Ενός κακού μύρια προηγούνται. Του Ευγένιου Αρανίτση Facebook Twitter
Ο Χάρης Βλαβιανός φωτογραφημένος από τον Πάρι Ταβιτιάν για τη LIFO

Ενός κακού μύρια προηγούνται. Του Ευγένιου Αρανίτση

0

ΝΑ ΚΛΕΒΕΙΣ είναι διασκεδαστικό. Να σε κλέβουν, όχι και τόσο. Να σε πιάνουν δεν ξέρω, δεν μ’ έχουν πιάσει ποτέ.

 

Ο Διογένης ο Κυνικός είχε δει ένα μεσημέρι τον ρήτορα Δημοσθένη να γευματίζει σε μια ταβέρνα και πλησίασε ελαφρώς παραξενεμένος, δεδομένου ότι οι ταβέρνες, εκείνη την εποχή, θεωρούνταν κακόφημα στέκια και πρατήρια τροφής Β’ διαλογής, όπου έτρωγαν μόνον οι ξένοι και οι ζητιάνοι ― απ’ την πλευρά του, ο Δημοσθένης δεν ήταν ο τύπος που θα χαιρόταν να δώσει δείγματα αντικοινωνικής συμπεριφοράς οπότε, βλέποντας τον φιλόσοφο να κατευθύνεται προς το μέρος του στηριγμένος στη βακτηρία του και συνοδευόμενος ως συνήθως από δυο τρεις αδέσποτους σκύλους, τραβήχτηκε βαθύτερα στο εσωτερικό του ταβερνείου με την ελπίδα ότι έτσι θα μπορούσε να κρυφτεί ώστε να αποφύγει την υποχρέωση να δώσει εξηγήσεις· εντούτοις, κατά την αφήγηση του Λαέρτιου πάντοτε, ο Κυνικός έσκυψε το κεφάλι του διά μέσου του πλαισίου του παραθύρου και, εντοπίζοντας τον ένοχο στο ημίφως, του είπε: «Όσο πιο μέσα μπαίνεις, τόσο πιο μέσα ΣΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ μπαίνεις.»

 

Παρομοίως και με τον Χάρη Βλαβιανό: όσο πιο ζωηρά αντιδρά στις συγκεκριμένες απρέπειες που του καταλογίζουν, τόσο πιο ζωηρά αντιδρά ΣΤΙΣ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΑΠΡΕΠΕΙΕΣ και όχι σε οτιδήποτε άλλο ας πούμε, όπως θα έκανε ο καθένας για να εισπράξει τα οφέλη ενός αντιπερισπασμού. Έτσι, οι κατηγορίες εξακολούθησαν να εκκρεμούν και να μεγεθύνονται, κατά τρόπο κραυγαλέο, σ’ έναν στρεβλό δημοσιογραφικό χωροχρόνο στιγματισμένο απ’ την πεποίθηση ότι η ζωή είναι ένα πρόσχημα για να αποσπάς διακρίσεις που αμφισβητούνται. Κάτω απ’ την πίεση μιας τέτοιας αντίφασης, το μεσημέρι της 1ης Ιουλίου, και κωφεύοντας στις υποδείξεις μου για αυτοσυγκράτηση, ο εκδότης της Ποιητικής εκτόξευσε απ’ τους πρόποδες του Λυκαβηττού προς το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας Συγγραφέων μιαν οργισμένη δήλωση παραίτησης, της οποίας το περιεχόμενο δεν επιδεχόταν αντίρρηση, πόσο μάλλον παρερμηνείες. Κατά τη γνώμη μου, το να μην επιδέχεται  παρερμηνείες μια δήλωση είναι λάθος τακτικής. Σιβυλλικές δηλώσεις, με παράλληλη διατήρηση της επιχειρησιακής θέσης stand by, είναι ο τέλειος συνδυασμός για ένα ξέγνοιαστο καλοκαίρι. 

 

Εδώ αντίθετα η έκρηξη ακούστηκε μέχρι την Τήνο. Καμία σχέση με την ευγενέστατη και χαμηλών τόνων παραίτηση του αυτοκράτορα Ακιχίτο της Ιαπωνίας, πράγμα περίεργο αν το λεπτολογήσει κανείς, αφού ο Χάρης είχε φλερτάρει στο παρελθόν με την Άπω Ανατολή κεντώντας αναρίθμητες ιμπρεσσιονιστικές μονοκοντυλιές σε μορφή χαϊκού, οπότε κάλλιστα θα μπορούσε να έχει δελεαστεί απ’ το ενδεχόμενο μιας πρωτοβουλίας που θα αποσκοπούσε, καταπραϋντικά, στην ικανοποίηση του εφήμερου και του επουσιώδους. Τουναντίον, προτίμησε τη χρήση αντιαρματικής ρουκέτας: «Αηδιασμένος από τις κλιμακούμενες επιθέσεις ηθικής εξόντωσής μου που κίνητρό τους είναι ο φθόνος, μέσω των οποίων βάλλεται και η Εταιρεία Συγγραφέων, και επειδή δεν επιθυμώ να καταστήσω την Εταιρεία πεδίο και στόχο μιας ακόμη λασπομαχίας δηλώνω ότι παραιτούμαι από μέλος της. Παρακαλώ να ενημερώσετε τα μέλη της.»

Aπό μόνο του το γεγονός ότι ο Χάρης διατυμπανίζει έντονους προβληματισμούς αναφορικά με την περιφρούρηση της ηθικής του υπόληψης δίνει το πράσινο φως για την έγερση αντιρρήσεων ευρείας ακροαματικότητας, αν όχι και για πικάντικα νούμερα επιθεώρησης.

 

Παραβλέποντας κανείς τα ιδιόρρυθμα ελληνικά αυτού του ευτυχώς λακωνικού κειμένου, συγκρατεί τη δυσοίωνη εντύπωση ότι η θεματική αναβάθμιση της λογοτεχνικής τουριστικής σαιζόν με λασπόλουτρα και spa προτείνεται σαν η πιο αξιόπιστη επιλογή για το άμεσο μέλλον. Στο πυρετό του σαββατόβραδου, η συναισθηματική φόρτιση της επιστολής παρέχει τη μετά θάνατον επιβεβαίωση όλων όσοι πίστευαν ότι είναι μάταιο να προσπαθεί κανείς να διορθώσει μια σειρά σφαλμάτων προσθέτοντας ακόμη ένα. Σαν οξύμωρο, άλλωστε, καταγράφεται η εξωτερίκευση του αισθήματος «αηδίας» του παραιτούμενου απέναντι στα πεπραγμένα όσων τον εχθρεύονται, τη στιγμή που και αυτοί και οι υπόλοιποι γνωρίζουν ότι η κατά συρροήν ανάμειξη σε χαμερπείς δοσοληψίες παρασκηνίων τον αφήνει  δίχως ίχνος ναυτίας και με αμείωτη την όρεξη για ένα εύγευστο δείπνο στην Ράτκα. 

