Όταν μιλάμε για τη ζωή εκτός Αθηνών, όπως φιλοδοξεί να κάνει αυτή η στήλη, είναι σημαντικό να φέρουμε στην επιφάνεια και ομάδες με σπουδαίο έργο στην ελληνική ύπαιθρο, πέρα από προσωπικά βιώματα ανθρώπων, όπως κάνουμε συνήθως. Μία από αυτές τις ομάδες είναι το Μπουλούκι, μια διεπιστημονική συλλογικότητα που ασχολείται με τη μελέτη των παραδοσιακών υλικών και τεχνικών δόμησης.
Η λέξη «μπουλούκι» αναφέρεται στα σινάφια των μαστόρων που μετακινούνταν ιστορικά από τόπο σε τόπο σε αναζήτηση εργασίας. Στόχος της ομάδας είναι να εντοπίσει και να καταγράψει τη γνώση των κοινοτήτων, των ομάδων ή και των μεμονωμένων ατόμων σχετικά με τις παραδοσιακές τεχνικές δόμησης και τα υλικά, να μελετήσει και να αναδείξει τη γνώση αυτή μέσω εργαστηρίων και ολοκληρωμένων κατασκευαστικών έργων που οργανώνονται σε συνεργασία με τις τοπικές κοινότητες. Στις εργασίες της ομάδας συγκαταλέγονται η διεξαγωγή έρευνας, η διοργάνωση εργαστηρίων, συμποσίων και εν γένει πολιτιστικών και εκπαιδευτικών δράσεων, καθώς και η υλοποίηση κατασκευαστικών έργων σε συνεργασία με τις τοπικές κοινότητες και τους εμπλεκόμενους φορείς.
Το γεγονός ότι ο τόπος απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή και οι μάστορες την έδιναν με το παραπάνω, παράγοντας μοναδικά τεχνικά έργα, φανερώνεται και στο μονοπάτι της αντίπερα όχθης, το οποίο, παρότι μεταγενέστερο, αποκαλύπτει ένα διαρκές μεράκι για την κατασκευή, που είναι απόρροια των απαιτήσεων του τόπου.
Μέχρι σήμερα, το Μπουλούκι έχει εργαστεί κυρίως στις ορεινές περιοχές της Ηπείρου, όπου έζησαν και έδρασαν σημαντικοί τεχνίτες και συνυπήρξαν διάφοροι πολιτισμοί των Βαλκανίων. Αφορμή για τη συζήτησή μας είναι το έργο τους στα Φράστα των κεντρικών Τζουμέρκων. Εκεί η ομάδα αποκαθιστά το παλαιό δημοτικό σχολείο, ώστε το κλειστό για δεκαετίες κτίριο του 1955 και ο περιβάλλων χώρος του να καταστούν λειτουργικά και να φιλοξενήσουν εκπαιδευτικές και ερευνητικές δραστηριότητες της ομάδας. Για αυτό τον σκοπό διοργανώνουν πολυήμερα βιωματικά εργαστήρια στα οποία συμμετέχουν μαθητευόμενοι από όλη την Ελλάδα, στοχεύοντας στην αλληλεπίδραση με τους μόνιμους κατοίκους και το γύρω περιβάλλον.
Πώς ήταν λοιπόν για τους νέους επιστήμονες και επαγγελματίες το να ζήσουν και να δουλέψουν για μερικές εβδομάδες σε ένα μικρό χωριό των Τζουμέρκων; Απευθυνθήκαμε σε δύο νέους αρχιτέκτονες, την Άννα Τσόκα και τον Μιχαήλ Βελένη, που πέρασαν δύο εβδομάδες στο χωριό τον περασμένο Σεπτέμβριο, ως μέρος μιας μεγάλης ομάδας που δούλεψε για την ανακατασκευή της στέγης του χωριού.
Ξεκινήσαμε με το πώς τους φάνηκε το χωριό, τι τους έκανε εντύπωση εκεί. Μας λέει ο Μιχαήλ: «Τα Φράστα Τζουμέρκων είναι ένα μικρό σχετικά χωριό με αραιή οικιστική ανάπτυξη. Βρίσκεται σε μια πολύ όμορφη τοποθεσία, με τον οικισμό να εκτείνεται από τις παρυφές του ποταμού Άραχθου έως και τους πρόποδες του κοντινού ορεινού όγκου των Τζουμέρκων. Κάποια από τα σπίτια είναι παραδοσιακά κτίσματα, ωστόσο τα περισσότερα έχουν χτιστεί σε πιο πρόσφατη εποχή, μετά το '50. Το μέρος φημίζεται –και όχι αδίκως– για το υπέροχο πέτρινο μονότοξο γεφύρι του, το ιστορικό γεφύρι της Πλάκας. Εντάξει, φημίζεται και για την προβατίνα του».
