Όλα για τη γεύση και την απόλαυση;

Όλα για τη γεύση και την απόλαυση; Facebook Twitter
0
Όλα για τη γεύση και την απόλαυση; Facebook Twitter
Τα βλαχοτσίχλονα δεν χρησιμοποιούνται μόνον ως ζωντανό δόλωμα. Στα γαλλικά λέγονται οrtolans και αποτελούν μια αρχαία –ρωμαϊκή νομίζω– γαστρονομική παράδοση. Είναι στην ουσία μικρά αποδημητικά πουλιά τα οποία παγιδεύονται πριν ξεκινήσουν το ταξίδι τους για τις πιο ζεστές χώρες του Νότου...

Διαβάζω στο Διαδίκτυο: «Το πρωί της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, στη Landes (Γαλλία), ομάδα οικολόγων δέχτηκε βίαιη επίθεση από λαθροθήρες κατά τις προσπάθειές τους να ελευθερώσουν βλαχοτσίχλονα (Emberiza hortulana) που χρησιμοποιούνταν σαν ζωντανό δόλωμα. Η παρέμβαση της αστυνομίας ήταν αναγκαία για την προστασία των οικολόγων. Ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας της LPO, Allain Bougrain Duborg, μαζί με Ευρωπαίους εθελοντές της CABS (Επιτροπή κατά της Σφαγής των Πουλιών) και τον πρόεδρο του Association de Ρrotection des Αnimaux Sauvages (ASPAS) ήρθαν αντιμέτωποι με λαθροθήρες στη Landes, εκεί όπου χιλιάδες βλαχοτσίχλονα σκοτώνονται κάθε χρόνο».

Αυτό που είναι ανησυχητικό δεν είναι μόνο η επιμονή σε αυτό το βάρβαρο έθιμο. Ανησυχητικό, λοιπόν, είναι και ένα νέο κύμα από επώνυμους Γάλλους σεφ που στηρίζει την άρση της απαγόρευσης της κατανάλωσης βλαχοτσίχλονων για ένα Σαββατοκύριακο τον χρόνο στην περιοχή της Landes.


Τα βλαχοτσίχλονα δεν χρησιμοποιούνται μόνον ως ζωντανό δόλωμα. Στα γαλλικά λέγονται οrtolans και αποτελούν μια αρχαία –ρωμαϊκή νομίζω– γαστρονομική παράδοση. Είναι στην ουσία μικρά αποδημητικά πουλιά τα οποία παγιδεύονται πριν ξεκινήσουν το ταξίδι τους για τις πιο ζεστές χώρες του Νότου. Αυτά τα ζωντανά είναι διάσημα για το λίπος τους, το οποίο οι μεγάλοι σεφ λένε πως έχει μια ελαφριά και υπέροχη γεύση φουντουκιού όταν μαγειρευτεί. Για να αυξηθεί, λοιπόν, η ποσότητα του λίπους τους, τα πουλιά κρατούνται αιχμάλωτα στο σκοτάδι για περίπου 21 μέρες. Σε πολλές περιπτώσεις τα τυφλώνουν κιόλας, για να ελαχιστοποιηθεί η κίνησή τους, και τα ταΐζουν με το ζόρι σταφύλια και κεχρί. Όταν φτάσουν στο επιθυμητό βάρος (τριπλάσιο από το κανονικό), τα πνίγουν σε Αρμανιάκ. Αμέσως αφαιρούνται τα φτερά και ψήνονται ολόκληρα σε μαντεμένια σκεύη. Καταναλώνονται κατευθείαν, ολόκληρα. Δηλαδή, μασάμε και τα κοκαλάκια. Μόλις σερβιριστεί το περιβόητο πιάτο, οι συνδαιτυμόνες καλύπτουν το κεφάλι τους με μια λευκή πετσέτα. Άλλοι πιστεύουν πως αυτό γίνεται για να κρατήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο τα αρώματα και τις γεύσεις από αυτό το γαστρονομικό θαύμα ακέραια. Άλλοι λένε πως με τη λευκή πετσέτα οι συνδαιτυμόνες κρύβονται από τα μάτια του Θεού. Ο Anthony Bourdain, σε ένα από τα βιβλία του, περιγράφει ένα τέτοιο μυθικό δείπνο με βλαχοτσίχλονα στη Νέα Υόρκη, στο οποίο είχε παρευρεθεί μαζί με άλλους επιφανείς σεφ. Ο ίδιος θεωρεί πως αυτό το δείπνο ήταν ένα από τα σπουδαιότερα της ζωής του. Καλυμμένος με την πετσέτα μασουλούσε τα πολύτιμα πουλάκια (των οποίων η τιμή φτάνει τα 150-175 δολάρια έκαστο). Το γευστικό λίπος, η τρυφερή σάρκα, αρωματισμένη με Αρμανιάκ, που έκαιγε τη γλώσσα (πρέπει να το φας καυτό) και τα κοκαλάκια που πλήγωναν ελαφρώς τη στοματική κοιλότητα δημιουργούσαν μια γαστρονομική εμπειρία άνευ προηγουμένου.


