«Σε ποιον ανήκει η κόλαση» του Κ. Τζαμιώτη: Ένα βιβλίο-ανατομία στην άβυσσο της ελληνικής ψυχής

«Σε ποιον ανήκει η κόλαση» του Κ. Τζαμιώτη: Ένα βιβλίο-ανατομία στην άβυσσο της ελληνικής ψυχής Facebook Twitter
Συγκεράζοντας ιδανικά τα δύο αυτά στοιχεία της μυθοπλασίας, την παραβολή και το ιστορικό συγκείμενο, και διερωτώμενος ρητορικά «σε ποιον ανήκει η κόλαση;», ο Τζαμιώτης υψώνει με τόλμη έναν τεράστιο καθρέφτη ενώπιόν μας.
0

Το πρώτο μήνυμα έρχεται ήδη από το εξώφυλλο-φωτογραφικό στιγμιότυπο από την περίφημη σκηνή της ταβέρνας στην Ευδοκία του Αλέξη Δαμιανού, με τους πιο ασυνείδητους συνειρμούς καταχωνιασμένους για πάντα σε αυτά τα πλάνα: τον αέρα ελευθερίας και παραφοράς, έναν έρωτα που έχει μυρωδιά από καμένη βενζίνη και θυμάρι, χώμα και αίμα, σκηνές παρμένες από πίνακες του Τσαρούχη και την ατελείωτη αίσθηση ότι το ελληνικό ταμπεραμέντο ίσως να χωράει περισσότερο στις σιωπές παρά στον λόγο. Αυτές είναι που αφήνει να ακουστούν στο πιο δωρικό και μεστό σε νοήματα βιβλίο του ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης, ένα χρονικό της Ελλάδας που μας στοιχειώνει, με αυτόνομες, σύντομες αλληγορικές αλλά και απολύτως ρεαλιστικές ιστορίες, παρμένες, θαρρείς, κατευθείαν από τον ατελείωτο καμβά του πολύχρωμου και άκρως αντιφατικού ελληνικού κόσμου.

Άνθρωποι λειψοί, ξακουστοί ήρωες, καρμίρηδες, αδέξιες ερωμένες, επίδοξοι ποιητές και καταξιωμένοι λογοτέχνες, ψυχίατροι και εργάτες, κανείς δεν μένει έξω από την εξεταστική ματιά του ανατόμου συγγραφέα. Έντονος και ο ρυθμός της εναλλαγής ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα–-όπως άλλωστε συμβαίνει και στην ίδια τη ζωή–, με το μεγαλύτερο βάρος να δίνεται στη σάτιρα. Ίσως γιατί η ειρωνική απόσταση φωτίζει ακόμα περισσότερο το έργο, ίσως γιατί δεν ωφελεί να ρίχνεις κι άλλο αλάτι στις ανοιχτές πληγές. Αρκεί να τις ποτίζεις με το ιώδιο της γλώσσας, καυτηριάζοντας ό,τι φαντάζει αποκλειστικά δραματικό σε έναν τόπο σπαραγμένο από πολέμους και έριδες και από μια κρίση που ακόμα σοβεί έντονη. Επομένως, όπλο –και για πρώτη φορά σε τέτοιον βαθμό– του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη είναι, εν προκειμένω, το χιούμορ, εντοπισμένο στο ελληνικό modus vivendi, ακριβώς γιατί η «αιχμή της σάτιρας είναι το τοπικό», όπως έγραφε με περισσή ακρίβεια ο Τζορτζ Στάινερ.


