Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος ήταν πάντα με τη μεριά της ζωής

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος ήταν πάντα με τη μεριά της ζωής Facebook Twitter
Απορούσε με την επιλογή του να υπηρετήσει μια τέχνη που απαιτεί υπομονή και πολύ περισσότερα αποθέματα συναίνεσης απ’ όσα διέθετε ένα «αδιάλλακτο πνεύμα αντιλογίας», όπως αυτός. Πηγή φωτογραφίας: Το Τέταρτο, #21, 1/1987
0


ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΑΝΥΠΟΜΟΝΟΣ: Πήδηξε τάξη στο δημοτικό, μαζί με το γυμνάσιο τέλειωσε και μια σχολή κινηματογράφου, βρέθηκε στο Παρίσι στα δεκαεπτά του, έγινε πατέρας λίγο μετά τα είκοσι, έπαθε το πρώτο του έμφραγμα στα σαράντα οκτώ. Στα νιάτα του έβλεπε τρεις ταινίες τη μέρα, ενώ στην ωριμότητά του επιδίωκε να γυρίζει μία ταινία το χρόνο, αποκτώντας έτσι νέους φίλους και νέους εχθρούς.

«Από πάντα βιαζόμουν», ομολογεί ο σκηνοθέτης Νίκος Παναγιωτόπουλος (1941-2016) στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Απ’ το καλάθι των αχρήστων» (Πατάκης, 2010). Και όπως φαίνεται, απορούσε με την επιλογή του να υπηρετήσει μια τέχνη που απαιτεί υπομονή και πολύ περισσότερα αποθέματα συναίνεσης απ’ όσα διέθετε ένα «αδιάλλακτο πνεύμα αντιλογίας» όπως αυτός.

Ένας προσωπικός απολογισμός που θα μπορούσε να διαβαστεί και ως ανατομία του τι σημαίνει να είσαι κινηματογραφιστής στην Ελλάδα της «γλυκιάς, ανάλαφρης, επιπολαιότητας», τη χώρα που ο ίδιος δεν θ’ άλλαζε με καμιά.

Την εποχή που πλησίαζε τα εβδομήντα, πίσω από τους τίτλους των ταινιών του, ο Παναγιωτόπουλος έβλεπε να ξεδιπλώνεται όλη του η ζωή: στα «Χρώματα της ίριδας» παντρεύτηκε τη μούσα του Μαριάννα Σπανουδάκη, από το «Μελόδραμα;» χρονολογούνταν οι ομηρικοί του καβγάδες με τον Λευτέρη Βογιατζή, χάρη στους «Τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας» πέρασε ζωή και κότα για ένα διάστημα στο Λος Άντζελες, το «Βαριετέ» συνέπεσε με την κρίση ηλικίας του, το «Ονειρεύομαι τους φίλους μου» ήρθε μετά την περιπέτεια με την υγεία του στην Ινδία, αν δεν γύριζε το «Αθήνα-Κωνσταντινούπολη» ίσως να μην ταξίδευε στη γη των προγόνων του ποτέ…

cover
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ:
Νίκος Παναγιωτόπουλος, «Από το καλάθι των αχρήστων», εκδόσεις Πατάκη

Αποδεχόμενος την πρόσκληση του Μισέλ Φάις να μοιραστεί τα μυστικά της «κουζίνας» του, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος βάλθηκε ν’ ανασύρει απ’ το καλάθι των αχρήστων της μνήμης του ό,τι έπιανε στα τυφλά, δίνοντας τελικά μια ολοζώντανη αφήγηση, πλημμυρισμένη από ιστορίες και συναντήσεις, αποφθέγματα και κρίσεις, λογοτεχνικές και σινεφίλ αναφορές. Ένα βιβλίο με τον προσωπικό του απολογισμό που θα μπορούσε να διαβαστεί και ως ανατομία του τι σημαίνει να είσαι κινηματογραφιστής στην Ελλάδα της «γλυκιάς, ανάλαφρης, επιπολαιότητας», τη χώρα που ο ίδιος δεν θ’ άλλαζε με καμιά.

Γιος ενός αξιωματικού της Χωροφυλακής που είχε αποτύχει ως θεατρικός επιχειρηματίας, και μιας φιλόδοξης νοικοκυράς, απόφοιτης δημοτικού, ο Παναγιωτόπουλος μεγάλωσε σαν «παιδί-βασιλιάς», εισπράττοντας από την οικογένειά του τόση αγάπη «που φτάνει να φαν’ κι οι κότες». Σ’ αυτήν αποδίδει την έως παρεξηγήσεως αδιαφορία του για την αγάπη του κοινού, αν και, όπως παραδέχτηκε με αφορμή την επιτυχία του «Αυτή η νύχτα μένει», ουδείς άτρωτος στους επαίνους και την κολακεία!