Στην Άννα έκανε εντύπωση το γεγονός πως δεν υπάρχει μια κεντρική πλατεία στο χωριό, με τη ζωή να αναπτύσσεται γύρω από αυτή, όπως είναι το σύνηθες: «Τα Φράστα αποτελούνται από ένα σύνολο μικρότερων κτιριακών συσπειρώσεων που οργανώνονται διάσπαρτα, πάντα όμως γραμμικά, κατά μήκος των δρόμων ή άλλων γραμμών κίνησης. Πρόκειται δηλαδή για ένα χωριό με διαφορετική οργάνωση από τη συνηθισμένη, όπου δεν θα βρεις μια πλατεία και τη ζωή να αναπτύσσεται γύρω από αυτή, αλλά ξαφνιάσματα μέσα στο πράσινο τοπίο από μικρές κτιριακές ομάδες που η μία δεν διατηρεί οικιστική συνέχεια με την προηγούμενη. Αυτή η χαρακτηριστική χωρική διάταξη έχει τρομερό ενδιαφέρον, καθώς σου φανερώνει τον τρόπο που ζούσαν στο παρελθόν, σε ένα κομβικό σημείο (όχθη, ποταμός, γεφύρι). Θα μπορούσε η κατοίκιση να είναι εφήμερη, για παράδειγμα, να έρχονταν μπουλούκια για εργασίες και να έφευγαν, ίσως και όχι. Πάντως, πιθανότατα ζούσαν συλλογικά σε μικρές κοινότητες, χωρίς μια γενική συσπείρωση. Αυτό, νομίζω, είναι και ένα μοναδικό χαρακτηριστικό του χωριού: η διαφορετικότητα στη χωροταξία που επιδρά στο βίωμα του τόπου και σου ξυπνά σκέψεις για το παρελθόν».
Το μεράκι στην κατασκευή είναι ένα ακόμα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του τόπου που ξεχώρισε η Άννα: «Θα ήθελα να σταθώ και στη σημασία και στον τρόπο διαμόρφωσης των μονοπατιών. Μπορεί να μην εντάσσονται σε κάποια κτιριακή δομή, αλλά η έντονη βιωματική σχέση που αποκτάς με αυτά με κάνει να θέλω να σταθώ περισσότερο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το παραδοσιακό καλντερίμι της Πλάκας που καταλήγει στο γεφύρι, και η ανακατασκευή του είναι απόρροια ενός βιωματικού εργαστηρίου που διοργάνωσε το Μπουλούκι. Το καλντερίμι στέκει εκεί, τονίζοντας τη μοναδικότητα της ελληνικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, η οποία γεννιέται μέσα από τις ανάγκες και τα διαθέσιμα υλικά του τόπου. Η κατασκευή ολοκληρώνεται με τον χρόνο και τον κόπο που έδιναν οι παλιοί τεχνίτες στα έργα τους, σαν μια προοικονομία για το γεφύρι που θα αντικρίσεις στην τελευταία στροφή της διαδρομής.
Το γεγονός ότι ο τόπος απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή και οι μάστορες την έδιναν με το παραπάνω, παράγοντας μοναδικά τεχνικά έργα, φανερώνεται και στο μονοπάτι της αντίπερα όχθης, το οποίο, παρότι μεταγενέστερο, αποκαλύπτει ένα διαρκές μεράκι για την κατασκευή, που είναι απόρροια των απαιτήσεων του τόπου.
Νομίζω, τελικά, πως το μεράκι στην κατασκευή είναι το βασικό αρχιτεκτονικό χαρακτηριστικό του τόπου. Στο σχολείο, του οποίου τη στέγη κληθήκαμε εμείς τώρα να ανακατασκευάσουμε, αναλύοντας και παρατηρώντας την υφιστάμενη κατάσταση, οι πρωτομάστορές μας συμφώνησαν σε ένα πράγμα: οι ντόπιοι μάστορες του '55 που το έφτιαξαν υλοποίησαν μια άρτια δουλειά με πολλή συνέπεια και ελάχιστα τεχνολογικά εργαλεία σε σχέση με σήμερα, αφήνοντας το αποτύπωμά τους ως μια υπενθύμιση της σημασίας του καλού μάστορα και του χρόνου που πρέπει να δίνουμε στα πράγματα».