Αν, λοιπόν, στα πρώτα του μυθιστορήματα πρωταγωνιστούσε η μεταμορφωτική δύναμη της παραβολής, στα τελευταία κυρίαρχη είναι η ελληνική πραγματικότητα. Συγκεράζοντας ιδανικά τα δύο αυτά στοιχεία της μυθοπλασίας, την παραβολή και το ιστορικό συγκείμενο, και διερωτώμενος ρητορικά «σε ποιον ανήκει η κόλαση;», ο Τζαμιώτης υψώνει με τόλμη έναν τεράστιο καθρέφτη ενώπιόν μας. Η συνύφανση της νύξης και των διαρκών παραπομπών σε πράγματα που μας είναι ήδη γνωστά δεν επιτρέπει σε κανέναν από εμάς να πει ότι δεν εμπλέκεται ή ότι δεν βλέπει στις ιστορίες αυτές ένα κομμάτι από τον εαυτό του. Στο ίδιο καζάνι βράζουμε όλοι, απόδειξη ότι οι τόσο ετερόκλητοι ήρωες των ιστοριών, επώνυμοι ή μη, μπορούν να κυκλοφορούν ανάμεσά μας σαν τις καμηλοπαρδάλεις του Μαρκ Τουέιν, που θα έλεγε και ο συγγραφέας. Όλοι οι χαρακτήρες μάς καλούν, με τον τρόπο τους ο καθείς, σε μια νοερή επιστροφή στο παρελθόν, γιατί, όπως αναφέρεται στην ιστορία με τίτλο Χωρίς Ρίζες, που παραπέμπει στις ζωγραφιές ψυχιάτρων που αναπαριστούσαν τέτοιου είδους δέντρα, «τίποτα δεν είναι πιο δύσκολο για μια πολιτισμικά υποταγμένη κοινωνία απ' το να ομολογήσει ανοιχτά ότι θεωρεί τους γεννήτορές της αδύναμους, ανάξιους και χαμερπείς, σε σημείο ώστε να επιθυμεί οριστική αποκοπή από εκείνους».

Η συνύφανση της νύξης και των διαρκών παραπομπών σε πράγματα που μας είναι ήδη γνωστά δεν επιτρέπει σε κανέναν από εμάς να πει ότι δεν εμπλέκεται ή ότι δεν βλέπει στις ιστορίες αυτές ένα κομμάτι από τον εαυτό του.


Επομένως, χωρίς να εξωραΐζει ή να δραματοποιεί, ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης δείχνει. Οι πρωταγωνιστές στις ιστορίες του, οι οποίοι προέρχονται απ' όλα τα μήκη και τα πλάτη της ελληνικής επικράτειας, και κυρίως από διαφορετικές χρονικές περιόδους, τρώνε μαζί πακούντα, παραδοσιακό γλυκό της Γαύδου, και γαλατόπιτα, τσακώνονται για ένα χαλασμένο ρολόι ή σκοτώνονται για ψύλλου πήδημα, συχνάζουν σε καφενεία της επαρχίας ή στα Εξάρχεια, βγαίνουν από τις αιματηρές μάχες της Αντίστασης και σκαρφαλώνουν στους βράχους των Μετεώρων.

Είναι, ταυτόχρονα, άνθρωποι πασίγνωστοι –από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή μέχρι τον Κορνήλιο Καστοριάδη– αλλά και εντελώς άγνωστοι, έως και ύποπτοι, οι οποίοι, ωστόσο, στην αφήγηση αποκτούν χαρακτηριστικά ισότιμα με των ηρώων της Παλατινής Ανθολογίας. Τίποτα δεν περισσεύει και κυρίως τίποτα δεν αναφέρεται τυχαία – πόση φλυαρία μπορεί να χωράει στην ούτως ή άλλως υπερβολική νεοελληνική πραγματικότητα; Ο Σολωμός προφανώς και δεν μπαίνει σε σούπερ-μάρκετ και εδώ τα εκφραστικά μέσα είναι λιτά και απλά, σχεδόν εσκεμμένα παλιομοδίτικα: ακούγονται σαν στίχοι από την ποίηση του Μπράβου ή σαν αποσπάσματα από τη λογοτεχνία του Φραγκιά. Πρωτίστως, όμως, είναι αυθεντικά και λαγαρά ελληνικά.


