Όταν πριν από λίγα χρόνια είδα τυχαία τον Σεργκέι Πολούνιν στο εξώφυλλο του «Intelligent Life» με πιασάρικο τίτλο και σκοτεινό βλέμμα, διαβάζοντας ανακάλυψα το ζουμερό περιεχόμενο, το saga ενός χορευτή που ξεπερνάει τα όρια του μπαλέτου, ανήσυχου, αντιρρησία και «αμφιλέγοντα», με μια ενδιαφέρουσα διγλωσσία: από τη μια έβραζε καιρό κι έσκασε θορυβωδώς μέσα στην αυστηρότητα του βρετανικού συστήματος χορού και από την άλλη γούσταρε τη φήμη, το παρατσούκλι του κακού παιδιού, τη δοξαστική ρετσινιά του επαναστάτη. Είχε αιτία, αλλά και ψώνιο. Τέλεια αφορμή για ταινία, σκέφτηκα, και να το ντοκιμαντέρ του Στίβεν Κάντορ (ως ιδανική προθέρμανση για την καριέρα στο σινεμά που στρώνει μεθοδικά ο Ουκρανός χορευτής), φροντισμένο, ενδελεχές και προσαρμοσμένο στην ταραγμένη ζωή του Πολούνιν, τη θυσία της οικογένειάς του για να σπουδάσει, τη ρήξη και τις καταχρήσεις, την επανασύστασή του στο ευρύ κοινό με την παθιασμένη, τέρμα μελό και τεχνικά απογειωτική περφόρμανς του στο «Take me to church» του Χόζιερ. Φτιαγμένο από έναν άνθρωπο που δεν έχει άμεση σχέση με το σύμπαν του χορού, ο Χορευτής δεν παραλείπει να συνδυάσει τη λαμπερή τελειότητα των παραστάσεων με την πεζή, επώδυνη εκπαίδευση πριν από τη μεγάλη βραδιά, καθώς και να ερευνήσει έναν χαρακτήρα που, ενώ δεν μοιάζει τόσο περίπλοκος όσο θέλει να πιστεύει, έχει έναν μυστήριο τρόπο να μη λέει αυτά που θέλει, προτιμώντας να σβήσει μονοκοντυλιά το δικό του οικοδόμημα και τις ελπίδες των άλλων με μια εκρηκτική θεατρικότητα που κρατάει συνεχώς το ενδιαφέρον.