«Σειρήνια δείπνα»: Τι έτρωγαν κι έπιναν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι;

«Σειρήνια δείπνα»: Τι έτρωγαν κι έπιναν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι; Facebook Twitter
Τι έτρωγαν κι έπιναν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι; Τι λιχουδιές προτιμούσαν, ποιας «ονομασίας προέλευσης» κρασιά εκτιμούσαν, τι προϊόντα και συνταγές ήταν περιζήτητα; Έργο: Peter Paul Rubens, Το συμπόσιο του Αχελώου
0

Τι έτρωγαν κι έπιναν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι; Πώς ήταν η κουζίνα τους, ποια ήταν η δίαιτα των πλουσίων και ποια των φτωχών; Τι λιχουδιές προτιμούσαν, ποιας «ονομασίας προέλευσης» κρασιά εκτιμούσαν, τι προϊόντα και συνταγές ήταν περιζήτητα; Πώς αντανακλώνται στη διατροφή τους η κοινωνική οργάνωση, οι αντιλήψεις, οι συνήθειες και τα έθιμά τους και ποια στοιχεία της μακραίωνης αυτής κουλτούρας συνεχίζουν να επιβιώνουν;


Παρότι εστιάζει περισσότερο στην κλασική εποχή και ειδικά στην αρχαία Αθήνα για την οποία διασώζεται ένα αρκετά μεγάλο σώμα πληροφοριών, η έρευνα του Dalby ξεκινά από το προϊστορικό Αιγαίο και φτάνει μέχρι το Βυζάντιο, την Τουρκοκρατία και τα νεότερα χρόνια, πλαισιωμένη από το εκάστοτε ιστορικό και κοινωνικό περιβάλλον, το οποίο ενίοτε επεκτείνεται γεωγραφικά και χρονικά.

Βασική του πηγή είναι οι «Δειπνοσοφιστές» του Αθήναιου (2ος αι. μ.Χ.) καθώς επίσης πληροφορίες από φιλοσοφικά, ιστορικά και ιατρικά συγγράμματα, αφηγήσεις περιηγητών, ποιητικά και θεατρικά έργα (από τον Όμηρο, τον Αλκμάν, τον Μένανδρο, τον Αριστοφάνη και τον Πλάτωνα μέχρι τον Πλίνιο, τον Ηρόδοτο, τον Γαληνό και τον Εβλιγιά Τσελεμπή), «βιβλία συνταγών» επίσης – πολλά μάλιστα αποσπάσματα παρατίθενται αυτούσια, με την ωραία εικονογράφηση να μυεί τον αναγνώστη ακόμα περισσότερο στο πνεύμα του έργου.

Η περιήγηση αρχίζει με τις θυσίες που οι άνθρωποι της κλασικής περιόδου προσέφεραν στους θεούς πριν από κάθε επίσημο γεύμα. Τελετή που ασκούν άνδρες αλλά προετοιμάζουν οι γυναίκες του σπιτιού και βέβαια οι δούλοι που έτρωγαν χώρια, εννοείται, ό,τι περίσσευε. Το ίδιο και οι γυναίκες που μένανε με τα παιδιά και αρκούνταν στις «δεύτερες» μερίδες, μπορούσαν όμως να διοργανώσουν κατά περίσταση δικά τους συμπόσια.

Σε μια κοινωνία κατ' εξοχήν ανδροκρατική, επόμενο είναι αυτά να αποτελούν μια καθαρά ανδρική υπόθεση – μόνο εταίρες, αυλητρίδες, χορεύτριες και οινοχόοι δικαιούνταν να παρίστανται όταν το κέφι «άναβε», συν βέβαια το απαραίτητο υπηρετικό προσωπικό που στα μεγάλα σπίτια ήταν πολυάριθμο. Κεντρικό πρόσωπο εδώ ήταν ο τραπεζοποιός ή ο αρχιμάγειρας που συχνά νοίκιαζαν τις υπηρεσίες τους επιβλέποντας την όλη διαδικασία, από την αγορά των αγαθών μέχρι το σερβίρισμα, υπήρχε δε μεγάλος συναγωνισμός για το ποιος επώνυμος θα παρέθετε το καλύτερο τραπέζι.