Στην εξιστόρηση επικρατεί ο τριτοπρόσωπος λόγος, όταν όμως τα πράγματα δυσκολεύουν υπάρχει το α' πληθυντικό και όταν κάποια ιστορία έχει αυτοαναφορικές προεκτάσεις, όπως το συγκινητικό Μυστικό, επιστρατεύεται το β' ενικό. Απ' όλα τα πρόσωπα, όμως, είναι ο συγγραφέας που πάσχει εσωτερικά, βλέποντας τα ξέφτια του εξωραϊσμού να φεύγουν σαν τις τούφες από τα μαλλιά ενός ψεύτικου προσωπείου σαν κι αυτά που φοράνε κάποιοι από τους πρωταγωνιστές του, από τους δήθεν διανοούμενους αρχιτέκτονες που θέλουν να καταστρέψουν τον τηλεοπτικό αναμεταδότη του χωριού, γιατί οι «αγνοί εκείνοι άνθρωποι είχαν χάσει την ταυτότητά τους», έως τη συγγραφέα με τα τρία ονόματα και το εξοχικό στην Πάρο, που καταγγέλλει τη «συντονισμένη γενοκτονία» των τζιτζικιών στο νησί.

Όλες οι όψεις καταγράφονται όχι με την απόσταση ενός διανοούμενου –άλλωστε ο Τζαμιώτης ταυτίζεται μάλλον με τον Ελισσαίο Περιβολάρη, ο οποίος προτίμησε τη σοφία των ανθρώπων του καφενείου από την ψυχρή επιβολή του Βιτγκενστάιν– αλλά με τη θέρμη του στενού παρατηρητή που εισβάλλει στις πιο κωμικοτραγικές εκφάνσεις της ύπαρξης προκειμένου να καταδείξει το μεγαλείο και κυρίως την τρωτότητά της. Υπάρχει έτσι ο αδέξιος φαφλατάς ή η ζηλιάρα ερωμένη, αλλά υπάρχει και η συνάντηση του Γερμανού στρατηγού με τον πρώην Κρητικό αντίπαλό του πάνω από τους τάφους των παιδιών τους που παραπέμπει άμεσα στη σκηνή της συνάντησης Αχιλλέα και Πριάμου στην Ιλιάδα. Δεν είναι η θεωρία που γεννά την πράξη αλλά η ίδια η ζωή.


Αντίστοιχα, ούτε ο θάνατος μετριέται με το μέγεθος του θανόντος αλλά είναι παντού εξίσου οδυνηρός. Ένας από τους πρωταγωνιστές του αναφέρει πως οι σφαγές του Μεγαλέξανδρου είναι ελάχιστες μπροστά σε αυτές των νεκρών από τις ανώφελες βεντέτες. Ή μπροστά στους θανάτους στην άσφαλτο ή πάνω στο καθήκον, οπότε οι μεσίστιες σημαίες, όπως αναφέρει η ομώνυμη ιστορία, μοιάζουν μάλλον περιττές. Το μόνο που μένει τελικά είναι η ίδια η ζωή, μαζί και κάποιες στιγμές κρίσης, ειλικρίνειας και αλήθειας, ένδοξες και ανώφελες, αξέχαστες ή φευγαλέες, αλλά πάντα ανθρώπινες. Αρκεί να μπορεί κανείς να τις χαρεί πραγματικά, σαν τις αυτοσχέδιες διονυσιακές γιορτές που στήνουν οι Γυναίκες του Καλοκαιριού, όπου ο «ήλιος άρχιζε να μαλακώνει, μόλις όλοι καταλάβαιναν πως πάει πέρασε και το σημερινό κακό και όπου να 'ναι πλησιάζει η δροσιά της νύχτας, το τραγούδι πύκνωνε ξανά. Και ο παππούς του, που περνιόταν για βιολιστής τρανός, επειδή με το βιολί του έζησε την οικογένεια στην Κατοχή, έβγαινε με το τσαΐρι και τις ακολουθούσε με το δοξάρι του μέχρι που δεν υπήρχε πια φως κι έπρεπε να τελειώνουν».