Στο σημείο αυτό να πούμε πως το κυνήγι και η κατανάλωση των βλαχοτσίχλονων είναι απαγορευμένα στη Γαλλία από το 1979. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα απαγόρευσε την κατανάλωσή τους, όπως απαγόρευσε και το κυνήγι και την κατανάλωση των αμπελοπουλιών στην Κύπρο. Πρόκειται για μια αντίστοιχη ράτσα αποδημητικών πουλιών την οποία οι Κύπριοι παγιδεύουν, στήνοντας στα αμπέλια βέργες αλειμμένες με μια κολλώδη ουσία. Τα πουλάκια κολλάνε στις βέργες και οι κυνηγοί τα αρπάζουν, τραβώντας τα από τις βέργες. Κομμένα πόδια, στις βέργες για μέρες κ.λπ. Μετά τα τρώνε (μην περιμένετε Αρμανιάκ εδώ), είτε βραστά είτε τουρσί. Εγώ τα έχω δοκιμάσει και σουβλάκι. Ο Τζόναθαν Φράνζεν έγραψε ένα εξαιρετικό άρθρο γι' αυτό το θέμα, το οποίο στα ελληνικά μπορείτε να το βρείτε στο βιβλίο Ακόμα πιο μακριά (Ωκεανίδα). Λέει ο Φράνζεν: «Την τελευταία μέρα του Απριλίου πήγα στον Πρωταρά, μια ευημερούσα τουριστική πόλη, για να συναντήσω τέσσερα μέλη μιας γερμανικής οργάνωσης προστασίας άγριων πτηνών, της Επιτροπής κατά της Εξολόθρευσης των Πτηνών (Committee Against Bird Slaughter - CABS), που οργανώνει εποχικές "κατασκηνώσεις" εθελοντών σε χώρες της Μεσογείου. Επειδή η περίοδος αιχμής για την παγίδευση ωδικών πουλιών στην Κύπρο είναι το φθινόπωρο, όταν τα αποδημητικά που κατευθύνονται προς τον Nότο είναι φορτωμένα με λίπος από την υπερτροφία του καλοκαιριού στον Βορρά, ανησυχούσα μήπως δεν βλέπαμε καθόλου δράση, όμως ο πρώτος οπωρώνας όπου βρεθήκαμε, στην άκρη ενός πολυσύχναστου δρόμου, ήταν γεμάτος με ξόβεργες: ίσιες βέργες, κάπου εβδομήντα πέντε εκατοστά μακριές, αλειμμένες με το κολλώδες κόμμι της συριακής δαμασκηνιάς και παραταγμένες έντεχνα, ώστε να δημιουργούν ελκυστικές κούρνιες στα κλαδιά των χαμηλών δέντρων. Η ομάδα της CABS, της οποίας αρχηγός ήταν ένας κοκαλιάρης γενειοφόρος νεαρός Ιταλός ονόματι Αντρέα Ρουτιλιάνο, σκορπίστηκε ακτινωτά μες στον οπωρώνα, κατεβάζοντας τις βέργες, τρίβοντάς τες στο χώμα για να εξουδετερώσει την κόλλα και σπάζοντάς τες στη μέση.

