Από το Τοστ Σπέσιαλ του κυρίου Βαγγέλη έχουν περάσει πρωθυπουργοί, αθλητές και ηθοποιοί

Σε ένα ιστορικό τοστάδικο της Θεσσαλονίκης Facebook Twitter
Άνοιξαν πάρα πολλά τέτοια μαγαζιά στη Θεσσαλονίκη, αλλά έχουν κλείσει όλα. Το μοναδικό που έχει μείνει είναι το δικό μου. Φωτ.: Όλγα Δέικου/LIFO
0

Είναι αδύνατο άνθρωπος της Θεσσαλονίκης που έχει δει παράσταση, ταινία ή φεστιβάλ στο Ράδιο Σίτυ ή καλλιτέχνης που έχει εμφανιστεί εκεί να μη γνωρίζει το Τοστ Σπέσιαλ του κυρίου Βαγγέλη, ένα θρυλικό μαγαζί της πόλης που σε δύο χρόνια κλείνει τα 50, λειτουργώντας χωρίς διακοπή. Το μικροσκοπικό τοστάδικο που είναι ξεχασμένο από τον χρόνο –έχει μείνει κάπου στη δεκαετία του ’70 (άνοιξε το 1975)– έχει την ποιότητα μιας άλλης εποχής, έναν ιδιοκτήτη που κυριολεκτείς όταν τον χαρακτηρίζεις gentleman και τόσο ιδιαίτερους θαμώνες, που αισθάνεσαι ότι είσαι όντως κάπου ξεχωριστά.

Ο κύριος Βαγγέλης (Θεοδώρου) έχει διατηρήσει ευλαβικά την ατμόσφαιρα που είχε το μαγαζί του όταν το άνοιξε: το ξύλο παντού, το μπαρ με τα ουίσκι, το ψυγείο-βιτρίνα που δημιουργεί νοσταλγία για τις στιγμές που έχεις ζήσει σε ανάλογα μαγαζιά ως παιδί. Η μυρωδιά στον χώρο (φρυγανισμένο ψωμί με καμένο βούτυρο και τυρί) είναι ακαταμάχητη. «Σε δύο χρόνια συμπληρώνω πενήντα χρόνια εδώ μέσα και δεν σκέφτηκα ποτέ να κλείσω το μαγαζί», λέει, «ήταν πάρα πολύ καλά χρόνια αυτά που έζησα.

Είναι απέναντι από το Ράδιο Σίτυ και αυτό με βοηθάει πάρα πολύ. Από εδώ μέσα έχει περάσει όλη η Ελλάδα, φοιτητές, υπουργοί, βουλευτές, πρωθυπουργοί, ηθοποιοί, σκηνοθέτες, μουσικοί, οι πάντες. Το 1980 και το 1990 είχα μόνιμους πελάτες την Ιατρική Στρατιωτική Σχολή Θεσσαλονίκης, γιατί τότε δεν υπήρχαν κινητά και τηλεοράσεις και έρχονταν εδώ κάθε Κυριακή για να δουν την “Αθλητική Κυριακή”. Παπανδρέου, Μητσοτάκης, ο Χατζηπαναγής έρχεται τουλάχιστον δύο με τρεις φορές την εβδομάδα ανελλιπώς απ’ όταν ήρθε στην Ελλάδα. Το ίδιο και ο Γκάλης, όταν ήταν εδώ, στη Θεσσαλονίκη, και όλοι οι ποδοσφαιριστές όλων των ομάδων. Ο κόσμος που έρχεται είναι όλων των τάξεων και όλων των ηλικιών, από φοιτητές μέχρι μεγαλοεπιστήμονες. Oι περισσότεροι είναι καθηγητές πανεπιστημίου, όπως ο κύριος γιατρός δίπλα σου, η κυρία δικηγόρος που κάθεται απέναντι, ο κύριος συνδικαλιστής στο εργατικό κίνημα της ΓΣΕΕ που κάθεται μαζί της. Έχουμε όλη την γκάμα».