 

Παρομοίως, ο αυτοκτονικός υπαινιγμός σχετικά με την επαπειλούμενη ηθική του εξόντωση συμβάλλει στο να διατηρείται στο επίκεντρο το ζήτημα της ακεραιότητας, που είναι ακριβώς το αδύνατο σημείο του, εκείνο που οι αντίδικοι θα μπορούσαν άνετα να εκμεταλλευτούν κρατώντας ανοιχτή γραμμή με τις λεγεώνες των μαρτύρων κατηγορίας. Αυτοί ήδη σχηματίζουν ουρές στο ταμείο. Διότι, από μόνο του το γεγονός ότι ο Χάρης διατυμπανίζει έντονους προβληματισμούς αναφορικά με την περιφρούρηση της ηθικής του υπόληψης δίνει το πράσινο φως για την έγερση αντιρρήσεων ευρείας ακροαματικότητας, αν όχι και για πικάντικα νούμερα επιθεώρησης. Είναι σαν εγώ να ανησυχούσα μήπως με χαρακτηρίσουν πολυλογά και παρορμητικό ή σαν, ας πούμε, να ανησυχεί η κ. Ελισάβετ Κοτζιά μήπως χάσει, με τα χρόνια, την παροιμιώδη κριτική της διορατικότητα. Πρακτικά μιλώντας, η επιστολή τράβηξε πάλι την προσοχή πάνω σ’ εκείνες τις ρωγμές που θα έπρεπε εξαρχής να συγκαλυφθούν με γυψοκονίαμα. Μαζί τράβηξε τα πυρά, λ.χ. τα δικά μου. Ένα νέο ρεκόρ στρατηγικής αδεξιότητας, πρωτοφανές στην Ιστορία των φιλολογικών διενέξεων, έμελλε να κατακτηθεί με τη πιο περιεκτική δήλωση της δεκαετίας.

 

 

Σ’ AYTH τη διπλωματική πανωλεθρία  προστέθηκε το ξέσπασμα περί «φθόνου», που ισοδυναμούσε με παραδοχή ότι ο διαμαρτυρόμενος εγκαθιστά τον εαυτό του σε μια θέση αρκετά περίοπτη ώστε οι άλλοι, αναπόφευκτα, να ενδίδουν στον πειρασμό της διαβολής για να παρηγορήσουν τη μειονεξία τους. Δυστυχώς, ένα τέτοιο συμπέρασμα δεν επιτρέπεται να ανακοινώνεται απ’ τον ίδιο τον συμπεραίνοντα, ακόμη κι αν αληθεύει, εφόσον θα ήταν όντως αδόκιμο να κρίνουμε το πόσο σπουδαίος είναι κανείς με μέτρο τη δική του διαβεβαίωση, οσονδήποτε διαπρύσια, ή το αν ορκίζεται πως τον έχουν ματιάσει. Σημειωτέον ότι κι εγώ έχω κάνει ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου για να με φθονούν αλλά μετά βίας κατόρθωσα, ύστερα από 35 χρόνια, να καρπωθώ τον φθόνο δύο μόνον ατόμων, κι αυτών με το ζόρι. Δεν είναι τόσο εύκολο όσο νομίζει ο Χάρης. Ευκολότερο είναι να αναγκάσεις τους άλλους να αριστεύσουν σε μαθήματα διαχείρισης θυμού.

 

Επομένως, το ΔΣ θα έπρεπε να του είχε ζητήσει να περικόψει τις εμπρηστικές κορώνες επ’ ωφελεία της ισορροπίας του λογοτεχνικού οικοσυστήματος, για την οποία επαγρυπνούν οι πάντες πλην ημών των συγγραφέων ― μεταφραστές και εκδότες, δημοσιογράφοι και καθηγητές, σύζυγοι ξένων ελληνιστών και φοιτήτριες που διαπρέπουν στο rewriting, σερβιτόροι εστιατορίων του Κολωνακίου και ισόβια μέλη Επιτροπών διψασμένα για γνησιότητα και πηγαία πρωτογενή ομορφιά. Αν μη τι άλλο, το να περικόπτεις πού και πού κατιτίς είναι ένα χρέος αβροφροσύνης όταν έχεις πετύχει διά βίου το να μη σε περικόπτουν από πουθενά. Εξάλλου, όπως είπε ο Μπόρχες, δεν υπάρχει περίπτωση να ασκηθεί λογοκρισία σ’ ένα κείμενο, ακόμη και στρατιωτική λογοκρισία, δίχως το κείμενο να βελτιωθεί. Ο Βλαβιανός, φαντάζομαι, θα δεχόταν την πρόταση μείωσης των ντεσιμπέλ ασυζητητί, αφού δεν είναι στον χαρακτήρα του το να απορρίπτει παρακλήσεις θεσμικών παραγόντων αψήφιστα. Κάπως έτσι λειτουργούσε το πράγμα ανέκαθεν. Ανταλλάσσουμε παρακλήσεις  και, μια μέρα, μπορεί κάποιος από μας να βρεθεί στην απονομή των Όσκαρ, πάνω στη σκηνή, ανάμεσα στο πιάνο και στην Πενέλοπε Κρουζ.

 

Άρα, ή ίδια η παραίτηση αναδεικνύεται, εξ αντιδιαστολής, σαν η παράδοξη αντίδραση ενός ανθρώπου που ουδέποτε παραιτείται από κάτι το οποίο τον βολεύει, περιλαμβανομένου του προνομίου να εκπλήσσεται δυσάρεστα μπροστά σε συνέπειες που προκάλεσε ο ίδιος. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα μπορούσε, έστω στο παρά 5’, να στρέψει το μειονέκτημα υπέρ του, εγκαταλείποντας τη λογοτεχνική διασημότητα με σύμβαση αορίστου χρόνου και επιστρέφοντας στο δελτίο παροχής υπηρεσιών. Για να μη σας κουράζω, ο Χάρης ουδέποτε υποπτεύθηκε πόσο τυχερός ήταν όταν τον κατηγόρησαν ΜΟΝΟΝ για λογοκλοπή. Εκείνο που, επίσης, δεν κατάλαβε είναι πως οι τέσσερις ιππότες της Αποκάλυψης, που τον κυνηγούν ανελέητα κατά μήκος των συνόρων της αχανούς πνευματικής ερήμου των καιρών μας, δεν είναι τίποτα ψαρωμένοι πρωτοετείς της Φιλοσοφικής· απεναντίας, πρόκειται για σκληραγωγημένα και εμπειροπόλεμα άτομα με δεκάδες χιλιάδες φιλολογικά και δημοσιογραφικά ένσημα και με μαθητεία δίπλα σε θρύλους όπως ο Ρένος Αποστολίδης και ο Νάνος Βαλαωρίτης. Τέτοια άτομα δεν κάνουν τίποτα στην τύχη ―· αν του προσάπτουν κατηγορίες με τον νόμο περί πνευματικών δικαιωμάτων, αντί για οτιδήποτε πιο ουσιώδες, συμβαίνει διότι αυτές οι μομφές είναι οι μόνες που μπορούν να στηριχτούν, και επομένως να τελεσιδικήσουν, επί τη βάσει απτών αποδείξεων. Απ’ ό,τι βλέπω, άλλη ενδεδειγμένη επαγγελματική απάντηση δεν θα μπορούσε να σταθεί στη σκακιέρα. Λέγε με Κασπάροφ.

Oι τέσσερις ιππότες της Αποκάλυψης, που τον κυνηγούν ανελέητα κατά μήκος των συνόρων της αχανούς πνευματικής ερήμου των καιρών μας, δεν είναι τίποτα ψαρωμένοι πρωτοετείς της Φιλοσοφικής· απεναντίας, πρόκειται για σκληραγωγημένα και εμπειροπόλεμα άτομα με δεκάδες χιλιάδες φιλολογικά και δημοσιογραφικά ένσημα και με μαθητεία δίπλα σε θρύλους όπως ο Ρένος Αποστολίδης και ο Νάνος Βαλαωρίτης.

