Σε έναν ιδανικό κόσμο, το Cine Paris στην Πλάκα, ενδεχομένως το ιδανικότερο θερινό σινεμά για ρομαντζάδα στην Αθήνα, θα έπαιζε στην οθόνη του όλους τους μήνες λειτουργίας του κινηματογραφικές ερωτικές ιστορίες. Ας είναι, θα βολευτούμε με τις δυο εβδομάδες που θα διαρκέσει το εξαιρετικό αφιέρωμα «Love under the Stars», με ένα πρόγραμμα μοιρασμένο ανάμεσα σε κλασικές επιλογές, μεγάλες εισπρακτικές δόξες του είδους αλλά και σύγχρονες προτάσεις.
Το timing του αφιερώματος είναι εξαιρετικό, καθώς δεν βρισκόμαστε ακόμα σε περίοδο τουριστικής αιχμής, η οποία, κακά τα ψέματα, μπορεί κάποτε να αλλοιώσει τη σύσταση του κοινού και (κυρίως) τη διάθεσή του προς το θέαμα − άρα οι συνθήκες είναι ευνοϊκές για όλες τις ρομαντικές ψυχές εκεί έξω. Ας δούμε, μία προς μία, τις ταινίες που θα προβληθούν στο πλαίσιο του αφιερώματος.
Εν αρχή ην το «Brief Encounter» (1945), το καταραμένο κινηματογραφικό ρομάντζο στο οποίο βασίστηκαν δεκάδες αντίστοιχα που ακολούθησαν. Ο Βρετανός Ντέιβιντ Λιν συλλαμβάνει την αίσθηση των ματαιωμένων ονείρων μιας γενιάς που έγλειφε τις πληγές της από μια μακρόχρονη οικονομική κρίση κι έναν μεγάλο πόλεμο που μόλις είχε τελειώσει, και τη μεταποιεί στη συγκινητική ιστορία ενός έρωτα που λόγω των συνθηκών δεν πρόλαβε να ευδοκιμήσει. Αφήνει, όμως, να διαφανεί κι ένα θετικό μέλλον, αρκεί να προσέξετε σε ποιον απευθύνεται η εξομολόγηση της ηρωίδας, αλλά και τον τρόπο που κλείνει η ταινία − τρομερά προοδευτική η κατακλείδα της, δεδομένης της βρετανικότητάς της αλλά και της εποχής που γυρίστηκε.
Το αφιέρωμα περιλαμβάνει ταινίες που προκάλεσαν ουρές χιλιομέτρων κατά την πρώτη προβολή τους, όπως το σχεδόν ξεχασμένο σήμερα «Love Story» (1970) και το Τhe Way we Were» (1973), με το ομώνυμο οσκαρικό άσμα να αποτελεί, ενδεχομένως, το διασημότερο hit oλόκληρης της δισκογραφίας της Μπάρμπρα Στρέιζαντ.
Στο «Roman Holiday» (1953) έχουμε και πάλι μια σύντομη συνάντηση, αυτήν τη φορά δυο ξένων στην ίδια πόλη, μιας πριγκίπισσας κι ενός δημοσιογράφου, οι οποίοι θα ζήσουν ένα ευχάριστο ρομαντικό διάλειμμα, μακριά από τους καθημερινούς τους ρόλους, πριν επιστρέψουν σε αυτούς, αλλαγμένοι από την εμπειρία τους και αποφασισμένοι να την κρατήσουν για πάντα δική τους. Η ταινία μετέτρεψε την Όντρεϊ Χέπμπορν σε σταρ σε μια νύχτα και της χάρισε κι ένα δικαιότατο Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου στην απονομή εκείνης της χρονιάς. Έκτοτε, αμέτρητα ζευγάρια που βρέθηκαν στη Ρώμη μιμήθηκαν τη σκηνή μπροστά στο Στόμα της Αλήθειας.

