Η Ευδοκία τραγουδάει ακόμα

Η Ευδοκία τραγουδάει ακόμα Facebook Twitter
Η «Ευδοκία» μοιάζει καμωμένη από ήλιο και χώμα και έρχεται καταπάνω σου με την ορμή ενός φυσικού φαινομένου και όχι μιας κινηματογραφικής ταινίας.
0

«Μία ταινία σημαδιακή στην πορεία του ελληνικού κινηματογράφου. Μια ταινία που χρειαζόμαστε»Κώστας Πάρλας, «Το Βήμα» (14/12/1971)

«Δουλειά πραγματικά κριτική και, ταυτόχρονα, ατίθαση… Κωμικό και τραγικό μαζί, καθησυχαστικό και ανησυχητικό, σκανδαλώδες και επαναστατικό…»Μισέλ Δημόπουλος, «Σύγχρονος Κινηματογράφος» (τεύχος Ιουλίου – Σεπτεμβρίου, 1971)

«Για μια φορά, ο ελληνικός κινηματογράφος προσέχει επιτέλους τη ζωή και τη μιμείται δημιουργικά, αντιλαμβάνεται δηλαδή ότι και στον κινηματογράφο όπως και στη ζωή, οι άνθρωποι πολλές φορές άλλα λένε και άλλα εννοούνε, και πως το "σ’ αγαπώ" δεν λέγεται πάντα με λιγωμένα μάτια, ή συνοδεία βιολιών» — Ροζίτα Σώκου, «Ακρόπολις», (14/12/1971)

«Το γεγονός και μόνο πως τούτη η ταινία σε υποχρεώνει να σκεφτείς πολύ και σοβαρά, της δίνει αυτόματα μια ποιότητα εξαιρετικά δυσεύρετη στον ελληνικό κινηματογράφο»Βασίλης Ραφαηλίδης, «Σύγχρονος Κινηματογράφος» (τ.16 – 1971)

«Πρέπει να έχεις κουλτούρα, να έχεις ασκηθεί πολύ στον εντοπισμό της “ελληνικότητας”, και αισθητική που να πηγάζει από τον Θεόφιλο, τον Τσαρούχη και τον Καραγκιόζη, για να δεις το τοπίο της αθηναϊκής συνοικίας, όπως το είδε ο Δαμιανός στην Ευδοκία»Κώστας Σταματίου, «Τα Νέα» (14/12/1971)

Η Ευδοκία τραγουδάει ακόμα Facebook Twitter
Ο Δαμιανός έκανε κινηματογράφο χωρίς ο ίδιος να ήταν «επαγγελματίας» κινηματογραφιστής – και αυτό ήταν το μεγάλο του προτέρημα. 

Με τόσα και τόσα που έχουν γραφτεί, θα έλεγε κανείς πως δεν υπάρχει κάτι που να μην έχει ειπωθεί για την «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού. Κι αυτά τα λόγια όμως, μοιάζουν σήμερα κάπως απομακρυσμένα από τα καθ' ημάς. Ας πούμε, τι συνιστά ο όρος «ελληνικότητα» στις μέρες μας; Τι είναι σε θέση να αντιληφθούν οι νεότεροι σινεφίλ, βλέποντας την «Ευδοκία» σήμερα; Μα τι λέω, εδώ και δεκαετίες, δεν μπορούσαν καν να τη δουν όπως θα έπρεπε. Είχαμε μονάχα τις αποθεωτικές μαρτυρίες των κριτικών της εποχής – και όχι την ταινία την ίδια.

Υπερβολή, θα μου πείτε: Υπάρχει ολόκληρη στο YouTube (τι τραγωδία κι αυτή…).

Βάζω μια παρένθεση: Τα χρόνια που δίδασκα στη Σχολή Σταυράκου, επειδή οι ώρες των μαθημάτων ήταν λίγες, καλούσα τους μαθητές σπίτι μου κάθε βράδυ Πέμπτης, όπου αράζαμε, ενίοτε και μέχρι τα ξημερώματα, βλέποντας ταινίες, ακούγοντας μουσικές και κάνοντας κουβέντα – φυσικά για σινεμά, δηλαδή για τα πάντα. Κλεμμένη η τακτική, το έκανε ο Κώστας Τριπολίτης όταν σπούδαζα εκεί, και ήταν κάτι που ήθελα να εφαρμόσω ο ίδιος.