 

Διότι θα ’ταν αστείο να δεχτώ ότι παλαίμαχοι όπως ο Μπλάνας ή ο Σιώτης, δυσκολεύονται να διακρίνουν την αστρονομική απόσταση που χωρίζει τα διακειμενικά κομψοτεχνήματα βιρτουόζων καλλιτεχνών και συγγραφέων από τις σχολικές αντιγραφές μέτριων ανθρώπων που απλώς αγκομαχούν στην προσπάθεια να συντάξουν δύο σελίδες πρόζας. Περί Κουτσουρέλη ομοίως ― σαν λαθραναγνώστης βιβλίων όπως η Νύχτα ή ο Αέρας Αύγουστος, αρνούμαι να πιστέψω ότι ένας ποιητής που συνέλαβε στιγμές τόσο αξιομνημόνευτες για τη μουσική και ζωγραφική τους εκλέπτυνση αποτυγχάνει στο να αντιληφθεί ότι άλλο να κλέβεις απ’ το συρτάρι ψιλά, ή και χοντρά, κι άλλο να κλέβεις την παράσταση. Αρνούμαι, τέλος, να πιστέψω ότι ένας άνθρωπος σαν τον Πατίλη, οσονδήποτε συντηρητικός και παλιομοδίτης σε ζητήματα φιλολογικής δεοντολογίας, θεωρεί στ’ αλήθεια την ιντερνετική ξεπατικωτούρα ενός φοιτητή που βασανίζεται απ’ τη δυστοκία της διπλωματικής του σαν μια χειρονομία συγκρίσιμη, ηθικά και πολιτισμικά, με τα υπέροχα παλίμψηστα των αναφορών του Βων Γουίλλιαμς σε συγκεκριμένα  μοτίβα της εποχής των Τυδώρ ή με τη χαρισματική επανάληψη, από πλευράς Χατζιδάκι, αυτούσιων θεμάτων του Μάλερ ή του Φωρέ, για να μην πούμε και για την 40ή Συμφωνία του Μότσαρτ. Το ότι και στις δύο περιπτώσεις έχουμε μη αδειοδοτημένη χρήση ξένης περιουσίας, δεν εξασφαλίζει καμιά ουσιαστική συγγένεια στις δύο ποιότητες ― θα’ ταν σαν να μπερδεύαμε ένα άλογο μ’ ένα σκαμνάκι επειδή και τα δύο προσφέρουν μιαν ευκαιρία να θαυμάσουμε το ηλιοβασίλεμα καθιστοί. 

 

 

Άρα, όπως σε όλα τα ζητήματα αυτής της κατηγορίας, έτσι κι εδώ, εκείνο που μετράει ΔΕΝ είναι ο τυφλοσούρτης κάποιας τυπικής εφαρμογής νομικών και ηθικών κανόνων αλλά το κατά περίστασιν αξιολογικό κριτήριο που συνοψίζει τον αντίκτυπο της μαρτυρίας του έργου στο θέατρο της συλλογικής μας συνείδησης: το ερώτημα δεν είναι τι επιτρέπεται να κάνεις και τι όχι, όπως στο Λύκειο, το ερώτημα είναι ΠΟΙΟΣ το κάνει, ΜΕ ΠΟΙΟ κίνητρο και με ΠΟΙΟ αποτέλεσμα. Για να το πάμε απ’ την αρχή, δεν χρειάζεται να είσαι ο Σωσσύρ ή ο Λακάν προκειμένου να καταλάβεις ότι δεν υφίσταται ιδιοκτησία εντός του συμβολικού συστήματος· αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που ο Ερμής, ως θεός της γλώσσας, ήταν παράλληλα θεός των κλεφτών ―, και η αλληγορία θα σταματούσε εκεί, όμως τώρα πια τα σημαίνοντα, εξαιτίας του διαρκούς πληθωρισμού και της προϊούσας ανεδαφικότητας που τα απονοηματοδοτεί, δεν είναι απλώς οι παλιές καλές γνώριμες λέξεις αλλά, επίσης, ευρύτερες γλωσσικές ενότητες, φράσεις, παράγραφοι, σελίδες ή και ολόκληρες δομές ― μετά απ’ το προφητικό Πιερ Μενάρ, συγγραφέας του Δον Κιχώτη, ένα βιβλίο σάς περιμένει, κυρίες και κύριοι, για να προσθέσετε, κατευθείαν, στο εξώφυλλο, τ’ όνομά σας. ΑΥΤΗ είναι η δυνατότητα που αποπειράται να υπεξαιρέσει ο Βλαβιανός, όχι τα ψήγματα του κειμένου.

 

ΜEINAME ETΣΙ, μ’ ένα πουκάμισο αδειανό· η ιδέα ήταν ότι, εφεξής, δεν θα υπήρχαν σημαινόμενα, μόνον καθαρές διαφορές μεταξύ σημαινόντων, ένα περιβάλλον οφθαλμαπάτης ― ό,τι πρέπει για λογοκλόπους με σπουδές στο εξωτερικό.  Το κάθε τι που κάποτε υπονόμευε την προστασία του κύρους της γλώσσας είχε βαθμιαία απενοχοποιηθεί, ενώ οι διακειμενικές συχνότητες διαλαλούσαν πλέον τη λήξη των πρωτείων της αποκλειστικότητας και μας επέβαλλαν να αποδεχτούμε, όσο απρόθυμοι κι αν είμαστε, ότι ο συγγραφέας ήταν μάλλον ένας γραφέας, ο ποιητής ένας αναγνώστης κι ο αναγνώστης ένας κριτικός εξουσιοδοτημένος, αλλά και καταδικασμένος, να αναθεωρεί στο διηνεκές σημασίες που ουδέποτε ωριμάζουν. Διαψεύδοντας την ίδια την ιστορική και οντολογική ρίζα της πρωτοτυπίας, ο κατεξοχήν αυτοαναφορικός κόσμος της ύστερης νεωτερικότητας, όπου το κεντρικό νόημα έχει χαθεί ανεπιστρεπτί μαζί με τις διαδρομές της αιτιοκρατίας και τις μεταφυσικές βεβαιότητες, μεταμορφώνεται σε μια γιγάντια ενδοχώρα παρωδίας, μεταστροφών και ανασυνθέσεων: ο κόσμος δεν καταλήγει πια σε μια συμβολική αναπαράσταση του εαυτού του αλλά σ’ έναν ρευστό κατοπτρισμό των σημειολογικών παιγνιδιών που τον απαρτίζουν. Ελπίζω να μη φανώ αγενής υποστηρίζοντας ότι, ερήμην όλων όσοι φιλονικούν περί τη λογοκλοπή υπό την αιγίδα του διλήμματος ηθικό/ανήθικο, νόμιμο/παράνομο κττ., το θέμα εξακολουθεί να τίθεται κάθε άλλο παρά διαζευτικά: στην πραγματικότητα, η σκηνοθεσία του διακειμενικού ορίζοντα υποδέχεται τις αντηχήσεις όλων εκείνων των αδιεξόδων που μεταφέρει ο συγγραφέας απ’ τη μία αποτυχία στην άλλη και τους παρέχει μιαν ύστατη  πρόσβαση στα τεχνάσματα της ευγλωττίας. Δεν μιλάω εννοείται για αγοραίες αποτυχίες τύπου Βλαβιανού αλλά για την παρακμιακή φυσιογνωμία της εποχής συνολικά.

 

Ό,τι και αν γράψει τώρα πια ένας συνθέτης τραγουδιών μοιάζει κλεμμένο από κάπου ― ό,τι κι αν πεις κάτι θυμίζει, ό,τι κι αν ζωγραφίσεις παραπέμπει σ' ένα πρωτότυπο που λείπει. Στην απέραντη νύχτα που διαδέχεται τον πολιτισμό του πάλαι ποτέ κυρίαρχου Homo significant, ο γαλαξίας των επιδράσεων είναι η μόνη υπόσχεση φωτός, μια λοξή ανταύγεια απ' τις τραγωδίες του παρελθόντος που επανέρχονται δίχως τίποτα το τραγικό.

