6 καλοκαίρια στην πόλη, 6 Έλληνες συγγραφείς, 6 ιστορίες για τη LIFO

6 καλοκαίρια στην πόλη, 6 Έλληνες συγγραφείς, 6 ιστορίες για τη LIFO Facebook Twitter
Εdward Ηopper, Μorning in the City
0

Μεγίστη λάβρα
Γλυκερία Μπασδέκη

Η πόλη ήταν η Λάρισα. Το καλοκαίρι ήταν το πρώτο που ήξερα ότι η μάνα μου δεν θα ζούσε για πολύ ακόμα. Είχε ξαναμπεί στο νοσοκομείο, το πάλευε και δεν το πάλευε εκείνον το βαθύ Αύγουστο. Στην πτέρυγα είχα δει ήδη πεντέξι να τους βγάζουν με το σεντόνι, ζούσα στα χαρντ κορ της παθολογικής, τίποτε δεν κυλούσε και τίποτε δεν κελαηδούσε. Μεγίστη λάβρα όλα. Πήγαινα μεσημεράκι, έφευγα κατά τις δέκα το βράδυ. Τα γερμανικά νούμερα τα έκανε ο μπαμπάς. Γυρνούσα σπίτι με το τελευταίο αστικό, έφτιαχνα φραπέ, κάπνιζα. Δεν μου κολλούσε ύπνος κι άρχιζα τα τηλέφωνα. Έπαιρνα νούμερα στην τύχη, τα περισσότερα απ' τον Χρυσό Οδηγό. Διάλεγα γεωπόνους, φαρμακοποιούς, εμπορικούς αντιπροσώπους. Τους έλεγα ότι είμαι πολύ άρρωστη από μια μυστηριώδη νόσο και μάλλον πεθαίνω την επόμενη βδομάδα και θέλω να κάνουμε τηλεφωνικό σεξ, γιατί είμαι καθηλωμένη με τους ορούς σε μια υπόγεια κλινική κι αυτοί είναι η τελευταία μου ελπίδα. Κάποιοι μου το έκλειναν, κάποιοι με παρηγορούσαν, κάποιοι (κυρίως γεωπόνοι) έμπαιναν ζεστά στο παιχνίδι. Τους ζητούσα να βγάλουν τα ρούχα τους και να μου λένε ερωτόλογα. Οι περισσότερο βογκούσαν και σταματούσαν να μου μιλούν, ένας-δυο επέμεναν να τους δώσω τη διεύθυνση της υπόγειας κλινικής για να μου φέρουν λαδάκια και αγιασμούς να γίνω καλά, ένας ήθελε να αρραβωνιαστούμε. Μας είχε χτυπήσει ο Αύγουστος στην πόλη κατακέφαλα, κανείς δεν ήταν στα καλά του – ούτε εγώ, ούτε η μάνα μου, ούτε οι γεωπόνοι που αναστέναζαν με τα σώβρακα στο ακουστικό. Όλο το θλιβερό σεξ σόου κράτησε μέχρι της Παναγίας. Τότε βγήκε απ' το νοσοκομείο η μάνα μου, σταμάτησαν τα μεταμεσονύχτια τσιτσιδώματα, έκλαιγα πλέον ανοιχτά και μπροστά της για όλο το υπόλοιπο καλοκαίρι.

Η Γλυκερία Μπασδέκη είναι ποιήτρια και συγγραφέας. Η καινούργια της ποιητική συλλογή «Η Θεόδωρος Κολοκοτρώνης» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bibliotheque.

Σφαίρες το καλοκαίρι

Ευτυχία Γιαννάκη

Το αμάξι έβραζε κάτω από τον ήλιο και το αμάξι ήταν κλειδωμένο με τα παράθυρα κλειστά. Δεν θα έκανε πάνω από δύο λεπτά, αλλιώς θα είχε αφήσει κάποιο παράθυρο ανοιχτό. Ο ιδρώτας έτρεχε στην πλάτη μου και τα μαλλιά μου είχαν κολλήσει στο μέτωπό μου.


Καθόμουν στο πίσω κάθισμα και τον περίμενα να επιστρέψει από τον φούρνο παίζοντας ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι μ' έναν καουμπόι που πυροβολούσε μπουκάλια και ποτήρια σ' ένα μπαρ. Δεν έπρεπε να σκοτώσω τον μπάρμαν και τους πελάτες. Δύο πελάτες είχαν σκοτωθεί ήδη, βγάζοντας έναν πνιχτό ήχο. Τα καπέλα των πεθαμένων στόλιζαν την μπάρα. Ο μπάρμαν την είχε γλιτώσει και είχα μόνο μια ζωή ακόμη.