Παρότι εστιάζει περισσότερο στην κλασική εποχή και ειδικά στην αρχαία Αθήνα για την οποία διασώζεται ένα αρκετά μεγάλο σώμα πληροφοριών, η έρευνα του Dalby ξεκινά από το προϊστορικό Αιγαίο και φτάνει μέχρι το Βυζάντιο, την Τουρκοκρατία και τα νεότερα χρόνια


Συνήθως οι καλεσμένοι διανυκτέρευαν στον οικοδεσπότη αφού ένα συμπόσιο ήταν μια διαδικασία πολύωρη και συνιστούσε, βέβαια, μια ιδανική αφορμή κοινωνικοποίησης. Στην οποία, όπως γνωρίζουμε ήδη από το πλατωνικό «Συμπόσιο», όλα είχαν θέση: επικαιρότητα, φιλοσοφικές και πολιτικές συζητήσεις, κουτσομπολιό, ποιητικές απαγγελίες, τραγούδια, πειράγματα, χωρατά, φλερτ, μέχρι και σεξ  – μόνο η μέθη θεωρούνταν απρεπής.

Εκτός από τα ιδιωτικά συμπόσια υπήρχαν και εκείνα που λάμβαναν χώρα στη διάρκεια μεγάλων δημόσιων και θρησκευτικών εορτασμών όπως τα Ανθεστήρια και τα Διονύσια, μια κοινωνική συνήθεια που απαντάται διαχρονικά σε πολλές κουλτούρες. Στα τελευταία επιτρεπόταν, κατ' εξαίρεση, η συμμετοχή δούλων στο φαγοπότι των κυρίων.


Τα φτωχικά νοικοκυριά δεν είχαν τόσα άγχη, ούτε υπηρέτες, όμως κι εκεί ένα ανδρόγυνο σπάνια συνέτρωγε. Κοντά σε αυτά υπήρχαν οι συμποσιακές λέσχες και τα κοινοτικά γεύματα για εργάτες και στρατιώτες, τα οποία σε μέρη όπως η Σπάρτη και η Κρήτη είχαν γενικότερη εφαρμογή, τόσο όμως γι΄αυτά όσο και για τις καθημερινές οικογενειακές συνεστιάσεις λίγα γνωρίζουμε.

Στο μενού των πιο ευκατάστατων της εποχής οι βασικές τροφές συνοδεύονταν από λαχανικά, τυρί, αυγά, ψάρια –φρέσκα ή παστά όπως ο τόνος που αφθονούσε παλιότερα στο Αιγαίο ή το σκουμπρί– και λιγότερο συχνά, κρέας από οικόσιτα, είτε από κυνήγι. Το τυρί, κυρίως πρόβειο, κατσικίσιο ή και αλογίσιο, παρασκευαζόταν από πολύ παλιά, μάλιστα στην Οδύσσεια απαντάται εξειδικευμένο τυροκομικό λεξιλόγιο.


Ανάλογη με το εισόδημα ήταν η χρήση του ελαιόλαδου. Οι ελιές καθαυτές ήταν ορεκτικό για τους εύπορους, βασική τροφή για τους φτωχότερους μαζί με το κριθάρι, τα όσπρια, τα λούπινα, τα μανιτάρια, τα χαρούπια, τα βελανίδια (ναι, τα τρώγαμε κι εμείς ακόμα κι όταν χτίζαμε Παρθενώνες!), τα άγρια χόρτα αλλά και τα σαλιγκάρια τα οποία μάλιστα θεωρούνταν αφροδισιακά. Έφτιαχναν επίσης σούπες με βάση όσπρια και δημητριακά και ζωμούς όπως ο περίφημος σπαρτιατικός «Μέλανας» που άξονα είχε το χοιρινό.

Γενικά μιλώντας, η ελληνική κουζίνα πριν από τους Περσικούς Πολέμους ήταν πολύ πιο απλή και λιτοδίαιτη, για να φτάσει στο απόγειό της στους ελληνιστικούς χρόνους και να βρεθεί αργότερα στη «σκιά» της ρωμαϊκής, την οποία όμως επηρέασε ποικιλοτρόπως.

«Σειρήνια δείπνα»: Τι έτρωγαν κι έπιναν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι; Facebook Twitter
Σε ένα πλούσιο αθηναϊκό δείπνο του 5ο π.Χ. αιώνα έβρισκες τυρί από την Αχαΐα, το ξακουστό μέλι Υμηττού, ξερά σύκα, λεσβιακό και χιώτικο «αίθοπα οίνο», θαλασσινά από την Εύβοια και φυσικά, άφθονο κρασί.


