Στο βόρειο άκρο της Αττικής, εκεί όπου το αστικό τοπίο αρχίζει να υποχωρεί μπροστά στη φύση, δεσπόζει ένα κτίριο που μοιάζει να αψηφά τον χρόνο. Το Μέγαρο της Δούκισσας της Πλακεντίας ξεπροβάλλει επιβλητικό καθώς ανηφορίζεις τον λόφο Κουφού στον δήμο Πεντέλης. Πρόκειται για ένα εμβληματικό ανάκτορο, γνωστό και ως Καστέλο της Ροδοδάφνης, που στέκει ως σύμβολο μιας άλλης εποχής, φορτισμένο με ιστορία και μυστήριο.
Η ανέγερση του Μεγάρου ξεκίνησε γύρω στο 1840, βασισμένη στα σχέδια του Σταμάτη Κλεάνθη, ενός από τους σημαντικότερους αρχιτέκτονες της εποχής. Ωστόσο, η ζωή δεν επέτρεψε ποτέ στη δούκισσα της Πλακεντίας να δει ολοκληρωμένο το αρχιτεκτονικό της όραμα. Το 1854 άφησε την τελευταία της πνοή, και το Καστέλο της Ροδοδάφνης έμεινε ημιτελές. Για μεγάλο διάστημα, μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα, παρέμεινε στη σκιά της Ιστορίας, σχεδόν ξεχασμένο. Μια σύντομη παρένθεση ήρθε την περίοδο 1961-1964, όταν χρησιμοποιήθηκε ως θερινή κατοικία του τότε διαδόχου του θρόνου, Κωνσταντίνου Β΄. Έκτοτε, το κτίριο πέρασε στην κυριότητα του ελληνικού Δημοσίου. Ακολούθησαν δεκαετίες σιωπής, με το Μέγαρο να επιστρέφει στη μυστηριακή του μοναξιά. Μοναδική ανάσα ζωής οι πολιτιστικές εκδηλώσεις που φιλοξενούνται τα καλοκαίρια στον προαύλιο χώρο, κρατώντας ζωντανή τη μνήμη του παρελθόντος μέσα από την τέχνη.
Το Μέγαρο βγαίνει από τη λήθη τη δεκαετία του ’50, σχεδόν έναν αιώνα μετά, και για ένα μικρό διάστημα γίνεται θερινή κατοικία του διαδόχου του θρόνου.
Σε μια ιστορική εξέλιξη για τον δήμο Πεντέλης, η Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου Α.Ε. (ΕΤΑΔ) προχώρησε πριν από λίγες εβδομάδες στην υπογραφή της παραχώρησης του ακινήτου «Ροδοδάφνη Πεντέλης» στη δημοτική αρχή. Η παραχώρηση, με χρονικό ορίζοντα 20 ετών, ανοίγει τον δρόμο για την υλοποίηση μελετών, αδειοδοτήσεων και έργων αποκατάστασης του ιστορικού μνημείου και του περιβάλλοντος χώρου, με σκοπό τη μετατροπή του σε κέντρο πολιτιστικών και πνευματικών δράσεων. Η απόφαση αυτή έρχεται να ικανοποιήσει ένα χρόνιο αίτημα της τοπικής κοινωνίας. Κομβικό ρόλο στην υλοποίησή του, τόσο ως υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών όσο και ως βουλευτής της συγκεκριμένης περιφέρειας, έπαιξε ο κ. Κωστής Χατζηδάκης. Έτσι, το εμβληματικό τοπόσημο της Αττικής αποκτά νέα ζωή και ρόλο στην πολιτιστική ανάπτυξη της περιοχής.

