«Πέερ Γκυντ» στο Εθνικό Θέατρο: Παραμύθια του Ίψεν στην ομίχλη

«Πέερ Γκυντ» στο Εθνικό Θέατρο: Παραμύθια του Ίψεν στην ομίχλη Facebook Twitter
0

Χρειάστηκε να περάσουν πολλές δεκαετίες προτού καταφέρει ο Πέερ Γκυντ να απαλλαγεί από τον ρομαντικό μανδύα του.


Το πρώτο ανέβασμα του έργου, στη Χριστιανία το 1876, καθόρισε τη μοίρα του: ο Σουηδός σκηνοθέτης Λούντβιχ Γιόζεφσον υλοποίησε το παρθενικό ταξίδι του Πέερ Γκυντ επί σκηνής, συνθέτοντας ένα εικονογραφικό φόντο πλούσιο σε τοπικό χρώμα και αυθεντική εθνογραφική λεπτομέρεια. Η μουσική του Έντβαρντ Γκριγκ, γραμμένη ειδικά για την περίσταση, δημιούργησε έναν κόσμο λυρισμού και παραμυθιού: ο Πέερ Γκυντ, φαντασιόπληκτος τυχοδιώκτης που αναζητεί τον εαυτό του στις πέντε ηπείρους, ήταν ένας αδιαμφισβήτητος ονειροπόλος που δεν ξεχνούσε ποτέ την αγαπημένη του Σόλβαϊγ, όσο μακριά της κι αν βρισκόταν.


Χιονισμένα νορβηγικά τοπία με καλύβες και τρολ (πλάσματα της νορβηγικής παράδοσης), πλούσια κοστούμια, αληθοφανή εφέ και υπερτονισμός του συναισθήματος: έτσι παρουσιαζόταν η πορεία του Πέερ Γκυντ στα περισσότερα ανεβάσματα του 19ου και του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Στην πρώτη σκηνοθεσία του έργου στη Γαλλία, το 1896, ο συμβολιστής Λινιέ-Πο μετέτρεψε το «Τραγούδι της Σόλβαϊγ» του Γκριγκ σε ύμνο της παράστασης.

 Ο Ίψεν διαισθάνθηκε κάτι πολύ βαθύ, δεκαετίες προτού το οσμιστούν οι φιλόσοφοι της αποδόμησης και του μεταμοντέρνου. Δεν υπάρχει αυτόνομος, ενιαίος εαυτός με μία συνείδηση.


Ο Δανός κριτικός θεάτρου Φρέντερικ Σάιμπεργκ διαφωνούσε με πάθος: ο Πέερ Γκυντ είναι ένα κριτικό σχόλιο πάνω στο ρομαντικό ήθος και όχι μια αφελής εικονογράφησή του, υποστήριζε το 1933, ενώ ταυτόχρονα επέμενε πως η μουσική του Γκριγκ αλλοιώνει το έργο, το κάνει «όμορφο» και το εξωραΐζει.


Φαίνεται πως κάποιος έπιασε το «υπονοούμενο»: το 1948, ο Νορβηγός σκηνοθέτης Χανς Γιάκομπ Νίλσεν παρήγγειλε νέα, μη μελωδική μουσική που υπογράμμιζε την ψυχολογική εξέλιξη του έργου. Ο Νίλσεν προσπάθησε να παρουσιάσει τον Πέερ Γκυντ όχι ως ένα ταξίδι στη Νορβηγία αλλά ως ένα ταξίδι στο ανθρώπινο μυαλό.

«Πέερ Γκυντ» στο Εθνικό Θέατρο: Παραμύθια του Ίψεν στην ομίχλη Facebook Twitter
Φωτο: Πάτροκλος Σκαφίδας

Η μεγάλη αναβάπτιση ήρθε το 1957 διά χειρός Ίνγκμαρ Μπέργκμαν: ο κορυφαίος Σουηδός έβαλε σκοπό να ανασύρει το ιψενικό κείμενο από τον συναισθηματισμό και τα ρομαντικά στερεότυπα που είχαν κολλήσει επάνω του σαν μούχλα όλες αυτές τις δεκαετίες. Το εσωτερικό, πνευματικό ταξίδι του ήρωα (τον ενσάρκωσε ο Μαξ φον Σίντοφ) προς την ανυπαρξία αποδόθηκε οπτικά με τη σταδιακή απομάκρυνση όλων των σκηνικών και την αντικατάστασή τους από προβολές σχεδίων με μαύρη κιμωλία.

