Μετά τη φυλάκιση του πατέρα (αξιωματικού των Ες Ες) και της μητέρας της, η Λόρε και τα αδέλφια της διασχίζουν τη Γερμανία, που το 1945 είναι ήδη ρημαγμένη απ' τον πόλεμο. Κάπου στο γενικευμένο χάος συναντά τον μυστηριώδη Εβραίο πρόσφυγα Τόμας, που θρυμματίζει την εύθραυστη πραγματικότητά της με μίσος και επιθυμία. Αν θέλει να επιβιώσει, θα πρέπει να εμπιστευτεί κάποιον που μέχρι πρότινος είχε μάθει να μισεί, αλλά και να αντιμετωπίσει το σκοτάδι μέσα της.

 

Φανταστείτε τα παιδιά της οικογένειας Φον Τραπ από τη Μελωδία της Ευτυχίας να έχουν ξυπνήσει βίαια στον χειρότερό τους εφιάλτη: οι γονείς (πατέρας αξιωματικός των Ες Ες, μητέρα πιστή και ταμένη στην ιδέα του ναζισμού) έχουν συλληφθεί και παραδοθεί, ως άμεσο επακόλουθο του θανάτου του Χίτλερ και του τέλους της κυριαρχίας του, αφού έχουν κάψει όλα τα οικογενειακά έγγραφα και εγκαταλείψει το άνετο σπίτι τους, και αυτά, όμορφα, ξανθά και γαλανομάτικα, βρίσκονται παρατημένα στη μέση μιας Γερμανίας κατατμημένης και λεηλατημένης από τον φασισμό, την ντροπή και την επερχόμενη διαίρεση.

 

Από τη μία μέρα στην άλλη η μεγαλύτερη κόρη, η Λόρε, με το ιδανικό προφίλ για το μέλλον της αρίας φυλής (με τέλειο πρόσωπο και σώμα και ονοματεπώνυμο Χανελόρε Ντρέσλερ θυμίζει φιγούρα από τη νεολαία της Ρίφενσταλ) πρέπει να φροντίσει ένα τσούρμο αδελφάκια, ανάμεσά τους κι ένα μωρό που της άφησε η μάνα της, μαζί με φρούδες υποσχέσεις πως όλα θα πάνε καλά.

 

Εβραϊκής καταγωγής, η Αυστραλή σκηνοθέτις Κέιτ Σόρτλαντ εμβάθυνε στην άλλη πλευρά του δράματος, αναγνωρίζοντας πως η τραγωδία δεν αποτελεί προνόμιο των αναγνωρισμένα κατατρεγμένων. Αθώα και αδικημένα, τα παιδιά της εξουσίας κρύβουν τον φασισμό στην αγωγή τους, αλλά δεν παύουν να είναι θύματα μιας κατάστασης που δεν διαμόρφωσαν τα ίδια. Η Σόρτλαντ κάνει ένα σύντομο σινιάλο στην ανέμελη ζωή τους, όταν έπαιζαν αμέριμνα κι ευτυχισμένα στο πανέμορφο δάσος, πριν ξεκινήσουν την περιήγησή τους σε ένα τελείως διαφορετικό περιβάλλον.

 

Η φύση που είχαν κοντά στο σπίτι τους μεταμορφώθηκε κυριολεκτικά και μεταφορικά σε Μέλανα Δρυμό, μια σκοτεινή παγίδα με ρημάδια, πτώματα, βλοσυρούς, πεινασμένους, εχθρικούς, φοβισμένους γείτονες και καχύποπτους στρατιώτες που χώρισαν την ευρύτερη περιοχή σε ζώνες. Καταλυτική είναι η συνάντησή τους με έναν νεαρό Εβραίο, τον Τόμας. Η συμπόρευσή τους είναι ολότελα αληθοφανής: αυτός χρησιμοποιεί το μωρό για να βρει ευκολότερα τροφή και τα αδέλφια, χωρίς να το έχουν επιδιώξει, τη σκαπουλάρουν γιατί ο Τόμας επιδεικνύει τα χαρτιά του και δηλώνει αδελφός τους, σε μια εκ πρώτης όψεως ακατανόητη μεγαλοψυχία. Αρχικά ποθεί τη Λόρε, αλλά έχει μάθει να απωθεί τις επιθυμίες και τη αίσθηση της ατομικότητας, έχοντας εκπαιδευτεί και συνηθίσει στους μηχανισμούς επιβίωσης.

 

Αντιστρόφως ανάλογα, η Λόρε έχει υποστεί τη φυσιολογική πλύση εγκεφάλου και παράλληλα, αυτή και τα αδέλφια της, στον βαθμό που αναλογεί στην ηλικία και στον χαρακτήρα τους, εκλογικεύουν την απώλεια των γονιών και τον φασισμό. Η Σόρτλαντ μεταφράζει έξοχα το κοντράστ ανάμεσα στον μηχανικό τρόπο εγκράτειας και πρακτικότητας του Τόμας και στη βαθιά λυπημένη, συγχυσμένη Λόρε, που αναλαμβάνει ρόλους πέρα από τη διάθεση και τη δύναμή της, ενώ η γυναίκα που αναδύεται από μέσα της ματαιώνεται συνεχώς από τις συνθήκες και τα παιχνίδια του μυαλού.

 

Αναμφίβολα, η εικονογραφία του δάσους, με την παραδείσια και την απειλητική πλευρά να αντιμάχονται σε μια σειρά από κρίσιμα περιστατικά, και η παρουσία της γιαγιάς, δηλαδή του τελικού προορισμού της σωτηρίας των παιδιών, δείχνουν ότι ο χειρισμός της Σόρτλαντ είναι επινοητικός και διαφωτιστικός μιας συναρπαστικής και ελάχιστα τετριμμένης εμπειρίας του πολέμου.