Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΕΛΛΗΝΑ ΣΚΕΪΤΕΡ

Ο Δημήτρης Βασιλείου έζησε φουλ το όνειρό του πάνω σε μια σανίδα και έχει να αφηγηθεί εκπληκτικές εμπειρίες. Υπήρχε, όμως, ποτέ ουσία και χρήμα πίσω απ’ τη λάμψη του ελληνικού σκέιτ;

Από τον M.Hulot

Φωτογραφίες: Πάρις Ταβιτιάν

Βίντεο: Πάρις Ταβιτιάν

Τον Δημήτρη Βασιλείου τον γνώρισα πριν από μερικά χρόνια ως Επαμεινώντα. Ήταν η σκέιτ περσόνα του εκείνη την περίοδο και ως εικόνα δεν είχε καμία σχέση με αυτό που είναι σήμερα. Έμοιαζε με φιγούρα ήρωα του ’21, με μακρύ μαλλί και μουστάκι, και ήταν από τους πιο ιδιαίτερους characters που μπορούσες να συναντήσεις στο κέντρο, στα σημεία όπου έκαναν σκέιτ. Ο Δημήτρης είναι σκέιτερ για πάνω από μία εικοσαετία και, παρόλο που είναι ακόμη πολύ νεαρός, έχει ζήσει εμπειρίες και έχει ιστορίες να αφηγηθεί που δύσκολα συναντάς σε παιδί της ηλικίας του. Τη ζωή του την έχει ορίσει το σκέιτ, μπήκε από πολύ μικρός σε αυτή την κουλτούρα που τότε άνθιζε στην Ελλάδα και έζησε φουλ το όνειρό του, μετακινούμενος σαν νομάς από πόλη σε πόλη και από χώρα σε χώρα, έχοντας ως μόνη σταθερά την αγάπη του για τη συγκεκριμένη κουλτούρα. Με ειλικρίνεια και έντονη αυτοκριτική διάθεση θυμήθηκε όλους τους σταθμούς της ζωής του που συνδέονται με το σκέιτ και αφηγήθηκε πώς ένα παιδί που μεγάλωσε στο Κιλκίς και βρέθηκε στα 17 του στην Πάτρα έγινε ένας από τους πιο γνωστούς σκέιτερ της Ελλάδας, ζώντας παράλληλα την αυταπάτη του ελληνικού σκέιτ, που ποτέ δεν ήταν απλώς αυτό που φαίνεται. Η ιστορία του είναι εν μέρει και η ιστορία του σκέιτ στην Ελλάδα και όσα λέει ξεκαθαρίζουν πολλά πράγματα για έναν χώρο που πάντα είχε λάμψη αλλά ποτέ δεν είχε λεφτά. Σήμερα ο Δημήτρης είναι εικαστικός και μόλις έγινε πατέρας, αλλά δεν έχει σταματήσει ποτέ να είναι σκέιτερ – ούτε πρόκειται να το κάνει. Αυτή είναι η συναρπαστική ιστορία του:

«Γεννήθηκα στη νοτιοκεντρική Αλβανία, σε μια πόλη που παλιά λεγόταν Αντιπάτρεια και πλέον λέγεται Μπεράτ, ένα υπέροχο μέρος που προστατεύεται πια από την UNESCO και το οποίο πέρασαν πολλά χρόνια για να το εκτιμήσω. Φύγαμε από κει όταν ήμουν μικρός, πριν γίνω 2 χρονών, και ήρθαμε στο Μεσιανό, ένα χωριό δίπλα στο Κιλκίς, και μετά μετακομίσαμε στο Κιλκίς. Εκεί μεγάλωσα.

Ήμουν ένα πολύ κακό παιδί, άτακτο – τώρα, που έχω κι εγώ παιδί, καταλαβαίνω τι τράβηξαν μ’ εμένα οι γονείς μου. Από 5 χρονών γυρνούσα στο σπίτι με ανοιγμένο κεφάλι και αίματα. Γενικά, ήμουν πολύ ανήσυχος, και σεξουαλικά ανήσυχος, πείραζα τα κοριτσάκια, αλλά και τους φίλους μου, και οι γονείς τους έρχονταν συνέχεια στο σπίτι μου να παραπονεθούν. Είχαμε ένα υπέροχο σπίτι, με χαγιάτι, κοντά στον λόφο, κάτω από μια σπηλιά, με αυλή και δέντρα όπου σκαρφάλωνα όλη μέρα. Θυμάμαι ότι έπαιζα με μαχαίρια και με μικρά τσεκούρια και έσπαγα τα παιχνίδια μου και ότι μου άρεσε να παίρνω τη λακ της μητέρας μου, που ήταν κομμώτρια, και να βάζω φωτιά στις αράχνες.

Μπεράτι - Κιλκίς - Αθήνα: Η ιστορία ενός Έλληνα σκέιτερ
Φωτογραφία: Πάρις Ταβιτιάν - LIFO

Όταν ήμουν πολύ μικρός, έπρηξα τον πατέρα μου να μου πάρει ένα μίνι mountain bike και μου πήρε. Τριγύρναγα με αυτό παντού, έπεφτα, και κάποια στιγμή με χτύπησε κι ένα αυτοκίνητο! Είχα μάθει από νωρίς να χτυπάω και να υπομένω τον πόνο. Ήμουν υπερβολικά δραστήριος, πήγα kick boxing, μετά ποδόσφαιρο και μετά από έναν χρόνο το παράτησα και άρχισα να παίζω μπάσκετ.

