ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 2010, ο νέος πρόεδρος της επιτροπής διαιτησίας της UEFA, o διάσημος πρώην διαιτητής Πιερλουίτζι Κολίνα, εισήγαγε μια σειρά αλλαγών. Κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους, δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στη φυσική κατάσταση, στις μετρήσεις βάρους και σωματικού λίπους των διαιτητών, καθώς και στις υποχρεωτικές εξετάσεις όρασης. Οι εξετάσεις όρασης μπορεί να φαίνονται δεδομένες, αλλά δεν ήταν ακριβώς έτσι στο παρελθόν. Πλέον οι εξετάσεις δεν αφορούσαν μόνο βασικά πράγματα, όπως την ικανότητα ανάγνωσης μικρού κειμένου σε συγκεκριμένη απόσταση, αλλά και πιο συγκεκριμένες εξετάσεις, προσαρμοσμένες για τους επαγγελματίες διαιτητές ποδοσφαίρου.
Κάποιοι διαιτητές διαγνώστηκαν με αχρωματοψία. Ένας άλλος αποδείχθηκε ότι ήταν τυφλός από το ένα μάτι και αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Τουλάχιστον αυτό έλεγαν οι φήμες, αλλά κανείς δεν ήξερε με σιγουριά, γιατί όσον αφορά τα αποτελέσματα των εξετάσεων όρασης, τίποτα δεν αποκαλύφθηκε σε μεγαλύτερες ομάδες. Για μένα, το ανανεωμένο τεστ όρασης ήταν μια διαβεβαίωση. Σήμαινε επαγγελματισμό, σχολαστικότητα και επιθυμία για βελτίωση. Όσον αφορά όμως τα τεστ βάρους και ποσοστού λίπους, ένιωθα κυρίως αηδία, θυμό και ταπείνωση. Το πρόβλημα δεν ήταν τα τεστ, αλλά ο τρόπος με τον οποίο διεξάγονταν.
Γιατί δεν έκανε κανείς μας τίποτα; Γιατί δεν σηκωθήκαμε να πούμε αυτό που όλοι σκεφτόμασταν: ότι ήταν εξευτελιστικό αυτό που συνέβαινε. Αν είχα υψώσει τη φωνή μου, θα είχα υπογράψει ταυτόχρονα και τη θανατική ποινή της καριέρας μου.
Η πρώτη φορά που αναγκάστηκα να υπομείνω αυτή την ταπεινωτική διαδικασία ήταν το φθινόπωρο του 2010, στο ετήσιο σεμινάριο διαιτητών της UEFA. Βρισκόμασταν στη Λιουμπλιάνα της Σλοβενίας. Το πρώτο πρωί, οι διαιτητές χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες των 15 ατόμων περίπου. Όταν η ομάδα μου μπήκε στην μεγάλη, κρύα αίθουσα συνεδριάσεων όπου θα μαζευόμασταν, η διοίκηση μας ζήτησε να γδυθούμε μέχρι τα εσώρουχά μας. Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας, αλλά κανείς δεν αντέδρασε ή τόλμησε να πει κάτι. Αργά-αργά βγάλαμε τα ρούχα μας. Το προηγούμενο βράδυ, είχαμε λάβει σαφείς οδηγίες να μην φάμε και να μην πιούμε τίποτα το πρωί, ώστε να είμαστε όσο το δυνατόν πιο «άδειοι» κατά τη δοκιμασία. Ο στόχος ήταν να ζυγίζουμε όσο το δυνατόν λιγότερο και να έχουμε όσο το δυνατόν χαμηλότερο ποσοστό λίπους. Και να μοιάζουμε με διαιτητές σύμφωνα με το μοντέλο της UEFA.
Στεκόμασταν λοιπόν σε μια μακριά σειρά, φορώντας μόνο τα εσώρουχά μας. Ήμασταν υποτίθεται οι καλύτεροι διαιτητές της Ευρώπης, εκπρόσωποι μιας ελίτ, πρότυπα, ενήλικες, γονείς, ισχυρές προσωπικότητες με μεγάλη ακεραιότητα... αλλά κανείς μας δεν τόλμησε να πει τίποτα. Μόλις που κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον με τα βλέμματά μας να τρεμοπαίζουν νευρικά ενώ μας καλούσαν ανά δυάδες. Εκεί ο Κολίνα μας παρατηρούσε από πάνω μέχρι κάτω με ένα παγωμένο βλέμμα. Σιωπηλός και εξεταστικός. Ένας-ένας ανεβήκαμε στη ζυγαριά. Ρούφηξα το στομάχι μου, ίσιωσα την πλάτη μου και κράτησα την αναπνοή μου, σα να έκανε αυτό κάποια διαφορά. Ένας από τους εκπαιδευτές ανακοίνωσε δυνατά: «Έρικσον, Σουηδία, 96,2 κιλά». Ένιωσα τον Κολίνα να κάνει μια παύση, να με κοιτάζει και να σαρώνει με το βλέμμα του το σχεδόν γυμνό μου σώμα. Σκέφτηκα ότι αυτό δεν ήταν δίκαιο. Είμαι ενήλικας και με αναγκάζουν να στέκομαι εδώ και να με εξετάζουν και να με κρίνουν μ’ αυτόν τον τρόπο.
