Απεργία την Πρωτομαγιά

«Σπιρτόκουτο The Musical»: Η πυριτιδαποθήκη της μικροαστικής οικογένειας στη σκηνή της Στέγης

Σπιρτόκουτο, το μιούζικαλ: Η παθογένεια και το μεγαλείο της μικροαστικής οικογένειας σε ένα μοναδικό μουσικό έργο στη σκηνή της Στέγης Facebook Twitter
«Πόλεμος σε τέσσερις τοίχους»: Από αριστερά, ο σκηνοθέτης της θρυλικής ταινίας Γιάννης Οικονομίδης, οι δημιουργοί του μιούζικαλ Γιάννης Νιάρρος (σκηνοθεσία-στίχοι) και Αλέξανδρος Λιβιτσάνος (μουσική) και η διευθύντρια Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση, Αφροδίτη Παναγιωτάκου. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
0

— Τι σχέση έχει το «Σπιρτόκουτο» του 2002 με του 2022;

Γιάννης Οικονομίδης: Σε επίπεδο περιεχομένου είναι το ίδιο, ισχύει το ίδιο θέμα, η ίδια ιστορία, οι ίδιοι χαρακτήρες. Το ερώτημα είναι κατά πόσο πάλιωσε, κουράστηκε, ξεπεράστηκε ή αν ακόμα η ζωή μας είναι «Σπιρτόκουτο». Ζούμε «Σπιρτόκουτο» ακόμα; Η απάντηση είναι προφανής, ζούμε τα ίδια σήμερα και ενδεχομένως και χειρότερα. Η βία έχει εκδηλωθεί πλέον με πάρα πολλές μορφές, ξεδιάντροπα πια, στα ίσα μέσα στα σπίτια, μέσα στα διαμερίσματα. 

Αφροδίτη Παναγιωτάκου: Τα σπίτια είναι τα ίδια, απλώς νομίζω ότι το 2002 το μεγαλόπιασμα ήταν πολύ ταιριαστό με τους Ολυμπιακούς που έρχονταν, τώρα είναι πιο δειλό. Δηλαδή, ναι μεν λες «ok, έχει περάσει η κρίση», αλλά τώρα έρχεται ενεργειακή κρίση. Τώρα αυτά τα ξανοίγματα που ονειρεύονται οι ήρωες δεν θα έπαιζαν τόσο εύκολα.

Γ.Ο.: Σωστό, υπήρχε αυτό το στοιχείο τότε, αλλά τα άλλα layers δεν αλλάζουν. Υπήρχε η ξιπασιά, υπήρχε το «πιάσαμε την καλή», λεφτά, το millenium, το Χρηματιστήριο, οι Ολυμπιακοί, ήταν ένα πανηγύρι περίεργο, είχαν τρελαθεί όλοι, αλλά αυτό που κάνει το Σπιρτόκουτο να ισχύει πραγματικά είναι ότι είναι ένα έργο χαρακτήρων, κι αυτό βγαίνει και στο μιούζικαλ τώρα. Πέρα από τον καμβά, είναι ένα έργο χαρακτήρων. 

Α.Π.: Μήπως να απαντήσουν τα παιδιά που γεννιούνταν τότε;

Από μικρός, όταν τελείωσα τη σχολή, έλεγα ότι θα γούσταρα πάρα πολύ να κάνω ένα μιούζικαλ αλλά είναι σιχαμερό, πώς μπορώ να το κάνω αυτό το πράγμα; Νομίζω ότι αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι αυτό που είπε ο Αλέξανδρος, να πάρουμε τη φόρμα του μιούζικαλ, που είναι αμερικανική, το καπέλο ας πούμε, και να το δέσουμε με το υπόλοιπο ρουχαλάκι. Δεν αρκεί να το φορέσεις απλά. Γ. Νιάρρος

Γιάννης Νιάρρος: Όλον αυτόν τον κοινωνιολογικό χαρακτήρα νομίζω πως ο Αλέξανδρος κι εγώ κάπως τον αντιλαμβανόμαστε μεν, αλλά είναι δευτερεύον στοιχείο. Γιατί το Σπιρτόκουτο ξεφεύγει από την ηθογραφία, την καλώς εννοούμενη, που είναι η Ελλάδα του τότε, με το ΠΑΣΟΚ, την πισίνα, τους Ολυμπιακούς Αγώνες κ.λπ., και ο λόγος που λειτουργεί και τώρα, όπως λειτουργεί κάθε ωραία ιστορία, είναι επειδή είναι πιο βαθύ, πιο αρχετυπικό, έχει να κάνει με την εξουσία. Αντικατοπτρίζει την Ελλάδα που είχε τα μεγάλα όνειρα, όπως ο Δημήτρης: από την καφετέρια να φτάσει στο πιάνο μπαρ που σερβίρει και πίτσα και είναι και λίγο με μακαρονάδες και είναι και λίγο σουβλακερί. Ωστόσο, το πρώτο θέμα του έργου, που θα μπορούσε να είναι σε οποιαδήποτε χώρα και σε οποιαδήποτε χρονική περίοδο, είναι η εξουσία και η αγάπη και το μίσος σε μια οικογενειακή δομή. Κάπως ξενερώνω όταν ακούω κόσμο να λέει «α, είναι μια ελληνική ταινία», δεν είναι αυτό το βασικό της χαρακτηριστικό κατά τη γνώμη μου. Είναι μια ταινία πολεμική, ένα έργο που θα μπορούσε να το εκτιμήσει οποιοσδήποτε οποιασδήποτε εθνικότητας, δεν είναι ηθογραφία πια. Βέβαια εκτυλίσσεται στην Ελλάδα, συγκεκριμένα στον Κορυδαλλό, τα υλικά μάς είναι γνωστά.

Α.Π.: Όταν βλέπουμε ταινίες του Kεν Λόουτς και μας αγγίζουν, δεν μας αγγίζουν επειδή μπορούμε να ταυτιστούμε με τη βρετανική κοινωνία αλλά με τους χαρακτήρες του.

Γ.Ο.: Ακριβώς, έχει δραματουργία που μας πιάνει, έχει ανθρώπινες σχέσεις.

Σπιρτόκουτο, το μιούζικαλ: Η παθογένεια και το μεγαλείο της μικροαστικής οικογένειας σε ένα μοναδικό μουσικό έργο στη σκηνή της Στέγης Facebook Twitter
«Ζούμε 'Σπιρτόκουτο' ακόμα; Η απάντηση είναι προφανής, ζούμε τα ίδια σήμερα και ενδεχομένως και χειρότερα» Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Γ.Ν.: Είναι και η φόρμα του Σπιρτόκουτου… Εγώ γουστάρω τα απλά έργα, μου αρέσει πάρα πολύ τα μεγέθη να είναι μικρά, οπότε, μόλις πάμε στο μαμά - μπαμπάς - θείος - κόρη - γιος, εκεί αρχίζουμε να μιλάμε για κάτι που θα αγγίξει το κοινό, γιατί όλοι με κάποιον τρόπο έχουμε περάσει από αυτό το σύμπλεγμα, είτε με καλές εμπειρίες είτε με κακές. Και μετά είναι κι αυτό που λέγαμε με τον Αλέξανδρο (σ.σ. Λιβιτσάνο) ότι είναι αλλιώς όταν βλέπεις την ταινία με φίλους κι αλλιώς όταν τη βλέπεις μόνος σου. Όταν την είδα για πρώτη φορά ήμουν γύρω στα είκοσι και ήμασταν όλοι «χαχαχα, απίστευτο, τι αστείοι, γραφικοί χαρακτήρες, πώς έχει πιάσει την ελληνική κοινωνία κ.λπ.», αλλά, αν τη δεις μόνος σου, ανατριχιάζεις, είναι αδύνατο να μη δεις εκεί μέσα στοιχεία του πατέρα σου, της μάνας σου, του εαυτού σου.

Γ.Ο.: Σ’ τα δίνει αλλιώς. 

Α.Π.: Το άλλο που για μένα έχει σημασία ‒και φαίνεται πάρα πολύ στο μιούζικαλ χάρη στη μουσική‒ είναι ότι ο Οικονομίδης τις τιμά τις γυναίκες στα έργα του. Ενώ βγαίνει όλη αυτή η ματσίλα, που δεν είναι απλώς μια πατριαρχική καταπιεστική στάση αλλά ενέχει και το βάρος που σηκώνει ένας άντρας, ο οποίος, για να είναι μάτσο, πρέπει να κάνει κάτι μεγαλύτερο, να φέρει λεφτά, να το παίξει άντρας στους γύρω του, τελικά έρχεται η γυναίκα και βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Νομίζεις ότι αυτή ζει μια απλή ζωή, γιατί είναι καταπιεσμένη, πάνω από έναν νεροχύτη, αλλά τελικά μπορεί να έχει τη δική της προσωπική σφαίρα, μπορεί να έχει ένα παιδί με κάποιον που ο σύζυγος αγνοεί πλήρως επί σειρά ετών γιατί απλούστατα είναι πιο περίπλοκη απ’ όσο νομίζεις. Ακούς συχνά για τις ταινίες του Οικονομίδη ότι οι άντρες βγαίνουν πάντα πολύ μάτσο, αλλά οι γυναίκες πού είναι; Έρχεται, όμως, αυτή η μία γυναίκα και κάνει τη διαφορά. Και η Αγορίτσα, που παίζει τη Μαρία, είναι μια αδιανόητη ηθοποιός.

Γ.Ν.: Ναι, είναι εκρηκτική σ’ αυτό. Βέβαια και ο ρόλος της Μαρίας είναι εκρηκτικά γραμμένος, γιατί έχει τον Δημήτρη απέναντί της που είναι οργισμένος, μπαϊλντισμένος, απ’ το πρωί έχει νεύρα με κάτι, κι αυτό το εξωτερικεύει. Για να το παίξει μάτσο, όμως, ένας άντρας πρέπει να υπάρχει γυναίκα, ο αποδέκτης όλης αυτής της αντρίλας που τον «φωτίζει», αυτό δεν μπορεί να το κάνει μόνος του. Η Μαρία, όμως, στην ιστορία μας φλέγεται μέσα της και η οργή της είναι πολύ πιο επικίνδυνη, γιατί δεν την εξαντλεί φωναχτά, σε γαβγίσματα, ενώ ο Δημήτρης γαβγίζει, και σκύλος που γαβγίζει δεν δαγκώνει. Αυτός είναι με μπαζούκας και ΑΚ-47 και η Μαρία του πετάει ένα βιολογικό όπλο, ένα μικρόβιο. 

Α.Π.: Αυτό είναι το πρόβλημα με όλο αυτό το μάτσο, την αντρίλα, ότι κάνει πάρα πολλή φασαρία άνευ λόγου. 

