Το υπέροχο συνταίριασμα μιας «ατυχήσασας» σε όλα τα επίπεδα, ξοφλημένης βιογράφου με έναν αδέσποτο, παρακμιακό μεσήλικα gay, μια γλυκόπικρη ιστορία δαγκωμένης φιλίας και διστακτικής εκδίκησης είναι από μόνη της υλικό ικανό για μια ζουμερή, ουσιαστική, ανθρώπινη ταινία. Το Θα μπορούσες ποτέ να με συγχωρέσεις;, ωστόσο, είναι πολύ περισσότερα και, κυρίως, μια συγκινητική, σκηνοθετημένη ζεστά, σαν συρραφή από οικείες τζαζ βινιέτες, ωδή σε μια εποχή που πέρασε ανεπιστρεπτί.

 

Η ταινία της Μαριέλ Χέλερ, σε υποψήφιο για Όσκαρ σενάριο της Νικόλ Χολοφσένερ, επικεντρώνεται στα πέτρινα χρόνια της Λι Ίσραελ, μιας δημοσιογράφου και συγγραφέως που έβγαζε τα προς το ζην ‒σε κάποιες καλές περιόδους και με το παραπάνω‒, γράφοντας βιογραφίες διασήμων, επαγγελματικά, αλλά τυπικά, εξαφανίζοντας τη δική της φωνή πίσω από την προσωπικότητα με την οποία καταπιανόταν κάθε φορά. 

 

Η Μελίσα Μακάρθι σφίγγει τα δόντια και ζυγιάζει μαεστρικά μυριάδες ανασφάλειες και κάποιες τραχιές και τρανταχτές αρετές της Ίσραελ

 

Το βιογραφικό δράμα τη βρίσκει λίγο μετά το φιάσκο που ακολούθησε το βιβλίο της για την Εstée Lauder ‒ η Ίσραελ δέχτηκε από την αυτοκράτειρα των καλλυντικών πιέσεις να μην το δημοσιεύσει, το έβγαλε όπως-όπως, μαστιγώθηκε από τους κριτικούς και απέτυχε παταγωδώς σε πωλήσεις.

 

Ακοινώνητη και δύστροπη, πικρόχολη και μοναχική, με παρέα τη γάτα της και εντελώς ξεκομμένη από τους γνωστούς της, η Ίσραελ παλεύει να βγάλει το νοίκι, πουλώντας ότι θεωρούσε πολύτιμο.

 

Όταν της έρχεται η φαεινή και μοιραία ιδέα να πλαστογραφήσει επιστολές συγγραφέων και ποιητών, βάζοντας μια τσαχπίνικη, κουτσομπολίστικη πινελιά στα κείμενα, ή ακόμα και δημιουργώντας γράμματα από το μυαλό της, ανακαλύπτει μια αγορά συλλεκτών πρόθυμων να πληρώσει μια μικρή περιουσία για τις ρήσεις ανθρώπων που διακρίνονταν για το πνεύμα τους, δημοσιοποιώντας ταυτόχρονα γαργαλιστικές πλευρές του χαρακτήρας τους με περιστατικά που δεν συνέβησαν ποτέ!

 

Στη στρεβλή, ευγενή στο απεγνωσμένο της μυαλό και τσαλαπατημένο της ηθικό, προσπάθεια να γράψει ιστορία πίσω και πέρα από την Ιστορία, βρίσκει τυχαία στον δρόμο της (σε ένα μπαρ, για να είμαστε ακριβείς) έναν παραστρατημένο άνδρα, τον Τζακ Χοκ, άνεργο, μάλλον άστεγο, απένταρο, άσχετο περί τα λογοτεχνικά, αλλά ανεξήγητα αισιόδοξο και πρόθυμο για ζαβολιές, που λειτουργεί ως παρατρεχάμενος και σανίδα σωτηρίας στην πάντα μαγκωμένη, κλειστή Ίσραελ.

 

Οι δυο τους συνδέονται με τη χαμένη bohemia της Νέας Υόρκης, τη μαγική εποχή κατά την οποία οι καλλιτέχνες, οι εγγράμματοι, οι ευφυολόγοι και μοιραία κάποιοι dilettantes, όπως ο Τζακ, αντιστέκονταν με την ανένταχτη στάση τους και τη δημιουργική τους σκέψη στον κομφορμισμό και την κανονικότητα.