Με το μπάσκετ κόλλησα, κυρίως επειδή το ποδόσφαιρο είχε να κάνει με μια κουλτούρα πολύ χάλια και το καταλάβαινα αυτό από παιδί, ότι δεν μου πάει. Τα παιδιά που συναναστρεφόμουν στο ποδόσφαιρο ήταν οι άνθρωποι που στο μέλλον θα πήγαιναν στα μπαρ και θα άκουγαν σκυλάδικα, αυτοί που συναναστρεφόμουν στο kick boxing ήταν οι μελλοντικοί Χρυσαυγίτες, οι άνθρωποι του μπάσκετ, όμως, ήταν οι πιο κοντινοί στη street κουλτούρα και μου άρεσαν. Αγαπούσαν το γκράφιτι, τις ταγκιές, και είχαν στυλ που με γοήτευε: φαρδιά ρούχα, κορδέλες, τατουάζ, κάτι που δεν έβλεπα αλλού.

Όταν ήμουν παιδί, ήταν δύσκολο να αποδεχτούν οι άνθρωποι της Ελλάδας ότι έχω και ελληνική καταγωγή, μέσω του πατέρα μου. Επειδή είχα γεννηθεί στην Αλβανία, ήμουν “ο Αλβανός”, ενώ κάποιος συμμαθητής μου που είχε έρθει από την Αμερική ήταν γι’ αυτούς Έλληνας και όλοι ήθελαν να είναι φίλοι του. Με ενοχλούσε που ήταν επιλεκτικοί, αλλά αυτό μού βγήκε σε καλό, γιατί είχα φίλους ξένους που ζούσαν πιο πολύ την κουλτούρα την αμερικάνικη, μπάσκετ, και πιο πολύ street μπάσκετ, NBA, και αμερικάνικη μουσική, χιπ-χοπ, ραπ, και αργότερα το σκέιτ. Ήταν πάντα πλεονέκτημα για μένα το ότι από μικρός έκανα παρέα με ξένους.

Ήμουν πολύ καλός στο μπάσκετ και στην ενόργανη, έχω πάρει μετάλλια στο σπριντ και για μερικά χιλιόμετρα ανώμαλου δρόμου. Επίσης, ήμουν πολύ καλός στη ζωγραφική και διάβαζα πολλά κόμικς. Έφτιαχνα ζωγραφιές και τις πουλούσα στους συμμαθητές μου για να αγοράζω πράγματα στο κυλικείο. Μου άρεσαν πάρα πολύ τα καρτούν και ο συμβολισμός που είχαν, οι δεινόσαυροι, και όταν πηγαίναμε εκδρομές έστηνα πάγκους μαζί με τον κολλητό μου και ζωγραφίζαμε όλη μέρα προκαλώντας τους συμμαθητές μας να μας φέρουν πράγματα για να τα ανταλλάξουμε: ωραίες πέτρες, φύλλα – ουσιαστικά, στήναμε workshop χωρίς να ξέρουμε τι είναι.

Κάποια στιγμή είδα στην τηλεόραση ένα βιντεοκλίπ του Eminem όπου ήταν υπερήρωας, το “The Real Slim Shady”, και ήθελα να γίνω σαν κι αυτόν. Είχα πάντα μια εκτίμηση για την ομορφιά και το στυλ, μου άρεσαν οι όμορφοι άνθρωποι, η Αντζελίνα Τζολί, ο Μπραντ Πιτ και πάρα πολύ ο Λεονάρντο ντι Κάπριο. Όταν ήμουν στο γυμνάσιο, έβαλα τη μάνα μου να μου βάψει τα μαλλιά μου ξανθά. Όλα αυτά ήταν λόγοι που με έκαναν να επιλέξω το σκέιτ. Δεν θυμάμαι πότε είδα σκέιτ για πρώτη φορά, μάλλον ήταν το μικρό πλαστικό σκέιτ που είχε ένας γείτονάς μου, το οποίο δεν ήξερε καν να χρησιμοποιήσει. Εγώ είχα ένα ζευγάρι πατίνια που του έδινα να κάνει κι αυτός μού έδινε το σκέιτ του για να κάθομαι πάνω και να τσουλάω. Μια μέρα τού ζήτησα να ανταλλάξουμε τα πατίνια μου με το σκέιτ του και δέχτηκε, αλλά οι γονείς μας είχαν διαφορετική γνώμη. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με το σκέιτ, αλλά η πρώτη φορά που είδα τι μπορείς να κάνεις με το σανίδι ήταν σε μια διαφήμιση για αναψυκτικό στην τηλεόραση: Ένας τυπάς μπαίνει μέσα σε ένα σούπερ μάρκετ με το σανίδι του και πηδάει πάνω από έναν άνθρωπο που είναι σκυμμένος και βάζει πράγματα στο κάτω ράφι. Αυτό μού φάνηκε μαγικό.

Έπεισα τον πατέρα μου να μου αγοράσει κι εμένα ένα μικρό σκέιτ και μετά αγόρασα ένα μεγαλύτερο, ξύλινο, στο μαγαζί με τα αθλητικά είδη που είχε το Κιλκίς. Δεν ήξερα πώς να το χρησιμοποιώ, αλλά το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να πηγαίνω στην πόλη και να τσουλάω στον δρόμο, για να υπάρχει μια ροή, ή απλώς να ανεβαίνω τα πεζοδρόμια. Πέρα απ’ αυτό, δεν ήξερα τίποτα για την κουλτούρα γύρω από το σκέιτ και τι μπορούσες να κάνεις μαζί του. Εκείνη την περίοδο είχε βγει ένα video game, το Tony Hawk’s Pro Skater, μέσα από το οποίο μάθαμε μια ολόκληρη γενιά τα κόλπα. Πώς λέγονται, τι είναι τι, πώς γίνονται.