Σε ένα πλούσιο αθηναϊκό δείπνο του 5ο π.Χ. αιώνα έβρισκες τυρί από την Αχαΐα, το ξακουστό μέλι Υμηττού, ξερά σύκα, λεσβιακό και χιώτικο «αίθοπα οίνο», θαλασσινά από την Εύβοια, δαμάσκηνα από τη Δαμασκό, κριθαρένιο ψωμί (σπανιότερα σταρένιο), φάβα ή ζωμό από μπιζέλια, τηγανίτες, βραστούς βολβούς, ραπανάκια για το μεθύσι και βέβαια τις ονομαστές ντόπιες πίτες, παραγεμισμένες με τυρί, μέλι και διάφορα «νωγαλεύματα» (κάτι σαν τις σφακιανές πίτες) και φυσικά, άφθονο κρασί.

Κάποια εξέχοντα συστατικά της σύγχρονης μεσογειακής κουζίνας όπως τομάτες, πατάτες, πιπεριές και κολοκύθια βεβαίως απουσίαζαν, καθώς ήταν άγνωστα ακόμα στην Ευρώπη. Δεν έλειπαν όμως οι σάλτσες και τα γλυκίσματα όπου αντί ζάχαρης χρησιμοποιούσαν μέλι ή σάκχαρα και σιρόπια αποξηραμένων φρούτων. Παρότι δε, σε αντίθεση με μια γνωστή διαφήμιση, οι αρχαίοι αγνοούσαν τη μουστάρδα, είχαν ήδη σε υπόληψη τους σπόρους του σιναπιού.


Η κλασική Αθήνα φημιζόταν και για τα αρτοποιεία της που παρήγαν διάφορους τύπους ψωμιών και αρτοσκευασμάτων. Συχνά τα πασπάλιζαν με σπόρους σουσαμιού, λιναριού ή της αυτοφυούς οπιούχου παπαρούνας, η οποία είχε ευρύτερη μαγειρική και φαρμακευτική χρήση. Ένας εκλεκτός μεζές των αρχαίων Αθηναίων που δύσκολα θα ενθουσίαζε τους σύγχρονους ήταν, διαβάζω, η μήτρα της γουρούνας και ειδικά κάποιας που είχε μόλις αποβάλει – προσωπικά πάντως θα προτιμούσα τα χέλια της Κωπαϊδας, μια άλλη περιζήτητη «γκουρμεδιά».

Από τα πιο δημοφιλή φρούτα ήταν τα σταφύλια, τα μήλα, τα ρόδια και τα άγρια αχλάδια που καταναλώνονταν ήδη από τα χρόνια των Μινωϊτών και των Μυκηναίων, οι οποίοι γνώριζαν επίσης τα καρύδια, τα αμύγδαλα και τα φυστίκια. Σε πολιτισμούς θαλασσινούς και με έφεση στο εμπόριο δεν έλειπαν και τα εισαγόμενα όπως οι λωτοί και οι χουρμάδες, όπως φυσικά και οι ανταλλαγές γνώσεων και γεύσεων με τους λαούς της ευρύτερης περιοχής. Τα παστά λουκάνικα είναι ήδη παρόντα στη διατροφή, όπως και τα παστά ψάρια, τόνος κυρίως καθώς και γάρος που ήταν πιο λαϊκό έδεσμα.


Η καλλιέργεια και παρασκευή του κρασιού είχε ήδη στην κλασική αρχαιότητα εξελιχθεί σε ολόκληρη φιλοσοφία. Υπήρχαν μέχρι και κρασιά «ονομασίας προέλευσης». Αρχικά αυτό καθοριζόταν περισσότερο με γεωγραφικά κριτήρια παρά με ποιοτικά, κάτι που άρχισε να αλλάζει στα ρωμαϊκά χρόνια. Θράκη, Θάσος, Χίος, Λήμνος, Λέσβος, Σάμος, Νάξος, Εύβοια, Αρκαδία, Σπάρτη, Σικελία αργότερα είχαν υψηλές επιδόσεις στην οινοποιία.

Κρασιά εισάγονταν επίσης από Αίγυπτο, Μέση Ανατολή και Μεσοποταμία, αν και οι γηγενείς εκεί προτιμούσαν μπίρα και χουρμαδόκρασο που δεν ξετρέλαιναν τους Έλληνες. Η Σικελία και γενικά η εύφορη «Μεγάλη Ελλάδα», εκτός από περίφημο κρασί παρήγε και εκλεκτό τυρί. Ήταν επίσης πατρίδα διάσημων μαγείρων, ενώ περιζήτητοι ήταν οι σικελικοί «τσελεμεντέδες» όπως του Μίθαικου και του Γλαύκου. Το έπιναν βέβαια κατά κανόνα νερωμένο, συχνά με την προσθήκη μυρωδικών, ρετσινιού ή και πίσσας ενώ το παραδοσιακό τους μπρέκφαστ, το «ακράτισμα», αποτελούσε μια φέτα ψωμί βουτηγμένη σε κρασί ανέρωτο.

Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, η φήμη των ιταλικών κρασιών απογειώθηκε, επισκιάζοντας τα περισσότερα ελληνικά που είχαν επίσης να ανταγωνιστούν τα ισπανικά, τα γαλατικά και τα μικρασιατικά. Ένα άλλο ονομαστό ποτό της αρχαιότητας ήταν ο κυκεώνας, μείγμα κριθάλευρου, νερού, αρωματικών φυτών και βοτάνων.

«Σειρήνια δείπνα»: Τι έτρωγαν κι έπιναν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι; Facebook Twitter
Η καλλιέργεια και παρασκευή του κρασιού είχε ήδη στην κλασική αρχαιότητα εξελιχθεί σε ολόκληρη φιλοσοφία. Υπήρχαν μέχρι και κρασιά «ονομασίας προέλευσης». Φωτό: Κύπελλα κρασιού από την Αρχαία Αθήνα, 500 π.Χ.. © Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, Αρχείο Ανασκαφών Αγοράς


Τα μπαχαρικά που έρχονταν μέσω Περσίας, Αραβίας και Ινδιών δεν ήταν άγνωστα στην κλασική Ελλάδα και ήταν βέβαια ακριβά. Τα χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν φαρμακευτικά σκευάσματα, έλαια και αρώματα (φτιάχνανε μέχρι και κρασί με κανέλα, τον «αψίνθιο οίνο», όχι όμως στο φαγητό τη γεύση του οποίου ενίσχυαν τα λογής μυρωδικά – η μαγειρική χρήση των μπαχαρικών ξεκίνησε στους ελληνιστικούς χρόνους οπότε υπήρξε μεγαλύτερη «όσμωση» με τις ασιατικές κουζίνες αλλά και ευκολότερη πρόσβαση σε αυτά.

Μια άλλη ανακάλυψη των εκστρατειών του Αλέξανδρου ήταν το κίτρο που είχε πολλές χρήσεις όπως επίσης τα ροδάκινα, τα βερύκοκα και τα λεμόνια που άρχισαν να καλλιεργούνται και στον ελλαδικό χώρο. Όσο για τη Μακεδονία καθαυτή, είχε να παινεύεται για τα κρασιά και τα σιτάρια της αλλά κυρίως για τα ποιοτικά της κρέατα – Μακεδόνες και Θράκες διέθεταν μεγαλύτερες εκτάσεις και κατανάλωναν συχνότερα κρέας από τους Έλληνες του Νότου, οι οποίοι συνέδεαν την τακτική κρεοφαγία με τη βουλιμία και τις αχαλίνωτες ορμές.


Τα μακεδονικά συμπόσια έγιναν με τις κατακτήσεις πιο πολυτελή, μιμούμενα τα περσικά, οι δε καλεσμένοι συχνά ξεπερνούσαν τους εκατό αντί για τις λίγες δεκάδες που παρίσταντο στα καλύτερα αθηναϊκά. Τότε καθιερώθηκε το έθιμο να ψήνονται ολόκληρα ζώα στη σειρά παραγεμισμένα με μικρότερα κι ένα σωρό άλλες λιχουδιές, το οποίο απογείωσαν σε δυσθεώρητα ύψη οι εύποροι Ρωμαίοι. Τα παροιμιώδη συμπόσια των οποίων ήταν, εννοείται, ακόμα πολυτελέστερα και πλουσιότερα (πλήθος πληροφοριών για τη ρωμαϊκή κουζίνα και διατροφή παραθέτει και ο Υμπέρ Μοντεγιέ στο ιστορικό μυθιστόρημα «Νερόπολη»).


Τέτοια τραπεζώματα που ήταν, παράλληλα, αφορμές επίδειξης ισχύος, προβολής και δημοσίων σχέσεων προϋπέθεταν φυσικά έναν ολόκληρο «στρατό» προμηθευτών, χασάπηδων, ψηστών, μαγείρων, σερβιτόρων κ.λπ. για να ετοιμαστούν κάθε φορά, χώρια οι διασκεδαστές και η πρόνοια για όσους συνδαιτημόνες επιθυμούσαν ερωτική συντροφιά. Εκτός από τα συμπόσια, τα πανδοχεία και τα λογής ταβερνεία υπήρχαν επίσης «θερμοπωλεία», φαστφουντάδικα δηλαδή σαν αυτό που ανακαλύφθηκε πρόσφατα στην Πομπηία.

