Αν αναφερθεί το όνομα του Έντουαρντ Νόρτον σε σινεφιλικό πηγαδάκι, δύσκολα θα βρεθεί κάποιος να αμφισβητήσει με σθένος τον χαρακτηρισμό «ηθοποιάρα» που θα ξεστομίσει αυτόματα η πλειοψηφία των παρευρισκόμενων. Αν τους ζητήσεις, όμως, να κατονομάσουν πέντε σπουδαίες ταινίες που ευλόγησε με την ερμηνεία του κι αρχίσουν να μετρούν με το χέρι, κάπου στο τρίτο δάχτυλο θα ξεκινήσουν οι δυσκολίες – κι αυτό με μια lato sensu, πιο «λαϊκή» θεώρηση της σπουδαιότητας. Αυτή είναι η κατάρα ενός πρωταγωνιστή με την κοψιά, την όρεξη και το ταλέντο των επιφανών εκπροσώπων της υποκριτικής του New Hollywood, που έχει την ατυχία να εργάζεται σε μια εποχή που το Χόλιγουντ αποστρέφεται οτιδήποτε νέο και σπάνια παράγει κάτι πραγματικά επιφανές.
Ο Νόρτον έκανε το ντεμπούτο του στη μεγάλη οθόνη το 1996 και όχι μόνο προκάλεσε αίσθηση, αλλά κέρδισε και μια οσκαρική υποψηφιότητα στην κατηγορία του Β’ Ανδρικού Ρόλου. Ο λόγος για το «Primal Fear» (1996), μια ταινία πολύ αγαπητή στους προγραμματιστές της εγχώριας ιδιωτικής τηλεόρασης, στην οποία ο Νόρτον πήρε τον ρόλο μέσα από οντισιόν από την οποία πέρασαν πάνω από 2.000 ηθοποιοί – ανάμεσά τους και ένας νεαρός Πέδρο Πασκάλ, όπως αποκάλυψε πρόσφατα.
Στην ταινία ο Ρίτσαρντ Γκιρ αναλαμβάνει την υπεράσπιση συνεσταλμένου νεαρού που κατηγορείται για τη δολοφονία παιδόφιλου καρδιναλίου και, συνειδητοποιώντας ότι πρόκειται για διχασμένη προσωπικότητα, επιχειρεί να τον απαλλάξει λόγω άρσης του καταλογισμού.
Σε άλλες στουντιακές εποχές, έντονης δημιουργικής ανησυχίας και καλλιτεχνικής ελευθερίας, ο Νόρτον θα ήταν ένα από τα πολλά ιερά τέρατα της υποκριτικής. Στην εποχή μας είναι πολυτέλεια να τον έχουμε στη διάθεσή μας, αλλά δεν έχουμε την πολυτέλεια να τον αφήνουμε αναξιοποίητο.
Ο Νόρτον παλινδρομεί μεταξύ Τζέκιλ και Χάιντ, όχι με επιδεξιότητα showman, αλλά με προσήλωση ηθοποιού της Μεθόδου και, παρά την απειρία του, γίνεται συλλειτουργός του σκηνοθέτη, προσθέτοντας στον χαρακτήρα το τραύλισμα, μειώνοντας τις σελίδες του σεναρίου στην τελική σκηνή που χάρισε στην ταινία τη μακροζωία της και προσθέτοντας μια πινελιά που θα δανειζόταν και ο Χιθ Λέτζερ χρόνια μετά ως Τζόκερ στο νολανικό «Dark Knight»: το χειροκρότημα.

Την ίδια χρονιά επανέρχεται στα δικαστικά μέγαρα, αυτήν τη φορά ως δικηγόρος και ουχί ως κατηγορούμενος, για τις ανάγκες του «The People vs Larry Flynt» (1996) του Μίλος Φόρμαν, και συμμετέχει στο (παραδοσιακά) πολυπληθές «Everyone Says I Love You» (1996) του Γούντι Άλεν, ως νεαρός ερωτοχτυπημένος πλην ολίγον βαρετός για τα γούστα της Ντρου Μπάριμορ.
