Όταν ήταν μικρή, η Γιούλη Γαροφαλάκη διέθετε ένα σπάνιο χάρισμα: μπορούσε να σηκώνει βάρη με ευκολία. Η σωματική της δύναμη την έκανε να ξεχωρίζει. Όταν πια μεγάλωσε και πήρε την απόφαση να γίνει καλλιτέχνης, άρχισε να φωτογραφίζει και να ζωγραφίζει το βάρος που μας περιβάλλει και περνά συχνά απαρατήρητο. Ενώ είναι αναπόσπαστο μέρος του τοπίου και υπάρχει παντού γύρω μας, το βάρος δεν φαίνεται αμέσως. Από την άλλη, το ψυχικό βάρος, που έχει την τάση να φωλιάζει μέσα μας σε ανύποπτο χρόνο, καθιστά το σώμα μας δυσκίνητο και δυσλειτουργικό. Φαινομενικά, το βάρος είναι το αντίθετο της κίνησης. Κι όμως, στη φύση ενίοτε συνυπάρχουν αρμονικά: η ακανόνιστη επιφάνεια ενός βράχου υποδέχεται το νερό, το οποίο συμβολίζει τη ρευστότητα.

 

Το βάρος είναι ακίνητο και σιωπηλό. Σε καθηλώνει. Κι αυτή η αόρατη, μυστική δύναμη του βάρους γοητεύει τη Γιούλη Γαροφαλάκη. Πώς όμως συλλαμβάνεις το βάρος με ζωγραφικά μέσα; Πώς το βάρος γίνεται έργο τέχνης που διεγείρει τη σκέψη και κεντρίζει τη φαντασία; Φωτογραφίζοντας έναν βράχο από κοντινή απόσταση, η καλλιτέχνης μάς καλεί να κοιτάξουμε τη γη από ψηλά, όπως σε μια αεροφωτογραφία. Οι σχισμές του βράχου παραπέμπουν σε ποτάμια, οι εσοχές σε χαράδρες, οι προεξοχές σε βουνά. Μια αδιάφορη λεπτομέρεια, που κανείς δεν την παρατηρεί, περιέχει έναν ολόκληρο κόσμο. Αναζητώντας εμμονικά την έννοια του βάρους μέσα από την εξερεύνηση της πέτρινης ύλης και των υλικών ζωγραφικής, η Γαροφαλάκη δίνει στους θεατές τη δυνατότητα να φανταστούν νέες γεωγραφίες όπου μπορούν να ταξιδέψουν νοερά. Αυτή ήταν και η συμβουλή του Leonardo da Vinci προς τους νέους ζωγράφους, την οποία υιοθέτησε η Ρένα Παπασπύρου με τις «Εικόνες στην ύλη»: κοιτώντας προσεκτικά τους λεκιασμένους τοίχους αναδύονται εικόνες, μορφές και τοπία.

 

Η έκθεση «Σιωπηλό βάρος» περιλαμβάνει έργα φτιαγμένα με διάφορες τεχνικές. Ανήκουν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και δείχνουν την εξελικτική πορεία μιας ζωγράφου που καταπιάνεται με τις υφές των βράχων και των πετρωμάτων. Η γεωλογική φαντασία της Γαροφαλάκη παρουσιάζεται μέσα από γλυπτικές φόρμες, σχέδια, ανάγλυφες ζωγραφικές κατασκευές και ορισμένες ψηφιακές εκτυπώσεις από το πλούσιο φωτογραφικό αρχείο της καλλιτέχνιδας. Όλα τα έργα αποτυπώνουν βραχώδεις επιφάνειες και λειτουργούν ως αφαιρετικές τοπιογραφίες: βράχια από αφρολέξ και χαρτί ζωγραφισμένα με γραφίτη και ενίοτε με λίγο χρώμα, τα οποία γυαλίζουν και μεταλλάσσονται ανάλογα με το φως και τη θέση του θεατή· ανάγλυφα βράχια από χαρτοπολτό και αλλεπάλληλες στρώσεις χαρτιού που θυμίζουν γεωλογικά στρώματα· φωτογραφίες από βράχια στη Γαύδο και στον Ξερόκαμπο, όπου κυριαρχεί το θέμα «μακριά-κοντά»· τελάρα με χαρτιά γκοφρέ, διπλωμένα και τσαλακωμένα, τα οποία μιμούνται την υφή του βράχου· σχέδια με κάρβουνο, γραφίτη, ακρυλικό και κεριά πάνω σε ριζόχαρτα, πανιά και γαζωμένα πετσετάκια· σχέδια δουλεμένα με την τεχνική του φροτάζ απευθείας πάνω σε βράχια στο Πόρτο Ράφτη· σχέδια αφαιρετικά, σε ατελείωτες παραλλαγές, με τα οποία η καλλιτέχνης διαμορφώνει -όπως λέει- «έναν κόσμο συγκεντρωμένο στη μικρή λεπτομέρεια, που μας αποκαλύπτει την αξία του ανεπαίσθητα διαφορετικού.»

