Είναι ένα από τα πιο φρικτά εγκλήματα που έχουν γίνει ποτέ στην Ελλάδα: ο βιασμός και η δολοφονία ενός εφτάχρονου παιδιού από τον πατέρα του, στην Ερμιόνη της Αργολίδας. Ο ελαιοχρωματιστής Μανώλης Δουρής, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1993, βίασε κτηνωδώς το παιδί του, το έπνιξε, και στη συνέχεια το έκρυψε σε σημείο που δύσκολα μπορούσε να βρεθεί. Τις επόμενες ώρες, μάλιστα, έψαχνε δήθεν μαζί με τους συγχωριανούς του να βρει το παιδί και τελικά το «εντόπισε» ο ίδιος στο σημείο που το είχε τοποθετήσει. Μετά καταριόταν τον δολοφόνο του Νικολάκη και έπαιζε θέατρο ακόμα και στην κηδεία του, σπαράζοντας για «το αγγελούδι του που κάποιος το είχε δολοφονήσει». 

 

Ο Μανώλης Δουρής ήταν παντρεμένος με την Γεωργία και ζούσαν στην Ερμιόνη με τα εφτά παιδιά τους. Και οι δύο γονείς δούλευαν σκληρά για να τα βγάλουν πέρα, εκείνος ως οικοδόμος και μετά ως ελαιοχρωματιστής, κάνοντας ταυτόχρονα και άλλες εργασίες, ενώ η γυναίκα του δούλευε όπου έβρισκε μεροκάματο. Η πολυμελής οικογένεια, ωστόσο αντιμετώπιζε πολλές στερήσεις και δυσκολίες, που δεν ήταν μόνο οικονομικής φύσης. Ο πατέρας κακομεταχειριζόταν τα παιδιά, τα έβριζε χυδαία, τα χτυπούσε και τους συμπεριφερόταν με τον χειρότερο τρόπο. Τα παιδιά τριγυρνούσαν στους δρόμους νηστικά, ξυπόλητα, και κάποιες φορές σε κακή κατάσταση. Μετά την δολοφονία του Νικολάκη αποκαλύφθηκε ότι ο Δουρής εξέδιδε τα παιδιά του, ενώ δύο χρόνια πριν το φοβερό γεγονός είχε δημιουργηθεί σάλος με μια σοβαρότατη καταγγελία. Σύμφωνα με αυτή, κάποιος 76χρονος συμπατριώτης του είχε κακοποιήσει σεξουαλικά ένα από τα παιδιά του. Η αδερφή του 76χρονου είχε μιλήσει αργότερα για εκβιασμό, με τον οποίο ο Δουρής επεδίωξε να βγάλει λεφτά:

 

«Ο Δουρής πήγε στην αστυνομία και έκανε μήνυση εναντίον του αδερφού μου για βιασμό ενός από τα αγόρια του, με αποτέλεσμα να τον συλλάβουν και να τον βάλουν φυλακή» είχε πει. «Στη συνέχεια ο Δουρής ζήτησε από τον αδερφό μου δύο εκατομμύρια δραχμές, κι ο αδερφός μου του τα έδωσε. Τότε ο Δουρής πήγε και απέσυρε τη μήνυση. Το ίδιο είχε κάνει ο Δουρής και σε κάποιον άλλο και του πήρε ένα εκατομμύριο δραχμές. Η καταγγελία για τον αδερφό μου ήταν άδικη. Δεν ήταν αλήθεια. Δυστυχώς για μας, ο αδερφός μου, μετά από αυτό που έγινε, βγήκε από τη φυλακή, αλλά πέθανε από τη στενοχώρια του. Δεν άντεξε».

 

Την μοιραία Πέμπτη, 30 Δεκεμβρίου 1993 ο εφτάχρονος Νικολάκης είχε πάει στο γήπεδο και έπαιζε με άλλα παιδιά. Γύρω στις έξι το βράδυ επέστρεψε στο σπίτι μαζί με έναν συνομήλικο εξάδελφό του, ο οποίος ήταν και ο τελευταίος που είδε τον Νικολάκη πριν από το τραγικό γεγονός. Ο Δουρής συνάντησε το παιδί του στην αυλή, το ρώτησε πού ήταν και γιατί είχε αργήσει να επιστρέψει, τού έριξε μερικές καρπαζιές και με βία το οδήγησε μέσα στην αποθήκη, στο προαύλιο του σπιτιού. Το παιδί αντιδρούσε και εκείνο το ξαναχτύπησε. Το τοποθέτησε πάνω σε έναν πάγκο, του έβγαλε τα ρούχα και, αφού το φίμωσε για να μη φωνάζει, το βίασε. Η εξέταση του ιατροδικαστή έδειξε φρικιαστικά στοιχεία, ότι το παιδί δεν είχε απλά βιαστεί, αλλά ο πρωκτός του είχε παραμορφωθεί με κάποιο αντικείμενο, πέρα από την σεξουαλική πράξη.

