Η πιο προσωπική, βασισμένη σε ένα παράξενο ανέκδοτο από το παρελθόν, αυτοαναφορική ταινία του Ξαβιέ Ντολάν καταντά μια εξουθενωτική ομφαλοσκόπηση, ένα έντονο κυνήγι της καλλιτεχνικής αλήθειας, μια και ξεκινά παραθέτοντας τη σχετική ρήση του Θορό, που δεν ακούγεται ούτε φαίνεται αληθινό.

 

Κρίμα, γιατί η Ζωή του Τζον Φ. Ντόνοβαν, το αγγλόφωνο ντεμπούτο του δημιουργού από το Κεμπέκ, ξεκινά να πει κάτι σημαντικό και μάλλον γυρνά συστημένο στον αποστολέα με τη μορφή του μπούμερανγκ, καθώς χάνει το δίκιο του, και μάλιστα σε ένα πλαίσιο που είναι πολύ γνωστό στον Καναδό σκηνοθέτη.

 

Ο Ντολάν εξοικειώθηκε νωρίς με την κάμερα, παίζοντας ως ηθοποιός από την παιδική του ηλικία. Πριν αποφασίσει ότι θα γίνει σκηνοθέτης (χωρίς να ξεχνά από πού ξεκίνησε, όπως διαπιστώσαμε και στο δεύτερο κεφάλαιο του Αυτό, εκτός από τη συμμετοχή στις δικές του ταινίες), αποκάλυψε πως στα 11 του είχε στείλει μια επιστολή στον Λεονάρντο ντι Κάπριο, σαν ερωτοχτυπημένο αγόρι που αποζητά απάντηση ‒ εις μάτην, όπως αποδείχτηκε.

 

Με την τυπικά εντυπωσιακή τεχνική του και το παραφορτωμένο σάουντρακ, με Φλόρενς και Αντέλ φυσικά, ο Ντολάν συγκαλύπτει μετά βίας το κήρυγμα για την αποδοχή της σεξουαλικής ειλικρίνειας και την ενδιάμεση μισαλλοδοξία, τη στιγμή που το συναισθηματικά υπερφορτισμένο μελό τον προδίδει.

 

Παίρνοντας το περιστατικό ως αφορμή, φτιάχνει μια πλοκή, σύμφωνα με την οποία ένα αγόρι, ο επίσης 11χρονος Ρούπερτ Τέρνερ, που έχει μετακομίσει στην Αγγλία με τη χωρισμένη μητέρα του και δοκιμάζεται ως ηθοποιός σε ακροάσεις, έχει συντάξει και αποστείλει δεκάδες γράμματα στον σταρ Τζον Ντόνοβαν από τότε που ήταν 6 ετών, και μάλιστα ισχυρίζεται πως έχει λάβει απαντητικές συμβουλές από εκείνον.

 

Η αποκάλυψη έρχεται εν μέσω συνεχούς bullying από τους συμμαθητές του, κατά κάποιον τρόπο το συμβάν γίνεται γνωστό από τις ειδήσεις και τα περίεργα, διφορούμενα νέα διακόπτουν την αυτοσυγκέντρωση του ήδη κλονισμένου, κρυφά ομοφυλόφιλου Ντόνοβαν. Σε παράλληλο μοντάζ παρακολουθούμε τα διστακτικά βήματα του Ντόνοβαν, καθώς αποζητά τη θαλπωρή της πατρικής εστίας και απομακρύνεται άτσαλα από τη δημοσιότητα, αλλά και τη συνέντευξη του 27χρονου πλέον Τέρνερ (ο Μπεν Σνέτζερ που τον υποδύεται δεν μοιάζει καθόλου στον μικρό ομόλογό του, τον Τζέικομπ Τρεμπλέ) σε μια απρόθυμη και αγενή δημοσιογράφο με αφορμή την έκδοση του χρονικού της ζωής του.

 

Με την τυπικά εντυπωσιακή τεχνική του και το παραφορτωμένο σάουντρακ, με Φλόρενς και Αντέλ φυσικά, ο Ντολάν συγκαλύπτει μετά βίας το κήρυγμα για την αποδοχή της σεξουαλικής ειλικρίνειας και την ενδιάμεση μισαλλοδοξία, τη στιγμή που το συναισθηματικά υπερφορτισμένο μελό τον προδίδει, όπως συνέβη και στο Μέχρι το τέλος του κόσμου αλλά και στο πρόσφατο Ματίας και Μαξίμ που είδαμε φέτος στις Κάννες. Το θέμα δεν είναι πόσο Ντολάν αντέχει να χωνέψει ο θεατής, όπως έγραψαν οι περισσότεροι κριτικοί στην αποτυχημένη πρεμιέρα της ταινίας στο περσινό Φεστιβάλ του Τορόντο, ούτε το παρασκήνιο, με την Τζέσικα Τσαστέιν να πέφτει θύμα ενός ξέφρενου μοντάζ.

 

Το πρόβλημα είναι πως, παρά το χάρισμα της αφήγησης που διαθέτει ο Ντολάν και το αναμφισβήτητα καλό του γούστο, η ιστορία είναι τραβηγμένη από τα μαλλιά, οι χαρακτήρες είναι κλισέ και ελλιπώς γραμμένοι (με εξαίρεση έναν στιβαρό μονόλογο-νουθεσία της σπουδαίας Κάθι Μπέιτς στον ντροπιασμένο σταρ που εκπροσωπεί) και το ηθικό δίδαγμα, δηλαδή η τραγωδία ενός επώνυμου ως πρότυπο για τον σωστό δρόμο ενός νέου, που μπορεί να είναι και φαντασιόπληκτος, ελέγχεται αγρίως.