Όταν ο Γούντι διαπίστωσε πως ο νεαρός Νόρτον τραγουδούσε πολύ καλά για τις ανάγκες της ταινίας, που ήθελε συνηθισμένους ανθρώπους να τραγουδούν ξαφνικά μεγάλες στιγμές του Αmerican songbook, του ζήτησε μια πιο ακατέργαστη ερμηνεία κι εκείνος τον έβγαλε ασπροπρόσωπο – παρεμπιπτόντως, η χαρά της ζωής το «Everyone Says I Love you», αν θέλετε να δείτε μια ταινία που αγαπάει πραγματικά το είδος του μιούζικαλ, σπεύσατε.
Στη συνέχεια συνάντησε επί της οθόνης τον έτερο διεκδικητή για τον τίτλο του καλύτερου της γενιάς του, τον Ματ Ντέιμον, στο χαρτοπαικτικό «Rounders» (1998). Υπάρχει σπουδή πάνω στο αντικείμενο, απουσιάζει και η ηθικολογία που συναντάμε σε αντίστοιχες δημιουργίες, ωστόσο η ταινία του Τζον Νταλ κυκλοφόρησε λίγα χρόνια πριν από τη φρενίτιδα του Texas Hold ’em κι έτσι δεν δούλεψε στα ταμεία. Αντίθετα, το αντιναζιστικό «American History X» (1998) είναι μια ταινία που βοήθησε τον ηθοποιό να χτίσει τον μύθο του. Ως γνωστόν, ο Νόρτον πήρε την ταινία από τα χέρια του σκηνοθέτη Τόνι Κέι και άλλαξε το μοντάζ, με τον σκηνοθέτη να την αποκηρύσσει και να δηλώνει ότι ο ηθοποιός έκανε μια ταινία που αναδείκνυε εκείνον. Αν και πρόκειται για τίτλο πολύ δημοφιλή στην Generation X και στους Millennials, δεν είμαστε σίγουροι κατά πόσο υποστηρίζει τον στόχο του αισθητικά – το παρελθόν της «αριοσύνης» δείχνει πολύ πιο ελκυστικό σε σχέση με το παρόν του μετανοημένου ήρωα – κι αυτό οφείλεται 100% στον Κέι. Είναι, πάντως, κτηνώδης η εμφάνιση του Νόρτον, όσο κρατά ψηλά το λάβαρο της απάνθρωπης ιδεολογίας, και οδήγησε σε μια δεύτερη οσκαρική υποψηφιότητα, αυτήν τη φορά στην κατηγορία του Α’ Ανδρικού Ρόλου.



Και μετά ήρθε το «Fight Club» (1999), όπου ο Ντέιβιντ Φίντσερ καυτηριάζει το αδιέξοδο της απόπειρας να νοηματοδοτήσουμε την ύπαρξή μας μέσω του καταναλωτισμού, υιοθετεί φλασάτη αισθητική αλά MTV, συλλαμβάνει το zeitgeist και πλάθει μια ταινία γενιάς. Αρωγός του ένας Έντουαρντ Νόρτον που μετατρέπεται από αποχαυνωμένο ζωντανό νεκρό σε αντιδραστική ηγετική φυσιογνωμία κι έπειτα ενσαρκώνει με επιτακτικό τρόπο τον τρόμο για τα έργα του. Oι κριτικές ανάμεικτες, οι αντιδράσεις ποικίλες, σπάνια είδαμε ταινία να αναθεωρείται τόσο άμεσα – απέκτησε cult διάσταση κυριολεκτικά λίγους μήνες μετά την κυκλοφορία της.
Η αλλαγή της χιλιετίας τον βρίσκει πίσω από την κάμερα, σε μια απόπειρα να μιμηθεί το έργο του «δασκάλου» Γούντι Άλεν, με το χαριτωμένης διάθεσης μα ελλιπούς πρόζας «Keeping the Faith» (2000). Η επόμενη χρονιά φέρνει το «The Score» (2001) και τον Νόρτον να συμπρωταγωνιστεί με δύο είδωλά του. Στην ταινία έχουμε Μπράντο, Ντε Νίρο και Νόρτον μαζί, δηλαδή τον «βασιλιά», τον «διάδοχο» και τον «σφετεριστή», με το προωθητικό υλικό και τα κινηματογραφικά έντυπα να παίζουν πολύ το χαρτί αυτού του ανταγωνισμού.