 

Στη συνέχεια, του έφραξε το στόμα και τη μύτη με τα χέρια για να μην αναπνέει, με αποτέλεσμα το παιδί να πεθάνει από ασφυξία. Μετά τρύπησε το κορμί του με ένα μυτερό αντικείμενο για να τσεκάρει αν αντιδρούσε.

 

Βγήκε λίγο έξω για να δει μήπως τον έχει δει κανείς, κι όταν σιγουρεύτηκε ότι δεν υπήρχε μάρτυρας, επέστρεψε στην αποθήκη, έντυσε το παιδί, το σήκωσε στην αγκαλιά του και το μετέφερε στο σημείο που βρέθηκε αργότερα. Με απόλυτη ψυχραιμία πήγε στο σπίτι του και γεμάτος απορία ρωτούσε τη γυναίκα του και τα παιδιά τι είχε γίνει ο Νίκος, πού ήταν και γιατί αργούσε.

 

Όσο περνούσε η ώρα και ο Νίκος δεν εμφανιζόταν, η οικογένεια ανησύχησε και βγήκαν όλοι και άρχισαν να ψάχνουν παντού, χωρίς αποτέλεσμα.

 

Έτσι ο Δουρής πήγε στο Αστυνομικό Τμήμα Κρανιδίου και κατήγγειλε την «εξαφάνιση» του παιδιού του. Όπως αποκάλυψαν οι αστυνομικοί αργότερα, όταν έκανε την καταγγελία έμοιαζε βέβαιος ότι το παιδί του δεν ήταν ζωντανό. Στον αξιωματικό υπηρεσίας που προσπάθησε να του δώσει κουράγιο, λέγοντάς του να μην ανησυχεί, είχε πει:

 

«Μου το σκότωσαν το παιδί και δεν πρόκειται να το βρούμε. Δεν είναι ζωντανό» -και παρίστανε τον απαρηγόρητο.

 

Συγγενείς, συγχωριανοί, φίλοι και αστυνομικοί άρχισαν να χτενίζουν όλα τα σημεία της Ερμιόνης, αλλά το παιδί δεν βρέθηκε πουθενά. Κάποια στιγμή ο Δουρής έφυγε με ένα από τα αγόρια του και πήγαν στο σημείο που είχε κρύψει τον Νικολάκη. Κλαίγοντας και ρίχνοντας κατάρες στον δολοφόνο του παιδιού βγήκε από το σημείο με το παιδί στα χέρια και το μετέφερε με ταξί στο Κέντρο Υγείας.

 

Εκεί διαπιστώθηκε ότι το παιδί ήταν νεκρό, και το πτώμα του μεταφέρθηκε για νεκροψία στο νεκροτομείο. Ο ιατροδικαστής με φρίκη αντίκρισε βαριά σεξουαλική κακοποίηση και τραύματα και αμυχές σε διάφορα σημεία του σώματός του και επιπλέον διάσπαρτα εγκαύματα που προκλήθηκαν μετά θάνατον. Επίσης πήρε δείγματα αίματος και πρωκτικού υλικού που παραδόθηκαν στα εργαστήρια της Εγκληματολογικής Εταιρείας, ενώ στα εργαστήρια στάλθηκαν και 12 τρίχες που βρέθηκαν στο πρόσωπο του παιδιού, γύρω από τα χείλη του, 9 τρίχες που βρέθηκαν στον πρωκτό του και 22 τρίχες που βρέθηκαν στο μπουφάν του. Από την εξέταση στα εργαστήρια, προέκυψε πως μία από τις τρίχες που βρέθηκαν στον πρωκτό του παιδιού ανήκε στον Μανώλη Δουρή. Σπερματικό υγρό δεν ανιχνεύτηκε σε κανένα από τα ευρήματα.

