ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΑΙΦΝΙΔΙΟ και τραγικό θάνατο του Τζεφ Μπάκλεϊ σε ηλικία 30 μόλις ετών το 1997, έχουν κυκλοφορήσει επισήμως δέκα συλλογές με στούντιο ηχογραφήσεις του, οκτώ συλλογές με ζωντανές ηχογραφήσεις, ένα ογκώδες box set και οκτώ singles. Επιπλέον, έχουν γυριστεί πολλά ντοκιμαντέρ μες θέμα την ζωή του σε διάφορες χώρες του κόσμου. Σ’ αυτό το νέο ντοκιμαντέρ όμως, που έχει τίτλο “It’s Never Over” και βγαίνει αυτές τις μέρες στις αμερικανικές αίθουσες, η σκηνοθέτρια Έιμι Μπεργκ ανακαλύπτει νέα στοιχεία, τονίζοντας τον κρίσιμο ρόλο που διαδραμάτισαν οι γυναίκες στη ζωή του, ξεκινώντας από τη μητέρα του, Μαίρη Γκίμπερ, και συνεχίζοντας με διάφορες σχέσεις του, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν επίσης καλλιτέχνιδες που μερικές φορές λειτουργούσαν και ως πνευματικές συνεργάτιδες.
Η ταινία εξερευνά πώς το γυναικείο πνεύμα όχι μόνο διαμόρφωσε την πρώιμη ζωή του Μπάκλεϊ, αλλά και αποτέλεσε θεμελιώδες μέρος της τέχνης του. Τα πρώτα τραγούδια που τραγούδησε ως παιδί ήταν τραγούδια γυναικών, από την ερμηνεία της Νταϊάνα Ρος στο Ain’t No Mountain High Enough μέχρι την αυτοθυσιακή ερμηνεία της Τζούντι Γκάρλαντ στο The Man Who Got Away. «Ήθελα να γίνω chanteuse», λέει ο Μπάκλεϊ σε μια παλιά ηχογραφημένη συνέντευξη που χρησιμοποιείται στην ταινία. «Κρυφά, νομίζω ότι ήθελα να είμαι η Νίνα Σιμόν».
Προσφέροντας μια νέα οπτική γωνία, φίλοι του λένε στην κάμερα της Μπεργκ ότι πιστεύουν ότι μπορεί να ήταν μανιοκαταθλιπτικός, ένας όρος που δεν ήταν πολύ διαδεδομένος τη δεκαετία του '90, όταν ο Μπάκλεϊ πέθανε από πνιγμό στον ποταμό Μισισιπή.
Ταυτόχρονα, αντλούσε βαθιά έμπνευση από κλασικές «μάτσο» πηγές, είτε επρόκειτο για τους Led Zeppelin είτε για τους Soundgarden. Το εύρος αυτών των ταυτίσεων φύλου επέτρεψε στον Μπάκλεϊ να εξιδανικεύσει την έννοια της anima (ψυχής) του Γιουνγκ, σύμφωνα με την οποία οι άνδρες πρέπει να αναγνωρίσουν τη θηλυκή τους πλευρά για να αποδεχθούν πλήρως την ανθρωπιά τους, καθώς και να κατανοήσουν πραγματικά το ρόλο των γυναικών στη ζωή τους. Κάποια στιγμή στο ντοκιμαντέρ, ακούμε τον Μπάκλεϊ να λέει: «Αποφάσισα να κάνω τη μουσική γυναίκα και να της αφιερωθώ. Σε κάποιο άλλο σημείο της πορείας μου, αποφάσισα να κάνω τη μουσική άνδρα και να του αφιερωθώ», προσθέτοντας: «Η μουσική ήταν η μητέρα μου. Ήταν ο πατέρας μου. Ήταν το καλύτερο πράγμα στη ζωή μου».
Υποθέτει κανείς ότι αυτή η τελευταία φράση δεν θα ήταν εύκολη για την πραγματική μητέρα του, η οποία είναι συμπαραγωγός της ταινίας και περιφρουρεί αυστηρά την κληρονομιά του, αποφασίζοντας ποιος από τους ανθρώπους της ζωής του μπορεί να μιλήσει για λογαριασμό του και ποιος όχι. Προς τιμήν της πάντως, η Γκίμπερτ επέτρεψε στην σκηνοθέτρια της ταινίας να παρουσιάσει τα πρώτα χρόνια του Τζεφ μαζί της με ένα φως όχι και τόσο κολακευτικό. Ήταν έφηβη όταν γεννήθηκε ο μικρός, αποτέλεσμα μιας φευγαλέας σχέσης με τον ροκ οραματιστή Τιμ Μπάκλεϊ που τότε έμοιαζε έτοιμος να απογειώσει την καριέρα του, αγνοώντας τόσο εκείνη όσο και το παιδί που θα γεννιόταν. Όπως λέει η ίδια στην ταινία, πέντε μήνες μετά την εγκυμοσύνη της, ήξερε πλέον με σιγουριά ότι «δεν θα ξανάβλεπε τον Τιμ».