Με αυτήν τη μία ζωή προσπαθούσα να κάνω ό,τι καλύτερο μπορούσα κι έτσι δεν τον είδα που χειρονομούσε ελάχιστα μέτρα μακριά από το παρμπρίζ. Ούτε τον άκουσα που φώναζε. Ούτε τον παρακολούθησα να τρέχει πίσω από τον μικροκαμωμένο τύπο που του είχε αρπάξει το πορτοφόλι και τα κλειδιά κι ένα μικρό μαύρο τσαντάκι που είχε κρεμάσει στον ώμο του όταν βγήκε από το αμάξι.


Χρειάστηκε μια αστοχία, μια σφαίρα στο κούτελο του μπάρμαν, για να σηκώσω τα μάτια και να τον αναζητήσω. Είδα τότε το αναστατωμένο πρόσωπό του κολλημένο στο τζάμι να στάζει από τον ιδρώτα, ενώ η μελωδία του game over γέμιζε την καμπίνα. Ήταν κόκκινος και προσπαθούσε να ανοίξει την πόρτα. Η πόρτα δεν άνοιγε και δεν υπήρχε τρόπος να κατέβουν τα ηλεκτρικά παράθυρα. Μόλις είχα χάσει την τελευταία ζωή μου και είχα εγκλωβιστεί στο αμάξι-φούρνο. Αναρωτήθηκα αν μπορούσε να γίνει χειρότερο. Μπορούσε. Εμφανίστηκε ο φούρναρης με μάτια γουρλωμένα, σαν τρομαγμένου ζώου, κι άρχισε να μου δίνει οδηγίες πώς να κάνω υπομονή και να παίρνω βαθιές ανάσες μέχρι να επιστρέψει ο πατέρας μου με κάποιον κλειδαρά. Αν μπορούσα, θα τον πυροβολούσα ευχαρίστως.


Όταν επέστρεψε, είχα χάσει άλλες δέκα ζωές, είχα σκοτώσει τριάντα πελάτες, ζαλιζόμουν και έμοιαζα με αιμοσταγή δολοφόνο που σε λίγο θα έχανε τις αισθήσεις της.


Το πρώτο που μου είπε όταν βγήκα από το αυτοκίνητο ήταν ότι τα χρήματα για τις διακοπές είχαν κάνει φτερά και ότι θα περνούσαμε το καλοκαίρι στην πόλη.


Καλοκαίρι στην πόλη; Τι πείραζε; Αρκεί να είχα μπαταρίες. Όσο είχα μπαταρίες, είχα ζωές. Και όσο είχα ζωές, είχα σφαίρες. Και όσο είχα σφαίρες, μπορούσα να πυροβολώ ασταμάτητα. Και όσο πυροβολούσα, δεν χρειαζόμουν τίποτε άλλο.


Εκείνο το καλοκαίρι πέρασε σφαίρα, ξοδεύοντας χιλιάδες ζωές. Από τα επόμενα είχα παρατήσει πια τα ηλεκτρονικά και μου έμενε μόνο μια ζωή, που κυλούσε βαρετά κοντά στη θάλασσα. Για να περνάει κάπως η ώρα σκεφτόμουν πάντοτε ιστορίες με φόνους.


Η Ευτυχία Γιαννάκη είναι συγγραφέας. Το καινούργιο της μυθιστόρημα «Αλκυονίδες Μέρες» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.