Ο φόνος είναι φόνος. Με πιστόλι, μαχαίρι, γεράκι, βέργα, φόνος είναι. Είτε το κάνεις είτε όχι. Οπότε, αφήστε να τρώνε και τα βλαχοτσίχλονα και τα αμπελοπούλια και όλα. Ας μη μείνει τίποτα. Ή μήπως όχι;

Όλες οι βέργες είχαν πούπουλα πάνω τους. Σε μια λεμονιά βρήκαμε έναν αρσενικό κρικομυγοχάφτη κρεμασμένο με το κεφάλι κάτω σαν ζωντανό φρούτο, με την ουρά και τα ποδάρια του και τις ασπρόμαυρες φτερούγες του, όλα βουτηγμένα στην κόλλα. Καθώς χτυπιόταν και μάταια γύριζε το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά, ο Ρουτιλιάνο τον μαγνητοσκοπούσε από πολλές γωνίες κι ένας μεγαλύτερος Ιταλός εθελοντής, ο Ντίνο Μένσι, έπαιρνε στιγμιότυπα με τη φωτογραφική του μηχανή. "Οι φωτογραφίες είναι σημαντικές" έλεγε ο Άλεξ Χάιντ, ένας Γερμανός με νηφάλιο ύφος, ο οποίος είναι ο γενικός γραμματέας της οργάνωσης, "γιατί τον πόλεμο τον κερδίζεις στις εφημερίδες, όχι στο πεδίο της μάχης"».


Εννοείται πως τόσο στη Γαλλία όσο και στην Κύπρο η κατανάλωσή τους, έστω και απαγορευμένη, δεν έχει σταματήσει. Παρά τις διαμαρτυρίες των οικολόγων, οι Γάλλοι και οι Κύπριοι δεν μπορούν να θυσιάσουν τη γαστρονομική τους παράδοση. Τα θέλουν. Τα κυνηγάνε και τα πιάνουν στα κρυφά, τα τρώνε στα σπίτια ή (στην Κύπρο τουλάχιστον) κάποιοι εστιάτορες (ειδικά στα χωριά) τα σερβίρουν σε γνωστούς. Στη Γαλλία καταναλώνονται στα σπίτια, με τις κουρτίνες κλειστές. Σερβίρονται ως «bonbon» στο τέλος κάθε γεύματος. Καταναλώνονται σε πλήρη ησυχία. Τόσο ιερή στιγμή είναι.


Αυτό που είναι ανησυχητικό δεν είναι μόνο η επιμονή σε αυτό το βάρβαρο έθιμο. Ανησυχητικό, λοιπόν, είναι και ένα νέο κύμα από επώνυμους Γάλλους σεφ που στηρίζει την άρση της απαγόρευσης της κατανάλωσης βλαχοτσίχλονων για ένα Σαββατοκύριακο τον χρόνο στην περιοχή της Landes. Oι σεφ, ανάμεσά τους και ο Alain Ducasse, δηλώνουν πως πρέπει να αρθεί η απαγόρευση για να μπορέσει να συνεχιστεί μια παράδοση που χρονολογείται στα ρωμαϊκά χρόνια, τότε που οι αυτοκράτορες θεωρούσαν τα βλαχοτσίχλονα κορυφαία λιχουδιά. Θέλουν να μεταλαμπαδεύσουν τη μεγάλη γαστρονομική παράδοση της Γαλλίας, η οποία φθίνει με τις πολλές απαγορεύσεις της ευρωπαϊκής κοινότητας, στους νέους σεφ.