Ενώ ο Τιμ Μπάκλεϊ έφευγε για να κυνηγήσει τα όνειρά του, οι δικές της φιλοδοξίες της να γίνει ηθοποιός και μουσικός μαράζωσαν κάτω από το βάρος της ευθύνης να μεγαλώσει το παιδί. Η μόνη φορά που είδε ο Τζεφ τον πατέρα του ήταν κατά τη διάρκεια μερικών ημερών που πέρασαν μαζί όταν ήταν μικρός. Οι μεταγενέστερες προσπάθειές του να επικοινωνήσει με τον πατέρα του αγνοήθηκαν και στη συνέχεια κατέστησαν αδύνατες όταν ο Τιμ πέθανε από υπερβολική δόση ηρωίνης σε ηλικία 28 ετών το 1975. Ο Τζεφ έτρεφε σκοτεινά συναισθήματα μετά από αυτό, τα οποία περιπλέκονταν περαιτέρω από το γεγονός ότι η μουσική – η σωτήρας και η μούσα του – τον έδεναν αναπόφευκτα με τον άνθρωπο που τον εγκατέλειψε.
Οι συνεντεύξεις με οικεία πρόσωπα που παρουσιάζονται στην ταινία φιλοτεχνούν το πορτρέτο ενός ανθρώπου του οποίου οι ανασφάλειες και οι νευρώσεις συνυπήρχαν με το ταλέντο και την τόλμη του. Όταν κυκλοφόρησε το άλμπουμ “Grace” και καλλιτέχνες του βεληνεκούς του Ντέιβιντ Μπόουι και του Ρόμπερτ Πλαντ έσπευσαν να τον επαινέσουν, ο Τζεφ Μπάκλεϊ λύγισε κάτω από τις προσδοκίες του θαυμασμού τους. Ήταν εξίσου αμήχανος με την ανακήρυξή του από το περιοδικό People ως ένας από τους «ομορφότερους άνδρες» του κόσμου που. Μια από τις πρώην σχέσεις του που μιλάνε στην ταινία θυμάται ότι ο Τζεφ αγόραζε όλα τα αντίτυπα του περιοδικού που μπορούσε να βρει, μόνο και μόνο για να τα πετάξει στα σκουπίδια.
Προσφέροντας μια νέα οπτική γωνία, φίλοι του λένε στην κάμερα της Μπεργκ ότι πιστεύουν ότι μπορεί να ήταν μανιοκαταθλιπτικός, ένας όρος που δεν ήταν πολύ διαδεδομένος τη δεκαετία του '90, όταν ο Μπάκλεϊ πέθανε από πνιγμό στον ποταμό Μισισιπή. Ένα άλλο πλεονέκτημα της ταινίας είναι η συμπερίληψη των φωνητικών μηνυμάτων που άφησε στη μητέρα του, συμπεριλαμβανομένου ενός στο οποίο την κατακρίνει για τις αδυναμίες της και ενός άλλου στο οποίο τιμά την επιμονή και την αταλάντευτη αγάπη της για αυτόν. Παρά την στήριξη αυτή, οι φίλοι του λένε ότι ο Μπάκλεϊ δεν είχε ιδέα πώς να εξελιχθεί σε έναν ώριμο άνδρα. Όσο και αν τον ενοχλούσε αυτό, η συγχώνευση των φύλων στην τέχνη του του επέτρεψε να ζήσει τη σύντομη ζωή του με την ανδρόγυνη ελευθερία ενός παιδιού.
Σήμερα ο Μπάκλεϊ θα ήταν 58 ετών, μια ηλικία αδιανόητη για κάποιον που η μοίρα μας ανάγκασε να τον βλέπουμε ως αιωνίως νεανία. Τώρα, εκείνος υπάρχει αποκλειστικά σε ένα επίπεδο που θα εκτιμούσε, όπου είναι λιγότερο άνθρωπος και περισσότερο ήχος, μια ψυχή που έχει αιχμαλωτιστεί εξ ολοκλήρου στο τραγούδι.
Δείτε το τρέιλερ του “It’s Never Over”
Με στοιχεία από The Guardian