Στην πράξη ελάχιστη σημασία δίνει η ταινία στη μυθολογία των πρωταγωνιστών και στο event της συνάντησής τους, ένα αβαρές heist movie είναι, όπου ο Μπράντο παίζει σαν να μην έχει να αποδείξει τίποτα –και δεν είχε, εδώ που τα λέμε–, ο Νόρτον προσπαθεί πάρα πολύ, είναι από τις πιο «θεατράλε» ερμηνείες του, ίσως για να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, και τελικός MVP προέκυψε ο Ντε Νίρο, ο οποίος, παραδοσιακά, κάνει τα απολύτως απαραίτητα για την εκάστοτε σκηνή και τίποτε παραπάνω, τίποτε περιττό, τίποτε λανθασμένο.
Η αμέσως επόμενη ταινία στο βιογραφικό του, που κυκλοφόρησε στις αίθουσες με έναν χρόνο καθυστέρηση, σηματοδοτεί τη μεγάλη στιγμή και τη μεγάλη ερμηνεία. Η «25η Ώρα» (2002), η κορυφαία δημιουργία του Σπάικ Λι μαζί με το «Do the Right Thing», ακολουθεί το τελευταίο 24ωρο ενός άνδρα πριν μπει στη φυλακή. Στην ωριμότερη ερμηνευτική δουλειά της καριέρας του, ο Νόρτον κουβαλά όλο το βάρος της μετάνοιας, όλο το γαμώτο της στερνής γνώσης σε ένα βλέμμα που μοιάζει να ζητά παρακλητικά άφεση αμαρτιών, ενώ ταυτόχρονα αμφιβάλλει αν τη δικαιούται.


Παίρνει και τη μεγάλη του σκηνή στον καθρέφτη –όλοι οι ηθοποιοί που θαυμάζει ο Νόρτον έχουν από μια τέτοια–, αν και πρόκειται για σκηνή ελαφρώς παράφωνη σε σχέση με την υπόλοιπη ταινία, που επεξηγεί αχρείαστα την αναλογία του ήρωα με τη χώρα προέλευσής του. Αν και ταινία πλήρως συγχρονισμένη με την εποχή μετά το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου, λίγοι στις ΗΠΑ ήθελαν να συντονιστούν μαζί της κι έτσι αγνοήθηκε οσκαρικά κι έμεινε με το παράσημο της εκτίμησης της κριτικής και όσων την έβαλαν στο ψηλότερο βάθρο, υπερασπιζόμενοι με σθένος τη θέση της εκεί.
Ο ηθοποιός προσεγγίζει ηλικιακά και υποκριτικά την ερμηνευτική ακμή του, το σημείο που παλιότεροι ομόλογοί του ανάλογης δυναμικής έβρισκαν ρόλους σε ταινίες για τις οποίες έχουν γραφτεί χιλιάδες σελίδες μέχρι σήμερα, μα η ακμή αυτή συνέπεσε με τη (σταδιακή) αλλαγή πλεύσης του Χόλιγουντ. Δεν βρήκε κι έναν δημιουργό να τον πάρει υπό την προστασία του, όπως βρήκε ο Ντι Κάπριο τον Σκορσέζε, ούτε είχε την ντενιρική εργασιομανία (και ιδιοσυγκρασία) του Ματ Ντέιμον που θα τον βοηθούσε να προσθέσει όλο και περισσότερους μεγάλους σκηνοθέτες στο βιογραφικό του.
Ο Νόρτον όταν βρει την ταινία που θεωρεί πως αξίζει την αφοσίωσή του, αφοσιώνεται ολοκληρωτικά σε αυτή, έχοντας όχι τόσο την απαίτηση όσο την επιθυμία και την προθυμία να έχει λόγο σε κάθε σκέλος της παραγωγής – αυτό σίγουρα δεν βοηθά τη συνεργασία του με πιο συγκεντρωτικούς σκηνοθέτες. Το πρόβλημα είναι ότι δεν την έβρισκε συχνά κι όταν αυτό συνέβαινε, το συνολικό αποτέλεσμα που προέκυπτε ήταν κατώτερο των περιστάσεων.