Τότε δεν υπήρχε άλλος που να κάνει σκέιτ στο Κιλκίς, οι μόνοι, εκτός από μένα, ήταν δυο αδέρφια που ήρθαν από τη Θεσσαλονίκη και έφεραν μαζί τους σανίδια. Η Θεσσαλονίκη τότε είχε τρομερή σκηνή, πολύ δυνατή. Πήγαινες στον “Αλέκο”, το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και έβλεπες 45 παιδιά να κάνουν σκέιτ σε μια μέρα. Για μένα, που έβγαινα μόνο με έναν άνθρωπο για να κάνω, ήταν πάρα πολλά. Κάποια στιγμή έμαθα ότι κάποιος στο Κιλκίς, που ήταν πολύ μεγαλύτερός μου, είχε ήδη κάνει οικογένεια, είχε ένα σανίδι του ’90, όπως ήταν τότε στη μόδα, με περίεργο σχήμα καρχαρία και πολύ μικρά ροδάκια. Πολύ ωραίο σανίδι, με πολύ καλό ξύλο και καλές κλίσεις, αλλά σκέτο ξύλο, δεν είχε γραφικό από κάτω. Είχε όμως ένα αυτοκόλλητο με μια διεύθυνση που με έστειλε σε ένα μαγαζί της Θεσσαλονίκης, το MicroXtreme, ένα καθαρά skate shop, όπου έπεισα, για άλλη μια φορά, τον πατέρα μου να με πάει. Για μένα, ήταν ο παράδεισος αυτό το μαγαζί και μου αποκάλυψε έναν καινούργιο κόσμο. Εκεί, εκτός από τα είδη για σκέιτ, είχε και περιοδικά, όπως το “Thrasher”, τη Βίβλο του σκέιτ μέχρι και σήμερα, αλλά και βιντεοκασέτες και DVD, απ’ όπου μάθαινες τα πάντα: τι συμβαίνει στην Αμερική, τι είναι στη μόδα, τι είναι hype, τι δεν πρέπει ποτέ να κάνεις. Σε έβαζαν σε μια σειρά, αλλά ήταν πανάκριβα. Εγώ δεν ήταν δυνατόν να έχω πρόσβαση σε όλο αυτό το πολύτιμο υλικό, που κόστιζε όσο ένα ζευγάρι παπούτσια.

 

Μπεράτι - Κιλκίς - Αθήνα: Η ιστορία ενός Έλληνα σκέιτερ
Φωτογραφία: Πάρις Ταβιτιάν - LIFO

 

Εκεί μέσα άρχισα να γνωρίζω άλλους σκέιτερ, από τη Θεσσαλονίκη, οι οποίοι μάζευαν από κοινού λεφτά και αγόραζαν ένα DVD και μετά το αντέγραφαν και το είχαν όλοι. Με έναν πιτσιρικά από το Κιλκίς, όμως, δεν ήθελαν να το μοιραστούν, μου μιλούσαν για τα βίντεο που έβλεπαν, αλλά δεν μου έδιναν να δω. Έτσι, ήταν ένα βήμα πιο μπροστά απ’ όλους τους υπόλοιπους, γιατί είχαν δημιουργήσει μια δική τους σκηνή και ήξεραν όσα έπαιζαν έξω. Εγώ δεν μπορούσα να αγοράσω βίντεο, αλλά έμαθα ότι υπήρχαν κανάλια στο mIRC όπου μπορούσες να τα κατεβάσεις ή να τα βρεις από torrents, κι αυτό ήταν, από κει και πέρα ήμουν εξαρτημένος από το σκέιτ. Ένιωθα ότι έχω πρόσβαση σε κάτι πολύ πρωτοπόρο για εκεί που βρισκόμουν, αλλά και για την Ελλάδα γενικότερα. Εκείνη την εποχή και μέχρι το 2004 το σκέιτ ήταν κάτι φουλ κατακριτέο, όταν σε έβλεπαν με σανίδι ήσουν εξωγήινος. Για τον ράπερ καταλάβαινε ακόμα κι ένας άσχετος άνθρωπος ότι κάνει μουσική, μπορεί να μην του άρεσε αυτό που άκουγε, αλλά ήταν καλλιτέχνης. Το σκέιτ δεν μπορούσε να το κατατάξει σε άθλημα, ήταν κάτι αλλόκοτο, δεν καταλάβαινε γιατί κάποιος άνθρωπος να το κάνει αυτό, να τσουλάει σε ένα ξύλο και να σπάει τα γόνατά του. Όταν άρχισα να πηγαίνω στο σχολείο με το σκέιτ και να κατεβαίνω με αυτό τα σκαλιά στα διαλείμματα, όλο το σχολείο με κοιτούσε και απορούσε γιατί το κάνω, οι καθηγητές με ρώταγαν ποιο είναι το νόημα να πηδάς τα σκαλιά, γιατί χτυπάς το σανίδι κάτω και ανασηκώνεται.

Είχα φάει ρατσισμό επειδή ήμουν “ο αλλοδαπός”, ήρθε και το σκέιτ και άρχισαν να με θεωρούν και περιθωριακό, ανόητο, ανώριμο. Θεωρούσαν ότι το σκέιτ είναι μόνο για μικρά παιδιά και δεν προσφέρει τίποτα, δεν βγάζει νόημα, δεν έχει κανένα αθλητικό ενδιαφέρον».

Όσοι ασχολήθηκαν με το σκέιτ στην αρχή το έκαναν σοβαρά, επειδή συνδεόταν με διάφορες υποκουλτούρες. Tώρα, που χάθηκαν οι υποκουλτούρες, τι γίνεται; Πώς είναι τα πράγματα;

«Δεν υπάρχουν πλέον υποκουλτούρες που συνδέονται, υπάρχει όμως η κουλτούρα του σκέιτ. Οι υποκουλτούρες που αναφέρεις έχουν αποδυναμωθεί, το τραπ δεν συνδέεται με το σκέιτ, οι νέοι ράπερ δεν έχουν καμία σχέση με το σκέιτ και το γκράφιτι, πιο πολύ έχουν σχέση με τα μπουζούκια. Είναι κάγκουρες που δεν έχουν σχέση με τη street κουλτούρα. Το σκέιτ είναι αυτό που ήταν από την αρχή, κάτι πάρα πολύ ενδιαφέρον, και όσο κλισέ κι αν ακούγεται, είναι ένας τρόπος ζωής. Μέσα από το σκέιτ μάθαινες τα πάντα, μάθαινες για τις υποκουλτούρες, για μουσική, για εικαστικά, για design, μελετούσες τα artworks, μάθαινες για τη μόδα. Από κει που δεν ήξερες τίποτα, όταν άρχιζες να κάνεις σκέιτ ανοιγόταν ένας ολόκληρος κόσμος μπροστά σου, που ήταν σαν εγκυκλοπαίδεια. Μάθαινες από πού ξεκίνησε, για τους σέρφερ, τους πανκ, για τις εταιρείες, για το τι παίζει με το sponsoring και με τα contests, πράγματα που δεν υπήρχαν εδώ ούτε κατά διάνοια. Κι αυτό όλο είχε έναν πυρήνα πάρα πολύ ενδιαφέροντα και αυτό το έβλεπαν πολλοί άνθρωποι.