Προχωρούμε δυο δεκαετίες μετά, με δυο ταινίες που προκάλεσαν ουρές χιλιομέτρων κατά την πρώτη προβολή τους. Σχεδόν ξεχασμένο σήμερα, το «Love Story» (1970) είναι ένα ρομαντικό μελόδραμα στο οποίο οι Άλι ΜακΓκρόου και Ράιαν Ο’Νιλ διαπιστώνουν ότι καμιά φορά ο Βάρδος διαψεύδεται και το λάθος δεν είναι μέσα μας, αλλά στα αστέρια μας. Το κεντρικό μουσικό θέμα του Φράνσις Λε –τελικά έτσι προφέρεται, κι ας τον αποκαλούσαμε Λάι όλα αυτά τα χρόνια– απέκτησε με τα χρόνια τη δική του, ανεξάρτητη από την ταινία ζωή. Τέτοια έχει και το σάουντρακ του «Τhe Way we Were» (1973), με το ομώνυμο οσκαρικό άσμα να αποτελεί, ενδεχομένως, το διασημότερο hit oλόκληρης της δισκογραφίας της Μπάρμπρα Στρέιζαντ. Στον μαγνητισμό, στη χημεία της με τον συμπρωταγωνιστή της Ρόμπερτ Ρέντφορντ και στη μοναδική ικανότητα του Σίντνεϊ Πόλακ να αναδεικνύει τους σταρ οφείλεται η γοητεία μιας ταινίας που δεν κατορθώνει να συγκεράσει το (ερωτικό) ειδικό με το (πολιτικό) γενικό στον βαθμό που πιστεύει, μα έγραψε κινηματογραφική ιστορία – και κατέγραψε ωκεανούς δακρύων στις κατά καιρούς προβολές της.

Αλλάζουμε διάθεση με το ευφορικό «Moonstruck» (1987), μια ταινία αλαφροΐσκιωτη, συνειδητά πιστή σε προλήψεις που οδηγούν τους ανθρώπους στην αγκαλιά των άλλων «κάτω από τη λάμψη του φεγγαριού», όπως ήταν ο ελληνικός τίτλος της. Πρωταγωνιστική ερμηνεία ολκής από τη Σερ, Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου για τη δική μας Ολυμπία Δουκάκις και μία από τις πρώιμες, εντελώς… Κέιτζ εμφανίσεις του Νίκολας Κέιτζ – αθάνατο το «I lost my hand, I lost my bride».
Η προβολή του «In the Mood for Love» (2000) έχει μετατραπεί σε θεσμό του προγραμματισμού των θερινών κινηματογράφων και δεν θα μπορούσε να λείπει φέτος, που η ταινία κλείνει 25 χρόνια από την κυκλοφορία της. To μυστικό που ψιθύρισε ο κύριος Τσόου στην κουφάλα του δέντρου διαδόθηκε από στόμα σε στόμα κι από οθόνη σε οθόνη, θέριεψε μέσα στα χρόνια κι έτσι αυτό το φιλμικό ημερολόγιο (σ.σ. όλη η ταινία δεν είναι παρά μια ανάμνηση του χαρακτήρα) με τα κορεσμένα χρώματα, τα καλαίσθητα ντεκόρ, το «ίσως» που τραγουδά (και) η φωνή του Νατ Κινγκ Κόουλ κέρδισε δικαιωματικά μια θέση ανάμεσα στις κορυφαίες και πιο αγαπητές δημιουργίες του εικοστού πρώτου αιώνα.



