Στην δημοτική βιβλιοθήκη που πηγαίνω μία φορά στις 2 βδομάδες για να πάρω κάποιο βιβλίο να διαβάσω, ήρθε μία νέα κοπέλα για υπάλληλος. Εγώ είμαι στα 30 και αυτή κάπου στα 26-28 την κόβω. Από την πρώτη στιγμή που την είδα ένιωσα μέσα μου αυτό το κάτι, το σπάνιο κάτι που ελάχιστες φορές το έχω νιώσει μέχρι τώρα. Δηλαδή να φανταστείτε πως αν και είχα κάθε αφορμή να της μιλήσω για τα βιβλία που ήταν να επιστρέψω, εγώ ντράπηκα, ένιωθα πολύ περίεργα. Τελικά της τα άφησα πάνω στο γραφείο, τα σκάναρε και με ρώτησε ευγενικά με την πιο τρυφερή φωνή που έχω ακούσει ποτέ, αν θα δανειζόμουν και άλλα. Εγώ εκεί τραύλισα πως ναι, ήθελα να δανειστώ άλλα, και μου έριξε ένα χαμόγελο, ή έστω εγώ ένιωσα την υπόνοια ενός χαμόγελου, που με έκανε να νιώσω σαν η καρδιά μου να ήταν ένα μικρό παιδί που χαρούμενο χοροπηδούσε πάνω σε ένα τραμπολίνο με την ελπίδα να αγγίξει τα σύννεφα, τόσο όμορφα. Πήρα 2-3 βιβλία (τα πρώτα τυχαία που βρήκα) και της τα έδωσα να τα σκανάρει. Καθώς έπεσε το μάτι της στο τελευταίο, γούρλωσε τα μάτια και αναστέναξε σαν να θυμήθηκε μία γλυκόπικρη ανάμνηση και να την έπιασε νοσταλγία, και είπε ενώ είχε τη ματιά της κολλημένη στο βιβλίο (ένα του Ισίδωρου Ζουργού) πως ελπίζει να μου αρέσει όπως της άρεσε και εκείνης όταν το πρωτοδιάβασε. Την ευχαρίστησα και την χαιρέτησα, η χειρότερη στιγμή της ημέρας καθώς δεν θα την κοιτούσα άλλο. Στη διαδρομή σκεφτόμουν τι να της πω την επόμενη φορά που θα επισκεπτώ την βιβλιοθήκη, εννοείται θα της έλεγα τις εντυπώσεις μου από το βιβλίο (ήδη έφτασα στην 231η σελίδα μέσα σε 3 μέρες) αλλά δεν θέλω να την κάνω να νιώσει σαν να είμαι πολύ διαχυτικός ή επίμονος απέναντι της, θέλω να είναι αμοιβαία η συζήτηση/επικοινωνία μας και όχι απλά να "πρέπει" να μου μιλήσει με τυπικότητα λόγω της φύσης δουλειάς της επειδή ακόμα και αν γίνω ενοχλητικός, αυτή δεν μπορεί απλά να σηκωθεί και να φύγει, οπότε είναι πολύ ευαίσθητη η ισορροπία. Επίσης, θέλω να την βλέπω συχνά, όσο πιο συχνά γίνεται αλλά δε ξέρω πως θα το καταφέρω αυτό, ακόμα και διηγήματα να δανείζομαι από την βιβλιοθήκη, σίγουρα θα πηγαίνω μετά από μερικές μέρες και νιώθω πως θα χάνεται η ροή της συζήτησης σε αυτό το διάστημα, πως δε θα υπάρξει πρόοδος και μετά από μήνες αν συζητάμε μόνο γενικά και αόριστα για τα βιβλία, δηλαδή ξέρω πως αυτός είναι ο κοινός παρονομαστής μας, αυτό που μας ενώνει, αλλά αν θέλω να πάει παρακάτω και να γνωρίσω την ίδια (τον άνθρωπο και όχι απλά την υπάλληλο) θα πρέπει κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα να πω κάτι που να λειτουργήσει σαν συνδετικός κρίκος μεταξύ τα βιβλία και αυτή αλλά να εστιάσω μόνο σε αυτήν ώστε μετά να προχωρήσει σε προσωπικό επίπεδο και να το πιάσουμε από εκεί. Δεν θέλω όμως να περάσω την εικόνα ούτε του απελπισμένου ούτε του πέφτουλα, είμαι απόλυτα σίγουρος πως πολλοί την πέφτουν στις υπαλλήλους στις βιβλιοθήκες, δεν θέλω να με δει σαν ένα κλισέ αλλά ως κάποιον που εκδηλώνει το γνήσιο ενδιαφέρον για αυτήν. Πραγματικά, ανυπομονώ να την δω, ανυπομονώ να της πω "Καλησπέρα" και να της δώσω τα βιβλία με την κρυφή ελπίδα πως ίσως με ρωτήσει "πως σου φάνηκαν;" και να της μιλήσω για αυτά, να με ρωτήσει μετά κάτι σχετικό σε όσα είπα και να συνεχίσουμε να μιλάμε, να μιλάμε και να χαμογελάμε και ο χρόνος να σταματάει χωρίς να υπάρχει ούτε πριν, ούτε μετά, μόνο τώρα...