Ή να μπορεί να χαρεί τον έρωτα όπως οι Δυο φανατικοί, δηλαδή τα δυο νέα παιδιά που, καθώς βαρέθηκαν από τις πληκτικές εισηγήσεις ενός συνεδρίου για τον Ανδρέα Εμπειρίκο, προτίμησαν να τιμήσουν τον Μεγάλο Ανατολικό και τον αγαπημένο τους ποιητή στην πράξη, κλεισμένοι στο δωμάτιο. Άλλωστε, τα μόνα που φαίνονται ικανά να σώσουν τον κόσμο είναι ο έρωτας και η ομορφιά, απόδειξη ότι ο αρχιτέκτων Νίκος Αλιφραγκής προτίμησε, αντί για το σχέδιο της καταστροφής του Παρθενώνα, να εφαρμόσει το σχέδιο κατάκτησης μιας ωραίας ύπαρξης. Δεν είναι τυχαίο ότι τελικά η ομορφιά, δηλαδή ο Παρθενώνας, παραμένει πάντα στη θέση του.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LifO.

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ντον Ντελίλο: «Άνθρωπος σε πτώση»

Το πίσω ράφι / «Άνθρωπος σε πτώση»: Το ρεαλιστικό έργο ενός από τους σπουδαιότερους εξερευνητές της μοντέρνας εποχής

Ο πολυβραβευμένος Ντον Ντελίλο γράφει για την ανάγκη των ανθρώπων να ανήκουν κάπου και να επικοινωνήσουν, όταν εισπράττουν από την Ιστορία οδύνη, απώλειες και χιλιάδες ερωτηματικά.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Αντώνης Καραμπατζός: Με έλκει ο μυθιστορηματικός κόσμος του Καραγάτση

The Book Lovers / Αντώνης Καραμπατζός: «Με έλκει ο μυθιστορηματικός κόσμος του Καραγάτση»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με τον καθηγητή Αστικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Αντώνη Καραμπατζό για το πώς το έργο του Τζότζεφ Κόνραντ, του Φίλιπ Ρόθ ή η ποίηση του Κ.Π. Καβάφη ανοίγουν δρόμους στο συναίσθημα, στις ανθρώπινες σχέσεις και στην ιστορία.
THE LIFO TEAM
Ο θάνατος τής πήγαινε πολύ

Βιβλίο / Κάντι Ντάρλινγκ: Η συγκινητική ιστορία του τρανς ειδώλου και μούσας του Άντι Γουόρχολ

Η Κάντι Ντάρλινγκ προκαλούσε ανέκαθεν συμπάθεια και θαυμασμό, όχι τόσο για τα επιτεύγματά της στη σκηνή και τη μεγάλη οθόνη, όσο για την ομορφιά και την εύθραυστη αύρα της.
THE LIFO TEAM
Η Gen Z αγαπάει τη γιαγιά που πλέκει στο πανηγύρι του χωριού

The Happy Reader / Η Gen Z αγαπάει τη γιαγιά που πλέκει στο πανηγύρι του χωριού

Η Γενιά Ζ γράφει και διαβάζει, καταρρίπτοντας τα στερεότυπα. Βιογραφίες, ταξιδιωτικοί οδηγοί και υγεία οδηγούν τους Ευρωπαίους στα βιβλιοπωλεία. Οι γιοι του Μάρκες, Ροδρίγκο και Γκονζάλες, απολογούνται για το δικαίωμά τους στο έργο του πατέρα τους. Εκδοτικό γεγονός, η μετάφραση του πρώτου μυθιστορήματος του Τζέιμς Μπόλντουιν.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
«Teatro Grottesco»: Η γοτθική σκηνή της ζοφερής απελπισίας

Βιβλίο / «Teatro Grottesco»: Mια συλλογή σκοτεινών διηγημάτων από έναν μετρ του τρόμου

