ΕΧΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΤΗΝ εντύπωση – ειδικά αν είναι κάποιας, μέσης και πάνω, ηλικίας – ότι τα καλοκαιρινά πανηγύρια αποτελούν μια σύλληψη (τάση, ιδέα, σύμπτωμα) τούτου του αιώνα, όσο κι αν αυτό μοιάζει παράδοξο για κάτι τόσο παλιό – για μια γιορτή και για μια τελετουργία που δέσποζε από πάντα στο εορτολόγιο της νεοελληνικής παράδοσης και κατά κανόνα πραγματοποιείται προς τιμήν κάποιου αγίου (ή κάποιας Παναγιάς).
Μέχρι και όχι πολύ παλιότερα όμως, φαινόταν να αφορά κυρίως την ευρύτερη κοινότητα και κοινωνία του ντόπιου πληθυσμού – όσους και όσες ήταν από «εκεί» (μόνιμους κατοίκους και ομογενείς, της πρωτεύουσας ή του εξωτερικού). Εκείνοι είχαν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Προφανώς ήταν καλοδεχούμενοι και οι επισκέπτες (Έλληνες και ξένοι), οι οποίοι όμως στέκονταν συχνά στις παρυφές της γιορτής θαυμάζοντας το τοπικό φολκλόρ στην πιο ψυχαγωγική του εκδοχή. Βεβαίως, ανέκαθεν υπήρχαν οι πιο ενθουσιώδεις των τουριστών/επισκεπτών, οι οποίοι ρίχνονταν με αυταπάρνηση στην κυκλωτική μέθη του χορού χωρίς να γνωρίζουν τα βήματα και τους κώδικες – συνήθως όμως αποτελούσαν την εξαίρεση, η οποία έδινε έναν πιο κοσμοπολίτικο αέρα στην εκδήλωση.
Τα «φρικιά» αποσύρθηκαν σιγά-σιγά και την θέση τους στα πανηγύρια πήραν οι λεγόμενοι «φασαίοι», οι οποίοι τα έχουν με όλους καλά. Πλήρης εκεχειρία.
Μιλάμε για μακρινές εποχές (για τα καλοκαίρια στα ‘80s και τα ‘90s, όπως εγώ τα θυμάμαι) όταν ακόμα τα πανηγύρια δεν είχαν περίοπτη θέση – δεν υπήρχαν καν – στην εξίσωση και στις προσδοκίες των καλοκαιρινών διακοπών.
Όταν ακόμα δεν είχε εξαπλωθεί η καλτ της ικαριώτικης μέθεξης, η αναβίωση των παραδοσιακών χορών (όχι ότι η εξάσκησή τους αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη συμμετοχή), η «επανίδρυση» του πανηγυριού ως απόλυτη καλοκαιρινή εμπειρία και ως σημαντικός πόλος έλξης για την κοινότητα, όχι των ντόπιων πλέον, αλλά των επισκεπτών. Μια μεγάλη σύναξη, μια εκστατική τελετουργία και ένα πεδίο συνάντησης των ντόπιων με τους ξένους. Κοινός τόπος όλων δεν είναι το μέρος που γίνεται το πανηγύρι, αλλά το ελληνικό καλοκαίρι σε μια από τις ιδεατές του μορφές.
Εκτός από τις τακτικές πλέον σχετικές λίστες που δημοσιεύουν τα μέσα κάθε καλοκαίρι – τα δέκα, τα είκοσι, τα πενήντα «καλύτερα» πανηγύρια ανά τη, νησιωτική κυρίως, θερινή επικράτεια – ανακάλυψα (καθυστερημένα) ότι υπάρχει ακόμα και εφαρμογή (που, φυσικά, έχει τίτλο «Για τα πανηγύρια»), διαθέσιμη δωρεάν για όλες τις συσκευές, η οποία συγκεντρώνει πληροφορίες και υλικό για «περισσότερα από 1.200 πανηγύρια σε όλη τη χώρα».
Στην ιδρυτική τους διακήρυξη, σημείωναν μεταξύ άλλων οι δημιουργοί της: «Στα χώματα όπου οι πρόγονοι μας έφτυναν και κολλούσαν τα πεντοχίλιαρα στο κούτελο του κάθε κλαρινιτζή. Εδώ που πλένουμε ακόμα τα χέρια μας με ουίσκι για να φάμε γουρνοπούλα στο πανηγύρι. Εδώ που καμιά φορά τα κουτάκια της μπύρας κρύβουν την ορχήστρα στις 7:00 το πρωί… Εδώ λοιπόν ήρθαμε εμείς να συγκεντρώσουμε όλα τα πανηγύρια σε μια εύχρηστη και απλή εφαρμογή…».
Νόστιμα τα λένε, ασχέτως αν οι ιεροτελεστίες κλαρίνου και «γουρνοπούλας» της ηπειρωτικής χώρας στις οποίες νοσταλγικά αναφέρονται αποτελούν άλλο είδος (πιο λούμπεν, πιο «ρουστίκ» αλλά και πιο γνήσιο, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) μουσικοχορευτικής φαντασμαγορίας από το νησιωτικό trance των αιγαιοπελαγίτικων προορισμών. Εκεί όπου κάποτε τα «φρικιά» (οι πρώτοι ρέκτες ή “crashers” των παραδοσιακών πανηγυριών στα νησιά) είχαν μια ασταθή σχέση με τους ντόπιους, η οποία καμιά φορά οδηγούσε σε διενέξεις ή και σε συμπλοκές ακόμα, με αρένα το τοπικό πανηγύρι (ξέρω τι λέω, έχω δει από κοντά τέτοια απείρου κάλλους σκηνικά).
Τα «φρικιά» όμως αποσύρθηκαν σιγά-σιγά και την θέση τους στα πανηγύρια πήραν οι λεγόμενοι «φασαίοι», οι οποίοι τα έχουν με όλους καλά. Πλήρης εκεχειρία. Τα πανηγύρια είναι πλέον αναπόσπαστο μέρος του πακέτου της καλοκαιρινής εμπειρίας. Δεν είναι κακό αυτό. Κι ας απορούμε κάποιοι με την «γιγάντωσή» τους, την οποία δεν θα μπορούσαμε να είχαμε προβλέψει με τίποτα λίγες δεκαετίες πριν. Κι ας γκρινιάζουν κάποιοι άλλοι ότι έχουν χάσει τον αυθεντικό χαρακτήρα τους. Ως γνωστόν, η «αυθεντικότητα» μόνο για τα ψώνια και για όσους τρώγονται με τα ρούχα τους αποτελεί (διαρκώς) μείζον και κρίσιμο ζήτημα. Ειδικά στις διακοπές.