Πλησιάζοντας στο τέλος της διαδρομής του, ο ήρωας βρέθηκε σε μια τεράστια, απογυμνωμένη σκηνή, βυθισμένη στο σκοτάδι. Η αίσθηση ασχήμιας, σκληρότητας και βίας διαπερνούσε τα «κοινωνικά» επεισόδια της παράστασης, με αποκορύφωμα την τρομακτική επίσκεψη του Πέερ στο τρελοκομείο του Καΐρου. Τίποτε ρομαντικό, τίποτε «όμορφο» στη χώρα Μπέργκμαν.


Σαν παραμύθι στα νορβηγικά δάση του 19ου αιώνα μοιάζει το πρώτο μέρος της παράστασης που είδαμε στο Εθνικό: με τοπικές χωριάτικες φορεσιές, καλύβες, ξύλινους μύλους που γίνονται ρόδες του λούνα-παρκ όταν ανάψουν τα λαμπιόνια τους. Αποσπάσματα από τη μουσική του Γκριγκ συνοδεύουν τη δράση, εντός και εκτός της οποίας γλιστρά ο Αφηγητής, δηλαδή ο Πέερ σε ώριμη ηλικία, ο οποίος παρατηρεί τα καμώματα του νεότερου εαυτού του και ενίοτε του απευθύνεται. Ομίχλη, τόνοι ομίχλης.

Η σκηνή του γάμου βρίσκει τα τύμπανα να χτυπούν και τους χωρικούς να αλαλάζουν, καθώς ο Πέερ δρασκελίζει τα βρύα και τις λειχήνες για να χαθεί στους λόφους του Χέγκσνταντ.


Η κυρίαρχη εικονογραφική διάθεση πασπαλίζεται σιγά-σιγά από σουρεαλιστικές πινελιές: οι φελινικές φιγούρες των τρολ με την υπερχειλίζουσα σάρκα επιχειρούν να προσδώσουν μια οργιαστική-σεξουαλική νότα στο ειδυλλιακό τοπίο.

Στο δεύτερο μέρος, με τον Πέερ μεσήλικα πλέον, παρακολουθούμε μια σειρά από ακατέργαστα και θαμπά επεισόδια, όπως π.χ. η συνάντηση με τους εκπροσώπους των μεγάλων δυνάμεων, η επίσκεψη στο άσυλο, ο μονόλογος με τις μαϊμούδες, ο διάλογος με τη βεδουίνα Ανίτρα ‒ μένουν όλα σε ένα εξωτερικό, περιγραφικό επίπεδο, κυρίως όσον αφορά την εκφορά του λόγου και το αμήχανο στήσιμο των ηθοποιών.

«Πέερ Γκυντ» στο Εθνικό Θέατρο: Παραμύθια του Ίψεν στην ομίχλη Facebook Twitter
Η Στεφανία Γουλιώτη μοιάζει να μη βρήκε σημείο επαφής με τον ρόλο της, τον οποίο φοράει σαν «παλτό» της μαμάς. Φωτο: Πάτροκλος Σκαφίδας


Ως εδώ τίποτα δεν έχει «ειπωθεί» επί σκηνής ‒με εξαίρεση τα πληθωρικά τρολ‒ που να μην το διαβάσαμε στις σκηνικές οδηγίες του Ίψεν. Στην πέμπτη πράξη, όμως, τα πράγματα αποκτούν ξαφνικά ενδιαφέρον. Εδώ αναπτύσσεται πιο καθαρά και άρτια η ιδέα ότι η αναζήτηση του εγώ, ενός εγώ που διαρκώς διαφεύγει και αλλάζει, ενδέχεται να οδηγεί στην τρέλα.