 

Έκτοτε, η χαλάρωση των σχέσεων ανάμεσα στις λειτουργίες του γραπτού σημαίνοντος και στο υποκείμενο της γραφής δεν παύει να προαναγγέλλει την κατάρρευση των θεσμών στο εσωτερικό του σύμπαντος της πνευματικής ιδιοκτησίας, ενώ η τελευταία διαλύεται στην ανωνυμία των δικτύων, όπου οι πηγές βρίσκονται πουθενά και παντού. Αυτό είναι το αληθές περιεχόμενο της έννοιας του θανάτου του συγγραφέα που ο Βαγενάς, με τη διαγεγνωσμένη δυσκολία του στο να κατανοεί μεταφορές, το πέρασε για κηδειόσημο. Οπότε, σε πείσμα των όσων γράφουν τα εγχειρίδια ή τα καταστατικά των ενώσεων των συγγραφέων, τα έργα είναι περισσότερο κείμενα παρά έργα, δηλαδή αστερισμοί σημείων που επικοινωνούν μέσω εναλλακτικών διασυνδέσεων χωρίς υπογραφή, σχηματίζοντας συστήματα πολλαπλών εισόδων και καμίας εξόδου, εκτός ίσως απ’ αυτήν που χρησιμοποιεί ο Βλαβιανός για να τρυπώνει λαθραία στις ξένες ανθολογίες. Λογοτεχνική ραδιοπειρατεία ή ζώνη του λυκόφωτος, πείτε το όπως θέλετε, πάντως τα γλωσσικά σύμβολα παίρνουν τον λόγο αυτεπαγγέλτως, σαν τις φωνές των νεκρών, και πλημμυρίζουν την ακουστική ενός περιστρεφόμενου κειμενικού χάους. Εξού και το περίφημο, απ’ την δεκαετία του ’90, άλυτο πρόβλημα των δικηγόρων των δισκογραφικών εταιρειών: ό,τι και αν γράψει τώρα πια ένας συνθέτης τραγουδιών μοιάζει κλεμμένο από κάπου ― ό,τι κι αν πεις κάτι θυμίζει, ό,τι κι αν ζωγραφίσεις παραπέμπει σ’ ένα πρωτότυπο που λείπει. Στην απέραντη νύχτα που διαδέχεται τον πολιτισμό του πάλαι ποτέ κυρίαρχου Homo significant, ο γαλαξίας των επιδράσεων είναι η μόνη υπόσχεση  φωτός, μια λοξή ανταύγεια απ’ τις τραγωδίες του παρελθόντος που επανέρχονται δίχως τίποτα το τραγικό. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο κάθε απατεώνας, έχοντας μεσάνυχτα απ’ όλ’ αυτά, είναι πρωτοπόρος επειδή μπουσουλάει στο σκοτάδι με τα τέσσερα.

 

Συνεπώς, δεν θα συμφωνήσω με τον φίλο μου τον Ευρυπίδη Γαραντούδη που ζητάει να σεβόμαστε, κατά τη σύνταξη του κατηγορητηρίου, τη διάκριση μεταξύ λογοτεχνικού πεδίου και επιστημονικού ή δημοσιογραφικού· η διάκριση δεν αφορά πεδία αλλά ΠΟΙΟΤΙΚΑ ΕΠΙΠΕΔΑ. Τι θα αποφαινόμαστε δηλαδή για την τεράστια παραγωγή υβριδικών κειμένων όπου το δοκίμιο αμιλλάται την επιστήμη ή η δημοσιογραφία ερωτοτροπεί με τη λογοτεχνία; Το αυτό ίσχύει και για την απαρχαιωμένη αντιδιαστολή ποίησης και πρόζας που κρίθηκε διατηρητέα με απόφαση του Υπουργείου Παιδείας. Είτε πρόζα είτε ποίηση, το δάνειο δίνει εξετάσεις αλληλεγγύης και αισθητικής προσαρμογής: αν το μόσχευμα δεν γίνεται δεκτό απ’ τον οργανισμό του κειμένου ανταποδίδοντας ένα μειδίαμα ευλογίας, μιαν ορισμένη αισθητική και ψυχική κατάφαση στη συνδυαστική εφευρετικότητα του ξενιστή, ζήτω που καήκαμε, ότι κι αν λένε οι φιλόλογοι. ΓΙ’ ΑΥΤΟ ενοχλούν οι υπεξαιρέσεις του Βλαβιανού· η κλοπή ενοχλεί διότι ο κλέφτης κλέβει το αντικείμενο ΕΙΔΙΚΑ επειδή ΔΕΝ το κατανοεί και άρα διαλέγει έναν ανορθόδοξο και παιδαριώδη τρόπο να το κατέχει ― αν το κατανοούσε θα ήξερε ότι του ανήκει ούτως ή άλλως κι ότι η κλοπή είναι περιττή.

Το ευρωπαϊκό σινεμά δεν είχε μεσουρανήσει ακόμη, όταν ο Ντύρενματ διαπίστωνε, το ’56, μ’ έναν αναστεναγμό, ότι «όλες οι πιθανές ιστορίες έχουν ήδη γραφτεί»· μ’ αυτό το αξίωμα υπονοούσε ότι οι ιστορίες που γράφουμε, πια, είναι αλλότριες. Όχι ακριβώς σαν να τις έχουμε κλέψει, αλλά σαν να γράφονται ούτως ειπείν από μόνες τους, εκείθεν του κορεσμού, σ’ έναν τόπο όπου η υποκειμενικότητα πλεονάζει. Μέχρι και οι υπάλληλοι του Public ξέρουν ότι, μαζί με την Ιστορία, τελειώνει και η Ιστορία της λογοτεχνίας ― τα κινητά τηλέφωνα πωλούνται στο ισόγειο ενώ τα βιβλία στο ρετιρέ όπου η λογοτεχνία απογειώνεται ως απάντηση στη βαρύτητα που της λείπει. Για τους απαιτητικούς, θα προσθέσω ότι ΑΝ αυτή η διαβρωτική εισβολή της προσομοίωσης στο περιβάλλον των δημιουργικών συμβάντων καθίσταται εφικτή, ΔΕΝ είναι επειδή το αποφάσισαν κάποιοι «μεταμοντέρνοι» μικροτυχοδιώκτες που έπαιρναν γραμμή απ’ τους μεταδομιστές, όπως θα έλεγε ίσως στους φοιτητές του ο Βαγενάς, αλλά διότι ολόκληρη η ιστορική, πολιτική και φιλοσοφική περιπέτεια της εποχής συνοψίζεται σε μια τέτοια περιστολή των εξουσιών της αυθεντίας, δηλαδή κατ’ ουσίαν στην παραχώρηση της πρωτοβουλίας από τον Παίχτη στο Παιγνίδι. Άντε τώρα να πείσεις τον Βαγενά ότι ένας Καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών ανακαλείται απ’ τη βαθμίδα της αυθεντίας λόγω της παγκόσμιας επιδημίας του γνωσιοθεωρητικού σχετικισμού κι ότι τα κεφαλαία αρχικά ψηφία του τίτλου στέκονται  στο κενό σαν τους κίονες σε ερείπια αρχαίου τεμένους! Θα ’ταν κάπως σκληρό και για όσους εμπιστεύονται την Wikipedia.

 

ΓΙ' ΑΥΤΟ ενοχλούν οι υπεξαιρέσεις του Βλαβιανού· η κλοπή ενοχλεί διότι ο κλέφτης κλέβει το αντικείμενο ΕΙΔΙΚΑ επειδή ΔΕΝ το κατανοεί και άρα διαλέγει έναν ανορθόδοξο και παιδαριώδη τρόπο να το κατέχει ― αν το κατανοούσε θα ήξερε ότι του ανήκει ούτως ή άλλως κι ότι η κλοπή είναι περιττή.