Είχαν επίσης τους δικούς τους διάσημους σεφ (ανάμεσά τους και Έλληνες), όπως και τα δικά τους διατροφικά και μαγειρικά εγχειρίδια. Διέθεταν, επιπλέον, ένα απέραντο πεδίο πειραματισμών συνδυάζοντας προϊόντα, γεύσεις και συνταγές από κάθε γωνιά του τότε γνωστού κόσμου.


Οι Βυζαντινοί κληρονόμησαν μια πολυεθνική κουζίνα βασισμένη στην ελληνορωμαϊκή παράδοση την οποία εξέλιξαν περαιτέρω με βάση τις δυνατότητες και τις ανάγκες των δικών τους καιρών. Εισήγαγαν νέες εξωτικές γεύσεις (αυγοτάραχο, χαβιάρι, καπνιστή ρέγκα) και είδη όπως η μελιτζάνα και το νεράντζι, «εφηύραν» επίσης τον παστουρμά.

Εξαιρετικά ήταν, λέγεται, τα ψωμιά τους –η ισχυρότερη συντεχνία στην Κωνσταντινούπολη ήταν των αρτοποιών–. ενώ ήδη από τον 4ο αιώνα είχαν γίνει πολύ δημοφιλή τα παξιμάδια, ιδίως τα κρίθινα. Τα τυριά τους, που μοιάζανε πολύ με τα σύγχρονα ήταν επίσης μια βασική τροφή. Τα πιο ονομαστά προέρχονταν από τη Θεσσαλία, το Αιγαίο, την Κρήτη και την Παφλαγονία.

Στα βυζαντινά χρόνια ανάγονται η ζάχαρη από ζαχαροκάλαμο, οι μαρμελάδες, τα αρωματισμένα αναψυκτικά που πρώτοι είχαν δοκιμάσει οι Ρωμαίοι και τα ηδύποτα. Λέσβος και Χίος αποδείχθηκαν διαχρονικές αξίες στα κρασιά, ενώ κορυφαία θεωρούνταν και τα προερχόμενα από Σάμο, Κρήτη, Θράκη και Βιθυνία. Και εδώ βέβαια οι διατροφικές συνήθειες των πλουσίων διέφεραν από των φτωχότερων, ενώ οι μακρές χριστιανικές νηστείες ενίσχυαν την εφευρετικότητα των μαγείρων - δεν είναι τυχαίο που οι μοναστηριακές κουζίνες αναδείχθηκαν σε «ναούς» γεύσεων, ακόμα κι όταν οι διαθέσιμες επιλογές ήταν ελάχιστες.

«Σειρήνια δείπνα»: Τι έτρωγαν κι έπιναν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι; Facebook Twitter
Οι Βυζαντινοί κληρονόμησαν μια πολυεθνική κουζίνα βασισμένη στην ελληνορωμαϊκή παράδοση την οποία εξέλιξαν περαιτέρω με βάση τις δυνατότητες και τις ανάγκες των δικών τους καιρών.


Ο Dalby ολοκληρώνει το πόνημά του ανατρέχοντας στις διατροφικές συνήθειες της οθωμανικής περιόδου που είναι ακόμα κοντύτερα σε αυτές των νεότερων χρόνων, ακόμα και στους τρόπους ψησίματος ή μαγειρέματος, που κάποιοι ελάχιστα άλλαξαν από την αρχαιότητα. Υπήρξαν πολλά δημιουργικά αντιδάνεια μεταξύ της οθωμανικής κουζίνας και της βυζαντινής, η οποία επιβίωνε στην καθημερινή διατροφή των Ελλήνων και των άλλων όμορων λαών.

Σε μεγάλη εκτίμηση είχαν τα χρόνια εκείνα μέχρι και στο σαράι του Σουλτάνου τόσο το γιαούρτι, όσο και το ξινόγαλο (το αρχαίο οξύγαλα, ayran στα τούρκικα) καθώς επίσης και το σαλέπι, τα γλυκά του κουταλιού και τα διάφορα σερμπέτια, μια εξελιγμένη εκδοχή των βυζαντινών ηδύποτων. Τότε κιόλας εισήχθησαν το τσάι και ο καφές, προσιτά αρχικά μόνο στους έχοντες, ο δε ταπεινός τραχανάς αναδείχθηκε σε βασική τροφή των λαϊκών στρωμάτων. Αξιοσημείωτη είναι η ιδιαίτερη προτίμηση της Υψηλής Πύλης στο κρητικό λάδι, όπως και των Ενετών στο κρητικό κρασί.