 

Περίπου εξήντα ώρες μετά τον φόνο του παιδιού του ο Δουρής καταριόταν τον φονιά του και απειλούσε ότι θα τον εκδικηθεί και δεν θα τον αφήσει ζωντανό. Ακόμα και όταν τον κάλεσαν για ανάκριση, επειδή θεωρήθηκε ύποπτος, αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες. Η ανακριτική διαδικασία κράτησε δύο μέρες και χρειάστηκε να καταθέσει τρεις φορές μέχρι να ομολογήσει με λεπτομέρειες την πράξη του.

 

Την πρώτη φορά αρνήθηκε τα πάντα.

 

Πρώτη προανακριτική απολογία

 

«Την 30ή Δεκεμβρίου 1993, μαζί με τα τρία παιδιά μου, Αντώνη, Δημήτρη και Ηλία, περί ώρας τρεις παρά τέταρτο περίπου, επιστρέψαμε από το Κρανίδι, όπου δουλεύαμε, στο σπίτι μας στην Ερμιόνη. Κάθισα λίγο να ξεκουραστώ και στη συνέχεια μπήκα στην αποθήκη του σπιτιού μου για να τακτοποιήσω κάποια εργαλεία που χρησιμοποιώ στην εργασία μου. Όταν έφθασα στο σπίτι μου, το μικρό παιδί μου ο Νίκος απουσίαζε και η γυναίκα μου είπε ότι ήταν για το παιχνίδι. Περί ώρα 18:00 μπήκε στην αυλή ο Νίκος κι εγώ έξαλλος άρχισα να το του φωνάζω «πού ήσουν;». Το παιδί φοβήθηκε διότι ήμουνα πολύ νευριασμένος, πάλι είχε αργήσει να επιστρέψει στο σπίτι μας και εγώ συνεχώς του έλεγα να μην αργεί. Πάνω στα νεύρα μου σήκωσα τα χέρια μου και τον χτύπησα στο κεφάλι, με αποτέλεσμα το παιδί να πέσει κάτω στην αυλή. Αμέσως το άρπαξα στα χέρια μου και κατέβηκα προς την παραλία του χωριού. Πίστεψα ότι το παιδί είχε πεθάνει και έπρεπε να βρω ένα σημείο να το αφήσω. Σε απόσταση περίπου τριακόσια μέτρα από το σπίτι μου, όταν έφθασα σε μια ακατοίκητη οικία με αυλόγυρο που περιβάλλεται από μαντρότοιχο και εκεί υπάρχει και μια παλιά μπασκέτα, πήδηξα τον μαντρότοιχο, πέρασα στο μεσαίο πεζούλι εσωτερικά του μαντρότοιχου και τοποθέτησα εκεί το νεκρό παιδί μου. Στη συνέχεια έφυγα από εκεί, πήγα στο σπίτι και τους ρώτησα αν ήρθε ο Νίκος και η πεθερά μου είπε ότι δεν είχε φανεί. Στη διαδρομή που έκανα από το σπίτι μου υπήρχε σκοτάδι και κανένας άλλος άνθρωπος δεν με είδε. Όταν χτύπησα το παιδί, στο σπίτι ήταν η πεθερά μου, Λίλου Παναγιώτα. Τα παιδιά μου και η γυναίκα μου έψαχναν να βρουν τον Νικολάκη. Μετά από κάποια ώρα αφού ψάχναμε για το παιδί, πήγαμε στην αστυνομία Κρανιδίου και αναφέραμε την εξαφάνισή του. Στη συνέχεια, επιστρέψαμε στην Ερμιόνη, ήταν και αστυνομικοί, και όλοι ψάχναμε για το παιδί. Σε κανέναν δεν είχα πει ότι εγώ προηγουμένως είχα σκοτώσει το παιδί και το είχα κρύψει στο σημείο που προανέφερα. Περί ώρα 2:30 της 31ης Δεκεμβρίου 1993 πήρα τον γιο μου Αντώνη και πήγα στο σημείο που είχα τοποθετήσει τον Νίκο. Πήδηξα μέσα, τον έβγαλα έξω και στη συνέχεια, τρέχοντας, τον πήγα στο σπίτι του κουμπάρου μου Νικολόπουλου, στην παραλία, και από εκεί το παιδί το μεταφέραμε στο νοσοκομείο του Κρανιδίου και μετά στην Αθήνα για νεκροτομή. Εγώ δεν κακοποίησα σεξουαλικά το παιδί μου. Την πράξη μου, για την οποία μετανοώ, ούτε καν κατάλαβα πώς την έκανα. Ήταν η κακιά η ώρα που με βρήκε, ήμουν σε έξαλλη κατάσταση, είχα πολλά νεύρα διότι πάσχω από νευρικές διαταραχές που απέκτησα όταν ήμουν στον στρατό, παλαιότερα κατά διαστήματα είχα νοσηλευτεί σε κλινική στα Βριλήσσια και το 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο, και πριν έναν μήνα περίπου μήνα είχα κάνει και απόπειρα αυτοκτονίας, είχα πιει φάρμακο που ραντίζουν τα λουλούδια και είχα νοσηλευτεί στο νοσοκομείο του Ναυπλίου. Ζητώ συγγνώμη από την οικογένειά μου ετέλεσα την πράξη μου εκτός εαυτού και όταν κατάλαβα τι είχα κάνει ήταν πολύ αργά για μένα. Άλλο τίποτα δεν έχω να προσθέσω και υπογράφω».