 

Κατά τα λοιπά, με ή χωρίς τη συγκατάθεση των μεγάλων γκουρού της φιλολογίας μας, η επ’ άπειρον επέκταση των έκκεντρων και μη ιεραρχημένων σημειολογικών διακλαδώσεων που αναπτύχθηκαν πάνω στη χρεοκοπία του παλιού έλλογου κόσμου, αυτού που ονομάστηκε «αναλογικός», εν ολίγοις η καινούργια διάχυτη αλλά καθολική ηγεμονία του μετανεωτερικού παραδείγματος, παίζει δίχως αντίπαλο και σαρώνει όλες τις ιδεοληψίες περί υδατοστεγούς διάκρισης των ειδών, των Σχολών και των εποχών, της οποίας υπεραμύνονται φανατικά οι νοσταλγοί του Δημαρά, καθηλωμένοι στο πρωκτικό στάδιο της συσσώρευσης υποσημειώσεων. Είτε αρέσει είτε όχι, το ραντεβού έχει δοθεί στη σκηνή των διακειμενικών αντίλαλων όπου ο λεγόμενος ποιητής, αν υπάρχει ακόμη κάτι τέτοιο, θα συλληφθεί να παραβιάζει τη νομοθεσία για το ξέπλυμα χρήματος και θα αφεθεί ελεύθερος με εγγύηση το προϊόν της εργασίας του ― αλλά ΠΟΙΟ προϊόν; Ας το φέρει να το δούμε. Σε τέτοιες αμήχανες εποχές για τους  ηρακλειδείς των λογοτεχνικών Μνημονίων, δεν ενδείκνυται να απολαμβάνεις την ηλιοθεραπεία σου στις νήσους Κέυμαν ούτε καν αν σου πληρώνει τα έξοδα το Υπουργείο Πολιτισμού.

 

Το να υποθέσει κανείς ότι οι Πλανόδιοι κυνηγοί λογοκλόπων αγνοούν τα παραπάνω, θα ήταν νομίζω μια εκτίμηση υπερβολικά στενοκέφαλη. Φυσικά και τα ξέρουν. Αν κατέληξαν να συνυπολογίζουν περιπτώσεις χυδαίας αντιγραφής και διακειμενικές χειρονομίες υψηλής περιεκτικότητας σε πνευματικές πρωτεϊνες, το κάνουν απλούστατα για να  ευτελίσουν την γραμμή υπεράσπισης του Βλαβιανού, εξαρχής λανθασμένη και ευάλωτη σε ακαριαία χτυπήματα κάτω και πάνω απ’ τη ζώνη με παράλληλους κυλιόμενους βομβαρδισμούς από αέρος. Διευκρινίζω ότι αυτός πρώτος, όταν τον συνέλαβαν με τα ασημικά, και αντί να την κοπανήσει από το παράθυρο του μπάνιου όπως τον συμβούλεψα, έμεινε να φυλάει τις Θερμοπύλες μιας αξιοπρέπειας που είχε χαθεί χωρίς να λείπει από κανέναν, επικαλούμενος καταστάσεις διακειμενικής εκτάκτου ανάγκης ή παίρνοντας όρκο ότι το πρόγραμμα Word, στον υπολογιστή του, δεν αναγνωρίζει τα εισαγωγικά. Οπότε πρόσφερε τον εαυτό του αφιλοκερδώς για τον Β’ ανδρικό ρόλο ενός απολογητικού εγχειρήματος που αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στην αφέλεια και την έπαρση με τρόπο θλιβερά ενοχοποιητικό. Μόλις ξημέρωσε, οι αντίδικοι αναδιπλώθηκαν ταχέως στη μόνη απάντηση που θα έκανε τους ενόρκους ευτυχισμένους: αποφάνθηκαν ότι δεν νοείται διακειμενικότητα και ότι ΟΛΑ τα ανεκτελώνιστα αγαθά αποτελούν προϊόντα λεηλασίας. Χονδροειδής και συνάμα αριστουργηματικός ελιγμός, που υποχρέωνε τον Βλαβιανό να αποδείξει όχι ότι δεν ήταν ελέφαντας, πράγμα αδύνατον για οποιονδήποτε, αλλά ΟΤΙ ΗΤΑΝ, πράγμα εξίσου αδύνατον, εφόσον, οφθαλμοφανώς, πολύ απείχε απ’ το να είναι. Έτσι οι διώκτες, ανταποκρινόμενοι  σε ένα ψέμα μ’ ένα πιο εντυπωσιακό ψέμα, ανθεκτικό σε κάθε τέχνασμα λογικής και δικονομικής αντιμετώπισης, ξαναπήραν το πάνω χέρι κατευθείαν, για να μας θυμίσουν, και με το δίκιο τους, ότι ποτέ δεν το είχαν χάσει. 

 

 

ΜΙΜΟΥΜΕΝΟΣ ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ εκείνο που ξυπνούσε κάθε πρωί τον άγιο Φραγκίσκο της Ασσίζης για να προσευχηθεί, ο υποφαινόμενος είχε βαρεθεί να προειδοποιεί τον Χ.Β. ότι δεν θα γλίτωνε εύκολα απ’ αυτούς τους εργασιομανείς και ανυποχώρητους ανθρώπους, παρά μόνον ίσως αν αποσυρόταν για δυο τρία τέρμινα εκτός ορατότητας, στο ημίφως μιας αργοπορημένης μετριοφροσύνης, έστω προσποιητής, βάζοντας λουκέτο στην «παράγκα». Δεν το έκανε αλλά προτίμησε να περάσει ένα μυθιστορηματικό καλοκαίρι χορεύοντας με τους λύκους. Κρίμα, διότι έτσι αμαυρώνονται συλλήβδην όλες αυτές οι όμορφες καλλιτεχνικές πιρουέτες της διακειμενικής εκλεκτικότητας, μαζί και οι ταχυδακτυλουργικές λαθροχειρίες με τις οποίες τσιμπολογάω πού και πού κανέναν στίχο του Νερούντα πίσω απ’ την πλάτη του Πατίλη, ενόσω αυτός έχει στραμμένη την προσοχή του στον Βλαβιανό. 

 

Όχι και τόσο ιπποτική, λοιπόν, η γραμμή επίθεσης που υποστήριξε το Νέο Πλανόδιον είναι εντούτοις νόμιμη, τουλάχιστον τυπικά, και σχεδόν ασυναγώνιστη ως προς τη διεκπεραιωτική της απλότητα. Υπενθυμίζω ότι το Γραφείο Ομοσπονδιακών Ερευνών του Υπουργείου Δικαιοσύνης των Ηνωμένων Πολιτειών παρέπεμψε τελικώς τον Αλ Καπόνε για εγκλήματα φοροδιαφυγής. Αφού η μαφία πουλούσε τρέλα, πουλούσαν τρέλα κι οι εισαγγελείς. Διαφορετικά, κανένας δεν θα μπορούσε να αποδείξει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ένα ποιητικό έργο είναι λχ. ανάξιο βράβευσης σε βαθμό ώστε οι τέσσερις βραβεύσεις να ξυπνούν υποψίες. Και κανείς δεν δικαιούται να καυτηριάσει δίχως 100% ατράνταχτες αποδείξεις τον αντιδεοντολογικό χαρακτήρα συναναστροφών των οποίων το ύφος εγείρει ενστάσεις για σύγκρουση συμφερόντων, διαφθορά, μεροληψία, ραδιουργίες ή αθέμιτο ανταγωνισμό. Οπότε, οι διώκτες του Χ.Β., σε μιαν επίδειξη ακραίου πραγματισμού, αναμφισβήτητα κυνικού αλλά, επαναλαμβάνω, νομότυπου, τον στρίμωξαν στη γωνία με μεθόδους δοκιμασμένες απ’ το FBI ― και δεν μιλάμε πλέον για τη γωνία Σόλωνος και Ιπποκράτους. Ενώ το μόνον που είχε να κάνει ο Χάρης ήταν να παρουσιάζει μιαν άψογη βιτρίνα λογιστικών υποθέσεων και τώρα θα βρισκόταν στις Κυκλάδες, ευτυχής, με μαγιό, παρέα με φιλοξενούμενους βρετανούς ελληνιστές και την Κάρσον. Αντ’ αυτού, επέμενε να κρατάει διπλά βιβλία, γεγονός που έδωσε λαβή στους επικριτές του για να αναρωτιούνται, στεντορεία τη φωνή, μήπως τα πρωτότυπα είναι ήδη αντιγραμμένα Κύριος οίδεν από πού. Απληστία; Ματαιοδοξία; Επιπολαιότητα; Οξύτατη περίπτωση εθισμού σε τελετές λογοτεχνικής αναγνώρισης; Μεγαλομανία με υποτροπιάζουσες παρατεταμένες κρίσεις βραβευσιφρένειας; Όπως λένε στο Στάνφορντ, you can’t have it both ways, φίλε μου! ΔΙΑΛΕΓΕΙΣ: ή κινήσεις υψηλού ρίσκου με cocktail parties και προώθηση της καινοτομίας στα προϊόντα και στις υπηρεσίες του Public μέσω Ράμφου και Πατρίκιου ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΛΟΓΟΚΛΟΠΗ, ή λογοκλοπή με χαμηλό προφίλ και μετάνοιες στο τιμημένο Κόμμα της ελληνικής λογοτεχνικής εργατιάς. Και τα δύο, ξέχνα το!