Το “αμερικάνικο” (το πιο γνωστό και σταθερό τοστ του μαγαζιού) καθιερώθηκε από τους παίκτες του Άρη το 1980. Είναι ένα τοστ γεμάτο υλικά, που σήμερα περιέχει καπνιστό τυρί Μετσόβου, καπνιστή μπριζόλα, αυγό, μανούρι, μπέικον, σαλάμι αέρος και σαλάτα.    

Αυτό το ετερόκλητο κοινό που μπαίνει στο μαγαζί του έρχεται κυρίως για έναν λόγο, το καταπληκτικό τοστ του, το τελευταίο αυτής της ποιότητας που μπορείς να βρεις στην πόλη, χορταστικό και απολαυστικό, με κλασικές γεύσεις που παραμένουν ίδιες εδώ και δεκαετίες.

Σε ένα ιστορικό τοστάδικο της Θεσσαλονίκης Facebook Twitter
Τα παιδιά μου δεν θέλουν να συνεχίσουν, όσο ζω εγώ θα φτιάχνω τοστ. Έχω κι ένα κρεβατάκι εδώ για να κοιμάμαι στα γεράματα, για να μην χρειάζεται να μετακινούμαι. Φωτ.: Όλγα Δέικου/LIFO
Σε ένα ιστορικό τοστάδικο της Θεσσαλονίκης Facebook Twitter
Μεγάλη σημασία για να φτιάξεις καλό τοστ έχουν και οι τοστιέρες. Αυτές που χρησιμοποιώ δεν μπορώ πλέον να τις βρω, είναι από ειδικό μαντέμι, φτιαγμένες σε ένα γερμανικό εργοστάσιο που έκλεισε το 1993. Φωτ.: Όλγα Δέικου/LIFO

«Το τοστ μου είναι διάφορα είδη», λέει, «το μυστικό είναι στο ψωμί, που το περιποιούμαι ιδιαίτερα (σ.σ. εννοεί το βουτύρωμα), και στα υλικά, που κόβονται εκείνη την ώρα». Στο ψυγείο του τα τυριά και τα αλλαντικά είναι σε μεγάλα κομμάτια, άκοπα.   

«Όταν άνοιξα, πουλούσα από 300 μέχρι 500 τοστ την ημέρα και τώρα πουλάω από 30 μέχρι 50» λέει. «Άλλαξαν οι διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων, κι αυτά που τρώνε είναι όλα καρκινογόνα. Δεν γίνεται να πουλάς έτοιμο φτιαγμένο σάντουιτς και να το έχεις τρεις και τέσσερις μέρες στο ψυγείο. Αν αφήσεις μία φέτα ζαμπόν στο ψυγείο δύο μέρες, την τρίτη πρέπει να την πετάξεις, και στα ψυγεία κρατάνε τα σάντουιτς οχτώ μέρες. Και αυτό το δίνεις να το φάνε παιδιά. Δεν είναι καν ζαμπόν αυτό, είναι ζαμπονέλα, που βάζουν τρίματα από χοιρινά κρέατα, ό,τι να ’ναι.  

Πάντα χρησιμοποιούσα τα καλύτερα υλικά, και πάντα ήταν φρέσκα, κι εγώ εδώ και τουλάχιστον σαράντα χρόνια τρώω κάθε βράδυ ένα τοστ με καπνιστό τυρί Μετσόβου, βούτυρο κι ένα απλό αλλαντικό. Βάζω κυρίως ζαμπόν.  