 

Από τις επικές συναντήσεις που οργάνωνε η Ντόροθι Πάρκερ στη στρογγυλή τράπεζα του ξενοδοχείου Αλγκόνκουιν μέχρι τους ασυμμάζευτους ενοίκους του Τσέλσι, ο απόηχος προσγειώνεται απότομα και σκληρά (η ποιότητα λάκισε και τα νοίκια εκτοξεύθηκαν) σε δυο ανθρώπους που δεν γίνεται πλέον να περιδιαβαίνουν χαριτωμένα σε μια πόλη δημοσίων σχέσεων και υγιεινής συμπεριφοράς.

 

Η Ίσραελ πλαστογραφεί στα μάτια του νόμου και των οργισμένων συλλεκτών..αλλά επιτέλους βρίσκει για πρώτη φορά το βήμα για να αφήσει το πνεύμα της ελεύθερο, φυσιολογικά και αβίαστα, χρησιμοποιώντας ως έμπνευση και άξονα αναφοράς τις επιρροές που τόσα χρόνια αποτελούσαν τη δική της πηγή διαβίωσης.

 

Η Ίσραελ διατείνεται πως γράφει καλύτερα ως Ντόροθι Πάρκερ και από την ίδια τη Ντόροθι Πάρκερ (στην οποία ανήκει ο ψευδής, αλλά τόσο εύστοχος τίτλος της ταινίας), την ίδια στιγμή που το αγοραίο σεξ του Τζακ ισοδυναμεί με φλερτ με τον θάνατο ‒ βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του '90.

 

Ατιμασμένη και ανοχύρωτη, η Ίσραελ πλαστογραφεί στα μάτια του νόμου και των οργισμένων συλλεκτών που, όσο χάρηκαν με τα πρωτόφαντα ευρήματά της, άλλο τόσο τρομοκρατήθηκαν με τη διατάραξη μιας κίβδηλης φούσκας που έπλασαν προς ίδιον όφελος, αλλά επιτέλους βρίσκει για πρώτη φορά το βήμα για να αφήσει το πνεύμα της ελεύθερο, φυσιολογικά και αβίαστα, χρησιμοποιώντας ως έμπνευση και άξονα αναφοράς τις επιρροές που τόσα χρόνια αποτελούσαν τη δική της πηγή διαβίωσης.

 

Ακούγοντας την εκδότριά της που την προέτρεψε να επανεφεύρει τη δημόσια εικόνα της, έκανε του κεφαλιού της και το έσπασε υπερήφανη. Το σύμπαν της, μικροσκοπικό όσο και το στενό διαμερισματάκι της, κλονίζεται, ενώ εκείνη λυτρώνεται με μια τιμωρία που επιδίωκε με πεισματάρικη αγένεια και παθολογική, επιθετική αγοραφοβία, περιφέροντας τη μιζέρια της σαν ογκώδες φάντασμα που σέρνει τις αλυσίδες του.

 

Η Μελίσα Μακάρθι σφίγγει τα δόντια και ζυγιάζει μαεστρικά μυριάδες ανασφάλειες και κάποιες τραχιές και τρανταχτές αρετές της Ίσραελ, ενώ ο Ρίτσαρντ Γκραντ, σε ένα απολαυστικό αντίδωρο του Withnail and I, δίνει λάμψη στο περιθώριο με τα ανώδυνα τσιτάτα του και την απρόβλεπτη, παιδική ψυχή του να αντισταθμίζουν τη δηκτική, προσβλητική ειρωνεία της όψιμης, άσπονδης φίλης του.

 

Βασικά ζουν άθλια, αλλά σκορπίζουν κάθε τόσο τρέλα στο άχρωμο περιβάλλον, σαν στιγμιαίο ξέσπασμα μεγαλείου κόντρα στο σαρωτικό, επικείμενο ξεκαθάρισμα του ψηφιακού αιώνα. Είναι χάρμα οι δυο τους, ένα αξέχαστο δίδυμο, σαν ζωντανή ανάμνηση δύο διαφορετικών εκδοχών της τέχνης του εφήμερου ‒ κι έχουν μια τελευταία, κόντρα σε κάθε κώδικα του μελό, συνάντηση αξιοπρέπειας και συμπόνιας, σωστό σεμινάριο οικονομίας και ουσίας στο σενάριο και την ερμηνεία.