Το πρώτο μέρος του βιβλίου είναι κυρίως αφιερωμένο στα δώδεκα χρόνια που πέρασε στο Παρίσι, τότε που βίωνε από τα μέσα την «τεράστια γιορτή» του Μάη του '68 («ίσως η τελευταία περίοδος ανευθυνότητας της ζωής μου»), καταφέρνοντας παράλληλα ν’ αναδειχτεί σ’ έναν «από τους τρεις καλύτερους σκηνοθέτες διαφημιστικών στη Γαλλία». Ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη παρισινή του περίοδο, όμως, είχε προλάβει να πάρει μια γερή γεύση ως βοηθός σε ταινίες του αποκαλούμενου «καλού, παλιού ελληνικού κινηματογράφου»:

«Δεν ξέρω τι πολίτες θα βγάλει αυτή η χώρα, όταν το μόνο πράγμα που έχουν αποστηθίσει από την παιδική τους ηλικία είναι οι ατάκες αυτών των ταινιών, που ακόμα και από το βήμα της Βουλής εκστομίζονται ξανά και ξανά, σαν δείγμα ρητορικής δεινότητας των πολιτικών μας» σαρκάζει, θυμίζοντας τι μεσουρανούσε στην Ευρώπη εκείνη την εποχή: η γαλλική nouvelle vague, το αγγλικό free cinema, ο ιταλικός νεορεαλισμός. Ωστόσο, «το πού θα στραφεί ένας σκηνοθέτης και το πού θα αναζητήσει τις εκλεκτικές του συγγένειες δεν νομοθετείται. Ούτε για χάρη της παράδοσης ούτε για χάρη της ελληνικής γραμμής. Κι ο Σαββόπουλος μας επιτιμούσε επειδή τάχα αλληθωρίζαμε προς το Παρίσι, εμείς όμως δεν είχαμε κανένα πρόβλημα που εκείνος αλληθώριζε προς τον Μπομπ Ντίλαν. Αντίθετα, μας άρεσε».

Για τον Παναγιωτόπουλο, η άκρως πολιτικοποιημένη ατμόσφαιρα της Μεταπολίτευσης, τότε που «ακόμα και οι εφοπλιστές ντρέπονταν να πουν ότι δεν είναι αριστεροί», έβλαψε την πνευματική και καλλιτεχνική ατμόσφαιρα της χώρας. «Ποτέ δεν μου χρειάστηκε να γνωρίζω τις πολιτικές πεποιθήσεις του Ρενουάρ, του Ντράγερ, του Βαν Γκογκ, του Γκέρσουιν για ν’ απολαύσω τα έργα τους. Δεν απεμπολώ την πολιτική (…) αλλά μπορεί κανείς να μιλήσει για τη μοναξιά, τον φόβο του θανάτου, την ερωτική επιθυμία, χωρίς να έχει τύψεις ότι προδίδει τον εργαζόμενο λαό που παλεύει για μια καλύτερη μοίρα».

Γεγονός είναι ότι με τα «Χρώματα της ίριδας» κιόλας δίχασε. Κι έτσι, «έμαθα να μην καταθέτω τα όπλα με την πρώτη πιστολιά». Τότε επίσης συνειδητοποίησε «κι ένα πρόβλημα ντοστογιεφσκικού βάθους: ότι κάνουμε μια δουλειά που επιβάλλεται να μας θαυμάζουνε κι αυτοί τους οποίους περιφρονούμε». Πεπεισμένος ότι «όσο λιγότερα χρήματα κοστίζει μια ταινία, τόσο πιο ελεύθερος δημιουργικά αισθάνεσαι», για τις δικές του συχνά προτίμησε θέματα «μικρά, αφιλόδοξα, λιγοπρόσωπα», όπως και το ίνδαλμά του, ο Ρομπέρ Μπρεσόν.

«Ακόμα και στην τέχνη μου», ισχυρίζεται, «ποτέ δεν τα έδωσα όλα. Σε όλη μου την πορεία ήμουνα πάντα με τη μεριά της ζωής». Αυτή άλλωστε διεκδικεί τη μερίδα του λέοντος και στο βιβλίο καθώς κάθε κινηματογραφικό του πείραμα συνδέεται με ανθρώπους που του ομόρφυναν τη ζωή. Ο ίδιος κάποτε διακήρυσσε: «Είμαι ένας ερασιτέχνης κινηματογραφιστής γιατί μέσα στη λέξη ερασιτέχνης υπάρχει η λέξη "εραστής" και η λέξη "τέχνη", ενώ μέσα στη λέξη επαγγελματίας δεν υπάρχει τίποτα». Χρειάστηκαν χρόνια για ν’ ανακαλύψει ότι μέσα στο «επαγγελματίας» κρύβεται η λέξη άγγελος.