Στις συναντήσεις αυτές με τους μαθητές μου λοιπόν, συνειδητοποίησα (μεταξύ πολλών άλλων) πως τα άθλια beta masters όλων των κλασικών ελληνικών ταινιών είχαν απωθήσει γενιές ολόκληρες από το ελληνικό σινεμά.

«Για ποια αριστουργήματα μιλούν όλοι αυτοί οι κριτικοί» με ρωτούσαν. «Αφού οι ταινίες δεν βλέπονται». Είχαν δίκιο – στ' αλήθεια δεν βλεπόντουσαν έτσι όπως είχαν καταντήσει, ξεθωριασμένες, βρόμικες στην όψη, φαντάσματα των ταινιών που κάποτε υπήρξαν, ολοκληρωτικά εγκαταλελειμμένες στη μοίρα τους από κάθε κρατικό παράγοντα, ανεβασμένες όπως-όπως στο YouTube, συνήθως από προβολές τους στην κρατική τηλεόραση, σε ακόμα πιο φτωχή ποιότητα. 

Η προσπάθεια αυτή της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου δεν είναι απλά αξιέπαινη. Είναι σωτήρια. Η διοργάνωση «Χώρα, σε βλέπω» αφήνει πίσω της ήδη ένα ισχυρό αποτύπωμα, το οποίο όμως αποτελεί συνάμα και αφετηρία διαλόγου.

Όμως το περασμένο Σάββατο, χάρη σε μια υπέροχη πρωτοβουλία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε την «Ευδοκία» όπως δεν την είχαμε ξαναδεί ποτέ.

Τόσα είχαμε διαβάσει πια για την όψη της ταινίας, για τον ήλιο που «έκαιγε» τα πρόσωπα των ηρώων της, την ελληνική γη που ποτέ άλλοτε δεν είχε αποτυπωθεί σε φιλμ με τέτοια πιστότητα, τη «χωματένια» της ποιότητα. Μάταιος κόπος: τίποτε απ’ όλα αυτά δεν είχε επιβιώσει στις κιτρινωπές κόπιες που πετυχαίναμε μια στο τόσο στην ΕΡΤ ή το κανάλι της Βουλής (και φυσικά, τα ίδια τα κανάλια δεν έφεραν καμία ευθύνη για την κατάντια τους). 

Ε, λοιπόν, είχαν όλοι δίκιο: Η ταινία έλαμψε στη μεγάλη οθόνη που στήθηκε στον Κήπο της Πειραιώς 260, εκεί όπου δηλαδή διεξάγεται το πρώτο μέρος του αφιερώματος «Χώρα, σε βλέπω», όπου, εκτός των άλλων, φιγουράρουν και 30 ελληνικές ταινίες, ψηφιακώς αποκατεστημένες και επιμελημένες από την ΕΑΚ. 

Πριν προχωρήσω στην εμπειρία του να παρακολουθείς την «Ευδοκία» όπως θα επιθυμούσε ο σκηνοθέτης της, οφείλω να υπογραμμίσω πως η αποκατάσταση της θα πρέπει να ήταν μια, κυριολεκτικά, εφιαλτική διαδικασία – και θα εξηγήσω αμέσως τους λόγους.

Σχεδόν τα πάντα, από τεχνικής απόψεως, είναι «λάθος». Υπάρχουν «καμένες» άκρες φιλμ (που σκάνε στο τέλος μιας λήψης) αφημένες μέσα στο σώμα της ταινίας, η τονικότητα του χρώματος πολλές φορές αλλάζει από πλάνο και πλάνο, συχνά εντός της ίδιας σκηνής, ενώ ο ήχος δείχνει ασύγχρονος (και πώς θα μπορούσε να μην είναι, έτσι όπως γυρίστηκε στην αγγλική γλώσσα). 

Όμως, αυτά τα «λάθη» για κανέναν λόγο δεν θα έπρεπε να διορθωθούν!

Η Ευδοκία τραγουδάει ακόμα Facebook Twitter
Μοιάζει να αποκτά μια μεταφυσική διάσταση αυτή η ταινία.

