Για να σας επιτρέψουμε να ζήσετε, πρέπει να πληροίτε ορισμένες βασικές προϋποθέσεις. Καταρχήν πρέπει να είστε υγιείς. Η ασθένεια απαξιώνει. Σας καθιστά ευάλωτη, δύσοσμη, απωθητική. Σας ρουφά την ικμάδα, την παραγωγική αξία, την καταναλωτική επιθυμία, όλα όσα εξασφαλίζουν στην κοινωνία την εύρυθμη λειτουργία της. Αν αρχίσουν όλοι να αρρωσταίνουν, τότε τι θα συμβεί; Ποιος θα καλλιεργεί τα χωράφια, ποιος θα μαζεύει τα σκουπίδια, ποιος θα επιδιορθώνει τα τακούνια των παπουτσιών; Δεν μπορούμε να τα αφήσουμε όλα στην τεχνητή νοημοσύνη, κάντε κι εσείς κάτι!
Δεύτερον, για να σας επιτρέψουμε να ζήσετε, πρέπει να μας παραδώσετε κάθε δικαιοδοσία επί του σώματός σας. Μόνον εμείς είμαστε σε θέση να αντιλαμβανόμαστε τις ακριβείς ανάγκες των οργάνων σας, μόνο εμείς μπορούμε να επιβλέπουμε και να αξιολογούμε τις εξεγέρσεις των κυττάρων σας, να ερμηνεύουμε τις μεταλλάξεις των γονιδίων σας, τις αυξομειώσεις των αιμοσφαιρίων σας, τις αναφλέξεις των τριγλυκεριδίων, τις αναταράξεις όλων των «-ίων» σας.
Βλέπετε, αν σας αφήσουμε ν’ αποφασίζετε μόνες σας, θα οδηγηθείτε με μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφή. Θα σκοτώνετε τα αγέννητα μωρά σας, θα δηλητηριάζετε το συκώτι σας, θα φράζετε τις αρτηρίες σας, θα προκαλείτε απανωτούς καρκίνους, θα βουλιάζετε στο λίπος και στην άγνοια, κάθε μέρα όλο και πιο βαθιά, όλο και πιο πλατιά, μέχρις ότου δεν υπάρχει γιατρειά. Καρδιακή ανεπάρκεια, αποφρακτική πνευμονοπάθεια, εντερική απόφραξη, αληθής πολυκυτταραιμία, θρομβωτική θρομβοπενική πορφύρα κ.ο.κ.
Σε τι συνίσταται η μεταφορά ενός λογοτεχνικού έργου στη σκηνή; Αρχίζει και τελειώνει με τη χαριτωμένη αναπαράσταση της ιστορίας από συμπαθείς ηθοποιούς που κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν; Μα ποιο το νόημα να επιλέξει κανείς ένα κείμενο λογοτεχνικό, αν είναι απλώς να αφηγηθεί την πλοκή με τρόπο εξωτερικό, μιμητικό, έστω και καλοκουρδισμένο;
Είστε τελειωμένες.
Ακόμη και τότε όμως, όταν θα έχετε ξοδέψει κάθε ευκαιρία που σας δόθηκε για μια υγιή ζωή, όταν θα έχετε φερθεί με τον πιο απερίσκεπτο τρόπο, όταν πλέον δεν θα σας έχει απομείνει ούτε μία ελπίδα ανάκαμψης, ακόμα και τότε εμείς μπορούμε να ανακουφίσουμε τον πόνο σας. Κι αυτός είναι ο τρίτος λόγος για τον οποίο πρέπει να μας εμπιστευθείτε. Γιατί μπορούμε να αποκαταστήσουμε την αξιοπρέπειά σας, ακόμη και όταν θα έχετε φτάσει σε τερματικό στάδιο. Πώς; Επαναφέροντας το σώμα σας στο πεδίο της χρησιμότητας, post mortem. Μια ύστατη ευκαιρία να φανείτε ωφέλιμη: τι πιο σημαντικό έχετε να επιδείξετε από τη ζωή σας;

Το μόνο που θέλουμε από εσάς είναι μια στέρεη και ειλικρινή διάθεση συνεργασίας. Μην αρχίσετε τις ερωτήσεις, τις αμφιβολίες, τις αναδιπλώσεις. Θα μας κουράσετε και δεν θα πετύχει η προσπάθεια. Συμμορφωθείτε με τις οδηγίες μας και η Δόξα θα γίνει δική σας. Μην αισθάνεστε κανέναν φόβο – είναι όλα άψογα σχεδιασμένα. Αφού καθίσετε στην ειδική πολυθρόνα, μια κυκλική λεπίδα θα χωρίσει ακαριαία το κεφάλι σας από το υπόλοιπο σώμα σας. Εκείνη την πολύτιμη στιγμή –εννέα δευτερόλεπτα μέχρις ότου επέλθει η οριστική απώλεια της συνείδησής σας– καλό είναι να εκφραστείτε ελεύθερα.