Μεγάλη σημασία για να φτιάξεις καλό τοστ έχουν και οι τοστιέρες. Αυτές που χρησιμοποιώ δεν μπορώ πλέον να τις βρω, είναι από ειδικό μαντέμι, φτιαγμένες σε ένα γερμανικό εργοστάσιο που έκλεισε το 1993. Έκτοτε αυτές που βγαίνουν, οι καινούργιες, είναι από τεφάλ, δεν ψήνουν το τοστ στο εσωτερικό του, ψήνουν μόνο το ψωμάκι, ενώ οι μαντεμένιες είναι πολύ βαριές και για αυτό ψήνεται το τοστ ομοιόμορφα, μέχρι μέσα. Παίζει πολύ μεγάλο ρόλο η τοστιέρα. Δοκίμασα να βάλω καινούργιες, αλλά επέστρεψα στις παλιές που τις έχω 48 χρόνια. 

Πάντα ερχόταν εδώ και έρχεται ακόμα όλος ο θίασος μετά από μια παράσταση, 30-40 άτομα και τρώνε τοστ. Τη μεγαλύτερη ατραξιόν την έκανε ο Σταύρος Ξαρχάκος πρόσφατα, που έδωσε είκοσι παραστάσεις και ερχόταν εδώ κάθε βράδυ όταν τελείωναν και καθόταν μέχρι τις εφτά το πρωί, μαζί με όλους τους μουσικούς, είκοσι άτομα. Ανοίγω στις 9 το πρωί και δεν έχω ωράριο, μπορεί να φύγω στις 10 το βράδυ, όπως χθες, αλλά, αν έχει παρέες, μπορεί να ξενυχτήσω.  

Σε ένα ιστορικό τοστάδικο της Θεσσαλονίκης Facebook Twitter
Φωτ.: Όλγα Δέικου/LIFO

Από εδώ πέρασαν όλοι οι αγαπημένοι ηθοποιοί από το 1975 μέχρι σήμερα, ο Σταύρος Παράβας και η Σπεράντζα Βρανά, που ήταν υπέροχοι άνθρωποι, η Καρέζη, ο Κατράκης, η Βουγιουκλάκη, ο Παπαμιχαήλ…  

Το “αμερικάνικο” (το πιο γνωστό και σταθερό τοστ του μαγαζιού) καθιερώθηκε από τους παίκτες του Άρη το 1980. Όταν πήγαιναν για προπόνηση έτρωγαν από δυο-τρία τοστ και επειδή δεν χόρταιναν, μου είπαν κάποια στιγμή “να μας κάνεις ένα αμερικάνικο”, και καθιερώθηκε. Είναι ένα τοστ γεμάτο υλικά, που σήμερα περιέχει καπνιστό τυρί Μετσόβου, καπνιστή μπριζόλα, αυγό, μανούρι, μπέικον, σαλάμι αέρος και σαλάτα.  

Παλιά πουλούσαμε περισσότερο το κασέρι και λουκάνικο ή κασέρι και ζαμπόν, τώρα διαλέγουν ποικιλία από υλικά, βάζουν και χορταρικά μέσα, αυγά, παλιά δεν έτρωγαν αυγό, τώρα αυγό ζητάνε οι μισοί γιατί έχει καλές πρωτεΐνες. Βράζεται και καθαρίζεται καθημερινά μπροστά στον πελάτη, κι έχω κατανάλωση αρκετή. Το μεσημέρι βάζουμε και κανένα μεζεδάκι με τσίπουρο από τη Νάουσα, πολύ ωραίο, τις Δευτέρες έχουμε και κανένα φρέσκο ψαράκι». 

Ο κύριος Βασίλης κατάγεται από το Μενίδι Αιτωλοακαρνανίας, «ένα χωριό που βρίσκεται κοντά στην Αμφιλοχία και στην Άρτα» εξηγεί. «Στη Θεσσαλονίκη ήρθα γιατί ήμουν στον ΕΟΜΕΧ, διορίστηκα εδώ στο υπουργείο Βιομηχανίας. Πριν γίνω δημόσιος υπάλληλος, έπλενα πιάτα στη Νέα Υόρκη για δύο χρόνια, ήμουν ναυτικός. Το χωριό μου είναι τουριστικό, παραθαλάσσιο, με μαρίνα και λιμάνι. Τα καλοκαίρια σαν μαθητής του δημοτικού πουλούσα κέικ και ξηρούς καρπούς, όλο το καλοκαίρι, και μάζευα περισσότερα χρήματα απ’ αυτά που μάζευε ο πατέρας μου όλο τον χρόνο. Από κει ξεκίνησα, πήγα ναυτικός, ταξίδεψα, έμεινα στην Αμερική δυο χρόνια, γύρισα, έγινα δημόσιος υπάλληλος, και μετά άνοιξα αυτό εδώ το μαγαζί. 