Περνώ τις πύλες του μεγάρου ένα ηλιόλουστο πρωινό. Μπροστά μου υψώνεται ένα αρχιτεκτονικό δημιούργημα που ισορροπεί με θαυμαστό τρόπο μεταξύ μελαγχολίας και μεγαλείου. Καθώς προχωρούμε στην ξενάγηση, είναι αδύνατο να αγνοήσεις τις λεπτομέρειες — τις περίτεχνες οροφογραφίες αλλά και τα δάπεδα, τα πολυάριθμα τζάκια που μαρτυρούν τη χλιδή μιας άλλης εποχής και τους χώρους που μοιάζουν να κρατούν ακόμη ψιθύρους του παρελθόντος. Πρόκειται για ένα αρχιτεκτονικό κόσμημα που συνδυάζει νεοκλασικά στοιχεία με επιρροές από τη μεσαιωνική και την αναγεννησιακή Ευρώπη. Ειδικότερα, συγκροτεί ένα εξαιρετικό δείγμα του ελληνικού ρομαντισμού. Η λιτή αλλά επιβλητική του πρόσοψη, τα συμμετρικά ανοίγματα και η αυστηρή γεωμετρία του αποπνέουν έναν αέρα ισορροπίας, ενώ το πέτρινο υλικό κατασκευής του το κάνει να δένει αρμονικά με το φυσικό τοπίο της Πεντέλης. Όπως είναι προφανές, στο κτίριο χρησιμοποιήθηκε λευκό πεντελικό μάρμαρο, ενώ σε εμφανές σημείο στην εξωτερική του όψη υπάρχει η επιγραφή με το όνομα του Κλεάνθη.
Η περιήγηση στο εσωτερικό αποκαλύπτει έναν χώρο γεμάτο αντιθέσεις και μυστήριο. Ψηλοτάβανα δωμάτια, σκιεροί διάδρομοι και απότομα περάσματα συνθέτουν ένα δαιδαλώδες εσωτερικό, όπου κάθε γωνιά μοιάζει να κρύβει ένα μυστικό. Τα ξύλινα δάπεδα, τα περίτεχνα μοτίβα, τα κλιμακοστάσια και η ανοιχτή θολωτή στοά μαρτυρούν την καλλιτεχνική φροντίδα της εποχής, ενώ τα τζάκια και οι καμάρες ανακαλούν εικόνες μιας αριστοκρατικής, σχεδόν θεατρικής καθημερινότητας. Σε κάθε σημείο αισθάνεσαι ότι ο χρόνος έχει σταματήσει. Υπάρχουν δωμάτια που τα παρατηρείς και νιώθεις σαν να πάγωσαν όλα ξαφνικά. Από τα παράθυρα αποκαλύπτεται η πανοραμική θέα προς τον καταπράσινο κήπο αλλά και το αττικό τοπίο, ενώ κάποια ξεχασμένα αντικείμενα ξεδιπλώνουν την πολύτιμη ιστορία του. Αναμφίβολα, τα σημάδια της φθοράς του χρόνου είναι εμφανή. Στο μάτι του επισκέπτη εξακολουθούν να ασκούν γοητεία τα διακοσμητικά ανάγλυφα, όπως και μερικά έπιπλα, ωστόσο η υγρασία και η έλλειψη συντήρησης έχουν προκαλέσει σημαντικές βλάβες και ρωγμές σε ταβάνια, μπαλκόνια και τοίχους. Τα δευτερεύοντα κτίρια είναι διαμορφωμένα σύμφωνα με τις ανάγκες της κτιριακής εγκατάστασης και χρησιμοποιούνταν ως στάβλοι αλόγων και αγελάδων, μαγειρείο, φούρνος και διάφορες αποθήκες, ενώ στο υπόγειο υπάρχει πέτρινο κελάρι. Μάλιστα, υπάρχει και μια μικρή πόρτα δίπλα στο γκαράζ που καταλήγει στον κυρίως χώρο του κελαριού. Σύμφωνα με κατοίκους της περιοχής, πιθανολογείται ότι ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος έκανε χρήση αυτής της διαδρομής όταν ήθελε να αποφύγει τα αδιάκριτα βλέμματα.