Κάποιοι ίσως τον γνωρίζουν από την πρώτη (και καλύτερη) σεζόν του «True Detective». Η βουτιά στις πλέον σκοτεινές πτυχές της υπαρξιακής φιλοσοφίας, η άκρως ζοφερή ατμόσφαιρα, η εικονοποιία που φλερτάρει με τη γοτθική αισθητική είναι χαρακτηριστικά του έργου του Τόμας Λιγκότι, η απουσία του οποίου από την ελληνική αγορά είναι τρανταχτή.
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΤΣΑΠΡΑΪ́ΛΗΣ
Ακύλλας Καραζήσης: «Μου αρέσει η λογοτεχνία του Θανάση Βαλτινού γιατί δεν ξέρεις ποτέ τι είναι αλήθεια και τι ψέμα»

The Book Lovers / Ακύλλας Καραζήσης: «Μου αρέσει η λογοτεχνία του Θανάση Βαλτινού γιατί δεν ξέρεις τι είναι αλήθεια και τι ψέμα»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Ακύλλα Καραζήση για την αναγνωστική διαδρομή του, που ξεκινάει από τον «Τομ Σόγερ» και τη Θεσσαλονίκη, περνάει από τον ρομαντικό κόσμο της Χαϊδελβέργης και φτάνει στην Αθήνα του θεάτρου και των κειμένων.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Ιωάννα Τσιβάκου: «Δεν έχει χρόνο ο σημερινός άνθρωπος να γνωρίσει τον άλλον κι εδώ βρίσκεται η δυστυχία του»

Βιβλίο / Ιωάννα Τσιβάκου: «Δεν έχει χρόνο ο σημερινός άνθρωπος να γνωρίσει τον άλλον κι εδώ βρίσκεται η δυστυχία του»

Η συγγραφέας και ομότιμη καθηγήτρια Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου μιλά για την εποχή μας, τον χώρο της εκπαίδευσης και την ταυτότητα του νεοέλληνα.   
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Η άνοδος της δεξιάς συνδέεται με τις αποτυχίες της αριστεράς»

Βιβλίο / «Η άνοδος της δεξιάς συνδέεται με τις αποτυχίες της αριστεράς»

Ο Ντόναλντ Σασούν, ομότιμος καθηγητής Συγκριτικής Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Queen Mary του Λονδίνου και άλλοτε στενός φίλος, συνεργάτης και επιμελητής των βιβλίων του Έρικ Χoμπσμπάουμ, μιλά στη LiFO.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Η Κάλλας δεν ήταν τραγική φιγούρα και δεν εγκατέλειψε την καριέρα της για τον Ωνάση

Βιβλίο / Η Κάλλας δεν ήταν τραγική φιγούρα και δεν εγκατέλειψε την καριέρα της για τον Ωνάση

Η συγγραφέας του βιβλίου “Diva”, Ντέζι Γκούντγουιν, τονίζει με άρθρο της στον Guardian ότι το να χαρακτηρίζει κανείς τη ζωή της κορυφαίας τραγουδίστριας τραγική, σημαίνει ότι την αδικεί κατάφωρα.
THE LIFO TEAM
Η Θήβα που δεν ξέρουμε

Βιβλίο / Η Θήβα που δεν ξέρουμε

Ο Βρετανός ιστορικός Πολ Κάρτλετζ αποκαθιστά την ιστορική πόλη της αρχαιότητας που αντιμετώπιζαν υπεροπτικά οι Αθηναίοι. Δείχνει πώς τα θηβαϊκά θέματα επιβιώνουν στη σύγχρονη τέχνη, γράφει για τον Επαμεινώνδα που είχε έναν μόνο τραχύ μανδύα, παρουσιάζει την κοινωνία που δημιουργεί τον Ιερό Λόχο, ένα στρατιωτικό σώμα που αποτελείται αποκλειστικά από εραστές και ερώμενους.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