Η «Ευδοκία» μοιάζει καμωμένη από ήλιο και χώμα και έρχεται καταπάνω σου με την ορμή ενός φυσικού φαινομένου και όχι μιας κινηματογραφικής ταινίας. Όλα αυτά τα «ελαττώματα» στα χέρια του Δαμιανού γίνονται πολύτιμα εργαλεία, καθώς είναι εντέλει εκείνα που δυναμιτίζουν τις αρχέτυπες μορφές του, εκτοξεύοντας τες πέρα από την arte-povera ή τη μοντέρνα τέχνη (όρος που χρησιμοποιείται συχνά ως άλλοθι πάσης κακοτεχνίας). Βλέπετε, ο Δαμιανός έκανε κινηματογράφο χωρίς ο ίδιος να ήταν «επαγγελματίας» κινηματογραφιστής – και αυτό ήταν το μεγάλο του προτέρημα. 

Ο Κώστας Σταματίου, σε εκείνη την κριτική του, αναφέρει χαρακτηριστικά:

«Στο διάβολο η “τεχνική τελειότητα”, η “στιλπνή αφήγηση”, η “άψογη σκηνοθεσία”, τα στούντιο, οι προβολείς τους, οι “σταρ” τους – να πάνε και να μην ξανάρθουν. Αδέξιος, μπρούτος-γηγενής, ο Αλέξης Δαμιανός μπορεί να “μην ξέρει” αλλά “κάνει κινηματογράφο”. Με τη λύσσα του. Ας τον βοηθήσουμε να συνεχίσει».

Χωρίς πλάκα, προσπαθήστε να φανταστείτε την «Ευδοκία» διορθωμένη από έναν ενθουσιώδη τεχνικό: Η χωματένια ποίησή της θα είχε καταστραφεί ολοσχερώς. Για να το πάω στη μουσική, θα ήθελε κανείς να ακούσει Dead Moon, τους θεούς του lo-fi garage, σε Dolby 5.1; 

Ως εκ τούτου, ο υπεύθυνος αποκατάστασης του φιλμ (την οποία επιμελήθηκε ο σκηνοθέτης και μουσικός Γιάννης Βεσλεμές), έχοντας πάντοτε ως οδηγό του τις διασωθείσες κόπιες, αλλά και τις μαρτυρίες της οικογένειας του δημιουργού, έπρεπε όχι μόνο να αποκαταστήσει τα λάθη, αλλά και να επιδιορθώσει όλες τις ατέλειες που προέκυψαν από τη φυσική φθορά του σελιλόιντ. Άλλο να το γράφω, άλλο να το διαβάζετε, άλλο να κουβαλάς στους ώμους σου μια τέτοια ευθύνη.

Πρέπει όμως να τα κατάφερε, γιατί η ταινία τελείωσε και εγώ αισθανόμουν πως είχε περάσει από πάνω μου ένα τρένο. Η αρχέγονη δύναμη της, που μοιάζει να υψώνεται μέσα από την ίδια κοσμική δεξαμενή απ’ όπου ξεπήδησαν οι αρχαίες τραγωδίες, σε πλημμυρίζει πριν προβάλεις την παραμικρή αντίσταση. Τα δε χρώματα της αποκατεστημένης κόπιας είναι τόσο «ζωντανά» που της προσδίδουν μια τρισδιάστατη ποιότητα – υπήρξαν πολλές στιγμές που έμεινα, κυριολεκτικά, με το στόμα ανοιχτό.

Ναι, μοιάζει να αποκτά μια μεταφυσική διάσταση αυτή η ταινία, όπως ακριβώς αποκτά μεταφυσική διάσταση η ίδια η Ελλάδα μέσα από το έργο του Ελύτη – αυτό το συγκρουσιακό πεδίο δηλαδή όπου η λαϊκή παράδοση κονταροχτυπιέται με τον αρχαιοελληνικό και τον βυζαντινό πολιτισμό.

Η Ευδοκία τραγουδάει ακόμα Facebook Twitter
Ήρωες σαν τον Γιώργο και την Ευδοκία που πολύ συχνά «άλλα λένε, κι άλλα κάνουν», σπάνε το ηθικό φράγμα «ασφάλειας» που έχει στηθεί από το αμερικάνικο (και, πολύ συχνά, το ευρωπαϊκό – ακόμα και το φεστιβαλικό) σινεμά.



Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος είχε άλλωστε τεκμηριώσει, σε παλαιότερη συνέντευξή του, πως οι δυο πόλοι της αισθητικής ανάπτυξης του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου είναι, επιγραμματικά, «η Ελλάδα του Σεφέρη και η Ελλάδα του Ελύτη».

Αν το έργο του «Τεό» εκπροσώπησε με επιμονή την πρώτη, ο Δαμιανός παραδόθηκε ολοκληρωτικά στην δεύτερη.

Και εδώ έρχεται η απορία που διατύπωσα στην αρχή του κειμένου: Τι είναι σε θέση να αντιληφθούν οι νεότεροι σινεφίλ, βλέποντας την «Ευδοκία» σήμερα;

Στην προβολή που παρακολούθησα, μια μερίδα του κοινού έδειξε να μην παίρνει τοις μετρητοίς τους γλωσσικούς ιδιωματισμούς των ηρώων (χωρίς μάλιστα να συγκρατεί πάντα τα γέλια της), συνηθισμένη ίσως να τη συναντά σε χαρακτήρες γλαφυρούς και γελοίους, όπως αυτούς που συναντάμε, για παράδειγμα, στην «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» του Γιάννη Οικονομίδη. 

Αυτό φυσικά είναι προβληματικό, και αναφορικά με τον Δαμιανό (οι χαρακτήρες αυτοί είναι τόσο καθαροί και τίμιοι που τους αξίζει μια καλύτερη αντιμετώπιση σε προσωπικό, πλέον, επίπεδο), αλλά και αναφορικά με τον ίδιο τον Οικονομίδη (ο Γιάννης δεν αποστρέφεται αυτή την Ελλάδα, κι αν, ανά στιγμές, δείχνει να χρησιμοποιεί κοροϊδευτικά αυτούς τους κώδικες, το κάνει ακριβώς για να καταγράψει αυτή την πτώση, αυτή την αποκοπή). 

Επίσης, ήρωες σαν τον Γιώργο και την Ευδοκία που πολύ συχνά «άλλα λένε, κι άλλα κάνουν», σπάνε το ηθικό φράγμα «ασφάλειας» που έχει στηθεί από το αμερικάνικο (και, πολύ συχνά, το ευρωπαϊκό – ακόμα και το φεστιβαλικό) σινεμά, αυτό το μανιχαϊστικό δραματουργικό τερέν δηλαδή, που έχει πλέον επιβληθεί συλλογικά, με καταστροφικά αποτελέσματα.

Αλλά αυτό αποτελεί αφετηρία μιας άλλης κουβέντας, που ίσως θα ήταν καλό να την ξεκινήσει κάποιος άλλος, πιο αρμόδιος από εμένα.

Προσωπικά, ανυπομονώ να δω κι άλλες αποκατεστημένες ελληνικές ταινίες σε μεγάλη οθόνη. Μπορώ να σκεφτώ ήδη μια σειρά τίτλων: «Άγγελος» του Γιώργου Κατακουζηνού, «Η κάθοδος των εννιά» του Χρήστου Σιοπαχά, «Απόντες» & «Βασιλιάς» του Νίκου Γραμματικού, «Ο φόβος» του Κώστα Μανουσάκη (όσα λιγότερα πούμε για την «αποκατάσταση» της που κυκλοφορεί – και που πρόσφατα πρόβαλε στο YouTube το Ίδρυμα Ωνάση τόσο το καλύτερο), «Ιωάννης ο Βίαιος» της Τώνιας Μαρκετάκη, «Λάβετε θέσεις» του Θόδωρου Μαραγκού, «Οι δρόμοι της αγάπης είναι νυχτερινοί» της Φρίντας Λιάππα…

Θα μου πείτε, σου χαρίζουν γάιδαρο και τον κοιτάς στα δόντια. 

Γιατί η προσπάθεια αυτή της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου δεν είναι απλά αξιέπαινη. Είναι σωτήρια. Η διοργάνωση «Χώρα, σε βλέπω» αφήνει πίσω της ήδη ένα ισχυρό αποτύπωμα, το οποίο όμως αποτελεί συνάμα και αφετηρία διαλόγου. Πετυχαίνει, δηλαδή, στο έπακρο τον σκοπό της και, ταυτοχρόνως, διασώζει ένα σημαντικό κομμάτι της κινηματογραφικής μας ιστορίας, σε μια χώρα που, δυστυχώς, ειδικεύεται στην περιφρόνηση της πολιτιστικής της κληρονομιάς. 