 

Οι διώκτες του Χ.Β., σε μιαν επίδειξη ακραίου πραγματισμού, αναμφισβήτητα κυνικού αλλά, επαναλαμβάνω, νομότυπου, τον στρίμωξαν στη γωνία με μεθόδους δοκιμασμένες απ' το FBI ― και δεν μιλάμε πλέον για τη γωνία Σόλωνος και Ιπποκράτους. Ενώ το μόνον που είχε να κάνει ο Χάρης ήταν να παρουσιάζει μιαν άψογη βιτρίνα λογιστικών υποθέσεων και τώρα θα βρισκόταν στις Κυκλάδες, ευτυχής, με μαγιό, παρέα με φιλοξενούμενους βρετανούς ελληνιστές και την Κάρσον

 

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η ομάδα των κατηγόρων εξακολουθούσε να προβάλλει τυπολατρικά, προς την Εταιρεία Συγγραφέων, την απαίτηση να καρατομηθεί ο δράστης σαν λογοκλόπος που συνελήφθη επ’ αυτοφώρω, κατ’ εφαρμογήν του σχετικού άρθρου του Καταστατικού ― στην πραγματικότητα, οι πάντες γνωρίζουν ότι τέτοιες διατάξεις είναι διακοσμητικές, η δε ουσιαστική ενεργοποίησή τους θα σήμαινε, επίσης, την αυτόματη διαγραφή των μελών που αμέλησαν να καταβάλλουν το αντίτιμο της συνδρομής τους ή απουσίαζαν αδικαιολόγητα για τρεις συνεχόμενες γενικές συνελεύσεις ή δεν ξέρω τι άλλο· πιθανολογεί μάλιστα κανείς ότι αν προκρινόταν μια κατά γράμμα εφαρμογή των διατάξεων του Καταστατικού, δεν θα έμενε εντέλει στην πόρτα για να μας αποχαιρετήσει παρά μόνον ο Ιωσήφ Βεντούρας. Οι Πλανόδιοι εκδικητές το γνωρίζουν ΚΑΙ αυτό, ασφαλώς, αλλά εμμένουν μονότονα στην απαρέγκλιτη προέλασή τους, αφού κανείς δεν είναι σε θέση να τους υπαγορεύσει το αντίθετο. Σκέψου πού είχε μπλέξει ο Βλαβιανός, ενώ πίστευε ότι θα την έβγαζε καθαρή μόνον και μόνον εκσφενδονίζοντας τσιτάτα Προπέρτιου, Σέλλεϋ, Ουάιλντ και Τζόυς. Μεγάλο σφάλμα. Το ότι αντλούσε για χρόνια αυτοπεποίθηση από το σύμφωνο μη επίθεσης με την παλιά φρουρά της γενιάς του ’70 ή απ’ τις κραταιές συμμαχίες με τους πρωτοσύγκελους της ακαδημαϊκής κριτικής, πόσο μάλλον απ’ τα εφήμερα φλερτ με τους παντός είδους yesmen της παραπέουσας βιβλιοκριτικής πιάτσας δεν βοήθησε περισσότερο απ’ ό,τι μια ασπιρίνη σε κρίση έλκους. Πάντως, το ΔΣ έδειξε κάτι απ’ τη σοφία που του ζητούσαν οι περιστάσεις εκτελώντας χρέη Ποντίου Πιλάτου. Δεν είναι τυχαίο ότι, στο τέλος, ο Πιλάτος ανακηρύχθηκε άγιος.

 

ΩΣΤΟΣΟ, το ότι η επιείκεια αντέκρουε την έλλειψη έξωθεν καλής μαρτυρίας με τρόπο τόσο απροκάλυπτο δεν απέτρεψε, όπως θα έπρεπε, την παραβίαση του ορίου ταχύτητας στις λεωφόρους της αγανάκτησης. Αναλόγως, η βουλημική απόσπαση τεσσάρων βραβείων μέσα στην ίδια χρονιά, προδίδει την απροθυμία του Χάρη να αντιληφθεί ότι ο απόκοσμος εκείνος αντίλαλος που πλανιόταν στο ημίφως του λαβυρίνθου των φιλολογικών διευθετήσεων δεν ήταν ο αχός των χειροκροτημάτων, όπως νόμιζε, αλλά ο βρυχηθμός του Μινώταυρου που πλησίαζε. Δεν θα υπήρχε πιο συνετή κίνηση απ’ το να περιοριστεί στο Κρατικό Βραβείο αποκλειστικά, που είναι και ετοιμοπαράδοτο. Μέχρι και σ’ εμένα έχει απονεμηθεί και κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε, ούτε καν ο μακαρίτης ο Μπελεζίνης. Τώρα πια, με την εγκαθίδρυση καθεστώτος διαφάνειας στη δημόσια διοίκηση, το παραγγέλνεις Παρασκευή και το Σαββάτο έρχεται σπίτι σου με courier μπροστά στα μάτια όλων. Απορώ γιατί κάποιοι μιλάνε για παρασκήνια!

 

Εξυπακούεται ότι τέτοιο βραβείο ουδέποτε δόθηκε, φέρ’ ειπείν, στον Νίκο Παναγιωτόπουλο ή στον Χάρη Μεγαλυνό, έναν εντελώς αγνοημένο ποιητή, ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ, του οποίου το βιβλίο (Ίκαρος), την επίμαχη χρονιά, ΔΕΝ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΤΑΝ ΚΑΝ στη λίστα της Επιτροπής!! Αφού ο Μεγαλυνός φυτοζωεί μακριά απ’ τα φώτα της εκθαμβωτικής δημοσιότητας της λογοτεχνικής κοινωνίας των δύο τρίτων, επόμενο είναι να τον θεωρεί η Επιτροπή υπεράνω κοσμικών ανταμοιβών· δεν υπήρχε κανένας λόγος να τον ξεβολέψουν τον άνθρωπο, καλοκαιριάτικα, ώστε να βλέπει το όνομά του στις εφημερίδες λες και ήταν κανένας σωματέμπορος ή συζυγοκτόνος. Κάπως έτσι θα σκέφτηκαν, υποθέτω, οι αρμόδιοι κριτές. Μεταξύ μας, τόσο αδέκαστη Επιτροπή είχε να εμφανιστεί από το 1600, όταν το Συμβούλιο των Ιεροεξεταστών που είχε διορίσει ο καρδινάλιος Μπελλαρμίνο καταδίκασε τον Τζορντάνο Μπρούνο σε θάνατο για πεποιθήσεις ηλιοκεντρικής και πανθεϊστικής δεισιδαιμονίας. Τα ’θελε βέβαια ο κώλος του, του Μπρούνο, όπως και του Βλαβιανού. Αντί να αφήσει τον Ήλιο να ταξιδεύει ατάραχος στην τροχιά του μέσα στο σιωπηλό διάστημα, εναντιώθηκε στο Δόγμα, επιτιθέμενος μετωπικά στον πάπα Κλήμη Η’, λες και ο πάπας ήταν κανένας χτεσινός στο επάγγελμα ή λες και τον είχαν εκλέξει στον θρόνο του Αγίου Πέτρου για να σιγοντάρει τους λεονταρισμούς και τις απομυθοποιητικές φαντασιώσεις του κάθε ανεγκέφαλου! Τι θα παθαίναμε δηλαδή αν ο Ήλιος γύριζε πέριξ της Γης όπως όταν είμαστε μαθητές του Δημοτικού, αντί το ανάποδο; Και τι θα πάθαινε ο Βλαβιανός αν έπαιρνε δύο τρία βραβεία λιγότερα όπως του συνέστησα; Πολύς θόρυβος για το τίποτα.