Σπιρτόκουτο, το μιούζικαλ: Η παθογένεια και το μεγαλείο της μικροαστικής οικογένειας σε ένα μοναδικό μουσικό έργο στη σκηνή της Στέγης Facebook Twitter
«Ο ρόλος της Μαρίας είναι εκρηκτικά γραμμένος, γιατί έχει τον Δημήτρη απέναντί της που είναι οργισμένος, μπαϊλντισμένος, απ’ το πρωί έχει νεύρα με κάτι, κι αυτό το εξωτερικεύει» Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

— Πόσο μιούζικαλ είναι η παράσταση;

Α.Π.: Έχω δηλώσει εκ μέρους της Στέγης ότι σιχαίνομαι τα μιούζικαλ, με κάτι ελάχιστες εξαιρέσεις, εξού και είπαμε ότι θα κάνουμε ένα μιούζικαλ για όσους σιχαίνονται τα μιούζικαλ.   

Αλέξανδρος Λιβιτσάνος: Εγώ δεν τα σιχαίνομαι τα μιούζικαλ. Το West Side Story έχει γραφτεί από έναν μεγάλο συμφωνιστή, μεγάλο μαέστρο και δεν είναι απλώς ένα μιούζικαλ, είναι ένα μπαρτοκικής υποστάσεως έργο, ξεκίνησε σαν συμφωνική σουίτα... Το θέμα δεν είναι τι γίνεται με το West Side Story, το θέμα είναι τι γίνεται με τα ελληνικά μιούζικαλ, την ντόπια εκδοχή του είδους.

Γ.Ν.: Είναι όπως με το Στέλλα, κοιμήσου, που μέχρι να το δω έλεγα ότι σιχαίνομαι τον ρεαλισμό στο θέατρο, γιατί συνήθως ασχολούμαστε με έργα του Μάμετ και του Τσέχοφ, όπου εγώ πρέπει να πω ατάκες του στυλ «καλημέρα Γκριγκόριν, τι κάνεις;». Αν πω «καλημέρα, Γιώργο» και το έργο βασίζεται σε ελληνικούς χαρακτήρες, αμέσως και εγώ και ο συνάδελφός μου και ο θεατής θα νιώσουμε πιο κοντά σε μια ρεαλιστική κατάσταση. Αντίστοιχα, η παράσταση Σπιρτόκουτο δεν είναι ένα μιούζικαλ σαν τα άλλα, που ναι μεν μας αρέσουν, αλλά είναι guilty pleasure. Δεν θα έφερνα, δηλαδή, το Mama Mia στην Ελλάδα, γιατί πώς μπορείς να το κάνεις αυτό, δεν έχει ελληνική ιστορία, δεν είναι ελληνικό. Εδώ, το ότι η ερωτική εξομολόγηση είναι του Δημήτρη προς τη Μαρία και του Βαγγέλη και της Λίντας, είναι πολύ συγκινητικό για μένα. Από μικρός, όταν τελείωσα τη σχολή, έλεγα ότι θα γούσταρα πάρα πολύ να κάνω ένα μιούζικαλ αλλά είναι σιχαμερό, πώς μπορώ να το κάνω αυτό το πράγμα; Είναι λίγο όπως όταν παίρνουμε τη stand up comedy ως φόρμα από την Αμερική και τη φέρνουμε εδώ και κάπως δεν λειτουργεί. Θα μπορούσε, γιατί είμαστε γελοίοι ως λαός στην παρέα, και στο ανέκδοτο είμαστε πολύ έμπειροι, αλλά είναι μια ξένη λογική, γι’ αυτό και στην Ελλάδα δεν λειτουργεί. Νομίζω ότι αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι αυτό που είπε ο Αλέξανδρος, να πάρουμε τη φόρμα του μιούζικαλ, που είναι αμερικανική, το καπέλο ας πούμε, και να το δέσουμε με το υπόλοιπο ρουχαλάκι. Δεν αρκεί να το φορέσεις απλά. 

Ρε φίλε, τι αξίζει η ζωή αν δεν υπάρχει ρίσκο; Θα μπορούσες να το χαρακτηρίσεις και μεταμοντέρνο, γιατί όντως αυτό που κάνανε είναι ακραία καφρίλα. Έχω να πω, όμως, ότι είμαστε τυχεροί γιατί έχουμε να κάνουμε με πολύ σοβαρούς ανθρώπους, το λέω και το υπογράφω. Πέρα από κάποιο χαβαλέ που γίνεται, όσο φτιαχνόταν το έργο, εδώ και δύο χρόνια, συνειδητοποίησα ότι αυτά τα δυο παιδιά ξέρουν πάρα πολύ καλά τι κάνουν. — Γ. Οικονομίδης

Α.Π.: Με τον Γιάννη (σ.σ. Οικονομίδη), αυτό που ήταν από την αρχή ξεκάθαρο ήταν τι μουσική δεν θα έχει το έργο.  

Γ.Ο.: Εγώ δεν είμαι στη μουσική φάση, η Αφροδίτη είναι, αλλά μυρίστηκα τη δυνατότητα που έχει αυτό το έργο επειδή έχει χαρακτήρες, δράμα, συγκίνηση, έρωτα και βγαίνει πολύ έντονα το ερωτικό στοιχείο στο μιούζικαλ. Παλιά με ρώταγαν τι είναι το Σπιρτόκουτο, απαντούσα πως είναι μια ερωτική ιστορία και κοκάλωναν. Νόμιζαν ότι τους κάνω πλάκα, αλλά εγώ το πιστεύω, ότι όλο το drive, το κίνητρό τους, δεν είναι το φάγωμα αλλά ο έρωτας. Γιατί και ο έρωτας εξουσιαστικός είναι.   

Α.Π.: Οι βασικές ερωτικές ιστορίες ποιες είναι;

Γ.Ο.: Τον Μήτσο και τη Μαρία αυτό που τους βασανίζει, τους ταλαιπωρεί, η απουσία έρωτα.

Α.Π.: Τους κρατάει όμως και η ανάμνηση, το ότι αυτοί οι δύο κάποτε σίγουρα ερωτεύτηκαν πολύ. Τέτοιου είδους μίσος δεν βγαίνει αν δεν έχεις περάσει μεγάλο έρωτα.

Γ.Ο.: Πολλές φορές οδηγείσαι στη βία για να σε προσέξει ο άλλος. Νιώθω ότι όλο αυτό το ξέσπασμα που κάνει ο Δημήτρης είναι για να του ρίξει ένα βλέμμα η Μαρία, να του δώσει προσοχή. Και φτάνει στην ακραία καφρίλα και μετά γίνεται ό,τι γίνεται. 

Σπιρτόκουτο, το μιούζικαλ: Η παθογένεια και το μεγαλείο της μικροαστικής οικογένειας σε ένα μοναδικό μουσικό έργο στη σκηνή της Στέγης Facebook Twitter
Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

— Για τι μουσικό είδος μιλάμε;

Α.Π.: Το βασικό θέμα εδώ είναι ότι η ταινία έχει απεύθυνση. Ακούς την ατάκα και νιώθεις ότι εσύ συνδέεσαι με αυτήν. 

Γ.Ν.: Έχει αμεσότητα.  

Α.Π.: Ο καθένας βλέπει το δικό του Σπιρτόκουτο. Και από τη στιγμή που ο καθένας βλέπει τη δική του ταινία, δεν γίνεται να προκύψει μια μουσική ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος ή που να αρέσει σε μένα ή στον Λιβιτσάνο. Απολαμβάνουμε τον Γιάννη Χρήστου και τον Γιάννη Ξενάκη, αλλά ο Οικονομίδης έχει κάνει μια τόσο δημοκρατική ταινία που θα ήταν κόντρα στην ουσία της. Ένιωσα ότι το μουσικό ύφος δεν θα έπρεπε να προδίδει όλους εμάς που έχουμε αγαπήσει τον Γιάννη Οικονομίδη. Πρέπει να νιώσεις, όχι να καταλάβεις.

Γ.Ο.: Για μένα η ευτυχής συγκυρία ήταν ότι βρέθηκαν αυτά τα δυο παιδιά… 

Α.Π.: Παίρνεις τον Νιάρρο τηλέφωνο και τι του λες;

Γ.Ο.: Προσπάθησα να τους βάλω πιο πολύ προς το ροκ, αλλά κατάλαβα ότι από το ένα αυτί μπαίνει, από το άλλο βγαίνει.

Γ.Ν.: Χτυπάει το τηλέφωνο και μου λέει ο Γιάννης «θέλω να έρθεις από το γραφείο να μιλήσουμε». Λέω «γαμώ, πω πω, τέλεια, θα θέλει κάποια δουλειά να κάνουμε μαζί πάλι, μετά το Στέλλα, κοιμήσου, θα είναι για καμιά ταινία, γαμώ τις φάσεις». Συναντιόμαστε και μου λέει «θα κάνω το Σπιρτόκουτο μιούζικαλ». Καλά λέω, τώρα εντάξει, μαλακίες. Δεν παίζει. Είναι τρελός. Του απαντάω «πώς θα γίνει αυτό, ρε Γιάννη; Ποιος θα το κάνει αυτό το πράγμα;». Μου λέει «εσύ, ας πούμε»!  

Γ.Ο.: Το είχαμε συζητήσει πολύ πριν, όμως, με την Αφροδίτη, πριν σου κάνω την πρόταση. Και μετά μπήκε και ο Λιβιτσάνος.

Γ.Ν.: Άκου τώρα πώς έγινε με τον Λιβιτσάνο. Πήγα εκεί ως ηθοποιός.

Σπιρτόκουτο, το μιούζικαλ: Η παθογένεια και το μεγαλείο της μικροαστικής οικογένειας σε ένα μοναδικό μουσικό έργο στη σκηνή της Στέγης Facebook Twitter
Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

Α.Λ.: Εγώ τον ήξερα γιατί έκανα κάτι χριστουγεννιάτικα πάρτι για λογαριασμό ενός σταθμού, όπου έρχονταν ηθοποιοί, σελέμπριτις κ.λπ. Έφτιαχνα το πρόγραμμα με πενήντα ανθρώπους. Μου είχαν πει «θα έρθει κι ένας Νιάρρος που κάνει κάτι με πιάνο και βρίζει πολύ. Είπα «να πάει να γαμηθεί, ας μην έρθει». Είναι 2020, μαύρη καραντίνα, χάλια όλα, με απαγόρευση κυκλοφορίας και εμφανίζεται ο Νιάρρος στο τηλέφωνο, ευγενέστατος, και λέει «θέλω να πω το “Santa Baby” του Μάικλ Μουμπλέ». Ξενέρωσα, δεν ήθελα ούτε να τον δω.