Ας πιάσουμε όμως το νήμα της ιστορίας από την αρχή. Η δούκισσα της Πλακεντίας, Σοφία ντε Μαρμπουά Λεμπρέν, γεννήθηκε το 1785 στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ και ήταν γόνος γαλλικής αριστοκρατικής οικογένειας. Κόρη του μαρκήσιου Ντε Μαρμπουά και της κόρης του κυβερνήτη της Πενσυλβάνια, Ουίλιαμ Μουρ, σε ηλικία 19 ετών παντρεύεται τον Τσαρλς Λεμπρέν, κληρονόμο του τίτλου του δούκα της Πλακεντίας, και εγκαθίσταται στο Παρίσι. Εκεί γεννιέται η μοναχοκόρη της, Ελίζα. Ο γάμος της διαλύεται σύντομα, αλλά εκείνη είναι εξαιρετικά δυναμική προσωπικότητα. Οργανώνει και συμμετέχει σε λογοτεχνικά σαλόνια στα οποία την εποχή εκείνη καλλιεργείται το κίνημα του φιλελληνισμού. Εμπνέεται από τους αγώνες των Ελλήνων, καταπιάνεται με ζέση με την αρχαία Ελλάδα, γνωρίζεται με τον Ιωάννη Καποδίστρια και συγκεντρώνει μεγάλες δωρεές.
Το 1827 αποφασίζει να ταξιδέψει στην Ελλάδα συνοδευόμενη από την εικοσάχρονη πλέον Ελίζα, με πρώτο προορισμό την Ιταλία και τη Ρώμη. Οι φήμες λένε πως η Δούκισσα έτρεφε συναισθήματα για τον μελλοντικό κυβερνήτη της Ελλάδας, με τον οποίο αλληλογραφούσε για δύο ολόκληρα χρόνια. Εκείνος έχει μόλις αναλάβει τα καθήκοντά του. Με την Ελίζα επισκέπτονται την Κέρκυρα, το Ναύπλιο, την Αίγινα. Η Δούκισσα αγοράζει εκτάσεις στην Αθήνα, σύντομα όμως επιστρέφει στη Ρώμη και το Παρίσι. Λέγεται και ότι συνωμότησε ή έστω ικανοποιήθηκε με τη δολοφονία του Καποδίστρια, καθώς ένιωθε προδομένη από εκείνον. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1833, έρχεται ξανά στην Ελλάδα. Η Ελίζα πάσχει από φυματίωση και το αττικό κλίμα ίσως είναι σωτήριο. Όμως η ελπίδα διακόπτεται βάναυσα στη Βηρυτό. Η Ελίζα πεθαίνει από πανώλη. Πριν σβήσει, ζητά από τη μητέρα της να μην την αποχωριστεί ποτέ. Και η δούκισσα το τηρεί – επιστρέφει στην Αθήνα με τη σορό της ταριχευμένη. Στην οικία της στην οδό Πειραιώς, το φέρετρο της Ελίζας παραμένει στο υπόγειο, περιστοιχισμένο από καντήλια. Εκεί κάθε βράδυ η Σοφία της μιλά σαν να ήταν ακόμη ζωντανή. Όμως η δούκισσα δεν θα αφήσει μόνο θρήνο πίσω της. Ιδρύει σχολεία για κορίτσια στην Αίγινα και στο Ναύπλιο. Υιοθετεί τις κόρες αγωνιστών, με πιο αγαπημένη την Ελένη Καψάλη Σκουζέ. Στην Πεντέλη, ξεκινά την ανέγερση του περίφημου Καστέλου της Ροδοδάφνης. Η θέση του δεν ήταν τυχαία. Η Σοφία αναζητούσε πάντα την ένωση με το ελληνικό τοπίο – η Πεντέλη τής πρόσφερε άφθονη βλάστηση, κρυστάλλινες πηγές και πανοραμική θέα. Όταν συνάντησε τη ροδοδάφνη πλάι σε μία από τις πηγές, της έδωσε το όνομα Πηγή της Ροδοδάφνης. Από εκεί πήρε το όνομά του και το Καστέλο.

Το αρχιτεκτονικό σχέδιο ξεκινά γύρω στο 1840, σε συνεργασία με τον André Couchaud και συνεχίζεται με τον Σταμάτιο Κλεάνθη. Σύμφωνα πάντως με τη δρα Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής Όλγα Φουντουλάκη, «από υπάρχοντα συμβόλαια φαίνεται ότι ο Κλεάνθης πούλησε οικόπεδα στη δούκισσα, επέβλεψε την κατασκευή ορισμένων βοηθητικών κτιρίων και της προμήθευσε μάρμαρα για τα κτίριά της, επομένως το όνομά του συνδέεται με τη δούκισσα. Δεν έχει βρεθεί όμως κανένα συμβόλαιο ή σχέδιο που να αποδεικνύει ότι είναι ο αρχιτέκτονας μίας ή περισσοτέρων οικοδομών της». Το Καστέλο δεν ολοκληρώνεται ποτέ.