Μπεράτι - Κιλκίς - Αθήνα: Η ιστορία ενός Έλληνα σκέιτερ
Φωτογραφία: Πάρις Ταβιτιάν - LIFO

Το σκέιτ ένωνε πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους από διαφορετικές κουλτούρες. Επίσης, ένωνε κουλτούρες κοινωνιολογικές, τους μαύρους με τους άσπρους, τους πλούσιους με τους φτωχούς, τα προάστια με το κέντρο, καταργούσε όλα τα όρια. Αυτό, το appeal που έχει το σκέιτ, συνεχίζει μέχρι και σήμερα. Αν δεις τους mainstream τύπους σε όλα τα άλλα πεδία που παίζουν τώρα, όπως η τραπ, θέλουν να φορέσουν Gucci, Louis Vuitton, high-designer brands, και τα high-designer brands θέλουν να πάρουν ένα κομμάτι από το σκέιτ που υπήρχε από τότε που ξεκίνησε, ασχέτως αν ήταν περιθώριο. Απλά, βλέπουμε τώρα ότι η γοητεία που είχε πάντα το σκέιτ έχει αγγίξει περισσότερο κόσμο. Και δεν έχει αγγίξει κόσμο από το περιθώριο, έχει γίνει τόσο mainstream, που έχει ξεπεράσει το κοινωνικό υπόβαθρο κι έχει φτάσει πλέον στη “Vogue”. Βλέπεις φωτογραφίσεις ανθρώπων με κοστούμια στον δρόμο να κάνουν σκέιτ. Η Gucci έκανε μια καμπάνια και όλα τα μοντέλα είχαν σκέιτ, η Louis Vuitton έβγαλε δικό της σκέιτ και βαλίτσα για να το κουβαλάς. Αυτοί οι κολοσσοί, που έχουν όλο το reachability, απ’ ό,τι φαίνεται βλέπουν κάτι σε αυτό. Αυτό σε κάνει να σκέφτεσαι ότι όλοι αυτοί χρειάζονται το σκέιτ, ενώ το σκέιτ δεν χρειάζεται κανέναν.

Η Ελλάδα κάνει αυτό που έκανε πάντα: κοιτάζει τι γίνεται στην Αμερική. Βέβαια, δεν έχει το υπόβαθρο να κάνει ό,τι κι εκεί, ποτέ δεν το είχε. Οι σκέιτερ εδώ δεν έβγαλαν λεφτά, υπάρχουν κάποιοι που έχουν εδραιωθεί και τώρα έχουν μαγαζιά, αλλά λεφτά δεν πήρε ποτέ κανένας. Το θέμα του sponsoring είναι κάτι που πάει αρκετά πίσω, από τότε που ξεκίνησε το σκέιτ και ήταν πρωτόγνωρο, αλλά ακόμα και οι μεγάλες εταιρείες σού έδιναν απλώς δυο ζευγάρια παπούτσια, κανένα σανίδι και λίγα ρούχα και τέλος, κι εσύ θεωρούσες ότι είναι τέλεια, ότι ζεις το όνειρό σου. Αυτό συνεχίζεται ακόμη και σήμερα, που τα πράγματα στο σκέιτ είναι χειρότερα από ποτέ. Παλιότερα μπορεί να έστελναν κάποιους ταξίδια, αλλά αυτό συνέβη σε μερικούς σκέιτερ για μια-δυο φορές και τέρμα. Κι αυτό ξέρεις γιατί γινόταν; Επειδή οι εταιρείες εδώ έπαιρναν χρήματα από τις ξένες και για να αυξήσουν το budget και να δικαιολογήσουν περισσότερα έξοδα έστελναν σκέιτερ σε ταξίδια για μερικές μέρες και δήλωναν όσα ήθελαν, κρατώντας αυτές τα λεφτά. Ο σκέιτερ δεν έπαιρνε τίποτα. Είναι γελοίο. Όταν μια εταιρεία θέλει να διαφημιστεί, πρέπει να το κάνει μέσω των προϊόντων της, άρα όταν επιλέγει κάποιον σκέιτερ για να τα διαφημίσει είναι προϋπόθεση να του τα δώσει, δεν είναι η αμοιβή του τα προϊόντα. Οι εταιρείες εδώ θεωρούν ότι τα προϊόντα που σου δίνουν, τα οποία τις περισσότερες φορές είναι δείγματα, που δεν τα έχουν πληρώσει, είναι η αμοιβή σου. Και το πιο πιθανό είναι να λένε στις ξένες ότι πληρώνουν τον rider και να παίρνουν λεφτά γι’ αυτόν, ενώ αυτός παίρνει τα δείγματα.

