Οι σεναριακές απόπειρες της Γκρέτα Γκέργουιγκ στην αποτύπωση μιας έκκεντρης, λοξής, καλοπροαίρετης και άτσαλης νέας γυναίκας στο Frances Ha και στο Mistress America ήταν προθέρμανση για το σκηνοθετικό της ντεμπούτο στο Lady Bird, ένα φρέσκο, συγκινητικό και σε πολλά σημεία απολαυστικό πορτρέτο της γλυκόπικρης εφηβείας και κυρίως της ανεπανάληπτης εμπειρίας του λάθους.

 

Η Κρίστιν Μακφέρσον, που αυτοαποκαλείται Lady Bird, όπως η σύζυγος του Προέδρου των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον, εύχεται να ζήσει κάτι δυνατό και για να το πετύχει, νιώθει πως πρέπει να αποδράσει σαφώς ανατολικότερα από τον αφόρητο συντηρητισμό του καθολικού λυκείου όπου φοιτά στο Σακραμέντο, στη «βλαχοκαλιφόρνια», όπως το αποκαλεί.

 

Η επίδραση της δυναμικής μητέρας της Μάριον φαίνεται από το ξεκίνημα της ταινίας, όταν, μετά από μια bonding στιγμή με ένα τραγούδι στη διαδρομή προς το κολέγιο, πηδά από το όχημα ενώ αυτό είναι εν κινήσει, επειδή δεν την αντέχει!

 

Η Lady Bird δεν βρίσκει παρηγοριά ούτε στη θεατρική παράσταση που ανεβάζει το σχολείο της, παρ' ότι εκεί γνωρίζει τον πρώτο της φίλο, το αστέρι του μιούζικαλ Merrily we go round, τον οποίο και ερωτεύεται. Όταν η σχέση τους τσακίζει, έλκεται από τον σούπερ cool μουσικό Κάιλ, αν και η συναισθηματική του απόσταση την ξενίζει.

 

Η ηρωίδα είναι χαμένη μέσα στο μυαλό της, κάνοντας σλάλομ σε όλα τα εμπόδια της ηλικίας της, παραδέρνοντας ανάμεσα στις φιλοδοξίες της για μια καλύτερη, διαφορετική ζωή και την αλαζονεία που πληγώνει τους κοντινούς της ανθρώπους και προκαλεί σύγχυση και θλίψη στην ίδια.

Ακόμη και με την κολλητή της συμμαθήτρια, την Τζούλι, περνά κρίση, ενώ με μια άλλη, την Τζένα, δημιουργεί μια παράξενη σχέση ανταγωνισμού και αλληλεγγύης.

 

Με λίγα λόγια, η ηρωίδα είναι χαμένη μέσα στο μυαλό της, κάνοντας σλάλομ σε όλα τα εμπόδια της ηλικίας της, παραδέρνοντας ανάμεσα στις φιλοδοξίες της για μια καλύτερη, διαφορετική ζωή και την αλαζονεία που πληγώνει τους κοντινούς της ανθρώπους και προκαλεί σύγχυση και θλίψη στην ίδια.

 

Σε αυτό το μικρό ταξίδι των γνώριμων σταθμών της λεπτής μεταβατικής φάσης της ενηλικίωσης η Γκρέτα Γκέργουιγκ φροντίζει να αγκαλιάζει με αδελφική θέρμη τη Lady Bird, ένα κορίτσι με το οποίο μοιράζεται πολλά (τον ίδιο τόπο καταγωγής και πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, χωρίς ωστόσο να γίνεται εξαντλητικά αυτοαναφορική), και να αναδεικνύει το ατρόμητο πνεύμα και τον ευάλωτο χαρακτήρα της.

 

Κυρίως το κάνει με χιούμορ και γνώση, ποντάροντας στις χοντρές γκάφες από τις οποίες η νεότητα σηκώνεται σαν να μην έχει συμβεί και τίποτε αμετάκλητο, και συνεχίζει ακάθεκτη.

 

Το Lady Bird δεν επισημάνθηκε τυχαία από τις Ενώσεις Κριτικών, τις Χρυσές Σφαίρες και τα Όσκαρ. Υφαίνει ένα αξιοθαύμαστο ανθρώπινο υλικό, από τους φίλους, τον ευγενικό και μπερδεμένο Λούκας Χέτζες και την αντίστιξή του, τον ποζάτο Τιμοτέ Σαλαμέ, τις αντίστοιχες φίλες (εξαιρετική η Μπίνι Φελντστάιν με τα προβλήματα βάρους και την απροσποίητη κατανόηση), ως την ηγουμένη με τις σοφές παρατηρήσεις, την οποία υποδύεται η τρομερή καρατερίστα Λόις Σμιθ, και τον πατέρα, που μόλις απολύθηκε, αλλά λειτουργεί ως στοργικό, διαλλακτικό αντίβαρο της μάνας, αλλά και τον θεατρικό συγγραφέα Τρέισι Λετς, σε μια ακόμη ερμηνεία ειλικρίνειας και ουσίας.

 

Το Lady Bird δεν επισημάνθηκε τυχαία από τις Ενώσεις Κριτικών, τις Χρυσές Σφαίρες και τα Όσκαρ

 

Ωστόσο, το ντέρμπι καρδιάς διεξάγεται ανάμεσα στη μητέρα και στην κόρη, τη Λόρι Μέτκαλφ και τη Σέρσα Ρόναν. Η Μέτκαλφ, νικήτρια βραβείων Emmy και Tony, και αδίκως αόρατη από το σύμπαν του σινεμά, δίνει ρέστα στον ρόλο της νοσοκόμας που υπενθυμίζει στο κορίτσι της πως είναι αχάριστο και απερίσκεπτο, ασκώντας μια ασφυκτική προστασία με νόστιμες μεταπτώσεις και σπαρταριστή υπερβολή.

 

Η δε Ρόναν κυριαρχεί σε ένα πλήρες πορτρέτο, προσθέτοντας στη συγκίνηση που μετέδωσε στο Brooklyn μια σπάνια αίσθηση του χιούμορ και του timing.

 

Εκτός από το διαμαντένιο σενάριο που έγραψε η Γκέργουιγκ, δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητη η δουλειά της στη σκηνοθεσία γιατί χώρεσε με χάρη τόσους χαρακτήρες σε ένα έργο και βρήκε χώρο στον κινηματογραφικό τους χρόνο, χωρίς να κάμψει το τέμπο ‒ διακριτικό της μαστόρικης κομεντί από μια κομεντιέν νεοϋορκέζικης πάστας.

 

Δεν είναι απλώς η προέκταση του Νόα Μπάουμπακ αλλά κληρονόμος την πένας και της ματιάς μιας ολόκληρης γενιάς οξυδερκών παρατηρητών της ανθρώπινης αδυναμίας, από τον Νιλ Σάιμον μέχρι τον Γούντι Άλεν, που με το κεντρί και τη συμπόνοια τους έκαναν σχολή στο είδος.