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Για τα περάσματα που δεν βρέθηκαν ποτέ: η ιστορία του underground περιοδικού «Ανοιχτή Πόλη»

Βιβλίο / «Ανοιχτή Πόλη»: Ένα από τα πιο επιδραστικά εναλλακτικά έντυπα της Ελλάδας

Οι δημιουργοί του Κώστας Μανδηλάς και Βλάσσης Ρασσιάς, καταγράφουν την πορεία του στο βιβλίο «Για τα περάσματα που δεν βρέθηκαν ποτέ: Η ιστορία του περιοδικού “Ανοιχτή Πόλη”».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Η Ράνια Οικονομίδου διαβάζει το διήγημα «Η μεγαλύτερη λεία του Μινγκ» της Πατρίσια Χάισμιθ

Lifo Videos / Η Ράνια Οικονομίδου διαβάζει ένα διήγημα της Πατρίσια Χάισμιθ

«Η μεγαλύτερη λεία του Μινγκ»: Μια ιστορία έρωτα, αγάπης, αφοσίωσης, ανταγωνισμού, μίσους και φόνου μεταξύ ενός ζευγαριού και ενός σιαμέζικου γάτου, ένα μυστηριώδες διήγημα της δημιουργού των πιο σαγηνευτικών αντιηρώων.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Οι μικρές αριστουργηματικές σειρές των εκδοτών

Βιβλίο / Οι μικρές αριστουργηματικές σειρές των εκδοτών

Ολοένα περισσότερο διευρύνεται η τάση έκδοσης κλασικών και σπάνιων κειμένων σε μικρό μέγεθος που τοποθετούνται δίπλα στο ταμείο και συνιστούν την προσπάθεια ενός εκδοτικού οίκου να φέρει σπουδαία έργα στο ευρύ αναγνωστικό κοινό.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
I love Dick: Eίναι το βιβλίο της Κρις Κράους το πιο τολμηρό του αιώνα μας;

Βιβλίο / I love Dick: Eίναι το βιβλίο της Κρις Κράους το πιο τολμηρό του αιώνα μας;

Η θεωρητικός, εικαστικός, κριτικός, συγγραφέας και εκδότρια Κρις Κράους μπορεί να μην άλλαξε τα δεδομένα στον αγγλόφωνο κόσμο εκδίδοντας τα βιβλία των Γάλλων θεωρητικών αλλά προκάλεσε άπειρες συζητήσεις με το πρωτότυπο φεμινιστικό βιβλίο της.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Η αρχή της ηδονής: Μια σουρεαλιστική, σέξι ιστορία στην καλοκαιρινή Ανάφη 

Βιβλίο / Η αρχή της ηδονής: Μια σουρεαλιστική, σέξι ιστορία στην καλοκαιρινή Ανάφη 

Ένα τολμηρό καλλιτεχνικό project έγινε η αφορμή για να κάνει ο εικαστικός René Habermacher ένα ταξίδι στη θάλασσα με πλήρωμα έξι ναύτες κι έναν καπετάνιο, απαθανατίζοντας μια σουρεαλιστική εμπειρία που κατέληξε σε ναυάγιο. Το βιβλίο «The Pleasure Principle» καταγράφει αυτό το ταξίδι μέσα από φωτογραφίες του René, κείμενα και εικαστικά έργα, σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έκδοση.
M. HULOT
Νίκος Μάντης «Το χιόνι του καλοκαιριού»

Το πίσω ράφι / Για τις απουσίες που μας κάνουν αργούς στα αισθήματα

Καλοκαίρι στην Πελοπόννησο, στη σκιά της δεκαετίας του ’80: ένα πληγωμένο παιδί, μια μητέρα που επιστρέφει αλλαγμένη και μυστικά που βαραίνουν τη σιωπή των ενηλίκων - αυτά ξετυλίγει ο Νίκος Α. Μαντής στο πρώτο του μυθιστόρημα.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Νέα βιβλία που περιμένουμε ως το τέλος του χρόνου, και κάποιες επανεκδόσεις

Fall Preview 2025 / 13 βιβλία που περιμένουμε ως το τέλος της χρονιάς

Ο πάντα επίκαιρος Καβάφης, νέα, σύγχρονα και παλιότερα ονόματα της λογοτεχνικής σκηνής και κάποιες ξεχωριστές επανεκδόσεις που δικαίως θα διεκδικήσουν χώρο στη βιβλιοθήκη όλων, βιβλιόφιλων και μη.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Το πίσω ράφι/ Εμανουέλ Καρέρ «Ένα ρωσικό μυθιστόρημα»

Το πίσω ράφι / Ένα επτασφράγιστο μυστικό που προκάλεσε αμηχανία και πάταγο

Προκλητικός, ωμός, συχνά σοκαριστικός, ο Εμανουέλ Καρέρ εξερευνά στο «Ένα ρωσικό μυθιστόρημα» το οικογενειακό του παρελθόν, φέρνοντας σε δύσκολη θέση ακόμα και τα πιο κοντινά του πρόσωπα.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Ζυμώνοντας ψωμί και ταριχεύοντας έναν νεκρό στην αρχαία Αίγυπτο

Αναγνώσεις / Ζυμώνοντας ψωμί και ταριχεύοντας έναν νεκρό στην αρχαία Αίγυπτο

Πώς ήταν η ζωή στην αρχαία Αίγυπτο; Ένας Αμερικανός αρχαιολόγος περιγράφει το 24ωρο των ανθρώπων κάθε ιδιότητας και κοινωνικής τάξης στις Θήβες της αρχαίας Αιγύπτου μέσα από ιστορίες που θα μπορούσαν να είναι αληθινές.
THE LIFO TEAM