Τα διαβάζω όλα αυτά στους «New York Times» και κοιτάζω με φρίκη το φωτογραφικό ρεπορτάζ του Βαγγέλη Μακρή στο ΓΚΡΕΚΑ, ο οποίος παρευρέθηκε σε σφαγείο βοοειδών, και προσπαθώ να καταλάβω ποια η διαφορά. Ένας ολόκληρος πόλεμος για κάτι πουλάκια, όταν αυτά τα θεσπέσια όντα με το απίστευτο βλέμμα τα σκοτώνουμε με τον χειρότερο τρόπο. Και να σκεφτεί κανείς πως το συγκεκριμένο ρεπορτάζ έγινε σε ένα καθ' όλα νόμιμο σφαγείο, όπου όλα γίνονται με τον «σωστό» τρόπο. Σκέψου τι γίνεται αλλού! Αναρωτιέμαι, λοιπόν, ποια η διαφορά; Βλέπω στο YouTube να κυνηγάνε λαγούς με τη βοήθεια γερακιών. Ο άνθρωπος, δηλαδή, εκπαιδεύει ένα άγριο πουλί να αρπάξει έναν λαγό από τα μούτρα και να τον δολοφονήσει. Μετά δεν του τον αφήνουν να τον φάει (όπως θα όριζε η φύση), αλλά του τον αρπάζουν εγκαίρως και τον μαγειρεύουν. Βλέπω τη συνταγή όπου ένας ολόκληρος λαγός ξεκοκαλίζεται με ακρίβεια, γεμίζεται με διάφορα, τυλίγεται σε μπόλια και, αφού ψηθεί, σερβίρεται με μια σάλτσα από το αίμα του. Υπάρχουν χιλιάδες τέτοια παραδείγματα και πρέπει να σημειώσω πως η Γαλλία ειδικεύεται στη βαρβαρότητα και στα εντόσθια. Δεν είναι η μόνη. Και δεν ξέρω αν, τελικά, έχει διαφορά. Ο φόνος είναι φόνος. Με πιστόλι, μαχαίρι, γεράκι, βέργα, φόνος είναι. Είτε το κάνεις είτε όχι. Οπότε, αφήστε να τρώνε και τα βλαχοτσίχλονα και τα αμπελοπούλια και όλα. Ας μη μείνει τίποτα. Ή μήπως όχι; Μήπως κάθε απαγόρευση είναι ένα σκαλί πιο κοντά στην ελαχιστοποίηση κατανάλωσης κρέατος; Σκέψου πως πριν από είκοσι χρόνια τα μυαλά ήταν νόμιμα στα περισσότερα κρεοπωλεία...


Σας φιλώ!

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Θύμηση, μια νέα κρεμερία στο Παγκράτι

Γεύση / Θύμηση: Ο Νίκος και ο πατέρας του έφεραν ξανά το γαλακτοπωλείο στο Παγκράτι

Παίρνει στοιχεία από τα παλιά γαλακτοπωλεία αλλά δεν στέκεται εκεί. Προσθέτει γλυκά, λευκά όπως αυτά που αρέσουν σε αυτόν, και πίτες. Αυτή η κρεμερία είναι μία από τις καλύτερες ιδέες που έχουμε δει στο χώρο της ζαχαροπλαστικής φέτος.
ΜΙΝΑ ΚΑΛΟΓΕΡΑ
Τα σαλιγκάρια και ένα λάθος αιώνων που οφείλει να διορθωθεί

Nothing Days / Τα σαλιγκάρια και ένα λάθος αιώνων που οφείλει να διορθωθεί

Από την πιο αρχαία καλλιέργεια στην ιστορία μέχρι τις γκουρμέ, ακριβές εκδοχές τους, τα σαλιγκάρια κατέληξαν από βασική τροφή να γίνουν υποτιμημένη και σπάνια, και η αφορμή για τοξικά σχόλια στα social media.
M. HULOT
Οι γεύσεις του καλοκαιριού που φυλάξαμε για το χειμώνα

Γεύση / Φρυγανισμένα, λιόκαφτα, παστά, ξιδάτα: Έτσι μένει η γεύση του καλοκαιριού

Η τέχνη της συντήρησης των τροφών πάει χιλιάδες χρόνια πίσω και έχει ακόμα λόγο ύπαρξης γιατί μεταμορφώνει τα υλικά σε κάτι άλλο. Και αυτό το «άλλο» έχει γαστρονομική και συναισθηματική αξία.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
Το πρώτο ελληνικό ουίσκι: Όταν μια παρέα φίλων εμφιάλωσε το όνειρό της