Σε ένα ιστορικό τοστάδικο της Θεσσαλονίκης Facebook Twitter
Ο κόσμος που έρχεται είναι όλων των τάξεων και όλων των ηλικιών, από φοιτητές μέχρι μεγαλοεπιστήμονες. Φωτ.: Όλγα Δέικου/LIFO
Σε ένα ιστορικό τοστάδικο της Θεσσαλονίκης Facebook Twitter
«Όταν άνοιξα, πουλούσα από 300 μέχρι 500 τοστ την ημέρα και τώρα πουλάω από 30 μέχρι 50». Φωτ.: Όλγα Δέικου/LIFO

Το τοστ ήταν ευρωπαϊκή πατέντα. Υπήρχαν στο Λονδίνο μαγαζιά που πουλούσαν σάντουιτς και τοστ, έτσι ξεκίνησε. Άνοιξαν πάρα πολλά τέτοια μαγαζιά στη Θεσσαλονίκη, αλλά έχουν κλείσει όλα. Το μοναδικό που έχει μείνει πλέον είναι το δικό μου. Είναι το πιο παλιό μαγαζί της Θεσσαλονίκης. Τα παιδιά μου δεν θέλουν να συνεχίσουν, όμως όσο ζω θα φτιάχνω τοστ. Έχω κι ένα κρεβατάκι, για να κοιμάμαι εδώ στα γεράματα, για να μη χρειάζεται να μετακινούμαι.

Αγαπώ πάρα πολύ τη δουλειά μου, την κάνω πάρα πολύ προσεκτικά και ο κόσμος ανταποκρίνεται. Είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένος. Ζήσαμε καλές στιγμές εδώ μέσα, λεφτά πήραμε, καλή ζωή κάναμε, όλα καλά. Και θα είμαι εδώ όσο αντέχω». 

Τοστ Σπέσιαλ, Παρασκευοπούλου 12, 231 0835501

Γεύση
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Οι γεύσεις του καλοκαιριού που φυλάξαμε για το χειμώνα

Γεύση / Φρυγανισμένα, λιόκαφτα, παστά, ξιδάτα: Έτσι μένει η γεύση του καλοκαιριού

Η τέχνη της συντήρησης των τροφών πάει χιλιάδες χρόνια πίσω και έχει ακόμα λόγο ύπαρξης γιατί μεταμορφώνει τα υλικά σε κάτι άλλο. Και αυτό το «άλλο» έχει γαστρονομική και συναισθηματική αξία.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
Το πρώτο ελληνικό ουίσκι: Όταν μια παρέα φίλων εμφιάλωσε το όνειρό της

Radio Lifo / Aυτό είναι το πρώτο ελληνικό ουίσκι

Μια ομάδα εννέα φίλων, χωρίς καμία επαγγελματική σχέση με την ποτοποιία, κατάφερε με πείσμα και πολλή αγάπη για το ουίσκι να δημιουργήσει το πρώτο ελληνικό single malt whisky. Δύο από αυτούς, ο Γιάννης Χριστοφορίδης και ο Ντίνος Οικονομόπουλος, μιλούν στη Μερόπη Κοκκίνη γι' αυτό το «ταξίδι» από το κριθάρι και το νερό του Ταΰγετου μέχρι τα βαρέλια vinsanto και τις αμέτρητες δυσκολίες.
ΜΕΡΟΠΗ ΚΟΚΚΙΝΗ
«Το 2025 είναι εξαιρετική χρονιά για τον οινολόγο, ο καλλιεργητής όμως κλαίει»