Γ.Ν.: Για να καταλάβεις την έπαρση, έλεγα «να τον πάρω αυτόν τον και καλά μαέστρο, που μου λένε ότι θα παίξει το τραγούδι, για να του πω “μήπως να παίξω σόλο πιάνο γιατί δεν ξέρω αν θα σουιγκάρουν οι μουσικοί, αν θα είναι αρκετά καλοί, αν ξέρουν απ’ αυτά;”». Και πάω εκεί, τέλος πάντων, λέμε το «Santa Baby» και δεν έπαιξε μαζί μου γιατί δεν ήθελε ούτε να με δει. Να σου πω πότε τον ερωτεύτηκα; Είμαστε έξω κι εγώ μελετάω στο πιάνο πολύ Κάρλος Ζομπίμ, πολύ «Girl of Ipanema», μπόσα νόβα, κ.λπ. Έχω ψιλοαρχίσει να δουλεύω μόνος μου και την ώρα που έπαιζαν 2-4 σουίνγκ ‒η ορχήστρα που είναι εδώ τώρα‒ τους λέει «ρε παιδιά, για να γουστάρουμε παίξτε λίγο Άστρουντ (Ζιλμπέρτο)». Σκέφτομαι τότε «αυτό μελετάω αυτόν τον καιρό» και τους βλέπω όλους που μπαίνουν σε μπόσα νόβα. Του εξηγώ ότι έχω αναλάβει το Σπιρτόκουτο ‒ «θα γούσταρες να αράξουμε να σου πω τι κάνω, να το ακούσεις;». Του πάω τα πρώτα τα δυο-τρία κομμάτια που είχα κουτσογράψει, τον Λουκά, τη Λίντα (το «Τι θα κάνεις με τη Λίντα, Βαγγέλη»), πίνουμε το πρώτο ουίσκι, το πρώτο κρασί, τρώμε το πρώτο σουβλάκι και μετά συνειδητοποιώ ότι αυτός ο τύπος γράφει συμφωνικά και είναι μουσικός, αλλά είναι και πάρα πολύ καμένος, με την καλή έννοια. Είναι τύπος που μπορείς να συνεννοηθείς, περνάω καλά μαζί του. Κι εγώ δεν είμαι συνθέτης, είμαι ένας άνθρωπος που έκατσε και έγραψε αυτήν τη μουσική σε χοντρές γραμμές. Σε αυτό το πράγμα, την ένωσή μας, που έγινε τόσο εύκολα δεν ορίσαμε ποτέ τους ρόλους, του τύπου γράφω εγώ αυτό ή εσύ κάνεις το άλλο.    

Α.Λ.: Και για μένα ήταν πολύ περίεργο, γιατί ποτέ μέχρι τώρα δεν μου είχε πει κάποιος να φτιάξουμε μια ενορχήστρωση μαζί, όχι ένα κομμάτι. Πάντα το έκανα μόνος μου, ενώ με τον Γιάννη έγινε ένα ταίριασμα. Μετά είναι λίγο σαν το γκομενικό, στην αρχή έχει εκδρομούλες, φιλάκια, και μετά έρχεται και μια σοβαρή φάση που πρέπει να σταθεροποιηθεί η σχέση, οπότε με το έργο είχαμε αυτό το challenge. Γιατί στην αρχή είχε πάρα πολλή πλάκα να παίρνουμε το συγκεκριμένο λιμπρέτο, τα συγκεκριμένα λόγια και με βάση αυτά να γράφουμε στίχους και μουσική. Αλλά από κάποιο σημείο και μετά έπρεπε να σκεφτούμε σοβαρά ότι δεν γίνεται να το κάνουμε παρωδία, οπότε περάσαμε ώρες όχι γράφοντας αλλά σκεπτόμενοι γιατί ένας χαρακτήρας είπε ό,τι είπε, τι σήμαινε τότε και τι σημαίνει σήμερα.  

Σπιρτόκουτο, το μιούζικαλ: Η παθογένεια και το μεγαλείο της μικροαστικής οικογένειας σε ένα μοναδικό μουσικό έργο στη σκηνή της Στέγης Facebook Twitter
«Για μένα αυτή η σκληρότητα των λόγων του Γιάννη δεν βγαίνει μόνο στο λιμπρέτο, βγαίνει και στη μουσική. Δηλαδή αν βγάλεις τα λόγια, την ακούς και πάλι» Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Α.Π.: Αυτό που λέω πάντα, και γι’ αυτό τσίμπησα τόσο σε αυτή την ιστορία, είναι ότι έχουμε μια κοινή μανία για μουσικό εύρος. Υπάρχει μια φανταστική παράνοια που συμπυκνώνεται και σε δική σου οδηγία σε πρόβα στο τρίτο υπόγειο της Στέγης, όπου γυρίζεις και λες στα ντραμς «λοιπόν, πάμε ροντό, Έβδομη Μπρούκνερ» κι έρχομαι και σου λέω «αυτό είναι κλεμμένο, είναι White Stripes», «ναι;» μου απαντάς εσύ, «αλλά οι White Stripes το έκλεψαν από την Έβδομη του Μπρούκνερ», και μετά γυρίζεις στο πιάνο και λες «πάμε “Προσευχή, έφαγα τη γη”» και μπαίνουν μαζί όλοι και όλο αυτό είναι σωστό. Οπότε, αν κάποιος ρωτήσει ποιο είναι το μουσικό ύφος, είναι Έβδομη του Μπρούκνερ και «Προσευχή». Μιλάμε για έναν συνθέτη όμως, τον Λιβιτσάνο, που ηχογραφεί για την Decca, που τα έργα του αυτήν τη στιγμή παίζονται από τις σημαντικές ορχήστρες της Γης, που θα μπορούσε να είχε γράψει τη μουσική που λέγαμε ότι δεν πρέπει να έχουμε… 

Α.Λ.: Αυτό είναι πολύ μεγάλη αλήθεια, γι’ αυτό λέω ότι μόνος μου, χωρίς τον Γιάννη (σ.σ. Νιάρρο), δεν θα το έκανα, θα πήγαινα αλλού, ενώ εδώ πήγαμε ντουγρού και ο ένας βοήθησε τον άλλο στο να απενοχοποιηθούμε και οι δύο. 

Γ.Ν.: Πριν πούμε για τους ηθοποιούς και την ορχήστρα, να πούμε γιατί είναι στυλιστικό αυτό το πράγμα. Ξεκινάς και λες ότι αυτός το πρωί τσακώνεται με τον άλλο και καλά για το air condition, ενώ ο τσακωμός οφείλεται στο ότι θέλει να του πει «τα λεφτά που έδωσες για το μαγαζί τα ’δωσες ηλιθιωδώς γιατί εγώ δεν θέλω, σε πουλάω». Μετά είναι ένας γιος που μιλάει στο τηλέφωνο σε έναν ρυθμό συγκεκριμένο και γίνεται σεξιστής και χυδαίος. 

Α.Π.: Ποια είναι υπόθεση του έργου; Πες τη σε πέντε γραμμές.

Γ.Ν.: Είναι Κυριακή πρωί, στο σπίτι μιας τετραμελούς οικογένειας: πατέρας, μάνα, γιος, κόρη. Σε αυτό το σπίτι, μαζί με την οικογένεια, ζει και η θεία ‒όχι ο θείος‒, μια ξαδέλφη της μάνας, άκληρη, που την έχουν φορτωθεί πιθανώς για να την κληρονομήσουν όταν πεθάνει. Τους έχει κάνει επίσκεψη ο θείος και έρχεται και κάποιος που δουλεύει στο μαγαζί του πατέρα. Εμείς παρακολουθούμε τη μέρα τους από το πρωί μέχρι το βράδυ. Η υπόθεση του έργου είναι πάρα πολύ απλή. Παραθέτει την ιστορία μιας οικογένειας, τη σχέση ενός άντρα με τη γυναίκα του, με τα παιδιά του, τον τρόπο που του φέρονται και το κομβικό συμβάν που πυροδοτεί δραματουργικά την εξέλιξή του είναι ότι ο πατέρας μαθαίνει από τη γυναίκα πως η κόρη δεν είναι δικό του παιδί. Υπάρχουν και κάποιες παράλληλες ιστορίες, αλλά αυτή είναι η βασική αφηγηματική γραμμή. Κάτι άλλο που μας βοήθησε, όπως φαίνεται και από το σκηνικό μας, είναι ότι ο βασικός χώρος δράσης, το σαλόνι, είναι μια αρένα, γιατί όλη η ταινία, και αντίστοιχα και η παράσταση, είναι έχει μια συγκρουσιακή δομή, ο ένας εναντίον του άλλου. Αγώνας του πατέρα με τη μάνα, του θείου με τον πατέρα ‒ το έργο το έχει φτιάξει ο Οικονομίδης σαν να ’ναι ένα ρινγκ όπου μπαίνουν οι «διαγωνιζόμενοι», συγκρούονται και φεύγουν. Το όπλο στην ταινία του Γιάννη είναι ο λόγος και το από πού «βαράει» ο καθένας. Γίνεται πόλεμος σε τέσσερις τοίχους. Ο καθένας έχει τα επιχειρήματά του, αυτό που νιώθει, αυτό που θέλει από τον άλλο, και εμείς, προσπαθώντας να το κάνουμε αυτό μουσική, δεν μπορούσαμε να φανταστούμε κάτι συγκεκριμένο. Γιατί όλοι μας άλλη μουσική ακούμε το πρωί όταν ξυπνάμε, άλλη μουσική θα αφηγούνταν την πορεία μας όταν παίρνουμε καφέ, άλλη όταν πάμε σπίτι μας με το κορίτσι μας, άλλη όταν πάμε στη δουλειά. Ο καθένας θα ανήκε σε διαφορετικό μιούζικαλ. Δεν μπορεί ένα είδος ή ένα ύφος να περικλείει τόσους χαρακτήρες με τόσο διαφορετικά συμφέροντα, με τόσο διαφορετικά διακυβεύματα, τόσο διαφορετικά όπλα. Άρα, λοιπόν, ένα πράγμα που βοήθησε πάρα πολύ ήταν ο λόγος του Γιάννη στην ταινία και προφανώς οι αυτοσχεδιασμοί που έκαναν οι ηθοποιοί σε αυτήν, το μοντάζ που έχει κάνει, που περιέχει μουσικούς όρους, επανάληψη, ντουέτα, άριες, ένα τετραπλό-πενταπλό όπου βγαίνουν οι ηθοποιοί και γίνεται ένας πόλεμος. Έτσι προέκυψαν τα διαφορετικά είδη... Όταν ξεκίνησα να πω γιατί έχει διαφορετικά είδη, σκέφτηκα ότι θα ’θελα, όντας ο ίδιος ηθοποιός, ο ηθοποιός που θα παίξει αυτό το πράγμα να μπορεί να το κάνει καλά.  

