Παρά το τελετουργικό απολογισμών, αποφάσεων, και ξεκινημάτων που υποτίθεται ότι συνοδεύει το χανγκόβερ της πρωτοχρονιάς, έχω την αίσθηση ότι ο περισσότερος κόσμος δεν μπαίνει σ’ αυτή την διαδικασία στην αρχή του έτους, αλλά στο τέλος των καλοκαιριού, όταν, ενδυναμωμένος υποτίθεται από τις μέρες της άδειας και του ελεύθερου χρόνου, εμφανίζεται πιο αποφασισμένος από ποτέ μέσα στη χρονιά να αλλάξει την προοπτική του (και την μοίρα του), να κάνει μια νέα αρχή, να θέσει νέους στόχους, να πάρει την ζωή του στα χέρια του κ.ο.κ. Πρόκειται για την γνωστή συλλογική αυθυποβολή που κυκλοφορεί με τον ευφημιστικό τίτλο «γεμίζω τις μπαταρίες μου».     

 

Για πολλούς όμως, λόγω των δυσμενών περιστάσεων – οικονομικών, υγειονομικών, ψυχοσυναισθηματικών – που έμοιαζαν να σωματοποιούνται με εφιαλτικό τρόπο στις φλόγες της πύρινης λαίλαπας και στα καρβουνιασμένα δάση, οι φετινές αυγουστιάτικες διακοπές ήταν άκυρες, λειψές, δυσοίωνες… Και για όσους δεν ήταν, ήταν δύσκολο να μην νιώσουν ενοχικά για το γεγονός ότι περνούσαν τις πολυπόθητες και ακριβοπληρωμένες συχνά διακοπές τους στον (όποιο) επίγειο παράδεισο την ώρα που ο κόσμος καιγόταν.  

 

— Εσείς μάρτυς πού βρισκόσασταν την ώρα που μαίνονταν ανεξέλεγκτες οι φωτιές;

Να σας πω κύριε Πρόεδρε, βρισκόμουν αδειούχος σ’ ένα νησί, μακριά από τις φλόγες, φρόντιζα όμως να ενημερώνομαι τακτικά για με τις εξελίξεις, από το κινητό μου – εκτός από κάτι μακρινές παραλίες που δεν είχε καθόλου σήμα…

 

Ακόμα κι εκεί όμως, στον παράδεισο, ειδικά εκείνες τις πρώτες μέρες, η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, η κάψα πνιγηρή, η θάλασσα χλιαρή κι ο ορίζοντας θολός και δυσοίωνος. Αναπόφευκτα σε απασχολούσε και σε επηρέαζε η πύρινη τραγωδία, συγχρόνως όμως επιθυμούσες πάση θυσία την χαλάρωση, την ανεμελιά, την λήθη. Ιδού η ψυχική σύγκρουση που βίωσαν πολλοί. Εν τέλει όμως τα κατάφερνες και ξεχνιόσουν. Όσο κι αν σκιάζεται από τις εκάστοτε περιστάσεις, ο χρόνος των διακοπών παραμένει (ψυχαναγκαστικά) υπερπολύτιμος. Εύκολα καταλήγεις να πείσεις τον εαυτό σου πως η δυστυχία των άλλων ανήκει στους άλλους, ακόμα κι αν πρόκειται για οικεία πρόσωπα που πήγε η ψυχή τους στην κόλαση μέχρι να βεβαιωθούν ότι τελικά δεν κάηκε το σπίτι τους. 

 

Έτσι κι αλλιώς οι παραθεριστές του Αυγούστου είναι εξασκημένοι στην τέχνη της ψευδαίσθησης. Έχεις μάθει να μη σε νοιάζει ούτε η αφόρητη ώρες-ώρες πολυκοσμία, ούτε η μικροφωνική κακοφωνία, ούτε το service που έχει καταρρεύσει, ούτε οι τιμές που έχουν ξεφύγει πέρα από κάθε έλεγχο, ούτε το άνοιξε-κλείσε των μαγαζιών εξαιτίας κάποιου κρούσματος ανάμεσα στο προσωπικό, όπως συνέβαινε φέτος με ρυθμούς ρουτίνας, ακόμα και σε ‘μικρούς’ προορισμούς.      

  

Η έκτακτη επικαιρότητα επίσης κλόνιζε διαρκώς την αυστηρή απόφαση προσωρινής αποχής από τα μέσα ενημέρωσης και από τα social media. Και όσο περισσότερο ενημερωνόταν κανείς, όσο περισσότερο επέτρεπε στον εαυτό του να φορτιστεί από τις εξάρσεις του θυμικού και τις εκφράσεις οργής και απόγνωσης στα ‘σόσιαλ’, τόσο πιο ενοχικά αισθανόταν μέσα στην ‘φούσκα’ που του παρείχε η συνθήκη των διακοπών και η απόσταση ασφαλείας από τα διάφορα μέτωπα της φωτιάς. Το μόνο που πραγματικά μπορούσε να κάνει ως στοιχειώδες δείγμα κοινωνικής ενσυναίσθησης ήταν να αποφύγει να ανεβάσει εικόνες και πόζες θερινής ευδαιμονίας, ειδυλλιακά σκηνικά, ακρογιαλιές, δειλινά, μπιτσόμπαρα. 

 

Οι αντιδράσεις όμως έφταναν μέχρι και την πιο απομακρυσμένη παραλία, μεταφέροντας μαζί τους και τις αντίστοιχες αντιδικίες που ξέφευγαν προς το κενό και προς το άπειρο πριν καταρριφθούν μέσα σ’ ένα νέφος συγκατάβασης και κατήφειας. Και τώρα που σιγά-σιγά επιστρέψαμε στο μαντρί, μετρηθήκαμε, ζυγιστήκαμε και βρεθήκαμε ελλιπείς – από κουράγια, ενέργεια, «μπαταρίες» γενικώς.   

 

Δεν είμαστε αχάριστοι, ούτε ανάλγητοι. Πάντα υπάρχουν και χειρότερα. Απλά, όλο αυτό το τελευταίο διάστημα δεν συνειδητοποιήσαμε μόνο πόσο εύθραυστη μπορεί να είναι η ίδια μας η ύπαρξη και πόσο σημαντικοί μπορεί να είναι στα δύσκολα οι σύντροφοι και οι φίλοι. Συνειδητοποιήσαμε τελικά πως δεν ήταν και τόσο σπουδαία η ζωή μας πριν από την πανδημική συνθήκη και πως δεν μας την έκλεψαν σκοτεινοί κύκλοι τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. Κλεμμένη ήταν σε μεγάλο βαθμό από πριν, τώρα πια όμως ο χρόνος και η υπομονή μοιάζουν να έχουν στερέψει δραματικά. Και οι προτεραιότητες μοιάζουν πιο ξεκάθαρες και πιο επείγουσες από κάθε άλλη φορά.  

 

Eκφώνηση: Μαρία Δρουκοπούλου