 

Άρα, τα πράγματα δεν είναι ρόδινα. Κατά τη γνώμη μου, η πιο απλή λύση θα ήταν η πιο περίπλοκη: άμεση αποστασιοποίηση Βλαβιανού από οποιαδήποτε θέση του παρέχει το έρεισμα για άσκηση εξουσίας και δημόσια δέσμευση ότι θα μονάσει με τη θεάρεστη φιλοδοξία μιας μυσταγωγικής επανεκκίνησης εκ του μηδενός. Αυτό θα μπορούσε να τον προστατέψει από περαιτέρω φονικές δόσεις επικριτικής ανακεφαλαίωσης του συνόλου των συσχετισμών, επιλήψιμων και μη, που καλλιέργησε τα τελευταία χρόνια στην καρδιά του κυκεώνα των αλληλεξαρτήσεων και των μικροσυμφερόντων της λογοτεχνικής αποικίας. Πιο ανώδυνη λύση θα ήταν η προσωρινή μετοίκηση στο εξωτερικό, λχ. στην Οξφόρδη, μέχρις ότου αποκατασταθεί η ομαλότητα ― με δεδομένη την απαξίωση του νεοελληνικού ταμπεραμέντου και των τριτοκοσμικών ιδιοσυγκρασιακών μας κλίσεων, που τόσο γλαφυρά περιγράφει σαν τοξικές, δεν θα του λείπαμε και πολύ· στο κάτω κάτω, αν αισθανόταν homesick, θα μπορούσε να περνάει για έναν καφέ από την Πρεσβεία όπου όλο και κάποιον γνωστό θα συναντούσε. Αναζητώντας ανακούφιση στη σκέψη ότι η ζωή στην εξορία δοκιμάστηκε με σταυρική υπομονή από πρόσωπα αδιαμφισβήτητης ακτινοβολίας, όπως ο Λουδοβίκος ΙΗ’, ο Ναπολέων Β’, ο Κάρολος Α’ της Αυστρουγγαρίας, ο Γουλιέλμος Β’ της Γερμανίας και ο ημέτερος Κωνσταντίνος Α’, διαπιστώνει κανείς εντούτοις ότι ο χρόνος κυλάει πιο εύκολα απ’ ό,τι αν το υποκείμενο κωπηλατεί νυχθημερόν στον ωκεανό των δημοσίων σχέσεων με κατεύθυνση την Στοκχόλμη. Άσε που θα πρέπει να περάσει απ’ τα στενά του Γιβραλτάρ.

 

 

ΤΟ ΚΑΚΟ ΤΡΙΤΩΣΕ όταν ο Χάρης, παρά τις εκκωφαντικές αντεγκλήσεις γύρω απ’ το βεβαρημένο παρελθόν του, πήρε αψυχολόγητα την πρωτοβουλία να ηγηθεί μιας θορυβώδους καμπάνιας για την αποκαθήλωση του Σεφέρη, τον οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, απεχθανόταν ανέκαθεν ως φαντασιακό alter ego. Ο Σεφέρης, αντίθετα απ’ τους υπόλοιπους της γενιάς του ’30, οι οποίοι διακρίνονταν για κάποια γαλλική παραξενιά και μια μποέμικη έλξη προς τους σουρεάλ πειραματισμούς και τις αντισυμβατικές συμπεριφορές, ήταν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της αναγνώρισης ο κατ’ εξοχήν θεσμικός celebrity κι έτσι χρησίμευε στον Χάρη σαν αγέρωχο πρότυπο ταύτισης, συνεπώς, κατ’ ανάγκην, για να το πούμε ψυχαναλυτικά, και σαν κόκκινο πανί, όπως συμβαίνει με το παιδί κατά το λεγόμενο στάδιο του καθρέφτη, που ενώ καλωσορίζει το κατοπτρικό του είδωλο προκειμένου να συγκροτήσει μια συνεκτική εικόνα του εαυτού του, παίρνει συνάμα το εχθρικό μήνυμα ότι το είδωλο ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ. Τρόπον τινά ο Βλαβιανός, σε ασυνείδητο επίπεδο, επιτέθηκε στον Σεφέρη πιστεύοντας ότι ο Σεφέρης υποδυόταν πρωθύστερα τον Βλαβιανό μπαινοβγαίνοντας τους Faber & Faber ή μηχανορραφώντας για την υφαρπαγή του Νόμπελ. Ιδού πώς φτάσαμε στο μη περαιτέρω. 

 

Κανείς δεν κατάλαβε για ποιο λόγο το εγχείρημα της Άγονης γης έπρεπε ΝΤΕ ΚΑΙ ΚΑΛΑ να αντιπαραβληθεί συντριπτικά με του Σεφέρη αντί να υπολογίζεται απλώς σαν μια νέα πρόταση που επιπλέει παράλληλα με τις υπόλοιπες. Και κανείς δεν κατάλαβε για ποιο λόγο έπρεπε οι έλληνες φορολογούμενοι να διαβάζουν, στις παρουσιάσεις του Τύπου, ότι η μετάφραση του Βλαβιανού δεν ήταν απλώς μια νέα μετάφραση, όπως νόμιζαν, αλλά αντιπροσώπευε την αναμενόμενη μνημειώδη απάντηση της νεοφιλελεύθερης οξφορδιανής πτέρυγας της γενιάς του '80 στην ανατολίτικη νεανική σεφερική προχειρότητα.

 

Ούτε ως προς αυτό με άκουσε ο Χάρης. Μαζί με τον Σεφέρη εκδικήθηκε και τον Έλιοτ αμβλύνοντας τις μουσικές ιδιοτροπίες του έργου, δηλαδή «στρογγυλεύοντάς» το όπως έκανε και με τον Άσμπερυ, κατά κόρον δε με τον Κάμμινγκς, τον οποίο αντιλαμβάνεται σαν «ερωτικό» και «μεταρομαντικό» (!!), και όπως κάνει πάντα με όλους για να τους φέρει στα μέτρα του, που είναι τα μέτρα μιας εύληπτης, καθησυχαστικής αισθηματολογίας και μιας δήθεν στοχαστικής αλλά αβαθούς εξομάλυνσης των αντιθέσεων ― δεν είναι άλλωστε άνευ λόγου ο αγαπημένος των δημοσιογράφων της τηλεόρασης. Τώρα πια, το σωστό θα ήταν να επανεκδόσει τη μετάφραση αφού αφαιρέσει χειρουργικά τις απαξιωτικές αναφορές στον Σεφέρη και αποκαθιστώντας τον τίτλο Έρημη χώρα ώστε να μην υποχρεωθεί η κριτική, στο μέλλον, να πλατειάζει επί ζητημάτων που εμπλέκουν, στην αποσαφήνισή τους, εξειδικευτικές εγκυκλίους του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης. Για τις τελετουργίες της βλάστησης ας μην αγωνιούν οι πανεπιστημιακοί· θα τις αναλάβουν νεαροί που έχουν μελετήσει το έργο του Ρόμπερτ Γραίηβς, ξαπλωμένοι γυμνοί ανάμεσα στα κυκλάμινα.