Ένα καλοκαίρι στην Αθήνα

Ούρσουλα Φωσκόλου

Τα καλοκαίρια στην Αθήνα μοιάζουν μ' εκείνα τα χρυσόψαρα που κρέμονταν απ' τις χειρολαβές του λεωφορείου στα Φτηνά Τσιγάρα: ελεύθερα να τριγυρνούν στη διάφανη σακούλα τους, μα με μια νοσταλγία σπαρακτική για θάλασσα. Τα καλοκαίρια στην Αθήνα συμβαίνουν κυρίως τα βράδια ή το ξημέρωμα. Με θέλουν ερωτευμένη, στενοχωρημένη ελαφρά ή έστω μελαγχολική. Να βγαίνω για μια βόλτα τα μεσάνυχτα απ' το Παγκράτι με το πρόσχημα μιας μπίρας, να φτάνω περπατώντας ως το Μετς κι έπειτα, ανηφορίζοντας την Ηρώδου Αττικού, να επιστρέφω από τη Βασιλίσσης Σοφίας μ' ένα παγωτό στο χέρι. Θέλουν το δέρμα μου υγρό απ' τον ιδρώτα, κολλώδες απ' την έξαψη κι έπειτα, προς το βράδυ, δροσερό, ν' αποζητάει –αν είμαι τυχερή– ένα ελαφρύ πουλόβερ. Στην παλαιότερη φωτογραφία μου απ' την καλοκαιρινή Αθήνα, ιδρώνω επάνω σ' ένα ροζ εξωτικό λουλούδι στον '80s καναπέ του πατρικού σπιτιού. Αναμαλλιασμένη, ξέπνοη, κοιτώ την κάμερα με απόγνωση, βιώνοντας τον καύσωνα του 1987. Στην αγκαλιά της γιαγιάς Ούρσουλας έκανα τον πρώτο μου βραδινό καλοκαιρινό περίπατο, που μύριζε γιασεμί και νυχτολούλουδο, φρεσκοπλυμένα ρούχα και κατόλ. Σ' ένα μικρό στενό στο πλάι του Κάραβελ: εκεί όπου ο άνεμος, γλείφοντας τα τοιχώματα του ξενοδοχείου, συναντά τη διπλανή πολυκατοικία, κι αν τύχει να περνάς, έρχεται επάνω σου με ορμή, δροσιστικός και φρέσκος, σαν βουνίσιος. Με οδηγό αυτή την πρώτη ανάμνηση του αβάσταχτου αθηναϊκού θέρους, γυρνώ, μόλις ζεσταίνει ο καιρός, τους δρόμους. Σπανίως με παρέα, πολύ συχνά με μουσική, πολλές φορές μ' ένα διήγημα πλεγμένο σαν περικοκλάδα ανάμεσα στα σπλάχνα μου, να ψάχνει τρόπους για ν' ανθίσει. Και τώρα που το σκέφτομαι, πάντοτε μ' ένα βάδισμα αλλόκοτο, πότε ταχύ και πότε βασανιστικά αργό, σαν νοσταλγία. Η Αθήνα το καλοκαίρι γίνεται γυάλα που βράζει, κι όλοι εμείς χρυσόψαρα, που κολυμπάμε λησμονώντας διαρκώς αυτό που, σαν πτερύγιο, μας ωθεί: τη θάλασσα ή την επιθυμία για έναν ύπνο ιδρωμένο –μα κυρίως ξέγνοιαστο– στην πρώτη εκείνη αγκαλιά.

Η Ούρσουλα Φωσκόλου είναι συγγραφέας. Το πρώτο της βιβλίο «Το Κήτος» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη.

Δεκατέσσερις Αυγούστου

Παναγιώτης Κεχαγιάς

Δεν ξέρω αν όλοι έχουμε μια παρόμοια εμπειρία να διηγηθούμε, η οποία εκ των υστέρων να μοιάζει τόσο απίθανη, που δεν μπορούμε με σιγουριά να πούμε αν συνέβη στ' αλήθεια ή αν ήταν όνειρο, φαντασίωση ή απόσπασμα από ένα βιβλίο που διαβάζαμε εκείνη την εποχή – δηλαδή το 1996 ή το 1997. Είχα γυρίσει από ένα νησί και έφευγα για κάποιο άλλο, και ήταν πρωί Κυριακής, τριήμερο Δεκαπενταύγουστου, όταν πήρα το τρένο και κατέβηκα στον σταθμό της Ομόνοιας. Αφηρημένος, δεν κατάλαβα ότι ήμουν ο μοναδικός επιβάτης που κατέβηκε και ότι από τις αποβάθρες ανέβηκα τις σκάλες μόνος, και ότι τα γκισέ των εισιτηρίων ήταν όλα κλειστά, και ότι περπατούσα ολομόναχος. Όταν βγήκα στην εκτυφλωτική πλατεία, και άρχισα να περπατάω προς τη Θεμιστοκλέους, μια αίσθηση λεπτή και γρήγορη σαν φίδι, και το ίδιο δροσερή, γλίστρησε μέσα στο μυαλό μου: βρισκόμουν στο κέντρο της Αθήνας και γύρω μου δεν υπήρχε κανείς. Σε παρόμοιες περιπτώσεις συνήθως αρχίζουμε να πατάμε στις μύτες, η πόλη γίνεται το δωμάτιο κάποιου ξένου, κάποιου που κοιμάται ή κάποιου που δεν ξέρουμε αν έχει μόλις πεθάνει.