Κάποια στιγμή η Master πλήρωνε τους riders κανονικό μηνιάτικο, τους έδινε 800 ευρώ τον μήνα με συμβόλαιο και τσουβάλια από ρούχα και πράγματα. Αυτό έγινε για λίγο και κόπηκε, κι ελάχιστοι επωφελήθηκαν από αυτό. Και ξαναγυρίσαμε στην παλιά κατάσταση, όπου απλώς παίρνεις ένα σανίδι και λες κι ευχαριστώ, μόνο που τώρα τα πράγματα είναι χειρότερα από ποτέ, γιατί με τα social media η κατάσταση έχει γίνει αφόρητη. Οι εταιρείες έχουν όλο και περισσότερες απαιτήσεις. Παλιά το πολύ να έβγαινες φωτογραφία σε κάποιο έντυπο, τώρα πια πρέπει να φωτογραφηθείς με το σανίδι και να βάζεις ποστ συνέχεια, κάνεις full-time δουλειά, για την οποία δεν πληρώνεσαι. Οι εταιρείες βγάζουν τρελά λεφτά όταν κάνουν events με χορηγούς, αλλά για να συνεργαστούν με αυτούς τους χορηγούς χρησιμοποιούν τους σκέιτερ, οι οποίοι τους προωθούν σε εκατομμύρια παιδάκια καθημερινά με tags και στόρι, χωρίς αμοιβή. Αλλού αυτό είναι δουλειά που πληρώνεται, και μάλιστα καλά, ένα ποστ κοστίζει 350-600 ευρώ, ανάλογα με τους followers σου. Υπάρχουν παιδιά στην Ελλάδα που έχουν τρομερό ταλέντο, και φτάνουν το σκέιτ σε επίπεδα που δεν έχουν άλλα αποδεκτά αθλήματα, και δεν βγάζουν μία. Και συνεχίζουν να το κάνουν, γιατί δεν ξέρω τι στο διάολο έχουν στο κεφάλι τους και πού θα φτάσει αυτό το πράγμα. Μάλλον σκέφτονται “καλύτερα να συμμετέχω παρά να είμαι στην απέξω, γιατί κάποιος άλλος θα φανεί αν δεν φανώ εγώ” – ο οποίος επίσης θα είναι θύμα.

Κανένας δεν ποντάρει στον εαυτό του πλέον. Πρέπει να ξέρεις το market value σου και να λες “όχι, δεν το κάνω αυτό τσάμπα”. Και ναι μεν η εταιρεία όταν πεις “όχι” θα πάει σε κάποιον άλλον, αλλά θα πάει σε κάποιον άλλον κατώτερο, δεν θα έχει εσένα, που αξίζεις και είσαι trend setter. Δεν θα έχει το ίδιο reachability. Δυστυχώς, στο σκέιτ έχεις ένα ηλικιακό όριο, είναι λίγα τα δυνατά σου χρόνια. Αν αυτά δεν τα χρησιμοποιήσεις για να βγάλεις λεφτά από το σκέιτ και να κάνεις το όνειρό σου πραγματικότητα, δεν θα το κάνεις ποτέ.

Κανείς δεν βγάζει λεφτά στην Ελλάδα από το σκέιτ και όσα βλέπεις είναι ψέματα. Μόνο οι εταιρείες βγάζουν λεφτά και τα μαγαζιά που συνεργάζονται με μεγάλες εταιρείες και κάνουν events. Τα events δίνουν τα λεφτά.

Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει ούτε ένα ελληνικό περιοδικό για το σκέιτ, ούτε ένα site, υπάρχουν μόνο τα social media των skate shops για να ενημερωθείς για το τι συμβαίνει. Ωστόσο, πλέον τα trends δεν τα ορίζουν οι εταιρείες, οι εταιρείες ακολουθούν τα trends που βγάζει ο καθένας ξεχωριστά στα social media του.

Το σκέιτ έχει να κάνει με την αισθητική, το πώς θα κινείσαι και το πώς θα το παρουσιάσεις όλο αυτό. Και από την αρχή πήγαινε πακέτο με το ντύσιμο. Έβλεπες ανθρώπους που με το που άρχιζαν να κάνουν σκέιτ άλλαζε όλο τους το image. Και αναλόγως με το τι γινόταν στην Αμερική και το τι άλλαζε, άλλαζε και ο σκέιτερ. Έτσι φαίνονταν και οι επιρροές σου. Αυτό συνεχίζεται ακόμη.

Η Αθήνα έχει ωραία σημεία για να κάνεις σκέιτ, αλλά είναι φουλ διάσπαρτα. Αν έχεις αμάξι να πηγαίνεις από δω και από κει, είναι θησαυρός. Αυτό δεν έχεις τη δυνατότητα να το κάνεις κάθε μέρα, κι επίσης, αν το κάνεις συχνά, όλα τα σποτ θα μαθευτούν και θα κλείσουν. Για τους ξένους, πάντως, είναι απίστευτο μέρος. Όλοι οι Αμερικάνοι που έρχονται εδώ τα βλέπουν όλα τέλεια, επειδή δεν υπάρχουν τόσο μεγάλες αποστάσεις όσο στην Αμερική και μέσα σε πολύ μικρή εμβέλεια έχει πράγματα να κάνεις. Αυτοί τα βλέπουν, αλλά το μάτι του Αθηναίου δεν έχει εκπαιδευτεί ώστε να τα εντοπίζει πάντα. Οι περισσότεροι σκέιτερ εδώ έχουν κουραστεί από τους δρόμους. Οι σκέιτερ της Αθήνας έχουν χάσει το ενδιαφέρον του street skate, θέλουν ένα πιο τυποποιημένο μέρος, σκέιτ παρκ, όπως αυτά που υπάρχουν στην Αμερική και στην Ευρώπη».