Παρά ωστόσο το πέρασμα τόσων αιώνων και πολιτισμών, παρά τις εξελίξεις και τις αλλαγές που συντελέστηκαν στο μεταξύ, «τα περισσότερα στοιχεία της σύγχρονης ελληνικής κουζίνας ήταν ασφαλώς γνωστά στην περιοχή του Αιγαίου ήδη από την κλασική αρχαιότητα και πολύ λίγα πράγματα ήρθαν τελικά να προστεθούν έκτοτε.

Με τα σταφύλια και το κρασί, τις σταφίδες, τα σύκα και το μέλι, το σταρένιο ψωμί και τα κριθαρένια γλυκίσματα, τα κρεμμύδια και το σκόρδο, το αρνάκι και το κατσικάκι, τα ψάρια, τα οστρακοειδή, τα χταπόδια και τα καλαμαράκια, η ελληνική κουζίνα είχε συμπληρώσει εδώ και χιλιάδες χρόνια τα βασικά της συστατικά και, με δεδομένες τις απλές μεθόδους που χαρακτηρίζουν την καλύτερη ελληνική μαγειρική, η αρχαιότερη κουζίνα της Ευρώπης δεν έχασε ποτέ την αυθεντική και μοναδική της γεύση», καταλήγει ο συγγραφέας και ύστερα από όλα αυτά σαν να μου άνοιξε για τα καλά η όρεξη.

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Για ένα αριστούργημα της αρχαίας τέχνης

Αρχαιολογία & Ιστορία / Ο κρατήρας του Ευφρονίου, οι εραστές, τα συμπόσια...

Ο Ευξίθεος δημιούργησε και ο Ευφρόνιος φιλοτέχνησε αυτό το λεπτουργικό αριστούργημα του ερυθρόμορφου ρυθμού που σκοπό είχε να θυμίσει στον ιδιοκτήτη του έναν ανεκπλήρωτο έρωτα. Μετά από δυόμισι χιλιάδες χρόνια και πολλές περιπέτειες μεταξύ μουσείων και αρχαιοκάπηλων, ο κρατήρας του Ευφρονίου επεστράφη στην Ιταλία και εκτίθεται στη Βίλλα Τζούλια. Αυτή είναι η ιστορία του.
ΒΙΒΙΑΝ ΕΥΘΥΜΙΟΠΟΥΛΟΥ
Το βιβλίο που καθόρισε τη γαστρονομία + Μια συνταγή του Alex Pavlov για το τέλειο σαβαρέν

Λέσχη Ανάγνωσης: Γαστρονομία / Το βιβλίο που καθόρισε τη γαστρονομία + Μια συνταγή του Alex Pavlov για το τέλειο σαβαρέν

«Η γαστρονομία ως καλή τέχνη»: Το βιβλίο-σταθμός του Ζαν Αντέλμ Μπριγιά-Σαβαρέν που δεν έπαψε να ανατυπώνεται 195 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση, με μεγάλη πάντα επιτυχία.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η Μάργκαρετ Άτγουντ στο μονοπάτι του πένθους

Βιβλίο / Η Μάργκαρετ Άτγουντ στο μονοπάτι του πένθους

Σ’ ένα απόσπασμα από τα απομνημονεύματά της με τίτλο «Book of Lives: A Memoir of Sorts», που προδημοσιεύει η «Guardian», η διάσημη συγγραφέας περιγράφει τον τρόπο που βίωσε την απώλεια του επί μισό αιώνα συντρόφου της Γκρέαμ Γκίμπσον το 2019.
THE LIFO TEAM
«Intermezzo»: Το βιβλίο της Σάλι Ρούνεϊ που έσπασε όλα τα αναγνωστικά ρεκόρ

Βιβλίο / «Intermezzo»: Το βιβλίο της Σάλι Ρούνεϊ που έσπασε όλα τα αναγνωστικά ρεκόρ

Σε λίγες μέρες κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη το πολυαναμενόμενο νέο βιβλίο της Ιρλανδής συγγραφέως, που έχει κάνει ρεκόρ πωλήσεων και αναγνωσιμότητας. Καταγράφουμε τις πρώτες εντυπώσεις από την ανάγνωσή του.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Άμιτι Γκέιτζ «Ο καλός πατέρας»