Σπιρτόκουτο, το μιούζικαλ: Η παθογένεια και το μεγαλείο της μικροαστικής οικογένειας σε ένα μοναδικό μουσικό έργο στη σκηνή της Στέγης Facebook Twitter
Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

Α.Π.: Οπότε, στην πραγματικότητα, δεν τραγουδάει, απλώς μιλάει μουσικά. 

Γ.Ν.: Ακριβώς.  

Α.Π.: Αυτό είναι πολύ tricky. Δηλαδή, ενώ λέμε πόσο δύσκολο είναι κάποιος στο θέατρο να μιλάει σαν να είναι σε ταινία, να μην απευθύνεται στο κοινό του σαν να είναι στην Επίδαυρο τη δεκαετία του ’50, εδώ θέλατε και να τραγουδάει κατ’ αυτόν τον τρόπο, εξαιρουμένης ίσως της θείας, η οποία τραγουδάει οπερατικά, γιατί αυτός είναι ο ρόλος της, οπότε για εκείνη είναι φυσικό. Γι’ αυτό μιλάμε για ελληνικό μιούζικαλ. Ενώ έχετε και Τζον Κολτρέιν, και Ζομπίμ, οι παρτιτούρες γράφουν «σε tempo “Μωρό μου, καλησπέρα”». 

Α.Λ.: Τέμπο «Μωρό μου, καλησπέρα» γιατί πιστεύω ότι είναι η μαμά της ελληνικής σκυλομπαλάντας. Ξεκινάει κάπως έτσι και πάει πολύ φυσικά.

Γ.Ν.: Και όλο αυτό εν τέλει έχει γράψει στο σύνολο. Μπορεί να απορείς πώς αυτός ο αχταρμάς από είδη μπορεί να έχει μια ροή, αλλά, όπως είπα προηγουμένως, αν αντιληφθούμε την ημέρα μας με διαφορετικά μουσικά είδη, θα δούμε ότι, πέρα από την κοινωνική διάσταση, υπάρχει και η μουσική. Αυτός που λέει ότι εμένα μου αρέσει η κλασική μουσική θα ακούσει και το μπουζούκι του το πρωί, και το βράδυ θα ακούσει και ένα τραπ και θα πει αυτό έχει πλάκα.

Γ.Ν.: Πόσες φορές λες «το πρωί που ήμουν χαρούμενος άκουγα Bee Gees στο κεφάλι μου, ενώ περπατούσα στον δρόμο, το απόγευμα όμως, που ήθελα να το παίξω πολύ άντρας, άκουγα AC/DC, και το βράδυ που θέλω να το παίξω ρομαντικός κάτι πιο romantic».

Γ.Ο.: Άρα μιλάμε για ένα ακραία μεταμοντέρνο μιούζικαλ τελικά.

Α.Π.: Οικονομίδη, δεν το περίμενα αυτό από σένα, ακραία μεταμοντέρνο, μετα-...

Γ.Ο.: Γιατί ούτε σύγχρονο είναι, ούτε μοντέρνο, το έχετε πάει αλλού. Και λέω ακραίο, γιατί ακόμα και του μεταμοντέρνου έχει περάσει η μπογιά του.

Α.Π.: Ξέρεις τι νομίζω ότι είναι; Απενοχοποιημένο. Γιατί, τι θα μου πεις, ότι δεν ξέρω από μουσική επειδή την ώρα που βγαίνει και λέει ο άλλος «δεν είναι δικό μου το παιδί» έχω το καρασκυλάδικο; Εγώ δεν ξέρω μουσική; Πάρε κι έναν Ζομπίμ. Εγώ δεν ξέρω μουσική; Πάρε κι έναν Χρήστου. Δεν έγινε με τέτοια πρόθεση, αλλά αυτό ισχύει, γι’ αυτό είστε κι εσείς εδώ.

Σπιρτόκουτο, το μιούζικαλ: Η παθογένεια και το μεγαλείο της μικροαστικής οικογένειας σε ένα μοναδικό μουσικό έργο στη σκηνή της Στέγης Facebook Twitter
Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

Γ.Ν.: Βέβαια, το εγχείρημα είναι στα πρόθυρα της αυτοκτονίας, είναι η ίδια αίσθηση με το Στέλλα, κοιμήσου, που λες... είσαι στον γκρεμό. Κι εμείς τώρα πηδήξαμε. Και ή θα μας αγκαλιάσει κάποιος και θα προσγειωθούμε στα μαλακά ή θα σκάσουμε στο πάτωμα.

Α.Π.: Έχουμε πηδήξει ήδη.  

Γ.Ο.: Ρε φίλε, τι αξίζει η ζωή αν δεν υπάρχει ρίσκο; Θα μπορούσες να το χαρακτηρίσεις και μεταμοντέρνο, γιατί όντως αυτό που κάνανε είναι ακραία καφρίλα. Έχω να πω, όμως, ότι είμαστε τυχεροί γιατί έχουμε να κάνουμε με πολύ σοβαρούς ανθρώπους, το λέω και το υπογράφω. Πέρα από κάποιο χαβαλέ που γίνεται, όσο φτιαχνόταν το έργο, εδώ και δύο χρόνια, συνειδητοποίησα ότι αυτά τα δυο παιδιά ξέρουν πάρα πολύ καλά τι κάνουν. Γι’ αυτό έκανα πίσω, γιατί είδα ότι έχουν πολύ συγκεκριμένη άποψη, στόχο, είναι θαρραλέοι. Αυτό δεν το βρίσκεις εύκολα.        

Α.Π.: Θέλω οπωσδήποτε να σταθούμε σε αυτό που λες, πως κρατήθηκες και έμεινες πίσω. Το λέω και το τονίζω, μόνο ο Οικονομίδης από τους κινηματογραφικούς σκηνοθέτες έρχεται και μας λέει «παιδιά, έχω δει έναν κινηματογραφιστή πάρα πολύ καλό, να τον δείτε». Δηλαδή συστήνεις άλλους κινηματογραφιστές, που στο κάτω-κάτω, εφόσον έρχεσαι στη Στέγη κι εμείς είμαστε συμπαραγωγοί στις δικές σου ταινίες, δεν σε συμφέρει πρακτικά να πεις «δείτε κι αυτόν είναι καλός», απ’ το ίδιο budget θα χρηματοδοτηθείτε.

Γ.Ο.: Δεν είμαστε ούτε δυσκοίλιοι, ούτε μίζεροι, ούτε φοβόμαστε. Ο καθένας αυτό που είναι το αποδεικνύει μέσα από το έργο του. 

Α.Λ.: Συναντηθήκαμε στη Λεμεσό το καλοκαίρι, όπου με πήγε για κούρεμα και μου κάνανε και μια γραμμή στο μούσι και ήμουν σαν μαφιόζος. Ήπιαμε τις μπίρες μας και μου έκανε εντύπωση που δεν μου ζήτησε να βάλω κάτι να ακούσουμε. Είχε ακούσει τον Μάρτιο τα πρώτα κομμάτια κι εμείς είχαμε μια συστολή...

Α.Π.: Τι συστολή, φοβόσασταν.

Γ.Ν.: Φοβόμασταν γιατί είναι ιερό το έργο για μας. Δεν φοβόμασταν τον Γιάννη προσωπικά, αλλά μας προκαλεί δέος το να προσπαθούμε να γράψουμε μουσική για ένα έργο που είναι τόσο ψηλά.

Α.Π.: Εσύ, Γιάννη, από τη στιγμή που το ανέθεσες στον Νιάρρο, αποφάσισες ότι δεν θα ανακατευτείς;

Γ.Ο.: Κοίτα, επιχείρησα στην αρχή να εμπλακώ, αλλά έφαγα τάπα, δικαιολογημένη και πολύ σωστή. Είδα ότι, εντάξει, ο άνθρωπος ξέρει τι κάνει. 

Γ.Ν.: Μοιραζόμαστε με τον Αλέξανδρο κάτι που το βρίσκω σπάνια, αλλά, όποτε το βρω, κολλάω: ένα είδος ψυχασθένεια με τη δουλειά. Μπορεί κάποιος φίλος ή γνωστός να σου πει ότι αυτό είναι πολύ κακό ή ότι σου κάνει κακό, αλλά στη δουλειά, όταν γνωρίζεις έναν άνθρωπο που θα αφιερώνει καθημερινά δεκατέσσερις ώρες σε αυτό το πράγμα και τις άλλες δέκα θα το σκέφτεται, λες ok. Δεν μπορώ να συνεργαστώ με κάποιον που θα δουλέψει πέντε ή έξι ή επτά ώρες.

Σπιρτόκουτο, το μιούζικαλ: Η παθογένεια και το μεγαλείο της μικροαστικής οικογένειας σε ένα μοναδικό μουσικό έργο στη σκηνή της Στέγης Facebook Twitter
Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

— Πόσο λαϊκό θέαμα είναι;

Γ.Ν.: Είναι εντελώς λαϊκό το θέαμα, γιατί αφηγείται μια ιστορία που δεν είναι ντοστογιεφσκική με την έννοια της περιπλοκότητας. Εμείς, παίρνοντας τα στοιχεία της πλοκής του Γιάννη, έχουμε χρησιμοποιήσει τελείως απλά και κατανοητά υλικά. Ο κόσμος που θα δει αυτό το έργο θα μπορέσει, χάρη στη μουσική, την επιλογή του είδους της και τον τρόπο που εκτελείται σε κάθε σκηνή, να νιώσει αμέσως οικεία, ότι ακούει κάτι που έχει ξανακούσει.

Α.Π.: Τώρα που κάναμε το πάρτι της Στέγης που συγκέντρωσε 15.000 ανθρώπους, σκεφτόμασταν τι φράσεις θα ρίξουμε πάνω στο κτίριο. Είχαμε φράσεις σε σχέση με τις παραγωγές της χρονιάς και επειδή είμαι επισήμως η νονά αυτής της παραγωγής, είπα «παιδιά πρέπει να ρίξουμε πάνω στη Στέγη τη φράση αυτού του έργου που πραγματικά συμπυκνώνει την επιθυμία, την απόγνωση, τον εαυτό μας στον καθρέφτη, τον εαυτό μας απέναντι στη ζωή, την περιβόητη ατάκα “Φτιάξ’ ’το το μπουρδέλο”». 