 

Στην Αθήνα πότε ήρθες;

«Στα 18 μου. Στα 17, που έφυγα από το Κιλκίς, πήγα πρώτα στην Πάτρα, επειδή η κοπέλα μου πέρασε στη σχολή εκεί. Έμεινα εκεί μερικούς μήνες κι ύστερα ήρθα στην Αθήνα, επειδή ήταν το κέντρο του σκέιτ κι επειδή τότε έμενε ο πατέρας μου εδώ. Οι γονείς μου είχαν χωρίσει και είχε μετακομίσει στον Νέο Κόσμο. Από κει πήγε στο Ψυχικό. Πήγα κι εγώ στο Ψυχικό, έμεινα για τέσσερις μήνες, δούλευα στον θείο μου, οπότε άρχισα να γνωρίζω τους σκέιτερ της Αθήνας τότε που ήταν στα φόρτε της με τους χορηγούς. Γνώρισα κάποιους ανθρώπους, αλλά τότε στην Αθήνα έπαιζε κάτι πολύ σιχαμένο, οι κλίκες. Και η μια κλίκα προσπαθούσε να φάει την άλλη. Αυτό έπαιζε από περιοχή σε περιοχή, τα βόρεια προάστια και τα νότια προάστια, ο Πειραιάς και το κέντρο, όλοι αυτοί κράζονταν μεταξύ τους. Ζούσαν ένα παραμύθι που το έβλεπαν από την Αμερική, αλλά εδώ δεν υπήρχε το υπόβαθρο. Μου την έσπασε πάρα πολύ αυτό με τις κλίκες, το πόσο κλειστές ήταν και πόσο δήθεν ήταν όλοι αυτοί οι τύποι που έλεγαν “έχουμε έναν πυρήνα” και ουσιαστικά ήταν ένα φιάσκο, μια απομίμηση της Αμερικής. Όλοι αυτοί ήταν κι εντελώς αντίθετο με το σκέιτ, δεν ήταν ταγμένοι σκέιτερ. Εγώ ήμουν ταγμένος πάντα. Είσαι σκέιτερ, είσαι φίλος μου. Όπου κι αν πήγαινα στον κόσμο, πήγαινα για σκέιτ και γνώριζα σκέιτερ, κι αυτό κατευθείαν με ένωνε με άλλους ανθρώπους. Με το σκέιτ γνώριζες κόσμο από την πρώτη στιγμή. Όταν πήγα στη Φλωρεντία να σπουδάσω, από την πρώτη μέρα που πήγα για σκέιτ είχα έστω έναν φίλο. Αυτός ο φίλος μού γνώρισε τους δικούς του και κατευθείαν μπήκα στο crew τους. Αυτό το πράγμα δεν θα γινόταν με άλλον τρόπο. Ούτε αν κάνεις τραπ ούτε αν παίζεις ποδόσφαιρο σου εξασφαλίζει φίλους, ενώ το σκέιτ σε ενώνει, γιατί έχετε την ίδια κουλτούρα.

Μετά ξαναγύρισα στην Πάτρα, την οποία είχα ως βάση, γιατί ήταν ένα πολύ φιλόξενο μέρος για μένα. Εκεί απέκτησα τον πρώτο μου χορηγό, το βασικό skate shop της Πάτρας, που μου κάλυπτε τα έξοδά μου για υλικά. Όταν δεν έχεις ακόμα συνειδητοποιήσει ότι ζεις σε ένα καπιταλιστικό σύστημα και το μόνο που μετράει για να μπορέσεις να υπάρχεις είναι τα χρήματα, τα παπούτσια και τα δωρεάν σανίδια σού φτάνουν, γιατί δεν χρειάζεται να ξοδέψεις γι’ αυτά. Ήμουν σε έναν άλλον κόσμο, άργησα πολύ να μεγαλώσω και πηγαίνοντας στην Πάτρα αυτό που με ένοιαζε ουσιαστικά ήταν η υποκουλτούρα. Έχω περάσει τρομερές περιόδους χωρίς να δουλέψω ούτε μία ώρα και χωρίς να μου λείψει, επίσης, τίποτα. Είχα πρόσβαση σε όλα τα πάρτι, σε όλα τα σπίτια όπου γίνονταν τα πάρτι, σε ό,τι συνέβαινε. Ήμουν με ανθρώπους που είχαν πρόσβαση σε οτιδήποτε, από ναρκωτικά, στα πάντα είχα λεφτά χωρίς να δουλεύω».

 

Μπεράτι - Κιλκίς - Αθήνα: Η ιστορία ενός Έλληνα σκέιτερ
Φωτογραφία: Πάρις Ταβιτιάν - LIFO

Ποιος σε συντηρούσε;

«Άνθρωποι που είχαν λεφτά. Γενικά, περνούσα μια ζωή χαρισάμενη χωρίς να κάνω τίποτα απολύτως, μόνο και μόνο επειδή ήμουν μέλος αυτής της υποκουλτούρας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ζω ένα υποτιθέμενο όνειρο που δεν απέφερε τίποτε άλλο παρά τη σπατάλη των χρόνων της ζωής μου, μέχρι να καταλήξω στο ολοκληρωτικό αδιέξοδο και να καταλάβω ότι πρέπει να βγάζεις χρήματα για να πηγαίνει η ζωή σου μπροστά. Κι αυτό πάντα ερχόταν σε σύγκρουση με το ότι εγώ ήθελα να κάνω σκέιτ.

Έχω φάει δέκα χρόνια της ζωής μου απλώς κάνοντας σκέιτ και βγάζοντας γούστα από δω κι από κει με λεφτά τα οποία δεν μου ανήκαν. Κι εγώ θεωρούσα ότι όλο αυτό μού συμβαίνει επειδή είμαι ένας άνθρωπος πολύ ιδιαίτερος, πολύ ξεχωριστός, γιατί σκεφτόμουν ότι δεν μπορούν πολλοί άνθρωποι να το κάνουν αυτό. Δεν σκεφτόμουν ότι μου οφείλει κάποιος κάτι, αλλά η προσέγγιση ήταν αυτή, σαν να μου όφειλαν όλοι. Και πάντα κάτι γινόταν και όλοι αυτοί οι άνθρωποι άλλαζαν, είτε θα ήταν οι φίλοι μου, είτε θα ήταν ο κοινωνικός περίγυρος στον οποίον ήμουν την εκάστοτε φορά, είτε οι κοπέλες μου, τις οποίες ευχαριστώ πάρα πολύ που με έχουν ζήσει όλα αυτά τα χρόνια. Γενικά, πορευόμουν με χρήματα που δεν ήταν δικά μου και πορευόμουν πολύ καλά. Έμενα σε υπέροχα σπίτια, είχα πάντα ό,τι χρειαζόμουν, φορούσα ακριβά ρούχα και παπούτσια, είχα μια ζωή αξιοπρεπέστατη, αλλά με χρήματα τα οποία δεν είχα αποκτήσει εγώ δουλεύοντας. Κι αυτό το έβρισκα υπέροχο, το ότι πήγαινα κόντρα στο σύστημα, το ότι δεν δούλευα 9 με 5. Δεν παρήγα τίποτε άλλο παρά φιλοσοφίες του κώλου. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν να γνωρίζω καινούργιο κόσμο, να μοιράζομαι τις ιδέες μου και να γνωρίζω γυναίκες. Τίποτε άλλο. Και να κάνω σκέιτ.