Το πίσω ράφι / Έχουν και οι ψεύτες τη χάρη τους. Στα μυθιστορήματα τουλάχιστον

Ο «Καλός πατέρας» της Άμιτι Γκέιτζ πραγματεύεται την κατασκευή της ανθρώπινης ταυτότητας, τον άρρηκτο δεσμό γονιού και παιδιού και τη μεταναστευτική εμπειρία, θίγοντας όψεις του αμερικανικού ονείρου.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
«Σπίτι από ζάχαρη»: Το δίκτυο των ανθρώπινων σχέσεων στο μυθιστόρημα της Τζένιφερ Ίγκαν

Βιβλίο / Πώς θα ήταν αν μπορούσαμε να βιώσουμε ξανά όσα ζήσαμε στο παρελθόν;

Το «Σπίτι από ζάχαρη» είναι ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα με στοιχεία επιστημονικής φαντασίας που διερευνά τους κινδύνους της ψηφιακής εποχής, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την αξία της μνήμης και της σύνδεσης.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Θανάσης Βαλτινός: Η νουβέλα «Η Κάθοδος των Εννιά» του διακεκριμένου συγγραφέα

Οθόνες / «Η Κάθοδος των Εννιά»: Η διάσημη νουβέλα του Θανάση Βαλτινού

Πεθαίνει σαν σήμερα ο διακεκριμένος Έλληνας συγγραφέας. Αυτή είναι η ιστορία ενός από τα εμβληματικότερα βιβλία του και η βραβευμένη μεταφορά της στον κινηματογράφο, το 1984, από τον Χρίστο Σιοπαχά.
ΦΩΝΤΑΣ ΤΡΟΥΣΑΣ
Καρολίνα Μέρμηγκα: «Οι συγγραφείς προχωράμε με αναμμένη δάδα στη σκοτεινή σπηλιά της λογοτεχνίας»

Βιβλίο / Καρολίνα Μέρμηγκα: «Όταν γράφουμε για αληθινούς ανθρώπους, πρέπει να σεβόμαστε τη μνήμη τους»

Η καταξιωμένη συγγραφέας ιστορικών μυθιστορημάτων Καρολίνα Μέρμηγκα μάς μιλάει για τη δύναμη της τέχνης, για το λογοτεχνικό της εργαστήρι αλλά και για τη χαρά της να μεταφράζει Χίλαρι Μαντέλ, τα βιβλία της οποίας επανακυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Πόσο διαβάζεται σήμερα ο Νίκος Καζαντζάκης;

Βιβλία και Συγγραφείς / Πόσο διαβάζεται σήμερα ο Νίκος Καζαντζάκης;

Πεθαίνει σαν σήμερα ο συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης. Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με την Έρη Σταυροπούλου, ομότιμη καθηγήτρια Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, για τον συγγραφέα του «Αλέξη Ζορμπά» και την αντοχή του έργου του.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Στέφαν Τσβάιχ

Το πίσω ράφι / Σε πείσμα όσων περιφρόνησαν τα έργα του Τσβάιχ, η απήχησή τους ακόμα να κοπάσει

Οι ήρωες του Αυστριακού συγγραφέα ταλανίζονται συνήθως από μια αβάσταχτη εσωτερική πίεση, αντικατοπτρίζοντας τη δική του πεισιθάνατη διάθεση. Αυτήν ακριβώς την αίσθηση αποπνέει η συλλογή διηγημάτων του «Αμόκ».
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Marwan Kaabur: «Αγωνιζόμαστε και στον αραβικό κόσμο για δικαιώματα κι ελευθερίες, αλλά προκρίνουμε τον δικό μας τρόπο, στο πλαίσιο της δικής μας κουλτούρας»

Lgbtqi+ / Κι όμως υπάρχουν και «αραβικά καλιαρντά»!

Λίγο πριν από την αθηναϊκή παρουσίαση της αγγλόφωνης έκδοσης του «Queer Arab Glossary» μιλήσαμε με τον συγγραφέα του Marwan Kaabur, για τα «αραβικά καλιαρντά», την ομοφυλοφιλία και την queer συνθήκη στον αραβικό κόσμο, το «pink washing», αλλά και τη συχνά παρεξηγημένη πρόσληψή τους από τη Δύση.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Tα συγκλονιστικά Ημερολόγια Καρκίνου της Όντρι Λορντ και άλλα 4 βιβλία που διαβάζουμε τώρα

Βιβλίο / Tα συγκλονιστικά Ημερολόγια Καρκίνου της Όντρι Λορντ και άλλα 4 βιβλία που διαβάζουμε τώρα