Radio Lifo / Aυτό είναι το πρώτο ελληνικό ουίσκι

Μια ομάδα εννέα φίλων, χωρίς καμία επαγγελματική σχέση με την ποτοποιία, κατάφερε με πείσμα και πολλή αγάπη για το ουίσκι να δημιουργήσει το πρώτο ελληνικό single malt whisky. Δύο από αυτούς, ο Γιάννης Χριστοφορίδης και ο Ντίνος Οικονομόπουλος, μιλούν στη Μερόπη Κοκκίνη γι' αυτό το «ταξίδι» από το κριθάρι και το νερό του Ταΰγετου μέχρι τα βαρέλια vinsanto και τις αμέτρητες δυσκολίες.
ΜΕΡΟΠΗ ΚΟΚΚΙΝΗ
«Το 2025 είναι εξαιρετική χρονιά για τον οινολόγο, ο καλλιεργητής όμως κλαίει»

Το κρασί με απλά λόγια / «Το 2025 είναι εξαιρετική χρονιά για τον οινολόγο, ο καλλιεργητής όμως κλαίει»

Πώς κύλησε ο φετινός τρύγος σε διαφορετικές γωνιές του κόσμου; Από τον βορρά ως τον νότο της Ελλάδας, αλλά και σε εμβληματικές περιοχές όπως το Μπορντώ, η Βουργουνδία και η Μεντόζα, οι Έλληνες οινολόγοι καταθέτουν την εμπειρία τους και μιλούν για τις προκλήσεις που φέρνει η κλιματική αλλαγή.
THE LIFO TEAM
Το Χάνι της Ρέρεσης είναι ένα από τα τελευταία της Ελλάδας

Γεύση / Παγόνια, αντίκες και μαγειρευτά σε ένα χάνι που αντέχει στον χρόνο

Το Χάνι της Ρέρεσης, ένα από τα τελευταία της Ελλάδας, παραμένει ανοιχτό για ταξιδιώτες και ντόπιους, με την κυρία Νίτσα να κρατά ζωντανή την παράδοση της φιλοξενίας σε ένα μαγειρείο που θυμίζει λαογραφικό μουσείο.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
47’ στο Hygge με την Anne Meurling

Γεύση / Hygge: Ένας φούρνος που μυρίζει θαλπωρή στην Ιπποκράτους

Με νοσταλγία για τις συνταγές της πατρίδας της, μια Σουηδέζα φτιάχνει ψωμί, γλυκά, αέρινο βούτυρο και άψογη μηλόπιτα, δημιουργώντας ατμόσφαιρα βόρειας Ευρώπης - μόλις δυο βήματα από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας.
M. HULOT
«Μα πώς γεμίζει αυτή η τρύπα;»: Πριν από 40 χρόνια, τα «Δυο Λουξ» ξάφνιασαν τα Χανιά

Θρυλικά Μπαρ / «Μα πώς γεμίζει αυτή η τρύπα;»: Πριν από 40 χρόνια, τα «Δυο Λουξ» ξάφνιασαν τα Χανιά

Ξέρετε πολλές τσαγερί που να έχουν εξελιχθεί σε ολοήμερα στέκια, να έχουν μισθώσει λεωφορεία για να δουν οι θαμώνες τους μια έκθεση σε άλλον νομό ή να βγάζουν μια βάρκα γεμάτη με μελομακάρονα για κέρασμα στον δρόμο; Και όμως, αυτό το μέρος υπάρχει και έχει ξενυχτήσει γενιές στο λιμάνι των Χανίων.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Χταπόδι με σύκα: Μια για πολλούς άγνωστη και σίγουρα απρόσμενη συνταγή

Γεύση / Χταπόδι με σύκα: Μια για πολλούς άγνωστη και σίγουρα απρόσμενη συνταγή

«Όπου υπάρχουν συκιές, λίγο πιο πέρα αρχίζουν τα βότσαλα και μετά η Μεσόγειος και μετά το χταπόδι. Και κάπου, σ’ ένα πανηγυρικό τραπέζι, συναντώνται το χταπόδι και τα σύκα. Μαγειρεμένο το χταπόδι, μαγειρεμένα και τα λιόκαφτα, ξερά σύκα».
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