Να αφήσετε τις λέξεις να κυλήσουν από το στόμα σας δίχως κανένα δισταγμό. Να μας βοηθήσετε να κατανοήσουμε τι είναι ο θάνατος, τι υπάρχει μετά τον θάνατο: αυτό είναι το μεγαλειώδες εγχείρημα στο οποίο έχετε την τιμή να συμμετάσχετε. Δώστε μας το κεφάλι σας, κι εμείς θα το κάνουμε να μιλήσει από την «άλλη» όχθη. Εξάλλου, είστε καρκινοπαθής. Σύντομα θα πεθάνετε. Γιατί να μη διαπράξετε μια ηρωική πράξη που θα προσδώσει νόημα στην ύπαρξή σας; Δώστε μας το κεφάλι σας, είναι αναμφίβολα η καλύτερη επιλογή.
Με ένα χιούμορ μαύρο, όπως η σκόνη από την οποία ξαναγεννιούνται τα σαρκοφάγα σκουλήκια του Μητροφάγου, του φανταστικού φυτού που χαρίζει τ’ όνομά του στον τίτλο του κειμένου, ο Αργεντινός Ρόκε Λαράκι αποδομεί κάθε αντίληψη της επιστήμης ως δύναμης ευεργετικής με πρόσωπο και όραμα ανθρωπιστικό. Σε τούτο το αλλόκοτο σανατόριο του Μπουένος Άιρες (βρισκόμαστε στο έτος 1907), η ανθρώπινη ζωή αποδεικνύεται τόσο αναλώσιμη όσο ένα τσιγάρο – από αυτά που περιπαθώς καπνίζουν ο γιατρός Κιντάνα και η προϊσταμένη των νοσηλευτριών, Μενέντες. Καμία συμπόνια, καμία ηθική περιπλοκή, κανένα συναίσθημα· μονάχα κούφια φιλοδοξία, μυωπική εγωπάθεια και ανεξέλεγκτη ερωτική εμμονή. Άντρες-καρικατούρες που ανταγωνίζονται σαν τα κοκόρια, πατώντας κυριολεκτικά επί πτωμάτων προκειμένου να υλοποιήσουν ένα πείραμα στο οποίο κανένας από το ιατρικό προσωπικό δεν πιστεύει, εκτός από τον ιδιοκτήτη του Σανατορίου, τον φαιδρό, πλην όμως παρανοϊκό εθνικιστή μίστερ Αλόμπι.

Με ποιο κριτήριο ξεδιαλέγονται αυτοί που αξίζουν να ζήσουν από αυτούς που πρέπει να πεθάνουν; Ποιος παίρνει την απόφαση και με ποια κριτήρια; Όταν η βία και η απαξίωση της ζωής εφαρμόζονται εκ μέρους εκείνων των ιδρυμάτων, προσώπων και θεσμών που έχουν, υποτίθεται, αναλάβει την προστασία μας, τότε μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι βρισκόμαστε στον κόσμο του Μητροφάγου.
Οι ενορχηστρωμένες και τεχνολογικά διαμεσολαβημένες εξοντώσεις των «περιττών» ανθρώπων, λέει ο Λαράκκι, φέρουν ακόμη τη σφραγίδα της «κοινοτοπίας του κακού». Κι αν έχει, ίσως, αυξηθεί ο βαθμός της γελοιότητας των ιθυνόντων, σε καμία περίπτωση δεν έχει μειωθεί η βαρβαρότητα ή η επικινδυνότητά τους.