Η αντίληψη αυτή γεννάει τις πιο γόνιμες σκηνές της παράστασης: τον Πέερ να πνίγεται μπροστά σε έναν γιγάντιο τοίχο ψυχιατρείου, ενώ ο κυνικός παθολογοανατόμος εισβάλλει με τα πράσινα γάντια του και υπόσχεται να του ανοίξει το κρανίο ‒ μια πολύ ωραία οπτική μεταφορά για το «ναυάγιο» που ζητάει το κείμενο.

Λίγο αργότερα, βλέπουμε το πλήθος να εκποιεί τα υπάρχοντα του Πέερ και να μιλά γι' αυτόν σα να ήταν ήδη νεκρός ή τον ίδιο να μονολογεί στο δάσος, βγάζοντας τα ρούχα του για να ξεφλουδίσει το περίφημο «κρεμμύδι»: «Πόσο πολλά στρώματα! Πότε θα φτάσω στην καρδιά; (κάνει κομματάκια το κρεμμύδι). Πουθενά! Το εσωτερικό είναι το ίδιο γερασμένο, μόνο κάπως πιο μικρό... Η φύση μού κάνει πλάκα».

Το κέντρο είναι άδειο, δεν υπάρχει πυρήνας, δεν υπάρχει «αυθεντικός» εαυτός, όπως πίστευαν οι Ρομαντικοί. Ο Φουκό μίλησε για το «τέλος του ανθρώπου» και ο Μποντριγιάρ για την πραγματικότητα ως προσομοίωση.

Ο Ίψεν διαισθάνθηκε κάτι πολύ βαθύ, δεκαετίες προτού το οσμιστούν οι φιλόσοφοι της αποδόμησης και του μεταμοντέρνου. Δεν υπάρχει αυτόνομος, ενιαίος εαυτός με μία συνείδηση. Όπως η «γνώση» ή η «αλήθεια, έτσι και το «εγώ» είναι κατασκευή που συναρμολογείται μέσα από μια εξαιρετικά σύνθετη διαδικασία κοινωνικών, ιστορικών, γλωσσικών διεργασιών, μεταλλάξεων και υπονομεύσεων.


Η παράσταση δεν φτάνει τόσο μακριά. Παρόλο που ενσωματώνει αρκετά κωμικά/ειρωνικά στοιχεία ‒π.χ. την ερμηνεία του Ιερώνυμου Καλετσάνου ως Κουμποχύτη-Δράκουλα‒, εμμένει επί της ουσίας σε μια παρωχημένη ρομαντική διάθεση, η οποία οικοδομείται όχι μόνο μέσω της μουσικής και της χρήσης της, όχι μόνο μέσω των ειδυλλιακών «τοπίων» χαμένων στην ομίχλη αλλά και μέσω της ερμηνείας του ίδιου του σκηνοθέτη-«ώριμου» Γκυντ: εμφατική εκφορά του λόγου, παραληρηματικά ξεσπάσματα με (μουσικό) υπερτονισμό στις κορυφώσεις, ψευτοστοχαστικός τόνος («Αυτό είναι ο άνθρωπος...»), στόμφος, μια μεγαλόσχημη υποκριτική που καθόλου δεν ελκύει τον σημερινό θεατή.

«Πέερ Γκυντ» στο Εθνικό Θέατρο: Παραμύθια του Ίψεν στην ομίχλη Facebook Twitter
Φωτο: Πάτροκλος Σκαφίδας


Το γλυκερό τέλος της παράστασης παρουσιάζει τον απελπισμένο ήρωα να χορεύει βαλς με την καλή Σόλβαϊγ, βρίσκοντας επιτέλους «την αναγνώριση στην αγκαλιά της ιδανικής συντρόφου», όπως διαβάζουμε στο πρόγραμμα. Στην τελευταία σκηνή της θρυλικής παράστασης του Πέτερ Στάιν (Βερολίνο, 1971), η Σόλβαϊγ είναι γριά και τυφλή: παίρνει τον Πέερ αγκαλιά σε μια πόζα-απομίμηση της Πιετά · κι έτσι, κοκαλωμένους, τους μεταφέρουν οι τεχνικοί στο κέντρο της σκηνής, ανάμεσα σε όλα τα άλλα αντικείμενα-μουσειακά «εκθέματα» της παραγωγής.