Ζούσα όλη αυτή τη μούφα για χρόνια. Νόμιζα ότι είχα το άγγιγμα του Μίδα και όποιον γνώριζα θεωρούσα ότι θα έπρεπε να με συντηρεί. Και ανά έξι μήνες ή έναν χρόνο άλλαζα μέρη σαν νομάς, για να δοκιμάζω την τύχη μου αλλού. Σε αυτές τις περιπλανήσεις είχα έρθει ξανά στην Αθήνα. Και ερχόμουν σαν καλύτερος σκέιτερ, γιατί είχα κάνει λίγα παραπάνω πράγματα, είχα φιλμάρει, είχα παραπάνω εμπειρίες. Ζούσα με τον πατέρα μου ανά περιόδους και αυτό που έκανα ουσιαστικά ήταν να γνωρίζω λίγο περισσότερο κόσμο και να εμπλέκομαι στη φάση της Αθήνας. Στο μεταξύ, πήγα στην Ιταλία».

Τι έκανες στην Ιταλία;

«Πήγα για σπουδές. Με πίεση του πατέρα μου πήγα στη Φλωρεντία, γιατί εκεί ήταν ο ξάδερφός μου, ο οποίος είχε σχέση με μια κοπέλα (τη γυναίκα του πλέον) και δεν έμενε ποτέ στο διαμέρισμά του, οπότε έμεινα στο σπίτι του. Όταν πήγα εκεί, ανακάλυψα πάλι έναν άλλον κόσμο, συνδέθηκα με ένα crew Ιταλών σκειτάδων που είχαν χορηγούς, φιλμάρανε συστηματικά βίντεο και προμήθευαν το Ίντερνετ και με έβαλαν στο βαν τους και κάναμε τουρ στην Τοσκάνη. Πηγαίναμε στη Ρώμη, στην Πίζα, όπου ήταν υπέροχα, ήταν πάλι ίδια φάση με την Πάτρα. Εκεί είχα άλλους πειρασμούς, γνώρισα αρκετά επικίνδυνο κόσμο, αλλά μέσω του σκέιτ άρχισα να γνωρίζω και καλλιτέχνες, ανθρώπους που σπούδαζαν στην Καλών Τεχνών, κι έτσι το κομμάτι της τέχνης μπήκε ξανά στη ζωή μου. Με τη μορφή της φωτογραφίας πρώτα. Είχα αφήσει τη ζωγραφική για πολλά χρόνια, γιατί δεν ήταν cool αν ήσουν σκέιτερ, δεν ήταν μέρος της υποκουλτούρας.

Γύρισα από τη Φλωρεντία πολύ πιο δυνατός, έχοντας ζήσει όλες αυτές τις εμπειρίες με το σκέιτ, αλλά μόλις ήρθα εδώ είχα ένα σοβαρό ατύχημα και έσπασα τα δόντια μου. Αυτό με άφησε πάνω από έξι μήνες εκτός και απλώς έμπαινα πιο βαθιά στην υποκουλτούρα, χάνοντας τον χρόνο μου. Έτσι, ξεκίνησα την άλλη μου περσόνα, ως Επαμεινώντας. Πολύς κόσμος στην Αθήνα με ξέρει ως σκέιτερ Επαμεινώντα, ως Μητσάν, ως Αιμίλιο, είχα διάφορα ονόματα, ανάλογα με το τι εποχή με πετύχαινες. Είχα αφήσει μουστάκι, γιατί δεν μου άρεσε πλέον το πρόσωπό μου λόγω του ατυχήματος, για να μου φαίνεται στον καθρέφτη καλύτερος ο εαυτός μου, έτσι έγινα η περσόνα Επαμεινώντας.

Εκείνη την εποχή ο καλύτερός μου φίλος, ο Θοδωρής, είχε μετακομίσει με την οικογένειά του στη Στοκχόλμη και βλέποντας ότι είμαι σε μια σύγχυση μου πρότεινε να πάω εκεί. Ήμουν σε μεγάλο αδιέξοδο κι έτσι, χωρίς να είμαι ψυχολογικά έτοιμος, πήγα στη Στοκχόλμη. Μόλις και μετά βίας είχα δουλέψει ένα 8ωρο μέχρι τότε. Για το μόνο που πήγα προετοιμασμένος ήταν να κάνω σκέιτ. Πήγα με πέντε σανίδια, ενώ είχα πάνω μου δύο ευρώ, δύο ζευγάρια παπούτσια και κανένα πλάνο πώς θα κινηθώ στη ζωή μου. Περίμενα να με υποδεχτεί ο φίλος μου με ανοιχτές αγκάλες και ότι υποχρεούται να με ζήσει. Έμεινα με τους γονείς του – είμαι σε όλους απίστευτα υπόχρεος, που με δέχτηκαν έτσι και με συντηρούσαν σαν παιδί τους, παρόλο που ήμουν αλαζόνας, είρωνας και επικριτικός ως προς τη ζωή που έχουν επιλέξει. Σκεφτόμουν “εσείς δεν ξέρετε, έχω πρόσβαση σε ένα lifestyle που εσείς δεν φαντάζεστε, είστε ανίδεοι για το τι παίζει στη ζωή”, κι αυτό, όπως είναι αναμενόμενο, δεν είχε καλή κατάληξη.