Μιλώντας για αγαπητές δημιουργίες, η κατά Τζο Ράιτ εκδοχή του «Pride and Prejudice» (2005) σταδιακά κατέστη αναπόσπαστο μέρος του σύγχρονου ρομαντικού κινηματογραφικού κανόνα, χάρη στη συνήθη καλλιγραφία του σκηνοθέτη, σε ένα score συναισθηματικής φόρτισης και κλασικότροπης φόρμας από τον Ντάριο Μαριανέλι αλλά και το διαλεχτό καστ, από το οποίο θα μας επιτρέψετε να ξεχωρίσουμε τον Ντόναλντ Σάδερλαντ, που, ως συνήθως, αναβαθμίζει την ταινία διακριτικά, μέχρι να έρθει η μεγάλη σκηνή του και να την πάρει μαζί του. Συμπληρώνεται ένας χρόνος από την απώλειά του κι ακόμα δεν την έχουμε χωνέψει.
Μιλώντας για καλλιγραφία, τι να πούμε και για το ασπρόμαυρο κάδρο του «Cold War» (2018) του Πάβελ Παβλικόφσκι, που ακολουθεί το πρωταγωνιστικό ζεύγος σε ένα χρονικό χωρισμών κι επανενώσεων. Η αφήγηση καταφέρνει ταυτόχρονα να μοιάζει πυκνή και αφαιρετική, το πολιτικό φόντο δεν αποτελεί μόνο μια πινελιά εποχής αλλά νευραλγικό παράγοντα μιας δημιουργίας που φοβόμαστε ότι πολλοί εκεί έξω έχουν πάρει για δεδομένη, καθώς έχουν κοπάσει απότομα οι αναφορές σ’ αυτή – ξαναδείτε τη, είναι πραγματικά μια πολύ σπουδαία ταινία.
Παραγνωρισμένο θεωρούμε και το επίσης ασπρόμαυρο «Paris 13th District» (2021) του Ζακ Οντιάρ, μια sex positive δημιουργία που καταγράφει απενοχοποιημένα το σύγχρονο ερωτικό τοπίο, υπογραμμίζοντας και τον ναρκισσισμό των καιρών, δίχως να γίνεται ισοπεδωτική ή πατερναλιστική. Ελκυστικά πρόσωπα και σώματα, γοητευτικοί ηλεκτρονικοί ήχοι και υπερχειλίζων ερωτισμός σε μια ταινία, πραγματικά, πλασμένη για θερινό σινεμά – δοκιμάστε τη και θα μας θυμηθείτε.

Ίσως η πιο πολιτική ταινία του αφιερώματος να είναι το «Blue Jean» (2022), αναφέρεται, όμως, στην πολιτική του σώματος, μέσα από την ιστορία μιας λεσβίας δασκάλας που βρίσκεται στο στόχαστρο της θατσερικής πολιτικής στη Βρετανία των ’80s και καλείται να εξισορροπήσει την προσωπική με την επαγγελματική της ζωή. Το μπλε ισορροπεί με το ροζ μέσα στο κάδρο –να ένα χαρακτηριστικό δείγμα ενσωμάτωσης της θεματολογίας μιας ταινίας μέσα στην αισθητική της−, η Ρόζι ΜακΓιούεν δίνει μια καταπληκτική ερμηνεία και η ταινία επιβεβαιώνει ότι «τα πάντα είναι πολιτική», όπως χαρακτηριστικά λέει στην ηρωίδα η ερωμένη της. Πέρασε απαρατήρητη κατά τη διανομή της στις αίθουσες και γι’ αυτό αξίζει να την ανακαλύψετε.
Ανάλογη προτροπή μάλλον δεν χρειάζεστε για το «Fallen Leaves», την τελευταία δημιουργία του Άκι Καουρισμάκι, την οποία τιμήσατε και με το παραπάνω όταν κυκλοφόρησε τον χειμώνα του 2023. Αν συγχρονιστείς με το χιούμορ του Φινλανδού δημιουργού, οι ταινίες του μπορούν να γίνουν θανατηφόρα αστείες, ενώ ταυτόχρονα παραμένουν πεισματικά φιλεργατικές και τροφοδοτούν διαχρονικά την playlist μας με μουσικούς θησαυρούς. Σ’ αυτήν τη μικρή ερωτική ιστορία του κομβικό ρόλο παίζει κι ένας σκύλος, ο οποίος κλέβει την παράσταση.
Ένας άλλος σκύλος, η Κάρμεν, δεν δίνει μόνο το όνομά του στον τίτλο μιας πολύ fun και φρέσκιας δημιουργίας του εγχώριου σινεμά, του «Καλοκαιριού της Κάρμεν» (2023), αλλά αποτελεί και το ζωντανό mcguffin της πλοκής, σε μια queer αφήγηση που ακροβατεί ανάμεσα σε μια ράθυμη μέρα στα Λιμανάκια της Βουλιαγμένης και στο καλοκαίρι που ο κεντρικός ήρωας χώρισε από μακροχρόνια σχέση και βρέθηκε να φροντίζει τη σκυλίτσα.

Με την ταινία του Ζαχαρία Μαυροειδή κλείνουν οι ταινίες του αφιερώματος, τις οποίες προσεγγίσαμε με χρονολογική σειρά. Το «Love Stories under the Stars» διαρκεί από τις 29 Μαΐου ως τις 11 Ιουνίου. Μπορείτε να μελετήσετε το πρόγραμμα προβολών στην ιστοσελίδα του κινηματογράφου.