Κατέβηκα από τη ζυγαριά και ένιωσα σαν να στεκόμουν μέσα σε ομίχλη. Ο ίδιος εκπαιδευτής πλησίασε με ένα είδος δαγκάνας, ένα εργαλείο που έμοιαζε με πολυγράφο, και άρχισε να με τσιμπάει σε διάφορα μέρη του σώματος. Το παχύμετρο, όπως ονομαζόταν το εργαλείο, ήταν παγωμένο και κάθε φορά που άγγιζε το σώμα μου, έκανα ένα μικρό άλμα. Ο εκπαιδευτής πίεζε, τράβαγε, μέτραγε, μέτραγε ξανά, μουρμούρισε κάτι ακατανόητο, πίεσε ξανά τσιμπώντας το δέρμα μου. Μετά από κάθε μέτρηση, φώναζε τον αριθμό των χιλιοστών που είχε μετρήσει. Δεν είχα ιδέα τι σήμαιναν οι αριθμοί, αν ήταν καλοί ή κακοί. Χρειάστηκε ίσως λίγο περισσότερο από ένα λεπτό. Ένας βοηθός εισήγαγε τους αριθμούς σε ένα έγγραφο και, όταν καθορίστηκαν και οι τέσσερις τιμές, το έγγραφο υπολόγισε γρήγορα το συνολικό ποσοστό λίπους μου. Η τιμή μου ανακοινώθηκε, για να την ακούσουν όλοι: «Έρικσον, 18,7%».
Γιατί δεν έκανε κανείς μας τίποτα; Γιατί δεν σηκωθήκαμε να πούμε αυτό που όλοι σκεφτόμασταν: ότι ήταν εξευτελιστικό αυτό που συνέβαινε. Αν είχα υψώσει τη φωνή μου, θα είχα υπογράψει ταυτόχρονα και τη θανατική ποινή της καριέρας μου. Αν είχα αμφισβητήσει τις μεθόδους του Κολίνα, δεν θα μου έδιναν πλέον κανένα αγώνα, είμαι πεπεισμένος για αυτό. Φυσικά, ήθελα να γίνω πιο γυμνασμένος, να χάσω βάρος και να επιτύχω τον στόχο μου ως διαιτητής παγκόσμιας κλάσης. Ήταν προφανές ότι δεν έπρεπε να έχεις υπερβολικό βάρος, εξίσου προφανές ότι έπρεπε να είσαι γυμνασμένος – και σίγουρα, ολόκληρο το σώμα των διαιτητών χρειαζόταν έναν μεγαλύτερο επαγγελματισμό. Ήταν λάθος όμως να προσπαθήσεις να το πετύχεις αυτό μέσω μιας ταπεινωτικής ζύγισης και μιας ατζέντας όπου το μόνο σημαντικό ήταν να χάσεις βάρος και να μειώσεις το ποσοστό λίπους σου.
Στο σεμινάριο διαιτητών της UEFA την επόμενη χρονιά, ο Κολίνα πήρε το λόγο για να μιλήσει για τη διατροφή, τη σημασία της προετοιμασίας και τα κακά παραδείγματα διαιτητών που δεν προετοιμάζονταν επαγγελματικά. Ο Κολίνα έστρεψε το βλέμμα του πάνω μας και όλοι χαμηλώσαμε το βλέμμα σαν φοβισμένοι μαθητές μπροστά σε έναν θυμωμένο και αυστηρό διευθυντή που μόλις τους είχε πιάσει να κάνουν κάτι ανόητο. Μεταξύ ορισμένων συναδέλφων δημιουργήθηκε μια υστερία για το βάρος. Υπήρχαν διαγωνισμοί για το ποιος είχε το χαμηλότερο ποσοστό λίπους και ποιος είχε χάσει το περισσότερο βάρος από την τελευταία μέτρηση. Φυσικά, αυτό δεν ήταν ούτε ωφέλιμο ούτε υγιεινό. Στα σεμινάρια επισημαίνονταν πλέον διαρκώς θετικά παραδείγματα διαιτητών που είχαν χάσει βάρος – αντί να επαινούνται για τις αποφάσεις τους στον αγωνιστικό χώρο ή τις επιδόσεις τους σε δύσκολους αγώνες.
Με στοιχεία από The Guardian