιούργησαν και διέπλασαν ένα δικό τους αναγνωστικό κοινό, ιδιάιτερα gay νέων, που μέσα από το έργο του βρήκαν σύμβολα της σύγκρουσης με την σεμνότυφη κοινωνία αλλά και ίχνη των δικών τους εσωτερικών φόβων.
Ταυτόχρονα από το πρωτο του μυθιστόρημα Forgetting Elena (1973) και όσα ακολουθησαν Nocturnes for the King of Naples (1978), States of Desire (1980), A Boy's Own Story (1982), The Beautiful Room Is Empty (1988), και The Farewell Symphony (1997) διαγράφεται η πορεία διαμόρφωσης μια νέας υποκειμενικής δυνατότητας, ένας νεου τύπου σεξουαλικός εαυτός, που δεν απευθύνεται σε ένα ετεροφυλόφιλο κοινό αλλά κερδίζει σιγά σιγά την αυτοδυναμία και την αυτάρκεια να μιλήσει για τον εαυτό του και σε όσους ειναι καμωμένοι σαν κι εκείνον. «Αν ήμουν ετεροφυλόφιλος», έγραψε στο City Boy, «θα ήμουνα εντελώς διαφορετικός. Δεν θα είχα στραφεί στο γράψιμο με τον πύρινο πόθο να εξομολογηθώ, να καταλάβω, να δικαιώσω τον εαυτό μου στα μάτια των άλλων».
Οι συλλογές μελετών του The Burning Library (1994) και The Unpunished Vice: A Life of Reading (2018) επίσης καταγράφουν την βαθειά του ερμηνευτική πορεία ανάμεσα στα μεγαλα κείμενα του παρελθόντος αφού γενεαλογούν έναν λογοτεχνικό αντι-κανόνα που δεν εστιαζόταν στα μεγάλα έργα ή στις μεγάλες προσωπικότητες της υψηλής κουλτούρας αλλά στην σταδιακή συνειδητοποίηση της ερωτικής, ομοφυλόφιλης, επιθυμίας ως ενοποιητικής αισθητικής αρχής και υπαρξιακού ήθους. Από τις σελίδες τους αναδύεται μια διαφορετική ιστορία της λογοτεχνίας γραμμένη από ένα κοινωνικό περιθώριο που δεν υποστηρίζεται από καμια πολιτική ιδεολογία ή κομματικό φορέα αλλά που αυτοπροσδιορίζεται και αυτοπαρουσιάζεται.
Η γραφή του διαπότισε την νεότερη γενιά συγγραφέων όπως ο Garth Greenwell, ο Édouard Louis, ο Brandon Taylor, ο Alexander Chee και ο Ocean Vuong. Για τούτο και ονομάστηκε ο «νονός της κουήρ λογοτεχνίας» που σήμερα έχει πάρει νέους προσανατολισμούς και δυναμική. Ο ίδιος είχε δηλώσει από το 2009 πως είχαμε περάσει σε μια νέα εποχή αναπαράστασης της ομοφυλόφιλης επιθυμίας που την ονόμαζε post-gay, πράγμα που μπορούμε να το δούμε σήμερα με ριζοσπαστική γραφή συγγραφέων που ξεπερνάνε την διαμαρτυρία και την οργή και καταγράφουν την ερωτική τους ταυτότητα χωρις φόβο ή μεμψιμοιρία αλλά με πάθος και ερωτισμό. «Από τότε που ήμουνα μικρός», έγραψε ο White, «πίστευα ότι η γραφή αποτύπωνε την αλήθεια» –και με αυτήν την δήλωση μπορούμε να κατανοήσουμε το κριτήριο της λογοτεχνικής γραφής που εισήγε ο White.
Με παρρησία και χωρίς ενοχή, ο White έδωσε στους gay «την γλώσσα, τις εικόνες, την νομιμοποίηση για να πουν ότι υπάρχουμε, αγαπάμε, κάνουμε έρωτα», όπως τον αποχαιρέτησε ο John Casey. Τό εργο του άνοιξε καινούργιους ορίζοντες, σε μια εποχή φόβου και πανικού περνώντας τους αναγνώστες του από τον τρόμο μιας αρρώστειας στους ανοιχτούς ορίζοντες ενός συνεχούς αυτοπροσδιορισμού (και των νέων ευθυνών που αυτός συνεπάγεται). Το μεγαλύτερο επίτευγμα της γραφής του ωστόσο είναι ότι απελευθέρωσε και απολύτρωσε τους gay αναγνώστες του από κάθε αίσθημα μίσους εναντιον του εαυτού τους, και κάθε ίχνους αυτοϋποτίμησης και αυτοτιμωρίας. Οι έρωτες στα βιβλία του, όπως και οι έρωτες στην ζωή του, ακόμα και οι πιο παραταιροι, φαίνονται αναμενομένοι και αυτοπόδεικτοι, που δεν χρειάζονται απολογία ή δικαιολόγηση. Ανηκουν όχι μόνο στη φύση του συγκεκριμένου ανθρωπου αλλά στην φυσική τάξη των πραγμάτων. Καβάφης και πάλι θα μου πείτε: Δεν εδεσμεύθηκα. Τελείως αφέθηκα κι επήγα. Στες απολαύσεις, που μισό πραγματικές, μισό γυρνάμενες μες στο μυαλό μου ήσαν, επήγα μες στην φωτισμένη νύχτα. Κι ήπια από δυνατά κρασιά, καθώς που πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής.
Και αυτό είναι ο καλύτερος επιτάφιος για το θάνατο του Edmund White.