Μια πόλη, και ειδικά η Αθήνα, έχει πολλά παράθυρα, πολλές εισόδους, αμέτρητες εσοχές. Η Πανεπιστημίου ήταν εντελώς άδεια. Στάθηκα στη μέση της λεωφόρου. Τα πεζοδρόμια ήταν έρημα μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι, μέχρι την Εθνική Βιβλιοθήκη, την Πρυτανεία, την Ακαδημία. Έψαξα με το βλέμμα κάθε παράθυρο, κάθε είσοδο, κάθε εσοχή, αλλά δεν είδα κανέναν. Διστακτικά, ήσυχα, ξάπλωσα ανάσκελα στη μέση της Πανεπιστημίου, με το βλέμμα να σκαρφαλώνει στο ξεπλυμένο γαλάζιο που έρεε σαν ποτάμι ανάμεσα στις δύο γωνιώδεις όχθες που σχημάτιζαν οι ανισόπεδες οροφές των κτιρίων. Αν ποτέ σας παρουσιαστεί μια παρόμοια ευκαιρία –κάτι που είναι βέβαιο–, μη διστάσετε, γιατί τα κτίρια θα γείρουν από πάνω σας σαν στοργικές γκουβερνάντες, η Πανεπιστημίου θα γίνει ένα ατελείωτο φαρδύ κρεβάτι –όμως ποτέ η Σταδίου, ποτέ η Ακαδημίας–, η Ομόνοια και το Σύνταγμα θα ξεμακρύνουν προς αντίθετες κατευθύνσεις και θα χαθούν.


Είμαι της άποψης ότι όλες οι πόλεις αποκαλύπτουν την αληθινή τους φύση όταν τις περπατάς μόνος.


Μπορεί όμως αυτή η ανάμνηση να είναι, όπως υποψιάζομαι, μια περασμένη ή μελλοντική ανάμνηση όλων των κατοίκων των Αθηνών. Ίσως όλοι να έχουμε περπατήσει κάποια στιγμή έκθαμβοι στους ηλιόλουστους διαδρόμους του λαβυρινθώδους Λεκανοπεδίου και να έχουμε ξαπλώσει στη μέση της Πανεπιστημίου. Αν η δική σας σειρά δεν έχει έρθει ακόμη, μην ανησυχείτε. Θα έρθει η ώρα που θα ξαπλώσετε στη λεωφόρο, και μετά, αφού σηκωθείτε, αν έχετε την οποιαδήποτε αμφιβολία, μπείτε στη Θεμιστοκλέους, περνώντας μπροστά από κλειστά παπουτσάδικα, σουβλατζίδικα, καφέ, και το γεωμετρικό παραλήρημα του άδειου κέντρου θα ξεθωριάσει πίσω σας.


Πιο πάνω, στα Εξάρχεια, σας υπόσχομαι ότι η πλατεία θα είναι, όπως πάντα, γεμάτη.

Ο Παναγιώτης Κεχαγιάς είναι συγγραφέας. Το βιβλίο του «Τελευταία Προειδοποίηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες.

Με ανοιγμένα τα σκέλη στη θάλασσα

Βαγγέλης Μπέκας

Μεγάλωσες στην Πρέβεζα. Από μικρός τα καλοκαίρια όλη μέρα στη θάλασσα παρέα με τα δελφίνια του Αμβρακικού. Θυμάσαι τον ψαροντουφεκά που σε πέρασε για συναγρίδα; Φτηνά τη γλίτωσες.


Όμως πέρασε ο καιρός και είσαι πρώτη χρονιά στην Αθήνα, καλοκαίρι χωρίς άδεια, καλοκαίρι του 2004. Και παίρνει φόρα ο Καραγκούνης με την γκλίτσα και γκοοολ! Ξανά και πάλι. Ο Θεός τρελάθηκε. Κι ύστερα ο Ζαγοράκης σηκώνει το κύπελλο και η Πατησίων μπλοκαρισμένη απ' τα αυτοκίνητα, κόρνες, ζητωκραυγές, πανζουρλισμός, κι ορμάνε οι τύποι ανάμεσα στους προφυλακτήρες, ακουμπούν τη γαλανόλευκη στην άσφαλτο και προσκυνάνε. Ακόμα δεν ξέρεις ότι οι χρυσαυγίτες μαχαιρώνουν για ψύλλου πήδημα.