 

Από τον Χάρη ξαναμαθαίνουμε αυτό που ξέραμε όλοι, εφόσον όλοι υπήρξαμε παιδιά, τουτέστιν ότι τίποτα δεν είναι αρκετό για κάποιον για τον οποίο το αρκετό είναι ελάχιστο. Μπορεί οι οπαδοί του Βάγκνερ να συγκρούονταν κάποτε με τους οπαδούς του Μπραμς, αλλά κανείς δεν κατάλαβε για ποιο λόγο το εγχείρημα της Άγονης γης έπρεπε ΝΤΕ ΚΑΙ ΚΑΛΑ να αντιπαραβληθεί συντριπτικά με του Σεφέρη αντί να υπολογίζεται απλώς σαν μια νέα πρόταση που επιπλέει παράλληλα με τις υπόλοιπες. Και κανείς δεν κατάλαβε για ποιο λόγο έπρεπε οι έλληνες φορολογούμενοι να διαβάζουν, στις παρουσιάσεις του Τύπου, ότι η μετάφραση του Βλαβιανού δεν ήταν απλώς μια νέα μετάφραση, όπως νόμιζαν, αλλά αντιπροσώπευε την αναμενόμενη μνημειώδη απάντηση της νεοφιλελεύθερης οξφορδιανής πτέρυγας της γενιάς του ’80 στην ανατολίτικη νεανική σεφερική προχειρότητα. Άσε που αυτοί οι άνθρωποι, λέγοντας και ξαναλέγοντας ο ένας στον άλλον ότι Η έρημη χώρα αποτέλεσε την ιδρυτική πράξη του μοντερνισμού, σαν να μην υπήρχε γαλλικός ή ισπανικός μοντερνισμός, κοντεύουν να το πιστέψουν και οι ίδιοι. Περιττό να προσθέσω ότι, σε πείσμα της φιλοαγγλοσαξωνικής προκατάληψης του Βλαβιανού, εκατομμύρια καλλιεργημένων πολιτών του δυτικού ημισφαιρίου παραδέχονται πως η ιδρυτική πράξη του μοντερνισμού ήταν το Μια εποχή στην Κόλαση. Πεποίθηση που δεν ντρέπομαι να προσυπογράψω και με τα δύο μου χέρια. 

 

Τηρουμένων των αναλογιών, ισχύει άρα, και εδώ, στη μετάφραση του ποιήματος του Έλιοτ, ό,τι και με οτιδήποτε προηγήθηκε του αυτογκόλ της παραίτησης: ΑΚΡΙΒΩΣ η απόπειρα να υπονομευτεί πάση θυσία το δεδικασμένο της σεφερικής εκδοχής είναι αυτό που επιτρέπει στην τελευταία να επανέρχεται και να στοιχειώνει ειρωνικά όλες τις συγκρίσεις. Για τον Χάρη, η τελετή αποφοίτησης στράβωσε άσχημα· επιχειρώντας να σταθεί με το στανιό πλάι στον ποιητή της Στέρναςγια να δείξει ότι είναι ψηλότερος, μοιάζει πολύ κοντύτερος αφού, πλησιάζοντας με τέτοιαν αναίδεια, δίνει στην ταπεινωμένη διαφορά το έναυσμα για να σηκωθεί και να δευτερολογήσει. Τον προειδοποίησα κατ’ επανάληψιν ότι, με δεδομένη την προβληματική προϊστορία του στα ελληνικά λογοτεχνικά χαρακώματα, εάν δεν χαλιναγωγούσε τον ψυχοπαθολογικό αντισεφερικό του οίστρο εγκαίρως, θα σημειώνονταν δικαιολογημένα αντίποινα ευρείας κλίμακας, αλλά ούτε σ’ αυτό με άκουσε· ασφαλώς, όπως λένε οι Κινέζοι, αν είχε πράγματι τη δυνατότητα να με ακούσει όταν τον προειδοποιούσα, δεν θα χρειαζόταν προειδοποίηση. Τώρα η άγουσα προς τον τόπο της εξιλέωσης είναι μονόδρομος. Λυπάμαι που δεν θα παρευρεθώ για τη φωτογράφιση.

Στήλες
0

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Για την έκφραση «Επάγγελμα ομοφυλόφιλος»

Θοδωρής Αντωνόπουλος / Για την έκφραση «Επάγγελμα ομοφυλόφιλος»

Αν θεωρήσουμε την ομοφυλοφιλία επάγγελμα, αξιότιμε κ. συνήγορε, τότε σίγουρα αυτό θα πρέπει να ενταχθεί στα βαρέα ανθυγιεινά. Τουλάχιστον για όσο μπορούν να δηλητηριάζουν τον δημόσιο λόγο κακοποιητικές απόψεις, αντιλήψεις και πρακτικές, σαν αυτές που είτε εκφέρετε είτε ενθαρρύνετε.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Γιατί το επίπεδο του δημοσίου διαλόγου είναι τόσο απελπιστικά χαμηλό;

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος / Γιατί το επίπεδο του δημοσίου διαλόγου είναι τόσο απελπιστικά χαμηλό;

Αντί να διαφωνήσουμε για το ένα ή το άλλο θέμα, όπως και είναι θεμιτό και αναμενόμενο σε μια δημοκρατία διαλόγου, το μόνο που ξέρουμε να κάνουμε είναι να εξευτελιζόμαστε οι ίδιοι και να εξευτελίζουμε τους άλλους, ωσάν να ήταν οι χειρότεροι εχθροί μας.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Π. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ
O βούρκος των ημερών

Στήλες / O βούρκος των ημερών

Σήμερα: Μηνύματα στο αλεξίπτωτο • • • βουλευτική ηπιότητα • • • περιβαλλοντικη καταστροφή στο Ισραήλ • • • δύσκολες μέρες για τον Μακρόν • • • εμβολιαστική ευνοιοκρατία • • • ένας γενναιόδωρος πρώην οδηγός νταλίκας • • • η περιπέτεια της «μυστικής ομιλίας»
ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ψάχνοντας τις ευθύνες, ξεχάσαμε τους κακούς

Αρετή Γεωργιλή / Ψάχνοντας τις ευθύνες, ξεχάσαμε τους κακούς

Γιατί όλη αυτή η πολιτική χυδαιότητα που αποπροσανατολίζει την κοινή γνώμη από το πραγματικό πρόβλημα και στρέφει τη συζήτηση σε μια στείρα κομματική αντιπαράθεση, στις πλάτες όλων αυτών των παιδιών, που το μόνο που ζητούν είναι δικαίωση και γαλήνη;
ΑΡΕΤΗ ΓΕΩΡΓΙΛΗ
Το δίλλημα με τον Κουφοντίνα

Τι διαβάζουμε σήμερα: / Το δίλλημα με τον Κουφοντίνα

Σήμερα: Τα Ζεν της Βαϊκάλης • • • νίκη μεγαλοψυχίας • • • η βία δεν πτοεί (ακόμη) τους Βιρμανούς • • • μια πρώτη δικαίωση • • • οι επίμονοι Ινδοί αγρότες • • • δημοκρατία και πίτσα • • • ένας τιτάνας
ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