Γ.Ο.: Αγαπήθηκε αυτή η φράση πολύ. Γιατί δεν ξέρεις τι να πρωτοφτιάξεις… 

Το ποσοστό των ουδέτερων στην Ελλάδα είναι τεράστιο, δεν είναι ανοιχτή η κοινωνία, μη βαυκαλιζόμαστε. Υπάρχουν ταβάνια που δεν επιτρέπουν σε πολλούς ανθρώπους να ψηλώσουν, να ανέβουν. Όταν πηγαίνεις σε μια τράπεζα π.χ. τι βλέπεις, μαύρους, τρανς; Όχι. Υπάρχει ένα άλλο κομμάτι, το κέντρο της Αθήνας, αυτό που συναναστρεφόμαστε εμείς, αλλά υπάρχουν και όλες οι άλλες γειτονιές όπου γίνεται της κακομοίρας. Α. Παναγιωτάκου

Α.Π.: Για μένα αυτή είναι η φράση, όχι το «τι θα κάνεις με τη Λίντα, Βαγγέλη». Είναι το «Φτιάξ’ το το μπουρδέλο» που τα πιάνει όλα, από την αρχή μέχρι το τέλος. Οπότε, όταν αυτή είναι η φράση που τα συμπυκνώνει όλα, πώς να μην είναι λαϊκό το έργο; 

Γ.Ο.: Είναι σαν να του λέει «φτιάξε τη ζωή σου, τη χώρα, το σπίτι σου, την οικογένειά σου, φτιάξε το σύμπαν».

Α.Π.: Που είναι αγώνας άγονος, το ξέρεις από πριν.

Γ.Ο.: Είναι κραυγή απόγνωσης, απελπισίας, 

Γ.Ο.: Και σου υπενθυμίζω ότι η λέξη που χρησιμοποιούμε για τη χώρα μας είναι η «παράγκα». Από το ’21 χτίστηκε παράγκα, η παράγκα του Καραγκιόζη, και δεν τελειώνει.

Σπιρτόκουτο, το μιούζικαλ: Η παθογένεια και το μεγαλείο της μικροαστικής οικογένειας σε ένα μοναδικό μουσικό έργο στη σκηνή της Στέγης Facebook Twitter
«Είμαστε ένας λαός με πλούσια γλώσσα, με ποίηση, με φιλοσοφία αλλά και με πλούσιο λεξιλόγιο στο μπινελίκι, στη βωμολοχία. Γιατί όλο αυτό το πράγμα τη σήμερον ημέρα το έχουμε αφήσει στα στόματα των τράπερ, φέρ’ ειπείν;»  Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Α.Π.: Δηλαδή πόσο πιο λαϊκό να ’ναι;

Γ.Ο.: Και τελικά τι είναι λαϊκό; Εδώ μιλάμε για ένα έργο, ένα θέαμα, αυτό που σκέφτομαι κι εγώ όταν γράφω τα σενάρια για τις ταινίες. Δεν χρειάζεται να σκεφτείς τη στιγμή που το βλέπεις, το βασικό είναι η συγκίνηση, το συναίσθημα. Είτε τη βλέπεις την ιστορία στον κινηματογράφο είτε τη διαβάζεις σε βιβλίο, αν έχει ανατροπές, αν έχει συγκίνηση, τα πάνω και τα κάτω της, αν έχει σύγκρουση, κλάμα, χαρά, φρίκη, αν αλλάζουν τα συναισθήματα συνέχεια, είναι λαϊκή.

Α.Π.: Αν μη τι άλλο, όταν θα βγει κάποιος από αυτή την παράσταση, δεν θα πει δεν το κατάλαβα, δεν υπάρχει αυτό εδώ.

748
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Γ.Ο.: Έχεις μια ενδιαφέρουσα ιστορία.

Α.Π.: Για μένα έχει ακριβώς τα στοιχεία που θα επιθυμούσα να έχουν όλες οι παραγωγές της Στέγης. Ως Στέγη έχουμε ένα χαρακτηριστικό που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τελικά δεν τρίζουν τα κόκαλα του Ωνάση: βαριά κουλτούρα σε μια playlist που δεν μπορεί να αναγνωρίσει ο αλγόριθμος, γιατί έχει όλα όσα αγαπάμε. Οπότε είναι χρέος της να κάνει κάτι που θα αγκαλιάζει όλο τον κόσμο και θα είναι λαϊκό με την έννοια όμως που εμείς αντιλαμβανόμαστε το λαϊκό. Στο κάτω-κάτω, εμείς από πού ήρθαμε; 

Γ.Ο.: Δεν θέλω να υποτιμήσω τον ρόλο που παίζει η σκέψη όταν βλέπεις ένα έργο λαϊκό. Για μένα, το έργο τέχνης δεν πρέπει να σε βάζει να λύνεις μαθηματικά προβλήματα, πρέπει πρώτα να σε κάνει να νιώθεις, να αισθάνεσαι, να μετατοπίζεσαι και μετά να λες «γιατί, μαλάκα, από αυτήν τη θέση βρέθηκα εδώ;».

Α.Π.: Το άλλο που ήταν πολύ επικίνδυνο ήταν μη βγει παρωδία, γιατί θα ήταν πανεύκολο να πιάσουμε μια ταινία του Οικονομίδη και να την κάνουμε παρωδία. Κατάφεραν όμως κάτι που γελάς με το στομάχι κολλημένο στην πλάτη.

Α.Λ.: Ο τρόπος με τον οποίο γράψαμε είναι αποτέλεσμα μιας κουλτούρας μέσω της οποίας μάθαμε κι εμείς το Σπιρτόκουτο ως γενιά. Μας ρώτησαν κάποτε πού είδαμε για πρώτη φορά το Σπιρτόκουτο και απάντησα ότι, όταν μετακόμισα στο πρώτο μου σπίτι, ως πιτσιρίκος έκλεβα ίντερνετ, έκλεβα Wi-Fi και έτσι είδα το Σπιρτόκουτο. Το Σπιρτόκουτο, λοιπόν, έφτασε σε μας μέσω της φάσης του YouTube, το οποίο πιστεύω ότι είναι το βασικό μας όπλο για το πολυστυλιστικό, και όχι μόνο το δικό μας αλλά οποιουδήποτε. Θυμάμαι ότι απ’ το YouTube έμαθα πράγματα, έμαθα στυλ, να παίζω στο πιάνο, ενώ, μέχρι να υπάρξει αυτό, το 2003 ή το 2004, έτρεχα όπου μου έλεγαν ότι θα μου δείξει κάποιος π.χ. τζαζ. Σε αυτό το πλαίσιο το μάθαμε το Σπιρτόκουτο και τώρα μας ανατέθηκε να δώσουμε στο έργο αυτό μουσική και μια άλλη διάσταση. Σε αυτήν τη διαδικασία χρησιμοποιήσαμε το YouTube, δηλαδή ακούσαμε πράγματα και να είδαμε τη φιλοσοφία στην οποία στηρίζονται και τους μηχανισμούς τους. Όντως έχουμε όλα τα είδη, από Μπρούκνερ μέχρι Καζαντζίδη.

Σπιρτόκουτο, το μιούζικαλ: Η παθογένεια και το μεγαλείο της μικροαστικής οικογένειας σε ένα μοναδικό μουσικό έργο στη σκηνή της Στέγης Facebook Twitter
Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

— Οι πιο πολλοί το ξέρουν αποσπασματικά το Σπιρτόκουτο από τα βιντεάκια στο YouTube. Πόσο δύσκολο ήταν να μεταφερθεί η γλώσσα του στο λιμπρέτο; Οι βρισιές και οι επαναλήψεις;

Γ.Ν.: Όπως είπα και πριν, το ότι σε μια συζήτηση στον κόσμο του Γιάννη ‒και στον ελληνικό κόσμο γενικότερα‒ έχουμε πολλές επαναλήψεις είναι ένα στοιχείο που βοηθάει. Το άλλο είναι ότι το θέμα, το ρεφρέν, υπάρχει. Υπάρχουν κι άλλα στοιχεία που παρεμβάλλονται, αλλά ένα είναι το ρεφρέν. Σε έναν τσακωμό με τη γυναίκα σου ένα πράγμα μπορείς να λες εσύ και ένα πράγμα να λέει εκείνη κι αυτό έχει πάρα πολλά κοινά με τη μουσική, οπότε αυτό μας διευκόλυνε. 

Α.Π.: Και είναι και κάτι άλλο. Για μένα αυτή η σκληρότητα των λόγων του Γιάννη δεν βγαίνει μόνο στο λιμπρέτο, βγαίνει και στη μουσική. Δηλαδή αν βγάλεις τα λόγια, την ακούς και πάλι. Όταν κάποια στιγμή φτάνουμε στο ηπειρώτικο, που δεν είναι τυχαίο το ότι είναι ηπειρώτικο και στην ταινία, δεν χρειάζεται κάποιος να σου πει ότι δεν έχει χαρούμενα λόγια, κι άλλα λόγια να βάλεις από πάνω, θα κλαις ξανά. Και η ειρωνεία βγαίνει μέσα από τη μουσική, γιατί εδώ η γλώσσα είναι η μουσική. Έχουμε να κάνουμε με μιούζικαλ που πραγματικά και χρειάζεται να το τοποθετήσεις σε κάποια κατηγορία ως θεατρική ή μουσική πράξη, εδώ πραγματικά ισχύει το prima la musica. Αυτό το έργο το παίρνεις όπως είναι, το πρεσάρεις σε βινύλια, το βάζεις στο Spotify και το ακούς όλο. Αυτό είναι απίστευτο και ταυτόχρονα επικίνδυνο, το να πάρεις κάτι που μπορεί να σταθεί μόνο ακουστικά και να το βάλεις πάνω σε μια σκηνή. Λες «ρε μπας και περισσεύει;». Μπας και δεν χρειάζεται να το παίξουν όλο αυτό το πράγμα; Παρ’ όλα αυτά, εδώ, όταν παίζεται όλο αυτό το πράγμα, αποκτά μια υπόσταση πιο συναισθηματική. Αυτό που έχει συμβεί με τη μουσική είναι κάτι πολύ ωραίο. Πρέπει να έρθει κάποιος να δει το έργο για να καταλάβει τι κάνουν δυο πολύ σοβαροί άνθρωποι που δεν παίρνουν τον εαυτό τους στα σοβαρά. 

Γ.Ν.: Η μουσική έχει ένα μεγάλο cheat σκηνικά επειδή μπορείς να ακούσεις μια μελωδία και να συγκινηθείς ή να τρομάξεις ή να χαρείς. Άρα, λοιπόν, όταν σε αυτήν τη μεγάλη δύναμη της μουσικής έρχονται να προστεθούν οι χαρακτήρες αυτό που συμβαίνει είναι ότι διογκώνουμε όλον αυτόν τον κόσμο απλώς ντύνοντάς τον μουσικά.

Σπιρτόκουτο, το μιούζικαλ: Η παθογένεια και το μεγαλείο της μικροαστικής οικογένειας σε ένα μοναδικό μουσικό έργο στη σκηνή της Στέγης Facebook Twitter
Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

Α.Π.: Συμβαίνει και κάτι άλλο: εδώ είναι πολύ πολύπλοκη η μουσική, δεν είναι δυο ακόρντα, πέντε νότες που καμώνονται ένα ξένο κομμάτι το οποίο απλώς το έχω αντιγράψει, αλλά δεν θα το καταλάβει κανένας. Ενώ έχεις αναφορές, όταν βγαίνοντας τραγουδάς αυτήν τη μουσική, λες «τώρα πώς έγινε αυτό;».