Οι Σουηδοί είναι με το χαμόγελο, ευγενικοί μέχρι αηδίας, αλλά αυτό είναι βιτρίνα, γιατί ως αρχή έχουν ότι είσαι ό,τι μπορείς να δείξεις. Άμα δεν σου δείξω τους δαίμονές μου, εσύ θα πιστεύεις για μένα ότι είμαι ένας άγγελος. Και είναι δύσκολο να μπεις στην κλίκα τους. Ήθελαν να δείξεις ακριβά ρολόγια, σπίτια, αυτοκίνητα, κι εγώ αυτά τα χλεύαζα κι έτσι δεν μπορούσα να μπω στον υψηλό κύκλο της Στοκχόλμης. Είχα μόνο τον φίλο μου, που ήταν Έλληνας, και τους φίλους του, που ήταν επίσης Έλληνες, έναν κλειστό κύκλο, από τον οποίον εννοείται ότι βρήκα και τη δουλειά για να μπορώ να ζω: συναρμολογούσα και αποσυναρμολογούσα γραφεία σε νοσοκομεία. Το αφεντικό μου ήταν ένα λαμόγιο Έλληνας, ο οποίος αναλάμβανε πολλά πράγματα ταυτόχρονα, μας πίεζε να τελειώσουμε τη δουλειά σε ελάχιστο χρόνο και μετά πηγαίναμε σε άλλες δουλειές παράνομα. Αναλάμβανε καθαριότητες με μηχανήματα σε μεγάλες εταιρείες, όπως η Microsoft, ή βάζαμε σωλήνες και πατώματα, και σε ένα οχτάωρο κάναμε τέσσερις δουλειές. Άρχισε να με εκμεταλλεύεται, να μου κλέβει ώρες, ενώ είχε εκμεταλλευτεί και το σουηδικό κράτος και έπαιρνε τέσσερα μηνιάτικα μαζί σε έναν μήνα. Έβγαζε πάρα πολλά λεφτά, αλλά ήταν ναρκομανής και σιγά σιγά έβγαζε την κοκαΐνη και στη δουλειά. Άρχισε να μου τρώει χρήματα από αυτά που είχα δουλέψει και σταμάτησα να δουλεύω γι’ αυτόν. Μετά με προσέλαβε ένας Ιρανός, πάλι σε τεχνική εταιρεία, ο οποίος με βοήθησε πάρα πολύ. Ξαφνικά μπορούσα να νοικιάσω δικό μου σπίτι και άρχισα να έχω μια ανεξάρτητη ζωή. Σκέιτ έκανα με Αμερικάνους και Αυστραλούς και όχι τόσο με Σουηδούς, που ήταν απόμακροι και κομπλεξικοί. Έτσι, δεν έμαθα τη σουηδική γλώσσα, επειδή όλοι μιλούσαν αγγλικά. Όσον αφορά το σκέιτ, η Σουηδία μού έδωσε το transition, κάτι που η Αθήνα δεν έχει, δεν έχει ράμπες. Εκεί έμαθα να κάνω σκέιτ σε ράμπες τρελές και όταν γύρισα πίσω κάτι άρχισε να γίνεται κι εδώ. Αυτή είναι η αγαπημένη μου πτυχή του σκέιτ, γιατί δεν γινόταν άλλο να πηδάω και να σκοτώνομαι στον δρόμο, ειδικά μετά το ατύχημα που είχα. Έμαθα ότι το σκέιτ μπορεί να είναι εξίσου ωραίο και ενδιαφέρον κάνοντάς το σε κλίσεις. Έτσι ξεκλειδώνεται και το βαθύτερο νόημα του σκέιτ. Ουσιαστικά μπορείς να αψηφήσεις τη βαρύτητα και να είσαι παράλληλα σε διαφορετικά επίπεδα. Μπορείς να υπάρχεις με έναν τρόπο στον χώρο που είναι μοναδικός. Οπότε το σκέιτ για μένα απέκτησε και βαθύτερο νόημα και αποκωδικοποιήθηκε αυτό που αναζητούσα πάντα σε αυτό, αυτό που με ρωτούσαν μικρό, “ποιο είναι το νόημα να πηδάς από σκαλιά;”. Σου προσφέρει κινησιολογία, απελευθερώνει το σώμα με έναν καλλιτεχνικό τρόπο, όπως κάνει και ο χορός, και μπορείς να υπάρχεις ταυτόχρονα σε διαφορετικές βαρύτητες. Το μαγικό είναι ότι αυτή η αίσθηση δεν μπορεί να παραχθεί με κανέναν άλλον τρόπο.

Από τη Σουηδία γύρισα και ξαναπήγα στην Πάτρα, αλλά όλα είχαν αλλάξει. Οι φίλοι μου είχαν τελειώσει τη σχολή και είχαν φύγει, οι γνωστοί μου δεν ήταν οι ίδιοι και είχε έρθει μια νέα γενιά σκέιτερ, που ήταν πολύ μικροί σε ηλικία. Είχε αλλάξει η φάση. Ο λόγος που είχα γυρίσει στην Ελλάδα ήταν επειδή έπρεπε να πάω φαντάρος για να πάρω την ελληνική ιθαγένεια. Πήγα φαντάρος στη Θεσσαλονίκη, εκεί γνώρισα την τότε κοπέλα μου και ήρθα στην Αθήνα μόνιμα.

Σήμερα ασχολούμαι με τα εικαστικά, ζωγραφική και φωτογραφία, και η ζωή μου έχει μπει σε άλλον δρόμο».

Filming/Editing : Giorgos Papadimitriou

Filming/Editing : Dimitris “Dicky” Bury

info
https://www.instagram.com/amneris._/

 

 
 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