Με τον Εμποράκο, ο Ιρανός δημιουργός Ασγκάρ Φαραντί επιχειρεί μια αναλογία που του βγαίνει απόλυτα, διακριτικά και ευαίσθητα: δυο ηθοποιοί που πρωταγωνιστούν σε θεατρική παράσταση του σπουδαιότερου ίσως έργου του αμερικανικού ρεπερτορίου, του Θανάτου του Εμποράκου του Άρθουρ Μίλερ, δοκιμάζονται στον γάμο τους όταν ένας άγνωστος παραβιάζει το διαμέρισμά τους και, απόντος του συζύγου, χτυπάει τη γυναίκα στο μπάνιο – μην ξεχνάμε το Ιράν με τις μαντίλες και τον θρησκευτικό σεξισμό. Ο Φαραντί παρατηρεί την εξέλιξη, τις συνέπειες, τις επιπτώσεις μιας πράξης που θολώνει όσο περνά η ώρα και θίγει αθόρυβα μια κοινωνία που κρίνει, ακόμη κι όταν δεν «μιλά», με καίριες σκηνοθετικές τοποθετήσεις και, όπως σε όλες τις ταινίες του, εκτός από την ελαφρά προσποίηση στο Παρελθόν, αποφεύγει την υπερβολή και την έμφαση ως άλλος Νέστωρ με άποψη για την κοινωνία του, τον προβληματισμό και τη δυναμική στις σχέσεις που επισείει η ανδροκρατούμενη και θεοκεντρική δομή της, ποντάροντας σε έναν αβίαστο (νεο)ρεαλισμό. Ο δικός του Εμποράκος, με αυτήν τη διαλογική mise en scène επιχειρημάτων, παραπέμπει στο οικουμενικό μέγεθος του απεγνωσμένου γίγαντα, του μιλερικού Γουίλι Λόμαν, στη δοσοληψία του ήθους, στον ένοχο συμβιβασμό και στην ηθική της εκδίκησης. Η ταινία τιμήθηκε με τα βραβεία καλύτερου ηθοποιού και σεναρίου στο περσινό Φεστιβάλ Καννών και προκρίθηκε στην εννιάδα των ξενόγλωσσων ταινιών για τα επερχόμενα Όσκαρ.