Γ.Ο.: Αυτό που έχω να απαντήσω στην ερώτησή σου είναι ότι όλα ξεκινούν από μια θεμελιώδη απόφαση ότι στην προκειμένη περίπτωση θα μπορούσε στην ελληνική γλώσσα να υπάρξει τραγούδι με σκληρή γλώσσα, βωμολοχία, μπινελίκι, προστυχιά. Θα μπορούσε; Όταν πήρα τον Νιάρρο και του είπα «θέλεις να το κάνεις;», θα μπορούσε να μου απαντήσει «αυτό δεν γίνεται, φίλε, ξέχνα το, δεν υπάρχει, λες μαλακίες». Θα μπορούσε να το πάρει κάποιος άλλος και να αποτύχει. Γιατί δεν είναι όλα ακριβώς στο κεφάλι μας, σημασία έχει και το πώς έχει στηθεί η κοινωνία, πώς έχει μπετοναριστεί το σωστό και το λάθος, το πρέπει και το δεν πρέπει, γιατί η ελληνική γλώσσα είναι η γλώσσα των ποιητών κι όποιος πάει εκεί πάνω να παίξει μπάλα θα τον κυνηγήσουμε κ.λπ. Μια μεγάλη τάξη πολιτισμένων ανθρώπων είχε φρικάρει τότε με το Σπιρτόκουτο και φρικάρουν ακόμα όταν ακούνε τα ελληνικά αλλιώς, του δρόμου. Και λένε «α, όχι, αυτό δεν θέλουμε να το δούμε στο σινεμά, στο θέατρο», πόσο μάλλον να τον ακούσουν να τραγουδιέται. 

Α.Π.: Δεν μιλάνε έτσι οι άνθρωποι.

Γ.Ο.: Ειδικά οι Έλληνες, ποτέ. Το πιο σημαντικό ήταν να παρθεί αυτή η απόφαση, ότι αυτό μπορεί να συμβεί. Από κει και πέρα είναι θέμα ταλέντου.

Α.Λ.: Κάποια στιγμή είπα κάτι και στους δύο Γιάννηδες, ότι είμαστε ένας λαός με πλούσια γλώσσα, με ποίηση, με φιλοσοφία αλλά και με πλούσιο λεξιλόγιο στο μπινελίκι, στη βωμολοχία. Γιατί όλο αυτό το πράγμα τη σήμερον ημέρα το έχουμε αφήσει στα στόματα των τράπερ, φέρ’ ειπείν; 

Σπιρτόκουτο, το μιούζικαλ: Η παθογένεια και το μεγαλείο της μικροαστικής οικογένειας σε ένα μοναδικό μουσικό έργο στη σκηνή της Στέγης Facebook Twitter
Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

— Υπάρχει η βωμολοχία, και μάλιστα τα κομμάτια αυτά είναι πιο δημοφιλή από τα υπόλοιπα, με το καθωσπρέπει λεξιλόγιο.

Α.Λ.: Υπάρχει, με διάθεση να μειώσει ή να μεγεθύνει αυτό που λέγαμε για πλάκα.  

Α.Π.: Ναι, αλλά μιλάμε για ανθρώπους που λένε όλη αυτή την ιστορία, για το τι τραγουδάνε οι νέοι και τι ακούνε. Γιατί αυτοί που άκουγαν το «Τη σκότωσα γιατί την αγαπούσα» τον καιρό που βγήκε ήταν ok; Πώς είναι οκ; Δεν είναι.

Γ.Ο.: «Ο μαύρος ο αράπης, ο σκύλος, ο ταμ ταμ ταμ»...

Γ.Ν.: Τεχνικά, αυτό έχει μια τεράστια δυσκολία, αν σκεφτούμε ότι στις αμερικανικές ταινίες, πριν από είκοσι πέντε και τριάντα χρόνια, οι Αμερικανοί μιλούσαν τη γλώσσα του πεζοδρομίου. Εμείς έχουμε αργήσει σε αυτό.        

Γ.Ο.: Είμαστε εκατό χρόνια πίσω, το βλέπεις στην τηλεόρασή μας.  

Α.Π.: Μόνο στην επιθεώρηση έπεφτε το βρισίδι, για να γελάει ο κόσμος. 

Γ.Ν.: Το αυτί μας δεν είναι έτοιμο για τέτοιους στίχους. 

Α.Π.: Από τα καλύτερα παιχνίδια που μπορεί να παίξει ένας άνθρωπος, που θυμάμαι ότι το παίζαμε όταν ήμασταν στην Αγγλία, είναι το να κάνεις ταυτόχρονη διερμηνεία στα τραγούδια που είναι γραμμένα στην αγγλική γλώσσα. Νομίζεις ότι έχει πει κάτι τρομερό π.χ. η Μπρίτνεϊ Σπίαρς αλλά ουσιαστικά λέει «η μοναξιά μου με σκοτώνει», το «Like a prayer» της Μαντόνα ακούγεται γελοίο στα ελληνικά, «η ζωή είναι μυστήριο, όταν ακούω το όνομά σου είναι σαν μικρή προσευχή», αλλά είσαι εντάξει, αν το λέει όμως ο Ζαγοραίος στην Προσευχή, «έφαγα στη γη να σ’ αναζητάω», σε χαλάει.

Α.Λ.: Ή το «κάτω απ’ τον αντίχειρά μου»...  

Σπιρτόκουτο, το μιούζικαλ: Η παθογένεια και το μεγαλείο της μικροαστικής οικογένειας σε ένα μοναδικό μουσικό έργο στη σκηνή της Στέγης Facebook Twitter
Φωτ.: Πηνελόπη Γερασίμου

Α.Π.: Επειδή θεωρώ ότι μέσα απ’ αυτό το έργο θα αρχίσουμε να συζητάμε για ανθρώπους που κάποιοι ξέραμε επειδή είμαστε της πιάτσας, αλλά όχι όλος ο υπόλοιπος κόσμος, κυρίως επειδή δεν έχουν κάνει τηλεόραση ή έχουν κάνει πολύ λίγο, θέλω να πούμε μερικά πράγματα για το καστ. Γιατί θυμάμαι που στο πρώτο πέρασμα βγήκε ο Γιάννης ο Αναστασάκης και είχε μια γλώσσα σώματος συγκλονιστική, μια απίστευτη σκληρότητα. Πάει να κάτσει σε αυτή την πολυθρόνα σε μια σκηνή και προτού καθίσει, ενώ είναι ίσια, της δίνει μια μικρή κλοτσιά, τη στραβώνει τόσο δα και μετά κάθεται. Γιατί ο άνθρωπος έχει την τσαντίλα μέσα του. Έρχεται η Αγορίτσα, τη βλέπεις κι έχει μια καμπούρα στην πλάτη λες κι έχει περάσει όλη της τη ζωή πάνω από τον νεροχύτη. Βλέπεις τον άλλο να ραπάρει και λες «αυτήν τη δουλειά κάνεις παιδάκι μου μόνο»; Γιατί δεν το πιστεύεις. Έχουμε έναν βαρύτονο πάνω στη σκηνή που λες ότι τραγουδάει «Ντον Τζιοβάνι» και τελικά τον ακούς να λέει «Το ’στειλε το κωλαράκι». Αυτό το καστ είναι σπουδαίο.

Γ.Ο.: Και γουστάρουνε τρελά, ο ένας είναι καλύτερος απ’ τον άλλο. 

Α.Π.: Και ο Νιάρρος είναι εκεί και τους λέει «αν μπορείς το σώμα σου λίγο πιο ίσια, αγαπούλα μου» και το κάνουν. Ούτε φωνή, ούτε βεντετιλίκια.

Στην αρχή είχε πάρα πολλή πλάκα να παίρνουμε το συγκεκριμένο λιμπρέτο, τα συγκεκριμένα λόγια και με βάση αυτά να γράφουμε στίχους και μουσική. Αλλά από κάποιο σημείο και μετά έπρεπε να σκεφτούμε σοβαρά ότι δεν γίνεται να το κάνουμε παρωδία, οπότε περάσαμε ώρες όχι γράφοντας αλλά σκεπτόμενοι γιατί ένας χαρακτήρας είπε ό,τι είπε, τι σήμαινε τότε και τι σημαίνει σήμερα. Α. Λιβιτσάνος

Γ.Ν.: Εγώ, προσωπικά, θα ήθελα να ευχαριστήσω πρώτα τον Οικονομίδη που μου έδωσε μεγάλη ελευθερία για να κάνω όλο αυτό και σε δεύτερο χρόνο εσένα, Αφροδίτη, εννοώντας τη Στέγη, γιατί δεν νομίζω ότι αν πηγαίναμε να κάνουμε αυτήν τη δουλειά έξω από εδώ θα υπήρχε η ίδια μεταχείριση. Θα ήθελαν κάποιον ο οποίος να είναι είτε σταρ είτε ήδη καταξιωμένος τραγουδιστής. Εδώ πέρα υπήρχε ελευθερία και απ’ τις δυο μεριές: «Γιάννη, πάρε αυτούς που πιστεύεις ότι είναι οι καλύτεροι γι’ αυτήν τη δουλειά». 

Γ.Ο.: Και θα σου έλεγαν ότι σε τρεις μήνες πρέπει να είναι έτοιμο, γιατί έτσι είναι.  

Σπιρτόκουτο, το μιούζικαλ: Η παθογένεια και το μεγαλείο της μικροαστικής οικογένειας σε ένα μοναδικό μουσικό έργο στη σκηνή της Στέγης Facebook Twitter
«Υπάρχουν, άραγε, άνθρωποι που πιστεύουν ότι ο Γιάννης, επειδή έχει φτιάξει αυτές τις ταινίες, γυρνάει σπίτι και ουρλιάζουν με τη γυναίκα του;» Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Γ.Ν.: Έχω φτάσει σε τρελές γραφικότητες όντας σκηνοθέτης αυτής της κατάστασης. Σε συνεντεύξεις έχω φτάσει σε σημείο να θέλω να πω πόσο αγαπάω αυτούς τους ανθρώπους, πόσο είμαι groupie ολωνών τους. Τους είχα δει να παίζουν στο θέατρο όλους και τους γούσταρα ως ηθοποιούς. Μια μεγάλη μου νίκη σε αυτό το εγχείρημα είναι η επιλογή αυτών των ανθρώπων, που ο καθένας ξεχωριστά είναι αγαπησιάρης πρώτα απ’ όλα, γαμώ τα παιδιά, και δευτερεύοντως όλοι είναι πολυεργαλεία, χορεύουν, τραγουδάνε...