Ας μην τελειώσει εδώ. 

Οι προβολές του αφιερώματος «Χώρα, σε βλέπω» συνεχίζονται στον Κήπο της Πειραιώς 260.

Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το άρθρο προέρχονται από την αποκατεστημένη κόπια της «Ευδοκίας». Ευχαριστώ τη Φαίδρα Βόκαλη για την παραχώρηση τους. 


 

Οθόνες
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Ο λοχίας της "Ευδοκίας" Γιώργος Κουτούζης αφηγείται πώς γυρίστηκε η θρυλική ταινία του Δαμιανού

Οθόνες / Ο λοχίας της «Ευδοκίας» Γιώργος Κουτούζης αφηγείται πώς γυρίστηκε η θρυλική ταινία του Δαμιανού

Ο εμβληματικός πρωταγωνιστής της «Ευδοκίας» του Αλέξη Δαμιανού, που προβάλλεται απόψε ψηφιοποιημένη στην Πειραιώς 260, στο πλαίσιο του αφιερώματος του Φεστιβάλ Αθηνών «Χώρα, σε Βλέπω», είχε μιλήσει στη LiFO δίνοντας άγνωστα στοιχεία για μια από τις σημαντικότερες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Για τον Χρίστο Σιοπαχά και την «Κάθοδο των εννιά», μια κορυφαία στιγμή του Νέου Ελληνικού Σινεμά

Οθόνες / Για τον Χρίστο Σιοπαχά και την «Κάθοδο των εννιά», μια κορυφαία στιγμή του Νέου Ελληνικού Σινεμά

Πέθανε σε ηλικία 72 ετών ο γνωστός σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου και πρώην διευθυντής του ΘΟΚ, Χρίστος Σιοπαχάς. Αυτή ήταν η πιο γνωστή ταινία του.
ΑΚΗΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

6 αποκαλυπτικά ντοκιμαντέρ για τη ζωή και τον κόσμο που ζούμε τώρα

Οθόνες / 6 αποκαλυπτικά ντοκιμαντέρ για τη ζωή και τον κόσμο που ζούμε τώρα

Το Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Καστελλορίζου πρόβαλε φέτος ταινίες πολιτικά φορτισμένες που οραματίζονται ένα μέλλον χωρίς σύνορα. Έξι από αυτές έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση χάρη στην αισθητική και την προβληματική τους.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Ο ξεχασμένος απαγωγέας Τόνι Κυρίτσης, που ενέπνευσε τον Γκας Βαν Σαντ για το Dead Man's Wire

Ανταπόκριση από τη Βενετία / «Dead Man’s Wire»: Η χλιαρή επιστροφή του Γκας βαν Σαντ

Μετά από πέντε χρόνια ο Αμερικανός σκηνοθέτης επανέρχεται με την ξεχασμένη ιστορία ενός απαγωγέα, κάνοντας μια βιογραφία με νόημα, που όμως δεν προσθέτει κάτι στη φιλμογραφία του.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Βίκι Κριπς στη LIFO: «Καθένας επιλέγει το δικό του δηλητήριο»

Οθόνες / Βίκι Κριπς: «Καθένας επιλέγει το δικό του δηλητήριο»

Η ηθοποιός που στάθηκε σαν ίση προς ίσο απέναντι σε ολόκληρο Ντάνιελ Ντέι-Λιούις μιλάει στη LiFO σε μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης με αφορμή την κυκλοφορία του «Hot Milk», που συμπεριλαμβάνει γυρίσματα στη χώρα μας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
To αριστουργηματικό Ran του Κουροσάβα και 8 ακόμα λόγοι για να πάτε σινεμά

Οθόνες / To αριστουργηματικό Ran του Κουροσάβα και 8 ακόμα λόγοι για να πάτε σινεμά

Μια ταινία βασισμένη σε βιβλίο του Στίβεν Κινγκ, η επιστροφή του Ντάρεν Αρονόφσκι, η καλύτερη ταινία του Κουροσάβα σε επανέκδοση και το τέταρτο μέρος της σειράς ταινιών θρίλερ «Το Κάλεσμα» – Τι παίζει από σήμερα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
THE LIFO TEAM
«Η φωνή της Χιντ Ρατζάμπ» ζωντανεύει στη Βενετία

