Ο φανατικός της ακρίβειας

Ο φανατικός της ακρίβειας Facebook Twitter
0

«Ένα μυθιστόρημα», γράφει ο Ίρβινγκ, «είναι πάντα πολύ πιο πολύπλοκο από αυτό που δείχνει στην αρχή. Και πράγματι, ένα μυθιστόρημα οφείλει να είναι πολύ πιο πολύπλοκο από αυτό που δείχνει στην αρχή» (σ. 413). Άρα, μπορούμε νομίμως να διερωτηθούμε: τι δείχνει το βιβλίο στην αρχή «του»; Ήδη στα περιεχόμενα μας δίνεται μια τριπλή διαίρεση του αφηγηματικού χρόνου. Α μέρος: Καλοκαίρι 1958, Β μέρος: Φθινόπωρο 1990, Γ μέρος: Φθινόπωρο 1995. Όπερ σημαίνει ότι ο θίασος του βιβλίου -μέγας και απαιτητικός θίασος- μεταναστεύει από τη μια εποχή στην άλλη, έχοντας βάλει χρόνια, έχοντας καταβάλει το ακριβό αντίτιμο της ενηλικίωσης ή των γηρατειών και συνάμα έχοντας μυήσει τον αναγνώστη στα μυστικά των προσώπων.

Στα περίχωρα της Νέας Υόρκης, ακριβέστερα στο Σαγκαπόνακ, η τετράχρονη Ρουθ, εν τω μέσω της νυκτός, ξυπνάει εξαιτίας ενός θορύβου που ερχόταν από το υπνοδωμάτιο των γονιών της. Το κοριτσάκι θα διασχίσει τον διάδρομο, κι όταν θα φτάσει στην κρεβατοκάμαρα, θ’ αντικρίσει το θέαμα ενός γυμνού άντρα -όχι του πατέρα της- που είχε καβαλήσει τη μάνα της από πίσω και την πηδούσε στα τέσσερα σαν σκυλί. Ο αναγνώστης μπορεί να θυμηθεί τον φροϋδικό «άνθρωπο με τους λύκους», αλλά ο συσχετισμός δεν ισχύει. Απλώς αποτελεί την ιδρυτική σκηνή του βιβλίου - την πηγή της αφήγησης.

Όλα αυτά συμβαίνουν στο σπίτι της οικογένειας Κόουλ, όπου ο πατέρας (Τέντ Κόουλ) είναι συγγραφέας παιδικών βιβλίων με μεγάλη επιτυχία, η μάνα (Μάριον Κόουλ) είναι ψυχραμένη σύζυγος, ενώ η Ρουθ είναι η μοναχοκόρη της οικογένειας που -εδώ βρίσκεται και η μαύρη κηλίδα των γονιών- έχασε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα τα δυο ανήλικα καμάρια της: τον Τόμας και τον Τίμοθυ. Ήδη έχει πέσει πολλή δουλειά στον αφηγητή, ο οποίος καταφέρνει, όπως θα δούμε, να νοικοκυρεύει το υλικό, να μην αφήνει ξέφτια και κυρίως να μη χάνει τα πρόσωπά του. Για παράδειγμα, ο Έντι Ο’Χάρα (ο νεαρός επιβήτωρ που ασκεί καθήκοντα οδηγού στον Τέντ και πηδάει τη γυναίκα του) είναι γιος του Μεντάκια (ψευδώνυμο που του κόλλησαν επειδή έχει αδυναμία στις μέντες) και της Πέννυ Πιρς. Ακόμα και τα δευτερεύοντα και τα τριτεύοντα πρόσωπα τιμώνται με ειδικά «βιογραφικά» και χαρακτηριστικές τοποθετήσεις μέσα στον μέγα χάρτη των Νεοϋορκέζων.

Οι εξακόσιες τόσες σελίδες (σε κανονικές σελίδες ξεπερνούν τις χίλιες και βάλε) δεν καλύπτονται, αν δεν υπάρχει θερμό κέντρο σε αυτόν το μικρόκοσμο, το οποίο να ανατροφοδοτείται ένδοθεν κι έξωθεν με απειράριθμα μικροπεριστατικά που μεγεθύνονται δεόντως. Αν θέλουμε τα βασικά μοντέλα του Ίρβινγκ, θα πρέπει ν’ αναφέρουμε τη σημερινή αμερικανική οικογένεια, την άπειρη διόγκωση του σεξ, την πίστη στη ζωή, όποια κι αν είναι, και ένα αίσθημα που καλλιεργείται πλαγίως και δεξιοτεχνικώς και πιστοποιεί ότι η «ζωή» πλέον αισθάνεται και σκέφτεται αμερικανιστί.