Στη συνέχεια, λοιπόν, γίνεται αρσενική Κλαρίς στο «Red Dragon» (2002), μια νέα μεταφορά του μυθιστορήματος του Τόμας Χάρις, ενώ παράλληλα ξαναγράφει το σενάριο του pet project της τότε αγαπημένης του, Σάλμα Χάγιεκ, του «Frida» (2002), και εμφανίζεται και στην ταινία ως Ροκφέλερ. Το 2003 η Paramount τον αναγκάζει να παίξει στο ριμέικ του «Italian Job» επειδή της χρωστούσε ακόμα μια ταινία, βάσει συμβολαίου, ενώ το 2005 κλέβει την παράσταση στο «Kingdom of Heaven» (2005) του Ρίντλεϊ Σκοτ, δίχως να δείξει ποτέ το πρόσωπό του, και πρωταγωνιστεί στο «Down in the Valley» (2005). Το σενάριο και ο χαρακτήρας που υποδύεται –ένας νεαρός που πιστεύει πως είναι καουμπόι– παραπέμπουν στο New Hollywood, αλλά ο Ντέιβιντ Τζέικομπσον ούτε Μπομπ Ράφελσον, ούτε Μπογκντάνοβιτς είναι και η ταινία δεν διαθέτει ανάλογη στόφα – αξίζει να την ανακαλύψετε, όμως.

Το 2006 έρχεται μια αξιόλογη, καλαίσθητη ταινία, το «Illusionist» (2006), η οποία διέθετε όλα τα υλικά για γοτθικό ρομάντζο που θα άφηνε εποχή και όλους τους κατάλληλους συντελεστές, πλην του σκηνοθέτη – χρειαζόταν δημιουργό από πίσω κι όχι έναν απλώς επαρκή επαγγελματία σαν τον Νιλ Μπέργκερ. Ο Νόρτον, πάντως, είναι καταπληκτικός στην ταινία. Όποτε ανεβαίνει στη σκηνή για να δώσει τις ταχυδακτυλουργικές του παραστάσεις το μάτι γυαλίζει, η στάση του σώματος υποβάλλει, βλέπεις έναν ηθοποιό σε πλήρη έλεγχο των εκφραστικών του μέσων, σίγουρο ότι έχει εξασφαλισμένη την προσοχή σου.
Οι ρομαντικές του αναζητήσεις συνεχίζονται με μια νέα κινηματογραφική διασκευή του «Painted Veil» (2006). Και πάλι ο σκηνοθέτης ρίχνει την ταινία, ο ίδιο όμως είναι γλυκύτατος, νηφάλιος, στην όψη του βλέπεις έγνοια για όλο τον κόσμο – δεν είναι τέτοιος ο ρόλος μεν, μα αν ήταν στα σχέδια του Nόρτον να γίνει σταρ, θα μπορούσε κάλλιστα να ακολουθήσει τη γραμμή του «δικού μας ανθρώπου στην οθόνη».
Έπειτα έρχεται η Marvel, το «Incredible Hulk» (2008) και η πίστη του ότι θα κάνει μια υπερηρωική ταινία αξιώσεων, μα έχει για σκηνοθέτη τον Λουί Λετεριέ και, κυρίως, έχει τον Κέβιν Φάιγκι στην παραγωγή, που άλλη δημιουργική κατεύθυνση είχε στο μυαλό του –σήμερα την ξέρουμε– και πουθενά δεν ταυτιζόταν με εκείνη του Νόρτον. Οι κόντρες διαρκείς, η φήμη του «δύσκολου» συνεργάτη παγιώνεται –αδίκως, σύμφωνα με συναδέλφους του–, ο ίδιος λέει «γεια σας» στη Marvel και στη συμμετοχή του στο διευρυμένο σύμπαν της και αντικαθίσταται από τον Μαρκ Ράφαλο.