Α.Π.: Στο cast έπρεπε κάπως να υπάρχουν κοινές λέξεις για να συνεννοούμαστε. Πρέπει λίγο να είναι συμμορία.

Γ.Ο.: Να είναι cult και να είναι όλοι θεοπάλαβοι. 

Γ.Ν.: Εγώ φοβόμουν πάρα πολύ, γιατί έχεις τον Ερρίκο Λίτση και την ερμηνεία που έκανε στην ταινία ‒ ποιον να βρεις που να μπορεί να συγκριθεί μαζί του; Ο Αναστασάκης έχει μια ιδιαιτερότητα μεγάλη που ήταν κλειδί σε όλη αυτή την παράσταση, ότι συνομιλεί με τον κόσμο του Οικονομίδη, έχει δουλέψει με τον Γιάννη, έχει παίξει σε ταινίες του, ξέρει με ποιον τρόπο θα τον αντιμετώπιζε εκείνος αν τον σκηνοθετούσε, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να μπει και στη διαδικασία να τραγουδήσει, να χορέψει, να κάνει πράγματα που δεν είναι αυτοσχεδιαστικά, είναι συγκεκριμένα τεχνικά. Ο Μάριος Σαραντίδης, ο οποίος δεν είναι επαγγελματίας ηθοποιός, δεν είναι μόνο λυρικός τραγουδιστής, είναι ένας ταλαντούχος άνθρωπος, ερμηνευτής τρελός, περσόνα μεγάλη. Η Αγορίτσα είναι απ’ τις πιο συγκλονιστικές ηθοποιούς της γενιάς της, ο Τζούλιο Κατσής, η Νάνσυ Σιδέρη, ο Αποστόλης Ψυχράμης, η Δάφνη Δαυίδ, η Ελένη Μπούκλη είναι εξίσου καλοί, όπως και οι «γείτονες» της παράστασης Βασίλης Δημακόπουλος, Δανάη Μουτσοπούλου, Θεοδοσία Σαββάκη. Τι να πρωτοπώ για τους συνεργάτες... 

Σπιρτόκουτο, το μιούζικαλ: Η παθογένεια και το μεγαλείο της μικροαστικής οικογένειας σε ένα μοναδικό μουσικό έργο στη σκηνή της Στέγης Facebook Twitter
Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

— Αυτά τα είκοσι χρόνια η μικροαστική αθλιότητα-μεγαλείο δεν έχει αλλάξει, έχει αλλάξει όμως ο περίγυρος, έχουμε περάσει MeToo, όλη αυτή την έκρηξη της διαφορετικότητας, η κοινωνία έχει αλλάξει αρκετά. Η νέα γενιά πώς θα το εκλάβει το Σπιρτόκουτο σήμερα;

Γ.Ν.: Εγώ, που γεννήθηκα το 1991, και ο Αλέξανδρος, που γεννήθηκε λίγο νωρίτερα, χτυπάγαμε τα κεφάλια μας στο πάτωμα να δούμε τι θα γίνει με αυτό, γιατί ακούγονται κάποιες φράσεις στην ταινία τις οποίες τώρα αντιλαμβανόμαστε ως σεξιστικές, ρατσιστικές, αλλά τότε, όταν την είχαμε πρωτοδεί, δεν ήμασταν το ίδιο αφυπνισμένοι. Η ταινία του Γιάννη και οι χαρακτήρες του έθεταν αυτά τα ερωτήματα.

Γ.Ο.: Παιδιά, μην τρελαίνεστε, κάθε χαρακτήρας σε μια ταινία που βλέπουμε έχει την ευθύνη του εαυτού του. Αυτό που κάνει ο Έλληνας, που τείνει να ταυτίζει τον σκηνοθέτη, την ταινία, με αυτό που εκφράζουν οι ήρωές της, είναι μια μεγάλη παρεξήγηση. Ο Σκορτσέζε θα έπρεπε να είναι ο πιο μεγάλος μακελάρης, ο πιο μεγάλος blood thirst άνθρωπος του πλανήτη αν ίσχυε αυτό. 

Γ.Ν.: Υπάρχουν, άραγε, άνθρωποι που πιστεύουν ότι ο Γιάννης, επειδή έχει φτιάξει αυτές τις ταινίες, γυρνάει σπίτι και ουρλιάζουν με τη γυναίκα του; Είκοσι χρόνια μετά, όμως, αν ένας καλλιτέχνης βάλει στο στόμα του ήρωά του κάποια πράγματα, πρέπει να πάρει μια θέση απέναντι σε αυτά.   

Γ.Ο.: Αυτό είναι λάθος όμως, γιατί τη θέση την παίρνεις ήδη απ’ την ώρα που αφηγείσαι κάτι, απ’ τη ώρα που λες μια ιστορία. Και όποιος έχει μυαλό καταλαβαίνει. Μιλάμε για τα αυτονόητα τώρα.

Α.Π.: Καταρχάς, υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που παραμένουν επικίνδυνα ουδέτεροι. Δεν μιλάω για τους αδιάφορους, μιλάω γι’ αυτούς που είναι επικίνδυνα ουδέτεροι, ότι, ok, να δεχτούμε ότι υπάρχουν κι αυτοί, ως αναγκαίο κακό, και να πορευτώ παραπέρα. Το ποσοστό των ουδέτερων στην Ελλάδα είναι τεράστιο, δεν είναι ανοιχτή η κοινωνία, μη βαυκαλιζόμαστε. Υπάρχουν ταβάνια που δεν επιτρέπουν σε πολλούς ανθρώπους να ψηλώσουν, να ανέβουν. Όταν πηγαίνεις σε μια τράπεζα π.χ. τι βλέπεις, μαύρους, τρανς; Όχι. Υπάρχει ένα άλλο κομμάτι, το κέντρο της Αθήνας, αυτό που συναναστρεφόμαστε εμείς, αλλά υπάρχουν και όλες οι άλλες γειτονιές όπου γίνεται της κακομοίρας. Υπάρχει η ελληνική περιφέρεια που είναι η άλλη τόση Ελλάδα και γίνεται το έλα να δεις. Ο κόσμος κρύβει τις στοιχειώδεις επιθυμίες του, κρύβει τα βασικά χαρακτηριστικά της φύσης του, οπότε μην μπερδευόμαστε από μια ρητορική που αυτήν τη στιγμή είναι λίγο πιο flashy ή επειδή μπορεί να πέφτουν πέντε ατάκες στην ελληνική τηλεόραση που δεν θα πέφτανε παλιότερα, ή να πέφτει ένα φιλί σε ελληνικό σίριαλ που θα ήτα αδιανόητο, και νομίζουμε ότι ξαφνικά άλλαξε η ελληνική κοινωνία. Η ελληνική κοινωνία παραμένει βαθιά συντηρητική, όπως και η διεθνής κοινωνία, με επικίνδυνες τάσεις επιπλέον συντηρητικοποίησης. Δηλαδή ενώ κάθεσαι και μιλάς για το Ιράν, μετά για την Αμερική και τις αμβλώσεις, κι έπειτα ακούς την ατάκα «τι θα κάνεις με τη Λίντα, Βαγγέλη;», ο Βαγγέλης απαντάει «έκτρωση, τι να κάνω; Δεν έχω άλλη επιλογή, πώς θα το πάω παραπέρα» και σχολιάζει ότι η Λίντα θα ανησυχεί τι θα της πουν οι φίλες της, γιατί θα έχει προβλήματα με τις εγκυμοσύνες της, έχεις Πολιτείες στις ΗΠΑ να συζητάνε αυτήν τη στιγμή για στοιχειώδη δικαιώματα. Τα πράγματα δεν πάνε καλά. Τώρα μπορεί κάποιος να μιλάει πιο ανοιχτά και, ναι, τα πράγματα έχουν κάπως προχωρήσει, αλλά τα ποσοστά εκείνων που αποδέχονται τον άλλον γι’ αυτό που είναι και θέλει να είναι και εκείνων που δεν τον αποδέχονται έχουν μεγάλη διαφορά. Οι συντηρητικές φωνές ισχυροποιούνται συνεχώς και αυτό το θεωρώ τρομερά επικίνδυνο. Στην απόγνωση δεν υπάρχει πολιτισμός, στον έρωτα δεν υπάρχει πολιτισμός, στον θυμό, όταν υπάρχει πολιτισμός, μετά τρέχεις στους ψυχιάτρους και σου λένε «λιγάκι να δούμε πώς να διαχειριστείς τον θυμό σου, επειδή δεν τον εξέφρασες». Οπότε, ενώ θα ήθελα πάρα πολύ να το πιστέψω, δεν πιστεύω σε αυτό που λες. Θυμάμαι ένα βιβλίο που είχε ο πατέρας μου στο σπίτι που έγραφε «εξέλιξη: τα απολιθώματα λένε όχι», και είναι πολλά τα απολιθώματα. Και είναι και απολιθώματα που έχουν τεράστια δύναμη γιατί καθορίζουν πολιτικές. Καθορίζουν συνήθειες, καθορίζουν κανόνες και αξιακά συστήματα μέσα από τα οποία αποδεικνύεις ότι είσαι καθωσπρέπει. Ο καθωσπρεπισμός βασιλεύει ακόμη ως αξιακή πυξίδα. 

Γ.Ο.: Από τη μια βασιλεύει ο καθωσπρεπισμός, μια μερίδα της μεσαίας τάξης που έχει πάει προς τα κει, και από την άλλη έχεις μια μερίδα της μικρομεσαίας τάξης στην οποία περιλαμβάνεται και ο Μήτσος, αυτές οι οικογένειες οι έντιμες που ρίχνουν πάντα κάρβουνο στην ατμομηχανή της Ελλάδας, οι μαλάκες που πληρώνουν τους φόρους τους, που δουλεύουν κι έτσι προχωράει αυτή η χώρα. Βέβαια, κι αυτοί έχουν μετακινηθεί προς τα κάτω τώρα, πάνε προς το λούμπεν, προς την ακροδεξιά, η οποία παραμονεύει. 