Περνούν οι μέρες καυτές και συ διαβάζεις ένα βιβλίο του Ιζζό. Πόσο θα 'θελες να είσαι στη Μασσαλία. Μα η Μασσαλία είναι εκτός κάδρου. Έρχονται μυριάδες απ' όλο τον κόσμο να δουν τους Ολυμπιακούς, που θα διαφημίσουν την Ελλάδα στα πέρατα του κόσμου, λένε στην TV. «Προπαγάνδα ψευδαισθήσεων», ουρλιάζει ο φίλος σου ο ανάρχας, «ξύπνα, είναι παιχνιδάκι των πολυεθνικών». Όμως βλέπεις την τελετή έναρξης του Παπαϊωάννου και μαγεύεσαι. Ένα ζευγάρι χορευτών ερωτοτροπεί στα νερά. Στη μέση του Ολυμπιακού Σταδίου.


Και την επομένη σκαρφαλώνεις στον λόφο του Φιλοπάππου να δεις στο βάθος τα πλοία που φεύγουν για το Αιγαίο, να ατενίσεις την Αίγινα. Εκεί που έγραψε ο Καζαντζάκης τον Ζορμπά. Μα εσύ ανοίγεις το βιβλίο του Τάιμπο 2 και διαβάζεις: «Βάλε το διπλό δυάρι, αξιότιμε ποιητή μου. Ένας άντρας με το δικό σου πνευματικό μεγαλείο δεν πάει να 'ναι χέστης». Δεν είσαι ποιητής. Δεν έχεις ξεχωριστό πνευματικό μεγαλείο, αλλά ούτε χέστης είσαι. Είσαι νέος. Αποφασισμένος να γράφεις μυθιστορήματα. Πρώτα ζούμε, μετά γράφουμε, το 'χεις ορκιστεί.


Και τώρα, δεκατρία χρόνια μετά, η Αθήνα σφύζει πάλι απ' όλες τις λαλιές του κόσμου, θυμίζοντας «περασμένα μεγαλεία». Μπορεί να ξεμείναμε από ρευστό, αλλά εκείνη η τελετή έναρξης (το μόνο που αξίζει να θυμάμαι από τους Ολυμπιακούς) θαρρείς με το μαγικό της ραβδάκι μάγεψε την πόλη της Κρίσης και γέννησε θέατρα σε κάθε σοκάκι και Λάνθιμους και μπάντες παντού. Και οι Βερολινέζοι βολτάρουν Μεταξουργείο. Κι εκείνο που δεν κατάφερε η ολυμπιακή φλόγα να φέρει, παρά τα πεταμένα δισ., το έφερε η ανθρωπιά στους πρόσφυγες. Τελικά, οι Έλληνες δεν είναι και τόσο τομάρια, ψιθυρίζουν πια στην Ευρώπη. Το διαισθάνομαι, είναι αλήθεια. Αυτό το καλοκαίρι η Αθήνα μεταμορφώνεται σε μια νουάρ μητρόπολη του κόσμου. Με ανοιγμένα τα σκέλη στη θάλασσα.


Ο Βαγγέλης Μπέκας είναι συγγραφέας. Το καινούργιο του μυθιστόρημα «Μαύρο Φυλαχτό» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

Στους 43 βαθμούς

Κυριάκος Γιαλένιος

Τα καλοκαίρια στη Θεσσαλονίκη είναι ζόρικα. Κατά γενική ομολογία, αλλά και πιο ειδικά για τύπους σαν εμένα, που νιώθουν πολύ πιο άνετα με τη θερμοκρασία σε μονοψήφια νούμερα και μολυβένιους ουρανούς. Έχει κάτι το βαρύ και αναποφάσιστο το θέρος σ' αυτή την πόλη. Κυριαρχεί εκείνη η αποπνικτική αίσθηση, από τις πρώτες πρωινές ώρες κιόλας, ότι κυκλοφορείς στον δρόμο με μια ζεστή βρεγμένη πετσέτα κολλημένη πάνω σου. Η πηχτή υγρασία του Θερμαϊκού, καθώς εισχωρεί ύπουλα και μεθοδικά στο κυρίως σώμα της πόλης, σε συνδυασμό με τους θερμούς καταβάτες ανέμους που μπουκάρουν από τις ξερές πεδιάδες του Αξιού, δημιουργούν ένα αβάσταχτο κράμα δύσπνοιας και κατατονίας.