Το 1847 η κατοικία της στην οδό Πειραιώς καίγεται. Η Ελίζα, ή ό,τι είχε απομείνει από εκείνη, χάνεται για δεύτερη φορά. Μαζί με την αποτεφρωμένη πια σορό της Ελίζας, η Σοφία Μαρμπουά Λεμπρέν αποσύρθηκε στην Πεντέλη και έχασε κάθε ενδιαφέρον για ο,τιδήποτε. Σχεδόν κανείς δεν την ξαναείδε, μέχρι τον θάνατό της το 1854. Το Καστέλο ερημώνει. Μαζί του η φήμη της δούκισσας μεταμορφώνεται σε θρύλο. Ντυμένη με ένα λευκό πέπλο, λένε, περιφερόταν σαν σκιά στην Πεντέλη.
Το Μέγαρο βγαίνει από τη λήθη τη δεκαετία του ’50, σχεδόν έναν αιώνα μετά, και για ένα μικρό διάστημα γίνεται θερινή κατοικία του διαδόχου του θρόνου. Τότε ξεκινά η αρχιτεκτονική του αποκατάσταση υπό τον Αλέξανδρο Μπαλτατζή, με φροντίδα στα υλικά, στην εποχή, στη μνήμη. Πλέον, μετά από πολλές δεκαετίες εγκατάλειψης, το Καστέλο της Ροδοδάφνης –με τους δύο χαρακτηριστικούς πύργους του, τη στοά με τα επτά οξυκόρυφα τόξα, την αυλή που φιλοξενεί παραστάσεις– σε λίγο καιρό δεν θα είναι πια κτίριο-φάντασμα.



«Το Μέγαρο Δουκίσσης Πλακεντίας δεν είναι απλώς ένα εμβληματικό ακίνητο – είναι ένα ζωντανό σύμβολο της ιστορικής μνήμης και του πολιτιστικού αποθέματος της Αττικής. Η παραχώρησή του στον δήμο Πεντέλης σηματοδοτεί όχι μόνο την αρχή μιας νέας ζωής για τον χώρο αλλά και το τέλος μιας εποχής όπου σημαντικά ακίνητα παρέμεναν αναξιοποίητα για χρόνια. Σήμερα, με σχέδιο, διαφάνεια και συνέπεια, διασφαλίζουμε την αξιοπιστία στη διαχείριση και την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας.

»Για την ΕΤΑΔ, το Μέγαρο αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της νέας εποχής. Να αξιοποιούμε με σεβασμό την πολιτιστική κληρονομιά, επανασυνδέοντάς τη με την κοινωνία του σήμερα. Και, φυσικά, θα είμαστε παρόντες την ημέρα που το Μέγαρο θα ξανανοίξει τις πόρτες του στο κοινό – για να μοιραστούμε μαζί με τους πολίτες τη χαρά μιας νέας αρχής για αυτόν τον ιστορικό χώρο», θα μου πει η διευθύνουσα σύμβουλος της ΕΤΑΔ, Ηρώ Χατζηγεωργίου.
Από την πλευρά της η Νατάσσα Κοσμοπούλου, δήμαρχος Πεντέλης, θα προσθέσει: «Η παραχώρηση του Μεγάρου Δουκίσσης Πλακεντίας στον δήμο Πεντέλης αποτελεί ένα ορόσημο για την πόλη μας και δικαίωση πολυετών προσπαθειών της τοπικής αυτοδιοίκησης και της κοινωνίας των πολιτών. Το Μέγαρο Δουκίσσης Πλακεντίας, σύμβολο μεγαλείου, ιστορικής συνέχειας και αισθητικής ακτινοβολίας, επιστρέφει στην αγκαλιά της πόλης που το γέννησε.

Δεν πρόκειται απλώς για την παραχώρηση ενός ακινήτου· πρόκειται για την επανένωση ενός μνημείου με τον φυσικό και πνευματικό του χώρο. Με βαθύ σεβασμό στο παρελθόν και το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, σχεδιάζουμε την αναγέννηση του Μεγάρου ως φάρου πολιτισμού, παιδείας και δημιουργικής έκφρασης. Ένα νέο κεφάλαιο ανοίγει για την Πεντέλη — ένα κεφάλαιο ελπίδας, εξωστρέφειας και πολιτιστικής ανάτασης, με αφετηρία αυτό το εμβληματικό τοπόσημο. Ευχαριστώ θερμά την ΕΤΑΔ και την πολιτεία για τη γενναία απόφαση. Δεσμευόμαστε ότι θα τιμήσουμε αυτή την ιστορική στιγμή με έργα που θα φωτίζουν τις επόμενες γενιές».