Τι αποκόμισαν από τη ζωή σε αυτό το μικρό χωριό, αυτές τις δύο εβδομάδες; Μας λέει ο Μιχαήλ: «Τι αποκομίσαμε; Σίγουρα κούραση και γνώση, πρακτική και θεωρητική. Το πρόγραμμα ήταν αρκετά σφιχτό και αυτό το αναφέρω ως θετικό. Το πρωί 9:00 με 15:00 είχαμε την απασχόλησή μας στο εργοτάξιο, ακολουθούσε ένα τετράωρο διάλειμμα και το απόγευμα 19:00 με 22:00 παρακολουθούσαμε εντός του σχολείου-εργοταξίου σεμινάρια για τη θεωρητική πλαισίωση όλων αυτών που κάναμε εκεί. Εντάξει, ενίοτε είχαμε και στιγμές εκτόνωσης, είτε πηγαίνοντας στο ποτάμι για μπάνιο κατά τη μεσημεριανή παύση, είτε πίνοντας τα υπέροχα τοπικά τσίπουρα αργά το βράδυ, για να συνέλθουμε από την πολλή γνώση».
Συμπληρώνει η Άννα για την εμπειρία στο καφενείο: «Σίγουρα χαρακτηριστικά ήταν τα βράδια μας μετά τις διαλέξεις, με προβατίνα και τσίπουρα, για ένα ωραίο κλείσιμο της μέρας και μια υπενθύμιση για το τι σημαίνει ζωή σε ένα χωριό των Τζουμέρκων. Πέρα από τις βραδινές εξορμήσεις, σημαντικό κομμάτι αυτής της εμπειρίας ήταν τα απογεύματα στο καφενείο, όπου πηγαίναμε για φαγητό, όμως αυτό γινόταν με ένα ιδιαίτερο τελετουργικό, όπως κάνουν οι ντόπιοι με τους συγχωριανούς τους.
Το τελετουργικό έχει ως εξής: φεύγεις από το σχολείο με μια μικρή ομάδα 1-2 ατόμων ή μόνος. Όταν φτάσεις στο καφενείο, μπορεί να μην έχει φτάσει κανείς, μπορεί και όλοι. Όμως σπάνια τρώγαμε όλοι μαζί σε ένα μεγάλο τραπέζι˙ συνήθως χωριζόσουν και έτρωγες και έπινες με διαφορετικούς ανθρώπους της ομάδας κάθε μέρα, σε ένα μικρό τραπέζι, γνωρίζοντάς τους λίγο παραπάνω, παραμένοντας ταυτόχρονα σε έναν κοινό τόπο με όλους τους άλλους. Αυτό το rotation και η έκπληξη με ποιον θα κάτσεις μου άρεσε πολύ. Από ό,τι έχω καταλάβει, το κάνουν και οι ντόπιοι, πάνε στο καφενείο σε μονάδες και δεν ξέρουν αν θα βρουν τον Δημήτρη ή τον Γιώργο (τυχαία ονόματα). Ξέρουν ότι κάποιον θα βρουν και θα περάσουν τον χρόνο τους παρέα˙ τρομερό παιχνίδι!»
Σε κάποια φάση της διαδικτυακής μας συζήτησης η Άννα μού είπε το εξής: «Το σημαντικότερο πράγμα που θα έλεγα ότι αποκόμισα ήταν ο χρόνος που έδωσα σε ένα πράγμα και το πώς μου το ανταπέδωσε. Ζώντας στην Αθήνα, τρέχω συνεχώς πίσω από ένα ρολόι και σκέφτομαι ότι δεν θα προλάβω ή "άντε να τελειώσει κάτι που κάνω για να κάνω κάτι ακόμα". Στα Φράστα τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Υπήρχε μεν ένας στόχος, αλλά η ζωή εκεί ήταν απλή: είχες τρεις επιλογές για το πώς να περάσεις τον χρόνο σου και απλώς τις επαναλάμβανες. Αυτή η συχνότητα, χωρίς την ανάγκη για κάτι ακόμα, έδωσε νέα πνοή στον τόπο που είχα γύρω μου. Το πώς μου φαίνονταν τα Φράστα την πρώτη μέρα, την πρώτη εβδομάδα και στο τέλος της δεύτερης δεν έχει καμία σχέση. Η αφοσίωση και ο χρόνος που δίνουμε στα πράγματα μάς ανταμείβουν προοδευτικά».