Το μακρινό 2007 με βρήκε να ζω σ' ένα υπέροχο ανακαινισμένο σπίτι του 1933 στο κέντρο. Στο οποίο όμως δεν υπήρχε κλιματιστικό. Ούτε επαρκής φυσικός αερισμός. Κι επίσης, λόγω μιας σειράς επαγγελματικών και προσωπικών υποχρεώσεων, δεν μπορούσα να αποδράσω ούτε ένα Σ/Κ μακριά από το πυρπολημένο άστυ. Απ' ό,τι φάνηκε εκ των υστέρων, όλα συνωμότησαν στο να μη χάσω το ραντεβού με την ιστορία. Εκεί, γύρω στις 20 Ιουλίου, η θερμοκρασία ξεκίνησε ν' ανεβαίνει επικίνδυνα. Αναμενόμενο, σκέφτηκα, η εποχή του είναι. Τα πράγματα άρχισαν να ξεφεύγουν όταν πιάσαμε το σαραντάρι. Από κει κι έπειτα και για πέντε μέρες περίπου, έζησα παγιδευμένος σε μια κατάσταση αποχαύνωσης, ασταμάτητης εφίδρωσης και συμπιεσμένης οργής για το στραβό το ριζικό μου. Το αποκορύφωμα ήρθε στις 24-25 του μήνα, όταν τα τσιμέντα της Αριστοτέλους έβραζαν στους 43 βαθμούς κι εγώ προσπαθούσα να ξεγελάσω τη μιζέρια μου με τη συντροφιά ενός ανεμιστήρα. Ένιωθα σαν να ζούσα σε μια φούσκα ατμού από την οποία δεν έβγαινα καμιά στιγμή της ημέρας.


Ήταν μια εβδομάδα κόλασης. Οι στατιστικές και οι μελέτες έγραψαν πως ήταν ο θερμότερος μήνας της τελευταίας εικοσαετίας. Οι συνεχιζόμενες νύχτες αϋπνίας μού χάρισαν μια μεγαλοπρεπέστατη σωματική εξάντληση. Αλλά καθώς ο καιρός περνούσε και οι αναμνήσεις καταστάλαζαν μέσα μου, συνειδητοποίησα ότι υπήρξε και κάτι ακόμα, κάτι πίσω απ' όλο εκείνο το βασανιστικό και ατελεύτητο για τις αισθήσεις μου πενθήμερο. Ήταν οι εικόνες μιας πόλης που πάλευε να προσαρμοστεί σε συνθήκες πρωτόγνωρες: αγόρια και κορίτσια, φορώντας τα απολύτως απαραίτητα, ξενυχτούσαν στα πίσω μπαλκόνια των πολυκατοικιών πίνοντας και γελώντας μέχρι η ατμόσφαιρα να αραιώσει κάπως, ηλικιωμένοι έμεναν μέσα σε τράπεζες για ώρες ώστε να δροσίζονται, τα λεωφορεία άφηναν τις πόρτες λίγο παραπάνω ανοιχτές απ' όσο συνήθως, ενώ τα μεσημέρια στην έρημη Τσιμισκή, αν κοιτούσες λίγο πιο προσεκτικά, μπορούσες να διακρίνεις τους θυσάνους και τη σκόνη να στροβιλίζονται ανάμεσα στους λιγοστούς διαβάτες.

Ο Κυριάκος Γιαλένιος είναι συγγραφέας. Το καινούργιο του μυθιστόρημα «Μόνο τα νεκρά ψάρια ακολουθούν το ρεύμα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

 

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Πώς αλλάζει κανείς, πώς φτάνει σε σημείο να μην αναγνωρίζει τον εαυτό του»

Το πίσω ράφι / «Πώς αλλάζει κανείς, πώς φτάνει σε σημείο να μην αναγνωρίζει τον εαυτό του»

Το μυθιστόρημα «Δαμάζοντας το κτήνος» της Έρσης Σωτηροπούλου είναι χτισμένο στην εικόνα της «μοναξιάς που μοιράζονται πολλοί άνθρωποι μαζί». Επανεκδίδεται σε λίγες μέρες από τον Πατάκη.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Μάργκαρετ Άτγουντ: «Δεν νομίζω να με αγαπούσε ο Πλάτωνας»

Βιβλίο / Μάργκαρετ Άτγουντ: «Δεν νομίζω να με αγαπούσε ο Πλάτωνας»