Κάπου εκεί οι εμφανίσεις αραιώνουν, οι ερμηνευτικές προκλήσεις έρχονται σε λάθος ταινίες μεν («Leaves of Grass», «Stone»), μα τουλάχιστον οι επιλογές αποστομώνουν καλοθελητές, έτοιμους να ρωτήσουν σαρκαστικά «αφού δεν βρίσκει ρόλους, τότε γιατί δεν στρέφεται στο ανεξάρτητο σινεμά;». Θα εντοπίσει μεν ένα ασφαλές καταφύγιο στα κινηματογραφικά διοράματα του Γουές Άντερσον, όπου πραγματοποιεί περάσματα, ωστόσο τα «τι απέγινε ο Έντουαρντ Νόρτον;» έχουν αρχίσει να πληθαίνουν. Κάπου εκεί συναντά τον Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου, τον «Birdman» (2014), κι έναν ρόλο που, σε αναλογία με τον πρωταγωνιστή Μάικλ Κίτον, φέρνει πρόσθετο εξωκινηματογραφικό βάρος με την περσόνα του «δύσκολου», πειραγμένου μεγάλου ερμηνευτή, κερδίζοντας τις κωμικές εντυπώσεις. Τρίτη υποψηφιότητα για Όσκαρ, ειδική μνεία στις συναντήσεις του με την Έμα Στόουν στην ταράτσα – ο ρυθμός χαλαρώνει, η εκφορά του λόγου κατεβαίνει αρκετά ντεσιμπέλ και ο ρομαντισμός ξεχειλίζει από την οθόνη.



Άλλος θα εξαργύρωνε την επαναφορά του ονόματός του στην επικαιρότητα με συμμετοχή σε μεγάλες παραγωγές και συνεργασίες με πρωτοκλασάτα ονόματα, εκείνος παλεύει να μεταφέρει στην οθόνη ένα εικοσαετές όνειρο ζωής, το «Motherless Brooklyn» (2019), με τον ίδιο μπροστά και πίσω από τον φακό. Αξίζει να ζήσεις για ένα όνειρο κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει, λένε, και κάπως έτσι συνέβη σε αυτή την περίπτωση. Ο Νόρτον έριξε τον μισθό του, αφιέρωσε χρόνια από τη ζωή του, ολοκλήρωσε την ταινία με τη βοήθεια φίλων του, όπως ο Μπρους Γουίλις σε μια γκεστ εμφάνιση, μόνο για να δει το στούντιο να παραπετά την ταινία του στις αίθουσες άνευ ουσιώδους προώθησης.
Και είναι κρίμα, γιατί πρόκειται για μια θαυμάσια ταινία. Φέρει το περίβλημα του νουάρ, αλλά δεν είναι ακριβώς τέτοιο, κι ας περιπλέκεται τσαντλερικά (κατά τον Ρέιμοντ Τσάντλερ) όσο περνά η ώρα. Η αφήγηση λοξοδρομεί σε συναντήσεις με χαρακτήρες (κινηματογραφικά) γοητευτικούς, μέσα από τις οποίες ο ήρωας μάχεται με το ελάττωμά του και πολιτικολογεί αρκετά – ενίοτε και βαρύγδουπα. Κατά βάθος πρόκειται για μια πάρα πολύ τρυφερή ταινία για την απουσία πατρικής καθοδήγησης και μητρικής στοργής σε κάθε επίπεδο, την ανάγκη τους αλλά και την αναγκαιότητά τους.
Ο ίδιος ο Νόρτον είναι απρόσμενα μετρημένος αλλά διόλου μέτριος στον κεντρικό ρόλο ενός ιδιωτικού ντετέκτιβ με ελάττωμα που δυσχεραίνει τις σχέσεις με τους γύρω του –όλοι δεν (νομίζουμε πως) έχουμε από ένα αντίστοιχο;–, τέτοιο, όμως, που πρέπει να ζητά διαρκώς συγγνώμη, μέχρι να εντοπίσει εκείνους κι εκείνα που μπορούν να ημερέψουν της συγγνώμης τον βραχνά.
Αφιερώσαμε λίγες λέξεις παραπάνω, γιατί είναι μια ταινία με μεγάλη σημασία για τον ηθοποιό, την οποία πολλοί από τους θαυμαστές του αγνοούν και αξίζει πραγματικά να αναζητήσουν. Η κόπωση και οι μάχες με το στούντιο, σε συνδυασμό με την εμπορική αποτυχία και την κριτική αδιαφορία, φέρνουν για ακόμα μια φορά αποστασιοποίηση από την κινηματογραφική επικαιρότητα, πλην των συνήθων μικρών εμφανίσεων στις ταινίες του παλιόφιλου Γουές Άντερσον. Μια σκαμπρόζικη εμφάνιση ως υποκατάστατο Ίλον Μασκ στο «Glass Onion» (2022) δεν θα βλάψει, αλλά ούτε και θα ανεβάσει ξανά τις μετοχές του, κάτι που θα συμβεί με το «A Complete Unknown» (2024) του Τζέιμς Μάνγκολντ.