Το κρασί με απλά λόγια / «Το 2025 είναι εξαιρετική χρονιά για τον οινολόγο, ο καλλιεργητής όμως κλαίει»

Πώς κύλησε ο φετινός τρύγος σε διαφορετικές γωνιές του κόσμου; Από τον βορρά ως τον νότο της Ελλάδας, αλλά και σε εμβληματικές περιοχές όπως το Μπορντώ, η Βουργουνδία και η Μεντόζα, οι Έλληνες οινολόγοι καταθέτουν την εμπειρία τους και μιλούν για τις προκλήσεις που φέρνει η κλιματική αλλαγή.
THE LIFO TEAM
Το Χάνι της Ρέρεσης είναι ένα από τα τελευταία της Ελλάδας

Γεύση / Παγόνια, αντίκες και μαγειρευτά σε ένα χάνι που αντέχει στον χρόνο

Το Χάνι της Ρέρεσης, ένα από τα τελευταία της Ελλάδας, παραμένει ανοιχτό για ταξιδιώτες και ντόπιους, με την κυρία Νίτσα να κρατά ζωντανή την παράδοση της φιλοξενίας σε ένα μαγειρείο που θυμίζει λαογραφικό μουσείο.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
47’ στο Hygge με την Anne Meurling

Γεύση / Hygge: Ένας φούρνος που μυρίζει θαλπωρή στην Ιπποκράτους

Με νοσταλγία για τις συνταγές της πατρίδας της, μια Σουηδέζα φτιάχνει ψωμί, γλυκά, αέρινο βούτυρο και άψογη μηλόπιτα, δημιουργώντας ατμόσφαιρα βόρειας Ευρώπης - μόλις δυο βήματα από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας.
M. HULOT
«Μα πώς γεμίζει αυτή η τρύπα;»: Πριν από 40 χρόνια, τα «Δυο Λουξ» ξάφνιασαν τα Χανιά

Θρυλικά Μπαρ / «Μα πώς γεμίζει αυτή η τρύπα;»: Πριν από 40 χρόνια, τα «Δυο Λουξ» ξάφνιασαν τα Χανιά

Ξέρετε πολλές τσαγερί που να έχουν εξελιχθεί σε ολοήμερα στέκια, να έχουν μισθώσει λεωφορεία για να δουν οι θαμώνες τους μια έκθεση σε άλλον νομό ή να βγάζουν μια βάρκα γεμάτη με μελομακάρονα για κέρασμα στον δρόμο; Και όμως, αυτό το μέρος υπάρχει και έχει ξενυχτήσει γενιές στο λιμάνι των Χανίων.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Χταπόδι με σύκα: Μια για πολλούς άγνωστη και σίγουρα απρόσμενη συνταγή

Γεύση / Χταπόδι με σύκα: Μια για πολλούς άγνωστη και σίγουρα απρόσμενη συνταγή

«Όπου υπάρχουν συκιές, λίγο πιο πέρα αρχίζουν τα βότσαλα και μετά η Μεσόγειος και μετά το χταπόδι. Και κάπου, σ’ ένα πανηγυρικό τραπέζι, συναντώνται το χταπόδι και τα σύκα. Μαγειρεμένο το χταπόδι, μαγειρεμένα και τα λιόκαφτα, ξερά σύκα».
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
Η ιεροτελεστία του πανηγυρικού πιλαφιού του Δεκαπενταύγουστου στο Καρπάθιο

Γεύση / Tα πιλάφια του Δεκαπενταύγουστου: Έτσι τιμούν τη μεγάλη γιορτή σε Κάσο και Κάρπαθο

Ακολουθώντας τελετουργικό χρόνων, στήνουν καζάνια πάνω σε φωτιές και φτιάχνουν πιλάφι, κρέας κοκκινιστό και τηγανητές πατάτες για να τιμήσουν τη μεγαλύτερη γιορτή του καλοκαιριού.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