Οπότε, το ερώτημα τι θα μπορούσε να γίνει ώστε τέτοια χωριά να αποκτήσουν παρόν και μέλλον έρχεται αυτόματα στο μυαλό. Μας λέει ο Μιχαήλ: «Αυτή είναι μεγάλη συζήτηση και την κάναμε αρκετές φορές εκεί, μεταξύ μας αλλά και με ντόπιους. Κατά τη γνώμη μου, για να αναβιώσουν ξανά αυτά τα μέρη, η ελληνική ύπαιθρος εν γένει, θα πρέπει η πολιτεία να στηρίξει ουσιαστικά τις τοπικές κοινότητες. Χρειάζεται ριζική αλλαγή ως προς το πώς αντιλαμβανόμαστε τους όρους ανάπτυξη, πρόοδος και οικονομική ευημερία. Χρειάζεται να μπολιάσουμε αυτές τις έννοιες με τις φροντιστικές ποιότητες της αειφορίας και της αλληλεγγύης. Απαιτείται ένα άλλο μοντέλο διαχείρισης και αξιοποίησης των πόρων και του ανθρώπινου δυναμικού, μία εν τω βάθει τομή στο παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Υπάρχουν σίγουρα πιο κατάλληλα άτομα από εμένα –ντόπια και μη– για να μιλήσουν για αυτό το ζήτημα, τα οποία βιώνουν καθημερινά τις δυσκολίες αυτής της εγκατάλειψης».
Για το τέλος αφήσαμε την αφορμή για τη συζήτησή μας, το βιωματικό εργαστήριο που διοργανώθηκε στο χωριό. Ξεκινάει η Άννα: «Το εργαστήριο αφορούσε πολύ περισσότερα από τη στέγη του σχολείου. Αρχικά, ήταν ένας διαρκής προβληματισμός πάνω στις παραδοσιακές τεχνικές δόμησης και στο πώς αυτές μπορούν να παραμείνουν ζωντανές. Επιπλέον, ο απογευματινός κύκλος διαλέξεων έδωσε μια άλλη πνοή και ενίσχυσε τον προβληματισμό πάνω σε σχετικά ή και άσχετα θέματα.
Το πιο σημαντικό για μένα στο εργαστήριο ήταν ο τρόπος που ολοκληρώσαμε το έργο ως ομάδα. Δρούσαμε μαζί, σαν μια καλοκουρδισμένη μηχανή, και μέσα σε αυτό εκπαιδευόμασταν και γινόμασταν καλύτεροι εργάτες και άνθρωποι. Η συλλογικότητα και η σωστή λειτουργία της ομάδας νομίζω ότι ήταν το καλύτερο στοιχείο που αποκομίσαμε από αυτό εργαστήριο, και ευχαριστώ πολύ το Μπουλούκι και όλους τους συνεργάτες μου εκείνες τις μέρες γι’ αυτό».
Συμπληρώνει ο Μιχαήλ: «Ήταν ιδιαίτερα ουσιαστικές οι γνώσεις που αποκομίσαμε, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Ήταν πολύ καλά οργανωμένο το εργαστήριο, με εξαιρετικούς ομιλητές και τεχνίτες από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Χάρηκα πολύ που, όπως ανέφερε και η συμμετέχουσα μαθητευόμενη μαστόρισσα Ισμήνη, σε έναν τόσο δύσκολο χώρο, το πεδίο της κατασκευής, έμφυλες διακρίσεις δεν ήταν αισθητές. Επίσης, η οργάνωση του εργαστηρίου πιστεύω μερίμνησε και για την ισόποση συμμετοχή μεταξύ αντρών και γυναικών, τουλάχιστον για τις 20 συμμετοχές στο δωδεκαήμερο βιωματικό εργαστηρίο Τσιατί. Θα ήθελα όμως να σημειώσω πως εκείνο που ξεχώρισα περισσότερο είναι τη μοναδική εμπειρία συνεργασίας με όλα αυτά άτομα που διαμόρφωσαν την ευρύτερη ομάδα. Υπήρξε ένα υπέροχο κλίμα στο εργοτάξιο αλλά και γενικά καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας, τόσο σε επίπεδο μαθητείας όσο και σε εκείνο της συμβίωσης και συμπόρευσης, έστω και για αυτό το σύντομο διάστημα. Μου φάνηκε σπουδαίο που δεν υπήρξαν μεταξύ μας προστριβές και που δώσαμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε. Πιστεύω ότι σε αυτό έπαιξε καθοριστικό ρόλο η ομάδα που απαρτίζει το Μπουλούκι. Οι διοργανωτές αποτελούν τη “βασική μαγιά”, την προϋπόθεση ίσως, για να βλαστήσει ο καρπός του σεβασμού, της συνέργειας και της αλληλεγγύης».
Στείλτε τις προτάσεις σας για τη στήλη «Γειτονιές της Ελλάδας» στο [email protected]