«Η ιδέα της εξιλέωσης του Πέερ μέσα από τη γενναιόδωρη αγάπη της Σόλβαϊγ ήταν ένας ηθικοπλαστικός επίλογος, τον οποίο ο Πέτερ Στάιν συρρίκνωσε σε μια κούφια ρομαντική εικόνα, ιδανική μεταφορά για την κιτς βιομηχανία μαζικής αναπαραγωγής κενών μύθων» σημειώνουν οι Φρέντερικ και Λίζε-Λόνε Μάρκερ στην εξαιρετική μελέτη τους Ibsen's Lively Art (1989).


Ενθουσιώδης ο Γιάννης Τσουμαράκης ως πρώτος Πέερ, άγουρος ο Πάνος Παπαδόπουλος ως δεύτερος. Ο Δημήτρης Μοθωναίος, ως τρίτος, υιοθετεί μια τυπική, πρωτόλεια εκφορά του λόγου που δεν μας προκαλεί να τον ακολουθήσουμε. Η Στεφανία Γουλιώτη, τέλος, μοιάζει να μη βρήκε σημείο επαφής με τον ρόλο της, τον οποίο φοράει σαν «παλτό» της μαμάς.

Info:

Πέερ Γκυντ του Χένρικ Ίψεν

Εθνικό Θέατρο

Κτίριο Τσίλλερ - Κεντρική Σκηνή

Σκηνοθεσία: Δημήτρης Λιγνάδης

Ερμηνεύουν: Δ. Λιγνάδης, Στ. Γουλιώτη, Ιερ. Καλετσάνος, Δ. Μοθωναίος.

Σκηνικά-κοστούμια: Απ. Παπαθεοχάρης

Μουσική: Γ. Χριστοδουλόπουλος

 

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Το ημέρωμα της στρίγγλας»: Ήταν ο Σαίξπηρ μισογύνης;

The Review / «Το ημέρωμα της στρίγγλας»: Ήταν ο Σαίξπηρ μισογύνης;

Γιατί εξακολουθεί να κερδίζει το σύγχρονο κοινό η διάσημη κωμωδία του Άγγλου βάρδου κάθε φορά που ανεβαίνει στη σκηνή; Ο Χρήστος Παρίδης και η Βένα Γεωργακοπούλου συζητούν με αφορμή την παράσταση που σκηνοθετεί η Εύα Βλασσοπούλου.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Darkest White»: Ένα σύμπαν που εξερευνά την ανθεκτικότητα και τη δύναμη της γυναίκας 

Θέατρο / «Darkest White»: Ο εμφύλιος από την πλευρά των χαμένων

Το έργο της Δαφίν Αντωνιάδου που θα δούμε στο Φεστιβάλ Αθηνών, εξερευνά μέσω προσωπικών και ιστορικών αναμνήσεων και μέσα από την ανθεκτικότητα και τη δύναμη της γυναικείας παρουσίας, ιστορίες εκτοπισμού και επιβίωσης. 
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Beytna: Μια παράσταση χορού που είναι στην ουσια ένα τραπέζι με φίλους

Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας / Beytna: Μια παράσταση χορού που είναι στην ουσία ένα τραπέζι με φίλους

Ο σπουδαίος λιβανέζος χορευτής και χορογράφος Omar Rajeh, επιστρέφει με την «Beytna», μια ιδιαίτερη περφόρμανς με κοινωνικό όσο και γαστριμαργικό αποτύπωμα, που θα παρουσιαστεί στο πλαίσιο του φετινού 31ου Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Η νύφη και το «Καληνύχτα, Σταχτοπούτα»