 

Η Γαροφαλάκη προσεγγίζει πολυδιάστατα το θέμα της, εξερευνώντας τα όρια των υλικών και αναδεικνύοντας τον εικονογραφικό πλούτο των επιφανειών. Στα έργα της, ιδίως στα σχέδια, αναγνωρίζεις διάφορες υφές και διαδρομές, πυκνώσεις και αραιώσεις. Την ενδιαφέρουν οι διαφορετικές ματιέρες, οι αντιθέσεις «τραχύ και μαλακό», «ελαφρύ και βαρύ» και η δυναμική συνύπαρξή τους. Ήδη από τα πρώτα της έργα, που παρουσίασε στην πτυχιακή της στην ΑΣΚΤ το 2000, η καλλιτέχνης πειραματίζεται με αυτές τις αντιθέσεις και επιχειρεί να μεταφέρει το βάρος και την αίσθηση της πέτρινης επιφάνειας. Τα έργα της ξεγελούν τα μάτια: έργα ογκώδη είναι ελαφριά και έργα μικρότερα σε μέγεθος, όπως τα ανάγλυφα, είναι ασήκωτα. Τα μεγάλα της σχέδια, όπως σημειώνει η ίδια, αποδίδουν μια επιφάνεια σαν επιδερμίδα, όπου η απτικότητα, η τραχύτητα ή η απαλότητα της επιφάνειας παίζουν κυρίαρχο ρόλο. Στο μεταίχμιο μεταξύ σχεδίου και τρισδιάστατου αντικειμένου, τα έργα αυτά ξεδιπλώνουν -και ολοκληρώνουν έτσι- τον χαρακτήρα τους μέσω της αφής.

 

Η Γαροφαλάκη κατανόησε από νωρίς τη θεραπευτική δύναμη της τέχνης και της χειροτεχνίας, τον εκτονωτικό τους χαρακτήρα. Έβλεπε τη μητέρα της να κεντάει και να βγάζει έτσι τα βάρη από πάνω της. Αλλά και η καλλιτέχνης, σε μια δύσκολη περίοδο πένθους, όταν είχε να αντιμετωπίσει το αβάσταχτο βάρος της απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου, βρήκε παρηγοριά στη ζωγραφική. Τα έργα της δεν είναι λοιπόν παρά μια φυσιολογική αντίδραση σε μια προσωπική κατάσταση και σε ένα κοινωνικό φαινόμενο, μια μεταφορά για «όλο το βάρος του κόσμου», για όλα εκείνα τα ανεπιθύμητα, σισύφεια βάρη που κουβαλάμε καθημερινά στο οικογενειακό και εργασιακό περιβάλλον. Η Γαροφαλάκη ξεφορτώνεται τα βάρη της ζωγραφίζοντας, και συγχρόνως ταυτίζεται με το βάρος, γίνεται και η ίδια βράχος. Οι τοπιογραφίες της, με τα χαρακτηριστικά γαιώδη χρώματα, είναι κάτι παραπάνω από επεξεργασμένες επιφάνειες. Όπως τα αγαπημένα της χαϊκού, είναι εικόνες απέριττες και αληθινές: «σύμβολα αντοχής, πείσματος και σιωπής, μια διαρκής υπενθύμιση της γης», «μια σιωπηλή ποίηση, γραμμένη στη γη». Η Γαροφαλάκη ισχυρίζεται πως δεν έχει δυνατή φωνή, όμως η δουλειά της παράγει μια ισχυρή οπτική φωνή. Η τέχνη της εμπερικλείει μια δύναμη σιωπηλή, σκληρή και σιωπηλή, όπως ένας βράχος που στέκει ακίνητος στον χρόνο και περιμένει το χάδι σου.

Χριστόφορος Μαρίνος, Ιστορικός τέχνης και επιμελητής

 

Η Γιούλη Γαροφαλάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ηράκλειο Κρήτης. Σπούδασε Οπτική Επικοινωνία στη σχολή Βακαλό με δασκάλους την Ελένη Βακαλό, τον Πάνο Χαραλάμπους, τον Μάριο Σπηλιόπουλο, τον Θανάση Στεφόπουλο, τον Νικόλα Κληρονόμο, τον Εδουάρδο Σακαγιάν, τον Τάσο Ματζαβίνο κ.ά. Στον Όμιλο Τέχνης και Φιλοσοφίας συνέχισε τις σπουδές της στη ζωγραφική και στη γλυπτική με δασκάλους την Ρουμπίνα Σαρελάκου και τον Κυριάκο Ρόκο, και στη συνέχεια παρακολούθησε σεμινάρια σκηνογραφίας με την Μαρία Χανιωτάκη, κατασκευή θεατρικής μάσκας και μαριονέττας με τον Μάνο Ποντικάκη και κόσμημα με την Λίλα ντε Τσάβες. Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με δάσκαλο τον Xρόνη Μπότσογλου και σκηνογραφία με τον Γιώργο Ζιάκα. Φοίτησε μέσω Erasmus στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης Facultat de Belles Arts. Έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, και έχει πραγματοποιήσει ατομική έκθεση με τίτλο «Κίνηση-Ακινησία» στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.