Επίσης, μας μεταδίδει την αίσθηση ότι τα αμερικανικά πανεπιστήμια και οι συγγραφείς που γράφουν αμερικανιστί είναι αυτόνομος κόσμος με δικές του συνήθειες, κοινωνική προβολή, ξεχωριστή νοοτροπία και βέβαια με δικό του κώδικα ζωής. Τυχαία μήπως ο Τεντ είναι συγγραφέας, η Ρουθ θα γίνει συγγραφέας, όπως και η μάνα της η Μάριον, και βέβαια ο Έντι; Γενικά, έχει κανείς την εντύπωση ότι η αφήγηση ξετυλίγεται μέσα σ’ ένα πανεπιστημιακό περιβάλλον, ακόμα κι όταν ξεφεύγει από τον κλειστό κύκλο των συγγραφέων, όπου οφείλουμε να πούμε ότι ο ακοίμητος αφηγητής τα καταφέρνει εξίσου καλά. Εκείνο, πάντως, που ο συγγραφέας έχει τελειοποιήσει με θαυμαστό τρόπο είναι οι αφροδίσιες σχέσεις, που ακόμα και στην ωμότητά τους παραμένουν αδρές κι ενδιαφέρουσες, σπρώχνοντας θετικά το αφηγηματικό καρότσι.

Κατά συνέπεια, ο Ίρβινγκ, για να γεμίσει τόσες άδειες σελίδες, θα πρέπει να είναι προικισμένος με ειδική όσφρηση των καταστάσεων, εφοδιασμένος με απίθανη αίσθηση της λεπτομέρειας και με ματιά συμπεριφοριστή, ανθρώπου δηλαδή που κρίνει τα ανθρώπινα από μηδενικές και ανεπαίσθητες κινήσεις.

«Ο Έντι αισθάνθηκε περίεργα τη γλώσσα μες στο στόμα του και η φωνή του ακούστηκε ξένη».

«Ξέχνα το φως Έντι, αυτή η ιστορία είναι καλύτερη στα σκοτεινά».

«Υπάρχουν ελάχιστα πράγματα στον κόσμο που να δείχνουν αδιαπέραστα από την πραγματικότητα όσο ένα κοιμισμένο παιδί».

«Η πόρνη φάνηκε να διστάζει, σάμπως το “μιλάω” ν’ ανήκε σε μια άλλη κατηγορία διαστροφής».

«Η Ρουθ δεν άντεχε στην ιδέα να δει γυμνό τον πατέρα της εκείνη τη στιγμή».

Ο βασικός σκελετός του έργου υπηρετείται τελεσφόρα από τους βαθύτερους σχεδιασμούς του αφηγητή, με τη διαφορά ότι οι τρεις περίοδοι έχουν εμφανείς διαφορές. Η πρώτη, για παράδειγμα, υπερέχει αισθητά από τις άλλες δυο. Οφείλεται αυτό τάχα στο γεγονός ότι η μικρή Ρουθ εβλήθη καίρια από την «πρωτόγονη» σκηνή που είδε ή στο ότι το ρομάντζο του Έντι με τη μεγαλύτερή του Μάριον (με τις εξήντα εκσπερματίσεις) ζωγραφίζεται μαεστρικά, λες και τα γεγονότα έχουν στόμα και μιλούν από μόνα τους; Η αλήθεια είναι ότι ο αναγνώστης έχει «φτιαχτεί» για να παρακολουθήσει τη συνάντηση του Έντι με τη Μάριον (την οποία κατάπιε κυριολεκτικά η γη του Καναδά) και αντί τούτου παρακολουθεί τη συγγραφική ανάδυση της Ρουθ, την καυλοτσακίστρα Χάννα, την ενηλικίωση του Έντι που, από εραστής της Μάριον, χάνει το κύρος του και γίνεται ένας μέτριος συγγραφέας και συνάμα νευρωτικός μέχρι αηδίας. Η μετακίνηση της Ρουθ στην Ολλανδία, οι πουτάνες στις βιτρίνες και τα λογοτεχνικά κόλπα αλίευσης παρακινδυνευμένων σεξουαλικών εμπειριών μπορεί να λύνουν τους κόμπους του συγγραφέα, αλλά δεν βρίσκονται επ’ ουδενί στο ύψος του πρώτου μέρους. Στιγμές στιγμές, μάλιστα, ο αναγνώστης νιώθει, ή τουλάχιστον υποψιάζεται, ότι έχει μπει κατά λάθος σε άλλο βιβλίο.