Γεννήθηκε σαν σήμερα μία από τις σημαντικότερες συγγραφείς της εποχής μας. Στη συνέντευξή της στη LifO δίνει (ανάμεσα σε άλλα) οδηγίες για το γράψιμο και τη ζωή, τη γνώμη της για τον Πλάτωνα αλλά και για την αξία των συμβολικών μύθων.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Σεξ, (πολλά) ναρκωτικά και rock & roll με τον Μάρτιν Σκορσέζε

Βιβλίο / Σεξ, (πολλά) ναρκωτικά και rock & roll με τον Μάρτιν Σκορσέζε

Στο νέο βιβλίο του, που κυκλοφορεί δύο χρόνια μετά τον θάνατό του, ο Ρόμπι Ρόμπερτσον, ο ηγέτης του θρυλικού συγκροτήματος The Band, μιλάει για όσα έζησε με τον διάσημο σκηνοθέτη και κολλητό του στο ηδονιστικό Χόλιγουντ της δεκαετίας του '70.
THE LIFO TEAM
Ο «Θάνατος του Βιργιλίου» και τρία ακόμα λογοτεχνικά διαμάντια

Βιβλίο / Ο «Θάνατος του Βιργιλίου» και τρία ακόμα λογοτεχνικά διαμάντια

Τα έργα-σταθμοί της λογοτεχνίας, από την υψηλή ποίηση μέχρι τη μυθοπλασία, ανέκαθεν αποτύπωναν τα ακραία σημεία των καιρών, γι’ αυτό είναι επίκαιρα. Παραθέτουμε τέσσερα αντιπροσωπευτικά παραδείγματα που βγήκαν πρόσφατα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ζοζέ Σαραμάγκου: Η ζωή ενός αντισυμβατικού συγγραφέα

Βιβλίο / Ζοζέ Σαραμάγκου: «Πιστεύω πως ό,τι είναι να γίνει δικό μας, θα φτάσει τελικά στα χέρια μας»

Σαν σήμερα γεννήθηκε ο σπουδαίος Πορτογάλος λογοτέχνης που ξεκίνησε να γράφει για να δοκιμάσει «τι στ’ αλήθεια μπορεί ν’ αξίζει ως συγγραφέας» και έφτασε να πάρει Νόμπελ Λογοτεχνίας.
ΕΛΠΙΔΑ ΜΟΥΡΚΑΚΟΥ
Ένας ύμνος για την γκέι αγάπη και τη φιλία σε έναν κόσμο όπου θερίζει το Aids

Βιβλίο / Ο ξεχασμένος «Κωνσταντίνος» του Παναγιώτη Ευαγγελίδη κυκλοφορεί ξανά

Ένας ύμνος για την γκέι αγάπη και τη φιλία σε έναν κόσμο που τον θερίζει το AIDS. Μια τολμηρή ματιά την Αθήνα των ’90s μέσα από το απελπισμένο στόρι δύο γκέι εραστών. Ο «Κωνσταντίνος» του Παναγιώτη Ευαγγελίδη ήταν εκτός κυκλοφορίας για τρεις σχεδόν δεκαετίες. Σε λίγες μέρες κυκλοφορεί ξανά.
M. HULOT
Μαρκ Μπρέι: «Είναι δύσκολο να είσαι αντιφασίστας σήμερα στις ΗΠΑ»

Βιβλίο / Μαρκ Μπρέι: «Είναι δύσκολο να είσαι αντιφασίστας σήμερα στις ΗΠΑ»

Ο ιστορικός και συγγραφέας του βιβλίου «Antifa», που εγκατέλειψε πρόσφατα οικογενειακώς τις ΗΠΑ εξαιτίας απειλών που δέχτηκε για τη ζωή του, μιλά για την αμερικανική πολιτική σκηνή και για το αντιφασιστικό κίνημα σήμερα.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Νόρμαν Μέιλερ «Μάγισσα τέχνη»

Το πίσω ράφι / Νόρμαν Μέιλερ: «Οι καλλιτέχνες δίνουν όρκο να είναι εγωιστές. Ειδάλλως, δεν θα γίνει τίποτα»

Ο Αμερικανός συγγραφέας ξεκίνησε μη μπορώντας να συντάξει μια πρόταση, αλλά με το πρώτο του μυθιστόρημα ξεχώρισε. Έκτοτε διαβάστηκε, αμφισβητήθηκε, προκάλεσε κι έμεινε ως το τέλος διαυγής και θαρραλέος.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Εμμανουήλ Καραλής: Πολλοί είναι δίπλα σου στα μετάλλια, στο χειροκρότημα και στη λάμψη, αλλά μετά οι προβολείς σβήνουν