Ανταπόκριση από τη Βενετία / «Η φωνή της Χιντ Ρατζάμπ» ζωντανεύει στη Βενετία

Έκκληση από τους συντελεστές της ταινίας της Κάουτερ Μπεν Χάνια να σταματήσουν επιτέλους οι δολοφονίες παιδιών στη Γάζα, με αφορμή το σπαρακτικό τηλεφώνημα της 6χρονης Παλαιστίνιας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
A House of Dynamite

Ανταπόκριση από τη Βενετία / «House of Dynamite»: Η Κάθριν Μπίγκελοου πατάει το κουμπί – και μας κόβει την ανάσα

Με χειρουργική ακρίβεια, η πρώτη γυναίκα που τιμήθηκε με Όσκαρ σκηνοθεσίας μας πείθει ανατριχιαστικά για τον επικείμενο πυρηνικό όλεθρο.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ο μάγος του Κρεμλίνου

Ανταπόκριση από τη Βενετία / «Ο μάγος του Κρεμλίνου»: Ο ρυθμιστής του Πούτιν δεν χωρά σε ταινία

Πίσω από το ψυχρό πρόσωπο της εξουσίας, κρύβεται ο ψίθυρος ενός σύγχρονου Ρασπούτιν. Ο Ολιβιέ Ασαγιάς τον ακολουθεί – αλλά μήπως τον πρόδωσε η φόρμα;
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
No other choice

Ανταπόκριση από τη Βενετία / «No other choice»: Η ταινία που θα οδηγήσει τον Παρκ Τσαν-γουκ στα Όσκαρ

Ο Κορεάτης σκηνοθέτης παραμένει ένας από τους μεγάλους σύγχρονους κινηματογραφιστές, αν και η αντικαπιταλιστική του σάτιρα «No other choice» δεν είναι η καλύτερή του ταινία.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
«Είναι σαν να κάνεις τον Δράκουλα χορτοφάγο»: Γιατί το σέξι τέρας του Φρανκενστάιν που παίζει ο Τζέικομπ Ελόρντι είναι λάθος

Οθόνες / Γιατί το σέξι τέρας του νέου «Φρανκενστάιν» είναι λάθος

Στη διασκευή του κλασικού μυθιστορήματος της Μέρι Σέλεϊ από τον Γκιγιέρμο ντελ Τόρο πρωταγωνιστεί ο «εξωφρενικά όμορφος» Τζέικομπ Ελόρντι στον ρόλο του τέρατος – πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα μια ταινία χωρίς ειρμό. 
THE LIFO TEAM
O Στίβεν Κινγκ στο σινεμά: Οι 10 καλύτερες μεταφορές

Οθόνες / O Στίβεν Κινγκ στο σινεμά: Οι 10 καλύτερες μεταφορές

Είναι εντυπωσιακός ο αριθμός διασκευών του έργου του δημοφιλούς συγγραφέα που θα δούμε στο πανί, στο γυαλί και στο σανίδι, κι αυτό στάθηκε αφορμή για ένα αφιέρωμα στις καλύτερες ταινίες που ενέπνευσαν τα γραπτά του.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Φρανκενστάιν: Ένα θεσπέσιο μελόδραμα που σε παρασύρει και σε ματώνει

Ανταπόκριση από τη Βενετία / Φρανκενστάιν: Ένα θεσπέσιο μελόδραμα που σε παρασύρει και σε ματώνει

O Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο θα έκανε την Μέρι Σέλεϊ περήφανη. Ο δικός του Φρανκενστάιν κατορθώνει να μην προδώσει το πνεύμα του πολυδιασκευασμένου μυθιστορήματός της.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
After the Hunt: Το #MeToo στα χέρια του Λούκα Γκουαντανίνο είναι μια μπερδεμένη υπόθεση

Ανταπόκριση από τη Βενετία / After the Hunt: Το #MeToo στα χέρια του Γκουαντανίνο είναι μια μπερδεμένη υπόθεση

Ο Λούκα Γκουαντανίνο νοσταλγεί τη χαμένη τέχνη του διαλόγου, αλλά το After the Hunt χάνει το δίκιο του στην ακαδημαϊκή φλυαρία και τις σεναριακές αστοχίες.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