Πέντε αποκαλυπτικά βιβλία για τις γυναίκες με καρκίνο, για τον κόσμο, τα σκουπίδια ακόμα και για τη μακρινή Ιαπωνία ξεχωρίζουν ανάμεσα στις εκδόσεις της πρόσφατης βιβλιοπαραγωγής καλύπτοντας ένα μεγάλο εύρος θεμάτων και ενδιαφερόντων.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Δύο άγνωστες φωτογραφίες του Ρεμπό από τη γαλλική Κομμούνα

Βιβλίο / Δύο άγνωστες φωτογραφίες του Ρεμπό από τη γαλλική Κομμούνα

Σαν σήμερα γεννήθηκε το 1854 ο Αρθούρος Ρεμπό. Ο ποιητής, μουσικός και μπλόγκερ Aidan Andrew Dun έπεσε τυχαία σε δύο εντελώς άγνωστες φωτογραφίες, βγαλμένες στην Place Vendôme, και βρέθηκε μπροστά σε μια μεγάλη έκπληξη: ο έφηβος Αρτίρ Ρεμπό, όπως δεν τον έχουμε ξαναδεί.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Θανάσης Τριαρίδης: Οι μετανάστες θα σώσουν τον κόσμο. Χωρίς αυτούς είμαστε χαμένοι

Βιβλίο / Θανάσης Τριαρίδης: «Οι μετανάστες θα σώσουν τον κόσμο. Χωρίς αυτούς είμαστε χαμένοι»

Έγινε αντιρρησίας συνείδησης, γιατί πιστεύει ότι ο στρατός είναι μια δοξολογία εκμηδένισης του άλλου. Άφησε τη Θεσσαλονίκη επειδή τον έπνιγε ο εθνοφασισμός της. Στην Αντίς Αμπέμπα υιοθέτησε την κόρη του, Αργκάνε. Ο συγγραφέας της «Τριλογίας της Αφρικής», Θανάσης Τριαρίδης, αφηγείται τη ζωή του στη LiFO.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Μια «φόνισσα» εξομολογείται

Το πίσω ράφι / Η Hannah Kent έγραψε τη δική της «Φόνισσα», την Άγκνες που ζούσε στην Ισλανδία τον 19ο αιώνα

Η Αυστραλή συγγραφέας δεν πίστευε ποτέ ότι, χάρη στα «Έθιμα ταφής», οι κριτικοί θα την τοποθετούσαν δίπλα σε λογοτέχνες όπως η Μάργκαρετ Άτγουντ και ο Πίτερ Κάρεϊ.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Χριστίνα Ντουνιά: «Ο Καρυωτάκης μάς δίνει ελπίδα και μας παρηγορεί»

Βιβλίο / «Ο Καρυωτάκης άφησε "το αδέσποτο Τραγούδι" του να μας συντροφεύει»

Στο βιβλίο της «Το όνειρο και το πάθος», η Χριστίνα Ντουνιά, ομότιμη καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας και συγγραφέας αποκαλύπτει αθέατες όψεις του ποιητή και νέα στοιχεία για τη σχέση του με τον Καβάφη μέσα από μια άγνωστη, ως τώρα, επιστολή.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Η Αποκάλυψη είναι μια συνεχής ετυμηγορία»: Η πολιτική ισχύ της άχρονης τέχνης του Κρασναχορκάι

Βιβλίο / «Η Αποκάλυψη είναι μια συνεχής ετυμηγορία»: Η πολιτική ισχύς της άχρονης τέχνης του Κρασναχορκάι

Ο Ούγγρος κάτοχος του φετινού Νόμπελ λογοτεχνίας γράφει με μαγικό τρόπο για τις αποπνικτικές επιπτώσεις της πολιτικής καταπίεσης, περιφρονώντας την προθυμία των ανθρώπων να τις αποδεχτούν.
THE LIFO TEAM
Κωνσταντίνος Καβάφης: Η εξαίρετη βιογραφία του κυκλοφόρησε μόλις στα Ελληνικά

Βιβλίο / Κωνσταντίνος Καβάφης: Η εξαίρετη βιογραφία του κυκλοφόρησε μόλις στα Ελληνικά

Οι καθηγητές Peter Jeffreys και Gregory Jusdanis συνεργάστηκαν και έγραψαν από κοινού τη βιογραφία του μεγάλου ποιητή που φέρει τον τίτλο «Κωνσταντίνος Καβάφης – Ο άνθρωπος και ο ποιητής». Ο Gregory Jusdanis μίλησε στη LifO για το βιβλίο και για τον ποιητή που ήταν «παραδοσιακός και ταυτόχρονα μεταμοντέρνος, ο πρώτος “viral” ποιητής διεθνώς»
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