Οι Αθηναίοι / Manolo: «Πολλοί είναι δίπλα σου στα μετάλλια, αλλά μετά οι προβολείς σβήνουν»

Έχει μάθει να περνά τον πήχη, να ξεπερνά τους φόβους και να καταρρίπτει στερεότυπα. Θεωρεί ότι η ζωή του αθλητή μοιάζει πολύ με τη ζωή του μοναχού. Ο πρωταθλητής στο άλμα επί κοντώ αφηγείται τη ζωή του και μιλά για τα παιδικά του χρόνια, τις όμορφες και δύσκολες στιγμές, την ψυχική του υγεία, τον έρωτα, την πίστη και την αγάπη που τον κρατούν όρθιο.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Τι ήξερε ο Παζολίνι;

Βιβλίο / Τι ήξερε ο Παζολίνι;

Πενήντα χρόνια μετά την άγρια δολοφονία του, οι προγνώσεις του για τον φασισμό είναι πιο επείγουσες από ποτέ, σημειώνει η Βρετανίδα συγγραφέας Ολίβια Λέινγκ, το νέο βιβλίο της οποίας περιστρέφεται γύρω από τη δημιουργία του «Σαλό (120 Μέρες στα Σόδομα)».
THE LIFO TEAM
Μαύρη, λεσβία, μητέρα, πολεμίστρια, ποιήτρια, καρκινοπαθής

Βιβλίο / Μαύρη, λεσβία, μητέρα, πολεμίστρια, ποιήτρια, καρκινοπαθής

Η διάσημη συγγραφέας Όντρι Λορντ αντιμετώπισε τη διάγνωσή της με το θάρρος και το ακτιβιστικό πνεύμα που πάντα τη διέκρινε: Τα «Ημερολόγια Καρκίνου» δεν είναι μια «καταγραφή δακρύων μόνο» αλλά και μια κραυγή οργής εναντίον της καταπίεσης που βιώνουν οι γυναίκες.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Η Μάργκαρετ Άτγουντ στο μονοπάτι του πένθους

Βιβλίο / Η Μάργκαρετ Άτγουντ στο μονοπάτι του πένθους

Σ’ ένα απόσπασμα από τα απομνημονεύματά της με τίτλο «Book of Lives: A Memoir of Sorts», που προδημοσιεύει η «Guardian», η διάσημη συγγραφέας περιγράφει τον τρόπο που βίωσε την απώλεια του επί μισό αιώνα συντρόφου της Γκρέαμ Γκίμπσον το 2019.
THE LIFO TEAM
«Intermezzo»: Το βιβλίο της Σάλι Ρούνεϊ που έσπασε όλα τα αναγνωστικά ρεκόρ

Βιβλίο / «Intermezzo»: Το βιβλίο της Σάλι Ρούνεϊ που έσπασε όλα τα αναγνωστικά ρεκόρ

Σε λίγες μέρες κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη το πολυαναμενόμενο νέο βιβλίο της Ιρλανδής συγγραφέως, που έχει κάνει ρεκόρ πωλήσεων και αναγνωσιμότητας. Καταγράφουμε τις πρώτες εντυπώσεις από την ανάγνωσή του.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Άμιτι Γκέιτζ «Ο καλός πατέρας»

Το πίσω ράφι / Έχουν και οι ψεύτες τη χάρη τους. Στα μυθιστορήματα τουλάχιστον

Ο «Καλός πατέρας» της Άμιτι Γκέιτζ πραγματεύεται την κατασκευή της ανθρώπινης ταυτότητας, τον άρρηκτο δεσμό γονιού και παιδιού και τη μεταναστευτική εμπειρία, θίγοντας όψεις του αμερικανικού ονείρου.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
«Σπίτι από ζάχαρη»: Το δίκτυο των ανθρώπινων σχέσεων στο μυθιστόρημα της Τζένιφερ Ίγκαν

Βιβλίο / Πώς θα ήταν αν μπορούσαμε να βιώσουμε ξανά όσα ζήσαμε στο παρελθόν;

Το «Σπίτι από ζάχαρη» είναι ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα με στοιχεία επιστημονικής φαντασίας που διερευνά τους κινδύνους της ψηφιακής εποχής, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την αξία της μνήμης και της σύνδεσης.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