Θέατρο / Η Καρολίνα Μπιάνκι παίρνει το ναρκωτικό του βιασμού επί σκηνής. Τι γίνεται μετά;

Μια παράσταση-περφόρμανς που μέσα από έναν εξαιρετικά πυκνό και γοητευτικό λόγο, ένα κολάζ από εικόνες, αναφορές, εξομολογήσεις, όνειρα και εφιάλτες μάς κάνει κοινωνούς μιας ακραίας εμπειρίας, χωρίς να σοκάρει.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Ακούγεσαι Λυδία, Ακούγεσαι ίσαμε το στάδιο

Επίδαυρος / «Ακούγεσαι, Λυδία, ίσαμε το στάδιο ακούγεσαι»

Κορυφαίο πρόσωπο του αρχαίου δράματος, συνδεδεμένη με εμβληματικές παραστάσεις, ανατρέχει σε δεκαπέντε σταθμούς της καλλιτεχνικής της ζωής στην Επίδαυρο και αφηγείται προσωπικές ιστορίες, επιτυχίες και ματαιώσεις, εξαιρετικές συναντήσεις και συνεργασίες, σε μια πορεία που αγγίζει τις πέντε δεκαετίες.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ο Ούρλιχ Ράσε και το παρασκήνιο της ιστορίας της Ισμήνης

Θέατρο / Η σκηνή του Ούρλιχ Ράσε στριφογύριζε - και πέταξε έξω την Ισμήνη

Στην παράσταση που άνοιξε την Επίδαυρο, ο Γερμανός σκηνοθέτης επέλεξε να ανεβάσει μια Αντιγόνη χωρίς Ισμήνη. Η απομάκρυνση της Κίττυς Παϊταζόγλου φωτίζει τις λεπτές –και άνισες– ισορροπίες εξουσίας στον χώρο του θεάτρου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου μέσα στη γοητεία και στον τρόμο του Δράκουλα

Πρώτες Εικόνες / Dracula: Η υπερπαραγωγή που έρχεται το φθινόπωρο στην Αθήνα

Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου μιλά αποκλειστικά στη LiFO για την πιο αναμενόμενη παράσταση της επερχόμενης σεζόν, για τη διαχρονική γοητεία του μύθου που φαντάστηκε ο Μπραμ Στόκερ στα τέλη του 19ου αιώνα, για το απόλυτο και το αιώνιο μιας ιστορίας που, όπως λέει, τον «διαλύει».
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ερωτευμένος με τον Κρέοντα

Θέατρο / Ο Rasche αγάπησε τον Κρέοντα περισσότερο από την Αντιγόνη

«Η εκφορά του λόγου παραδίδεται αμαχητί σε μια άκρατη δραματικότητα, σε ένα υπερπαίξιμο, σε μια βεβιασμένη εμφατικότητα, σε έναν στόμφο παλιακό που θα νόμιζε κανείς πως έχει εξαλειφθεί πλέον. Η σοβαροφάνεια σε όλο το (γοερό) μεγαλείο της». Έτσι ξεκίνησε φέτος η Επίδαυρος.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Πολεμικοί Ανταποκριτές: Ψάχνοντας την αλήθεια μέσα στο ζόφο του πολέμου

Θέατρο / Πολεμικοί Ανταποκριτές: Ψάχνοντας την αλήθεια μέσα στον ζόφο του πολέμου

Σε μια περίοδο που ο πόλεμος αποτελεί βασικό συστατικό της καθημερινότητάς μας, μια παράσταση εξετάζει όσα μεσολαβούν μεταξύ γεγονότος και πληροφορίας και πώς διαμορφώνουν την τελική καταγραφή και την ιστορική μνήμη.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Η τραγική ιστορία και η άγρια δολοφονία μιας θαρραλέας περφόρμερ