Η πολιτική και θεσμική βία, από θεματική άποψη, συναντά εδώ τη φανταστική λογοτεχνία και την επιστημονική φαντασία (πράγμα που γίνεται πιο κατανοητό αν διαβάσει κανείς και το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος, το οποίο δεν περιλαμβάνεται στην παράσταση). Γυναίκες που βγάζουν μύγες από το στόμα, γυναίκες που μετατρέπουν τους άντρες σε χιμπατζήδες, μακάβρια πειράματα, αδίστακτοι επιστήμονες, ανθρωποφάγα φυτά, ακρωτηριασμένα μέλη, ακατανόητες λέξεις, ανατριχιαστικοί ήχοι, ταξίδια στον χρόνο, ο σουρεαλισμός και το γκροτέσκο ανοίγουν θεωρητικά ένα ευρύ πεδίο ερεθισμάτων και συνειρμών σε κάθε επίδοξη θεατρική προσαρμογή του βιβλίου του Λαράκι.
Όμως καμία από τις ενδιαφέρουσες παραμέτρους του κειμένου –ούτε η φανταστική ούτε η πολιτική– έτυχε γόνιμης επεξεργασίας εκ μέρους των συντελεστών της παράστασης που παρακολουθήσαμε προ ημερών στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.

Ποιο είναι δηλαδή το ζητούμενο ενός τέτοιου εγχειρήματος; Σε τι συνίσταται η μεταφορά ενός λογοτεχνικού έργου στη σκηνή; Αρχίζει και τελειώνει με τη χαριτωμένη αναπαράσταση της ιστορίας από συμπαθείς ηθοποιούς που κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν; Μα ποιο το νόημα να επιλέξει κανείς ένα κείμενο λογοτεχνικό, αν είναι απλώς να αφηγηθεί την πλοκή με τρόπο εξωτερικό, μιμητικό, έστω και καλοκουρδισμένο; Τίποτε το συναρπαστικά «τερατώδες» (είτε από οπτικής, είτε από ακουστικής, είτε από υποκριτικής άποψης) δεν φυτρώνει σε αυτό το αμήχανο σκηνικό (ένα ψηλό, ημικυκλικό «κιόσκι» με πολύχρωμες φιάλες υγρών περιμετρικά σφηνωμένες στον μεταλλικό σκελετό του), που αδυνατεί να αποφασίσει αν θέλει να καταλάβει τη μισή σκηνή ή ολόκληρη.
Την προσοχή μας αιχμαλωτίζουν, έστω για λίγο, οι «νευρόσπαστες» κινήσεις των γιατρών-μαριονετών που εκτελούν μηχανικά τις επιθυμίες του αφεντικού τους ουδέποτε αναλογιζόμενοι την ηθική ευθύνη τους προς τους ασθενείς που παραπλανούν και δολοφονούν ανενδοίαστα. Δυστυχώς εκεί, δηλαδή στην κινησιολογία, ολοκληρώνεται η όποια δημιουργική ανησυχία αφορά τα σώματα (των απανταχού θυμάτων, θυτών και θεατών), αν και η παράσταση, τελικά, δεν καταπιάνεται ποτέ με τις αλλοιώσεις, τους ακρωτηριασμούς και τις οδύνες τους. Τις οποίες κανένας, προφανώς, δεν αναμένει να αναπαρασταθούν ρεαλιστικά, ούτε καν δραματικά, αλλά σίγουρα με τρόπο τέτοιον που να απευθύνεται στο παρόν, μέσα από εύγλωττες, ισχυρές θεατρικές εικόνες και μεταφορές –απούσες παντοιοτρόπως από το εν λόγω θέαμα.

Μοναδική σκηνή που στέκεται ικανή να «πει» κάτι περισσότερο από το αυτονόητο, εκείνη όπου μισή ντουζίνα πεινασμένοι άνδρες με λευκές ιατρικές στολές σχεδιάζουν το μέλλον μας, μασουλώντας θορυβωδώς μπούτια κοτόπουλου και καρφώνοντας σαν χάνοι το βλέμμα τους στη Μενέντες, το άπιαστο θηλυκό των ονειρώξεών τους.
Σταθερά παρηγορητική, τέλος, η παρουσία του Αινεία Τσαμάτη στον ρόλο του ανασφαλούς, αυτο-αποδομούμενου Κιντάνα, μόνη αγωνία του οποίου αποδεικνύεται η αναζήτηση των χαμένων «καρυδιών» του. Αλλά και εκείνη του Νικόλα Χανακούλα, μπριόζου και γλιστερού επικεφαλής Λεδέσμα.