Α.Π.: Κι όταν βγαίνει η φασίστρια στην Ιταλία θεωρούν πολλοί ότι δεν είναι το ίδιο γιατί επικαλείται ότι δεν έχει ρατσιστικά δεδομένα. Υποτίθεται ότι δεν είναι φασισμός, είναι λαϊκισμός με ένα άλλο προφίλ. Όχι, φασισμός είναι, αλλά δεν λέγεται φασισμός, λέγεται λαϊκισμός λόγω της εκμετάλλευσης της απόγνωσης. Έρχεσαι τώρα εσύ και μιλάς γι’ αυτό το λούμπεν του Σπιρτόκουτου, αλλά μιλάς και για την ξιπασιά και για τον ξεπεσμό των ακριβών προαστίων στο Στέλλα, κοιμήσου. Γιατί όταν διαβάζεις τα νέα και πρώτη είδηση είναι ο τύπος που είχε στήσει ολόκληρο κύκλωμα και εξέδιδε ένα 12χρονο κοριτσάκι και ο συγγραφέας παιδικών βιβλίων που ήταν βουτηγμένος στην παιδική πορνογραφία αναρωτιέσαι τι γίνεται και θυμώνεις. Πέρα από τον θυμό, λες τουλάχιστον τώρα η ελληνική κοινωνία αντιλαμβάνεται ότι όσοι τα κάνουν αυτά δεν είναι οι λούμπεν τύποι του Οικονομίδη, είναι κι αυτοί που κυκλοφορούν στις γειτονιές και κάνουν και λίγο διδασκαλία για το ποιο είναι το σωστό και στέλνουν τα παιδιά τους στα καλά σχολεία. Δεν είναι αναγκαστικά αυτοί που μένουν σε μια υποβαθμισμένη περιοχή, δεν είναι οι Ρομά, είναι και ο τύπος με τον οποίο μπορεί να φωτογραφιζόσουν χθες. 

— Ποιο είναι το κοινό που θέλετε να δει την παράσταση;

Α.Π.: Αυτούς που δεν έχουν ξανάρθει στη Στέγη.

Γ.Ν.: Εγώ θα ήθελα τους ντελιβεράδες που έχω κάτω απ’ το σπίτι μου και το σουβλατζίδικο.  

Δείτε εδώ ημερομηνίες και ώρες παραστάσεων για την παράσταση «Το Σπιρτότοκουτο - The Musical» που ανεβαίνει στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Θέατρο
0

Απεργία την Πρωτομαγιά

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Είναι η «Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς» η ιδανική πρόταση για την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου;

Pulp Fiction / Είναι η «Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς» η ιδανική πρόταση για την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου;

O Γιάννης Οικονομίδης ξαναβγάζει διαδικτυακά την ταινία του, στις 14 Φεβρουαρίου, και μιλά για την επιτυχία της στον Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλο καθώς και για την επόμενη ταινία του με τον Βαγγέλη Μουρίκη.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Η επιστροφή του Λουκά από το «Σπιρτόκουτο»

Σταύρος Γιαγκούλης / Σταύρος Γιαγκούλης: Πού είχε χαθεί ο Λουκάς από το «Σπιρτόκουτο»;

Ο ηθοποιός που υποδύθηκε τον γιο του Ερρίκου Λίτση στην πρώτη ταινία του Γιάννη Οικονομίδη είχε εγκαταλείψει την Ελλάδα. Τώρα πια έχει επιστρέψει και με την αφορμή της επαναπροβολής της ταινίας ήρθε η ώρα να συστηθεί εκ νέου στο κοινό.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Βίκυ Παπαδοπούλου: «Ο Οικονομίδης με έκανε καλύτερη ηθοποιό»

Οθόνες / Βίκυ Παπαδοπούλου: «Ο Οικονομίδης με έκανε καλύτερη ηθοποιό»

Η πρωταγωνίστρια της «Μπαλάντας της τρύπιας καρδιάς» κάνει ένα διάλειμμα από τα τηλεοπτικά γυρίσματα και μιλά για την ταινία του Γιάννη Οικονομίδη που επέστρεψε δριμύτερη στις προβολές των θερινών σινεμά.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Γιάννης Νιάρρος

PORTRAITS 2022 / Γιάννης Νιάρρος: «Αναγνωρίζω τον ανταγωνισμό του ανδρικού φύλου, του άντρα κόκορα»

Φοβερά αστείος και ταλαντούχος, έξυπνος, μανιακός με την τζαζ, αυτοαναφορικός, αλλά και ιδιοσυγκρασιακός όπως οι αληθινοί καλλιτέχνες, ο Γιάννης Νιάρρος είναι από τους σημαντικότερους ηθοποιούς της γενιάς του. Από το «Στέλλα Κοιμήσου» και το «Ποιος σκότωσε τον σκύλο τα μεσάνυχτα» μέχρι τους «Παίκτες» η διαδρομή του στο θέατρο είναι εντυπωσιακή και το μέλλον υπόσχεται μεγαλύτερους θριάμβους –με νέα ιδιότητα, ως μουσικός– στη θεατρικη εκδοχή του «Σπιρτόκουτου» του Οικονομίδη.
ΜΑΤΟΥΛΑ ΚΟΥΣΤΕΝΗ
Αφροδίτη Παναγιωτάκου: Η ελευθερία είναι η μόνη αξία που έχει σημασία

Συνεντεύξεις / Αφροδίτη Παναγιωτάκου: «Η ελευθερία είναι η μόνη αξία που έχει σημασία»

Η διευθύντρια Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση αγαπά τις κουβέντες «εκτός θέματος». Με αυτό το σκεπτικό βρεθήκαμε στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου στο κέντρο της Αθήνας για μια δίωρη απομόνωση σε συνθήκες ησυχίας και ιδιωτικότητας, χωρίς περισπασμούς, «σαν κάτι συνωμοτικό να συμβαίνει», όπως διαπιστώσαμε, για να ξεκινήσουμε μια συζήτηση που δεν ξέραμε καθόλου πού θα οδηγήσει. Πράγματι, η κουβέντα ξέφευγε με τρομερή ευκολία. Ένα μέρος αυτής της συζήτησης θα διαβάσετε παρακάτω.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Αργύρης Ξάφης: «Η φράση “πάμε κι ό,τι γίνει” είναι ενδεικτική μιας νοοτροπίας που μας έχει γαμήσει σε αυτή τη χώρα σε κάθε επίπεδο»

Θέατρο / Αργύρης Ξάφης: «Να μου προτείνουν τι; Να αναλάβω το Εθνικό; Δεν με ενδιαφέρει»

Το «Πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος» είναι από τις πιο επιτυχημένες παραστάσεις της σεζόν και με την ευκαιρία βρεθήκαμε με τον Αργύρη Ξάφη στο θέατρο Θησείο.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Τι συμβαίνει με το Θεατρικό Μουσείο;

Θέατρο / Τι συμβαίνει με το Θεατρικό Μουσείο;

Η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, μιλά για τις εργασίες μεταστέγασής του στην οικία Αλεξάνδρου Σούτσου, για την πολύτιμη αρχειακή συλλογή αλλά και για το τι αναμένεται να γίνει με τα καμαρίνια σπουδαίων ηθοποιών.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Περιμένοντας τον Γκοντό του Θεόδωρου Τερζόπουλου

Θέατρο / «Περιμένοντας τον Γκοντό»: Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος ανατρέπει όσα γνωρίζαμε για το αριστούργημα του Μπέκετ

Ένα ταξίδι, μια παράσταση, μια συνάντηση με τον σημαντικότερο εν ζωή Έλληνα σκηνοθέτη: από το Μιλάνο στην Αθήνα, από το Piccolo Teatro στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Θεόδωρου Τερζόπουλου προσφέρει μια ριζοσπαστική ανάγνωση του έργου του Μπέκετ.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Σαν πλοίο που ναυάγησε, σα νούφαρο που μάδησε

Κριτική Θεάτρου / Σαν πλοίο που ναυάγησε, σαν νούφαρο που μάδησε

Επιχειρώντας να αποδώσει τη «φαινομενικά ασύνδετη μορφή ενός ονείρου που υπακούει στη δική του λογική», όπως αναφέρει ο Στρίνμπεργκ στο «Ονειρόδραμα», η Γεωργία Μαυραγάνη επέλεξε να μιλήσει για το ίδιο το θέατρο.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
42' με τον Βασίλη Βηλαρά

Θέατρο / Βασίλης Βηλαράς: «Το θέατρο είναι ένα ομοφοβικό και χοντροφοβικό επάγγελμα»

Στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου και στον «Καταποντισμό» ο ηθοποιός και σκηνοθέτης φέρνει στο φως μαρτυρίες από την γκέι Ελλάδα της Μεταπολίτευσης μέσα από επιστολές που στάλθηκαν στο περιοδικό ΑΜΦΙ, το πρώτο μέσο που άρθρωσε δημόσια λόγο στην Ελλάδα για την εμπειρία των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Καύσωνας: Το όνειρο και ο εφιάλτης του ελληνικού καλοκαιριού σε μια παράσταση

Θέατρο / Καύσωνας: Το όνειρο και ο εφιάλτης του ελληνικού καλοκαιριού σε μια παράσταση

Βασισμένος σε διηγήματα της Βίβιαν Στεργίου, μέσα από αποσπασματικές αφηγήσεις χαρακτηριστικών συμπεριφορών ντόπιων, τουριστών και expats, ο σκηνοθέτης Γιάννης Παναγόπουλος διερευνά τη μεταβατική φάση από τα ’90s μέχρι το 2020, μιλώντας για την πραγματικότητα της γενιά του -των millennials- στην παράσταση που ανεβαίνει στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα», μάγισσες και μαγείρισσες της μυστικής Θεσσαλίας

Θέατρο / «Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα», οι μάγισσες και οι μαγείρισσες της μυστικής Θεσσαλίας σε μια παράσταση

Με έμπνευση από τη θεσσαλική λαογραφία και σε σύγχρονη σκηνική φόρμα, ο Κωνσταντίνος Ντέλλας σκηνοθετεί μια παράσταση για τις αόρατες γυναίκες της παράδοσης, αποκαλύπτοντας την κοινωνική απομόνωση, τον παραγκωνισμό τους, ακόμα και την απόκρυψη του γυναικείου σώματος.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ράνια Σχίζα: «Να γουστάρεις, αυτό είναι το κέρδος. Μόνο έτσι προχωράς στη ζωή»

Θέατρο / Ράνια Σχίζα: «Να γουστάρεις, αυτό είναι το κέρδος. Μόνο έτσι προχωράς στη ζωή»

Μια ηθοποιός με λεπτές ποιότητες, εξαιρετικές συνεργασίες, επιμονή και πάθος μιλά για την επιλογή της να δώσει προτεραιότητα στην οικογένειά της σε πολλές φάσεις της καριέρας της.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ένας λυκάνθρωπος πρωταγωνιστεί στη νέα, απίστευτη παράσταση του Ευριπίδη Λασκαρίδη

Θέατρο / Ένας λυκάνθρωπος πρωταγωνιστεί στη νέα, απίστευτη παράσταση του Ευριπίδη Λασκαρίδη

Ο τρόμος στο θέατρο και τον κινηματογράφο, η περίοδος γύρω από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ο γερμανικός εξπρεσιονισμός, οι εικαστικές τέχνες, τα αμερικανικά μιούζικαλ και οι μεταμορφώσεις χωράνε στο «Lapis Lazuli» που ανεβαίνει στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
M. HULOT