Θέατρο / Η τραγική ιστορία και η άγρια δολοφονία μιας θαρραλέας περφόρμερ

Όταν η Πίπα Μπάκα ξεκίνησε να κάνει oτοστόπ από την Ιταλία για να φτάσει στην Ιερουσαλήμ δεν φαντάστηκε ότι αυτό το ταξίδι-μήνυμα ειρήνης θα κατέληγε στον βιασμό και τη δολοφονία της. Mια παράσταση που θα δούμε στο Φεστιβάλ Αθηνών αναφέρεται στην ιστορία της.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ο Σίμος Κακάλας ξορκίζει τα χάλια μας με μια κωμωδία γέλιου και αίματος

Θέατρο / Ο Σίμος Κακάλας ξορκίζει τα χάλια μας με μια κωμωδία γέλιου και αίματος

Τα «Κακά σκηνικά» είναι «μια κωμική κόλαση» αφιερωμένη στη ζοφερή ελληνική πραγματικότητα, μια απόδραση από τα χάλια της χώρας, του θεάτρου, του παγκόσμιου γεωπολιτικού γίγνεσθαι, ένα ξόρκι στην κατάθλιψη.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Χρήστος Παπαδόπουλος: «Κάθε μορφή τέχνης χρειάζεται το εσωτερικό βάθος»

Θέατρο / Χρήστος Παπαδόπουλος: «Mε αφορά πολύ το "μαζί"»

Το «τρομερό παιδί» από τη Νεμέα που συμπληρώνει φέτος δέκα χρόνια στη χορογραφία ανοίγει το φετινό 31ο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας με τους Dance On Ensemble και το «Mellowing», μια παράσταση για τη χάρη και το σθένος της ωριμότητας.  
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Κάνεις χορό γιατί αυτή είναι η μεγάλη σου ανάγκη

Χορός / «Κάνουμε χορό γιατί αυτή είναι η μεγάλη μας ανάγκη»

Με αφορμή την παράσταση EPILOGUE, ο διευθυντής σπουδών της σχολής της Λυρικής Σκηνής Γιώργος Μάτσκαρης και έξι χορευτές/χορεύτριες μιλούν για το δύσκολο στοίχημα τού να ασχολείται κανείς με τον χορό στην Ελλάδα σήμερα.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μαρία Κωνσταντάρου: «Ερωτεύτηκα αληθινά στα 58»

Οι Αθηναίοι / Μαρία Κωνσταντάρου: «Δεν παίζω πια γιατί δεν υπάρχουν ρόλοι για την ηλικία μου»

Μεγάλωσε χωρίς τη μάνα της, φώναζε «μαμά» μια θεία της, θυμάται ακόμα τις παιδικές της βόλτες στον βασιλικό κήπο. Όταν είπε πως θέλει να γίνει ηθοποιός, ο πατέρας της είπε «θα σε σφάξω». Η αγαπημένη ηθοποιός που έπαιξε σε μερικές από τις σημαντικότερες θεατρικές παραστάσεις αλλά και ταινίες της εποχής της είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ο Γιάννος Περλέγκας ανεβάζει τον «Κατσούρμπο» του Χορτάτση

Θέατρο / Γιάννος Περλέγκας: «Ο Κατσούρμπος μας είναι μια απόπειρα να γίνουμε πιο αθώοι»

Ο Γιάννος Περλέγκας σκηνοθετεί το έργο του Χορτάτση στο πλαίσιο του στο πλαίσιο του Κύκλου Ρίζες του Φεστιβάλ Αθηνών. Τον συναντήσαμε στις πρόβες όπου μας μίλησε για την αξία του Κρητικού συγγραφέα και του έργου του και την ανάγκη για περισσότερη λαϊκότητα στο θέατρο. Κάτι που φιλοδοξεί να μας δώσει με αυτό το ανέβασμα.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Βασίλης Παπαβασιλείου

Απώλειες / Βασίλης Παπαβασιλείου (1949-2025): Ένας σπουδαίος διανοητής του ελληνικού θεάτρου

«Αυτό, λοιπόν, το οφείλω στο θέατρο: τη σωτηρία από την κακομοιριά μου»: Ο σκηνοθέτης, μεταφραστής, ηθοποιός και δάσκαλος Βασίλης Παπαβασιλείου πέθανε σε ηλικία 76 ετών.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