Βασική διαπίστωση -ας το πούμε κι αυτό- είναι ότι μετά το πρώτο μέρος, που τα πήγε πολύ καλά, ο Ίρβινγκ σκοτώνεται να κρατήσει το βιβλίο στο υπεσχημένο επίπεδο, ήτοι να το «σώσει», αδιάφορο αν οι προσωπικότητες των ηρώων ωριμάζουν παράξενα, λες και προήλθαν από γέννες του Β μέρους. Ίσως γι’ αυτό κάθε τόσο έχουμε αναφορές στις διαφορετικές ηλικίες των προσώπων, όπερ σημαίνει ότι ο αφηγητής συγκρίνει συμβάντα που «ήδη» έχουν λάβει χώρα ή θα λάβουν προσεχώς: (ο προδοτικός ήχος του μεταλλικού ελάσματος θα αντηχούσε στ’ αυτιά της Ρουθ για τα επόμενα τέσσερα πέντε χρόνια...) Είναι το μυθιστόρημά μου και είναι ήρωες που κάνουν ό,τι θέλω εγώ...) πώς να πει κανείς ότι ξαναγνωρίζει ένα τετράχρονο κοριτσάκι που είναι πια τριάντα έξι χρόνων; ) Αυτή η στιγμή θα συμβόλιζε για όλη την υπόλοιπη ζωή του την ουσία της αγάπης. Αγάπη είναι να μη θέλεις τίποτε άλλο).

Στη σελίδα 421 διαβάζουμε: «Τα μυθιστορήματα δεν είναι διαμάχες. Κάθε ιστορία έχει ή δεν έχει το επιθυμητό από τον δημιουργό της αποτέλεσμα, ανάλογα με το περιεχόμενό της. Τι σημασία έχει αν κάθε λεπτομέρεια είναι αληθινή ή ψεύτικη; Αυτό που έχει σημασία είναι η λεπτομέρεια να είναι αληθοφανής και αυτή είναι η καλύτερη μυθιστορηματική λεπτομέρεια, δεδομένων των εκάστοτε καταστάσεων, τελεία και παύλα». Σωστό καταρχήν. Ωστόσο, το εύρος που έχει η εμπειρία του εφηβικού δεσμού Έντι-Μάριον δεν ξαναβρίσκεται μέσα στο βιβλίο. Εξάλλου, ο αναγνώστης (κανονική γαμπροκολόνα) αναμένει εκατοντάδες σελίδες για να επανεμφανισθεί η Μάριον, η οποία όντως σκάει μύτη τελικά - φευ, χωρίς να έχει κανένα από τα συναρπαστικά γνωρίσματα του πρώτου μέρους. Δεν φταίει το ότι είναι γριά, αλλά το ότι τη γέρασε η ίδια η αφήγηση που δεν είχε πλέον τι να την κάνει...

Όταν επιτέλους η Μάριον έχει το συναπάντημα με τον Έντι, ο αφηγητής κάνει κάτι ρηχό και αλλόκοτο. Ρωτάει: «Για τι πράγμα μίλησαν μετά από τριάντα επτά χρόνια;» και σε παρένθεση ξαναρωτάει τον αναγνώστη: «Εσείς για τι θα μιλούσατε πρώτα;».

                        

ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΜΕ  τα άλλα βιβλία του Ίρβινγκ για να προβούμε σε συγκρίσεις. Με βάση τη Χήρα για ένα χρόνο, πάντως, μπορούμε να πούμε ότι έχουμε να κάνουμε με έναν ευφάνταστο νου που είναι φανατικός της ακρίβειας και της σαφήνειας, εξαίρετος στην πλοκή και στις συγκρούσεις των προσώπων, όπως και στις σχέσεις του με τον αναγνώστη. Αν θα του επιρρίπταμε κάποια μομφή, αυτή ασφαλώς αφορά την αδυναμία του να ωριμάζει μαζί με τα πρόσωπά του και «μαζί» με τον αναγνώστη του. Συχνά έχουμε την εντύπωση ότι κάποια μέρη του βιβλίου δεν έχουν γραφτεί με την κανονική σειρά, οπότε ο αφηγητής κάνει «γέφυρες» στις συγκινήσεις του, οι οποίες δεν γίνονται αντιληπτές από τον αναγνώστη. Καταπίνοντας σελίδες, όπως οι οδηγοί καταπίνουν χιλιόμετρα, ο αναγνώστης έχει την υποψία ότι ο Ίρβινγκ σέβεται το βιβλίο του περισσότερο από τα πρόσωπά του. Τον ενδιαφέρει φανατικά να ολοκληρώσει και τις τρεις εποχές που έχει υποσχεθεί στον αποδέκτη του, αδιάφορο αν εν τέλει οι υποσχέσεις του τόπους τόπους H Ακαδημία του Έξετερ φαίνεται πως αποτελεί το καθαρό αίμα του βιβλίου, κάτι σαν φυλετική πηγή όλων όσων συμβαίνουν μέσα στο βιβλίο.