Κατά τη διάρκεια της ξενάγησής μας η Άρτεμις Αργύρη, αντιδήμαρχος Πολιτισμού δήμου Πεντέλης, επισημαίνει: «Το Μέγαρο Δουκίσσης Πλακεντίας αποτελεί για την Πεντέλη το πιο εμβληματικό της τοπόσημο. Συνιστά κομμάτι της ίδιας μας της ταυτότητας, συνδεδεμένο με την ιστορία του τόπου αλλά και των ανθρώπων μας. Στην επιβλητική του αυλή, συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις, συναντήσεις των χορωδιών μας ύφαναν ανέκαθεν τις αναμνήσεις όσων έχουμε την τύχη να έχουμε γεννηθεί και να ζούμε εδώ. Η ανάκτησή του χάρη στις συντονισμένες προσπάθειες της δημοτικής αρχής και της ΕΤΑΔ, που για 20 χρόνια πλέον το αποδίδει στον δήμο Πεντέλης, είναι μια γενναία απόφαση στρατηγικού πολιτιστικού σχεδιασμού, που ανακτά έτσι και τη νοηματοδότησή του από ασύγκριτο μνημειακό απόθεμα σε έδρα συμμετοχικού πολιτισμικού διαλόγου και σύγχρονης δημιουργίας. Το επόμενο διάστημα, θα φιλοξενήσει το Φεστιβάλ Νεολαίας και κυρίως τις εκδηλώσεις του Φεστιβάλ Πεντελικού τον προσεχή Σεπτέμβριο.

Φιλοδοξούμε να αναδείξουμε μέσω σύγχρονων χωρικά εστιασμένων πρακτικών την αρχιτεκτονική και ιστορική του ταυτότητα. Ήδη στον φάκελο των συνεργειών μας υπάρχει η φωτογραφική έκθεση “Σμίλη και Μνήμη” που έχει φιλοξενηθεί στο Μέγαρο Δουκίσσης Πλακεντίας, ενώ έχουμε προχωρήσει σε συνέργεια με το δίδυμο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο στο πλαίσιο ενός σχεδιασμού που στοχεύει στη φιλοξενία residencies και περιοδικών εκθέσεων μουσείων και ιδρυμάτων τόσο της Ελλάδας όσο και του εξωτερικού, ώστε η επισκεψιμότητα του Καστέλου να αποτελεί ένα δυναμικό εγχείρημα συμμετοχικής δημιουργικής οικονομίας και πολιτισμικής στρατηγικής. Στον συγκλονιστικό κήπο της Ροδοδάφνης, σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Γεωπονικών Επιστημών, στοχεύουμε να αναδείξουμε με θεματικές φυτεύσεις την αρχιτεκτονική του τοπίου. Σε σύμπραξη με την Εθνική Λυρική Σκηνή τον αμέσως επόμενο χρόνο θα παιχτεί στο Μέγαρο Δουκίσσης Πλακεντίας για πρώτη φορά ένα έργο για την ίδια τη δούκισσα. Το Μέγαρο Δουκίσσης Πλακεντίας δεν ανήκει πια μόνο στο παρελθόν, αλλά επανατοποθετείται στον χάρτη ως μια σύγχρονη πολιτιστική εστία, ανοιχτή, τολμηρή, φιλόξενη, ένα ζωντανό κύτταρο δημιουργίας που μιλά τη γλώσσα της τέχνης, του διαλόγου, της συλλογικότητας. Το Καστέλο γίνεται και πάλι τόπος συνάντησης».
Αφήνοντας πίσω το επιβλητικό αυτό οικοδόμημα, συνειδητοποιώ ότι η περιπλάνηση στους χώρους του μεγάρου δεν αποτελεί απλώς μια αρχιτεκτονική εμπειρία αλλά ένα ζωντανό ταξίδι στον χρόνο. Το βέβαιο είναι ότι η μετατροπή του σε πολυχώρο πολιτισμού, συνεδρίων και εκδηλώσεων, με σεβασμό στα μοναδικά αρχιτεκτονικά του χαρακτηριστικά και αξιοποιώντας τη σπάνια τοποθεσία του, μπορεί να λειτουργήσει ως πυρήνας πολιτιστικής αναζωογόνησης για την Πεντέλη και την ευρύτερη περιοχή.