Μερίδα της νεότερης κριτικής θα γράψει ότι είναι κόντρα ρόλος, επειδή για πρώτη φορά υποδύεται έναν τόσο καλό άνθρωπο –πλην των περιπτώσεων που έχουμε ήδη γράψει, αντίστοιχο ρόλο είχε παίξει και στο (κάκιστο) «Death to Smoochy» (2002) του Ντάνι Ντε Βίτο– και, αν εμπιστευτούμε τα καθιερωμένα άρθρα με τις προτιμήσεις ανώνυμων οσκαρικών ψηφοφόρων που δημοσιεύουν το «Variety» και το «Hollywood Reporter», το ίδιο πίστεψαν και μερικοί από αυτούς – απορείς, πραγματικά, αν μερικοί επαγγελματίες του χώρου βλέπουν όντως ταινίες.
Όπως και να ‘χει, ο ηθοποιός είναι έκτακτος ως Πιτ Σίγκερ, συλλαμβάνει την πραότητα του πραγματικού προσώπου, η οποία διατηρείται ακόμα κι όταν νιώθει προδομένος από τον προστατευόμενό του, Μπομπ Ντίλαν – η έκρηξή του ισοδυναμεί με ανεπαίσθητη αγανάκτηση για τα μέτρα ενός μέσου ανθρώπου. Στο τελευταίο του πλάνο συνοψίζει με ένα βλέμμα τη συνειδητοποίηση του τέλους εποχής, με τρόπο που ένας σεναριογράφος θα χρειαζόταν διψήφιο αριθμό σελίδων για να περιγράψει.

Ο Νόρτον βρέθηκε και πάλι υποψήφιος για Όσκαρ στην κατηγορία του Β’ Ανδρικού Ρόλου, για εμάς έπρεπε να το πάρει κιόλας – είμαστε πεπεισμένοι πως οι περισσότεροι πρέπει να γκουγκλάρετε για να θυμηθείτε ποιος κέρδισε και για ποια ταινία και, μόλις το δείτε, θα αναφωνήσετε ένα αδιάφορο «α, ναι» και θα προχωρήσετε παρακάτω.
Όλο αυτό το διάστημα ο ηθοποιός παρέμεινε ακτιβιστικά ενεργός και πολιτικά δραστήριος, η κοινή γνώμη, όμως, ελάχιστα γνωρίζει για τις σχετικές του δράσεις – κι αυτό συχνά δεν είναι μόνο σημάδι σεμνότητας αλλά και μετρητής ουσίας. Επισήμως, το μέλλον επιφυλάσσει μόνο μια συμμετοχή στο αμερικανικό ριμέικ της εύπεπτης ισπανικής φάρσας «The People Upstairs» του Σεσκ Γκάι ως swinger γείτονας, κρίνοντας από το πρωτότυπο φιλμ, όμως, δεν πρόκειται για ρόλο αξιώσεων. Δεν ξέρουμε αν θα βρει τέτοιους στο μέλλον, αλλά τα χρόνια περνούν και δεν μπορούμε παρά να κάνουμε έκκληση στους εναπομείναντες μεγάλους και σε όσους ακόμα έχουν τη δυνατότητα να κάνουν σινεμά δημιουργού στο σημερινό κινηματογραφικό τοπίο να τον προσεγγίσουν.
Σε άλλες στουντιακές εποχές, έντονης δημιουργικής ανησυχίας και καλλιτεχνικής ελευθερίας, ο Νόρτον θα ήταν ένα από τα πολλά ιερά τέρατα της υποκριτικής. Στην εποχή μας είναι πολυτέλεια να τον έχουμε στη διάθεσή μας, αλλά δεν έχουμε την πολυτέλεια να τον αφήνουμε αναξιοποίητο. Βγαίνουμε χαμένοι όλοι, με πρώτο το σινεμά.