«Ο Έντι δεν δυσκολεύτηκε πολύ να αναγνωρίσει το οικείο κεντρικό κτίσμα της Ακαδημίας του Έξετερ. Τα πεθαμένα αγόρια (δηλ. ο Τίμοθι και ο Τόμας) πόζαραν στο κατώφλι του κεντρικού κτηρίου της Ακαδημίας, όπου ακριβώς κάτω από το μυτερό αέτωμα και πάνω από την πόρτα υπήρχε μια επιγραφή στα λατινικά. Λαξεμένα πάνω στο λευκό μάρμαρο, που ερχόταν σε αντίθεση με το τεράστιο πλίνθινο κτίσμα και την πράσινη διπλή πόρτα, ήταν τα παρακάτω ταπεινωτικά λόγια:

HVC VENITE PVERI VT VIRI SITIS

Και από κάτω ο Τόμας και ο Τίμοθι, με τα σακάκια και τις γραβάτες τους, τη χρονιά του θανάτου τους. Στα 27 του ο Τόμας φαινόταν ήδη άντρας - στα 15 του ο Τίμοθι ήταν ακόμα αγόρι. Ο Έντι αναρωτήθηκε πόσα ασχημάτιστα κορμιά και μυαλά είχαν περάσει αυτό το κατώφλι και είχαν σταθεί κάτω από αυτή την αυστηρή, σχεδόν αποκρουστική πρόσκληση:

ΕΛΑΤΕ ΕΔΩ ΑΓΟΡΙΑ ΚΑΙ ΓΙΝΕΤΕ ΑΝΔΡΕΣ.

Βιβλίο
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου μιλούν για την αγαπημένη εκπομπή των booklovers

Οθόνες / «Βιβλιοβούλιο»: Μια διόλου σοβαροφανής τηλεοπτική εκπομπή για το βιβλίο

Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου ήταν κάποτε «ανταγωνιστές». Και πια κάνουν μαζί την αγαπημένη εκπομπή των βιβλιόφιλων, τη μοναδική που υπάρχει για το βιβλίο στην ελληνική τηλεόραση, που επικεντρώνεται στη σύγχρονη εκδοτική παραγωγή και έχει καταφέρει να είναι ευχάριστη και ενημερωτική.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

The Book Lovers / Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με τον εκδότη Θανάση Καστανιώτη για την μεγάλη διαδρομή των εκδόσεών του και τη δική του, προσωπική και ιδιοσυγκρασιακή σχέση με τα βιβλία και την ανάγνωση.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Τελικά, είναι ο Τομ Ρίπλεϊ γκέι; 

Βιβλίο / Τελικά, είναι γκέι ο Τομ Ρίπλεϊ;

Το ερώτημα έχει τη σημασία του. Η δολοφονία του Ντίκι Γκρίνλιφ από τον Ρίπλεϊ, η πιο συγκλονιστική από τις πολλές δολοφονίες που διαπράττει σε βάθος χρόνου ο χαρακτήρας, είναι και η πιο περίπλοκη επειδή είναι συνυφασμένη με τη σεξουαλικότητά του.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες: Ο θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ανιδιοτελούς φιλίας

Σαν Σήμερα / «Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες: Ο θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ανιδιοτελούς φιλίας

Η ιστορία ενός αλλοπαρμένου αγρότη που υπερασπίζεται υψηλά ιδανικά είναι το πιο γνωστό έργο του σπουδαιότερου Ισπανού συγγραφέα, που πέθανε σαν σήμερα το 1616.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Ο Γουσταύος Κλάους στη χώρα του κρασιού: Μια γοητευτική βιογραφία του Βαυαρού εμπόρου

Βιβλίο / Γουσταύος Κλάους: Το γοητευτικό στόρι του ανθρώπου που έβαλε την Ελλάδα στον παγκόσμιο οινικό χάρτη

Το βιβλίο «Γκούτλαντ, ο Γουσταύος Κλάους και η χώρα του κρασιού» του Νίκου Μπακουνάκη είναι μια θαυμάσια μυθιστορηματική αφήγηση της ιστορίας του Βαυαρού εμπόρου που ήρθε στην Πάτρα στα μέσα του 19ου αιώνα και δημιούργησε την Οινοποιία Αχαΐα.
M. HULOT
Η (μεγάλη) επιστροφή στην Ιαπωνική λογοτεχνία

Βιβλίο / Η (μεγάλη) επιστροφή στην ιαπωνική λογοτεχνία

Πληθαίνουν οι κυκλοφορίες των ιαπωνικών έργων στα ελληνικά, με μεγάλο μέρος της πρόσφατης σχετικής βιβλιοπαραγωγής, π.χ. των εκδόσεων Άγρα, να καλύπτεται από ξεχωριστούς τίτλους μιας γραφής που διακρίνεται για την απλότητα, τη φαντασία και την εμμονική πίστη στην ομορφιά.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Βιβλίο / Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Παρόλο που οι κριτικοί και οι βιβλιοπώλες κατατάσσουν τα βιβλία της στην αστυνομική λογοτεχνία, η συγγραφέας που τα τελευταία χρόνια έχουν λατρέψει οι Έλληνες αναγνώστες, μια σπουδαία φωνή της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας και του φεμινισμού, μοιάζει να ασφυκτιά σε τέτοια στενά πλαίσια.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΛΟΣ
Κωστής Γκιμοσούλης: «Δυο μήνες στην αποθήκη»

Το πίσω ράφι / «Δυο μήνες στην αποθήκη»: Οι ατέλειωτες νύχτες στο νοσοκομείο που άλλαξαν έναν συγγραφέα

Ο Κωστής Γκιμοσούλης έφυγε πρόωρα από τη ζωή. Με τους όρους της ιατρικής, ο εκπρόσωπος της «γενιάς του '80» είχε χτυπηθεί από μηνιγγίτιδα. Με τους δικούς του όρους, όμως, εκείνο που τον καθήλωσε και πήγε να τον τρελάνει ήταν ο διχασμός του ανάμεσα σε δύο αγάπες.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Έτσι μας πέταξαν μέσα στην Ιστορία

Βιβλίο / Το φιλόδοξο λογοτεχνικό ντεμπούτο του Κώστα Καλτσά είναι μια οικογενειακή σάγκα με απρόβλεπτες διαδρομές

«Νικήτρια Σκόνη»: Μια αξιοδιάβαστη αφήγηση της μεγάλης Ιστορίας του 20ού και του 21ου αιώνα στην Ελλάδα, από τα Δεκεμβριανά του 1944 έως το 2015.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Βιβλίο / Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Ένας από τους τελευταίους κοσμοπολίτες καλλιτέχνες και συγγραφείς αυτοβιογραφείται στο αριστουργηματικό, σύμφωνα με κριτικούς και συγγραφείς όπως ο Τζον Μπάνβιλ, βιβλίο του «Τα περσινά χιόνια», θέτοντας ερωτήματα για τον παλιό, σχεδόν μυθικό κόσμο της Ευρώπης που έχει χαθεί για πάντα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
CARRIE

Βιβλίο / H Carrie στα 50: Το φοβερό λογοτεχνικό ντεμπούτο του Στίβεν Κινγκ που παραλίγο να καταλήξει στα σκουπίδια

Πάνω από 60 μυθιστορήματα που έχουν πουλήσει περισσότερα από 350 εκατομμύρια αντίτυπα μετράει σήμερα ο «βασιλιάς του τρόμου», όλα όμως ξεκίνησαν πριν από μισό αιώνα με την πρώτη περίοδο μιας ντροπαλής και περιθωριοποιημένης μαθήτριας γυμνασίου.
THE LIFO TEAM
Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Το πίσω ράφι / Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Γεννημένος στο Όρεγκον τα χρόνια που ακολούθησαν την οικονομική κρίση του '29, γιος μιας σερβιτόρας κι ενός εργάτη σε εργοστάσιο ξυλείας, ο κορυφαίος εκπρόσωπος του «βρόμικου ρεαλισμού» βίωσε στο πετσί του την αθλιότητα, τις δυσκολίες και την αποξένωση που αποτύπωσε στο έργο του.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε σε μια εποχή βαθιάς μοναξιάς, μέσα σε μια θάλασσα διαδικτυακών “φίλων”».

Βιβλίο / Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε στη βαθιά μοναξιά των διαδικτυακών μας “φίλων”»

Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για τη δύναμη της λογοτεχνίας, για τα βιβλία που διαβάζει και απέχουν απ’ όσα σήμερα «συζητιούνται», για τη ζωή στην επαρχία αλλά και για το πόσο τον ενοχλεί η «αυτοπροσωπολατρία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