 

Δεύτερη προανακριτική απολογία

 

Στη δεύτερη κατάθεση (πρώτη συμπληρωματική), ο Δουρής αναφέρει περισσότερες λεπτομέρειες αλλά και πάλι αρνείται το έγκλημα του βιασμού και ισχυρίζεται ότι μπορεί να το διέπραξε κάποιος άλλος. Και για να στηρίξει τον ισχυρισμό του, αναφέρει πώς, όταν επέστρεψε στο σπίτι ο μικρός, ήταν τρομαγμένος και φοβισμένος.

 

Η κατάθεση αυτή αναφέρει τα εξής:

 

«Την Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου, ημέρα Πέμπτη, και απογευματινές ώρες, έβρεχε. Στις έξι περίπου, που εγώ, σε κατάσταση εκνευρισμού και χωρίς να ελέγχω τον εαυτό μου από τα νεύρα μου, χτύπησα με τα χέρια μου στο κεφάλι του τον υιό μου Νίκο, ετών 7, συνέχιζε η βροχή. Όταν εγώ χτύπησα τον Νίκο, που έπεσε κάτω αναίσθητος αμέσως, στο σπίτι ήταν η πεθερά μου, που δεν αντελήφθη τίποτα. Όταν το παιδί έπεσε κάτω, μάλλον κάπου χτύπησε και σκοτώθηκε, γιατί το κούνησα και δεν κουνιόταν. Εγώ πανικοβλήθηκα, το πήρα αμέσως στα χέρια μου και το σκέπασα με το μπουφάν του, το οποίο δεν το φορούσε με τα μανίκια, αλλά το είχε ρίξει έτσι πάνω του, ανάριχτα, βγήκα έξω και κινήθηκα στον δρόμο που οδηγεί προς το κέντρο και την παραλία του χωριού. Ο δρόμος ήταν σκοτεινός, έβρεχε και δεν συνάντησα κανένα άτομο. Προσπάθησα να βρω κατάλληλο μέρος για να αφήσω το παιδί μου και μετά, αφού ηρεμήσω, να το πάρω από εκεί γρήγορα. Σε απόσταση 300 μέτρων από το σπίτι μου υπάρχουν κτίσματα παλιά κι έχουν έναν αυλόγυρο με τοίχο γύρω γύρω. Αφού ακούμπησα πάνω στον τοίχο το παιδί, πήδησα μέσα, κρατώντας το ταυτόχρονα με το ένα χέρι, και με προσοχή το έβαλα στο πάνω πεζούλι που υπάρχει εκεί, αφού το σκέπασα με το μπουφάν. Στη συνέχεια βγήκα και πήγα σπίτι μου και άρχισα να ψάχνω για το παιδί. Όλες τις παραπάνω κινήσεις μου δεν τις αντιλήφθηκε κανείς. Το μπουφάν, στη θέση που βρέθηκε, πιστεύω ότι πρέπει να έπεσε από το ανεμόβροχο. Εγώ τις μπότες του δεν τις έβγαλα, αλλά πιστεύω ότι πρέπει να έπεσαν στο κάτω πεζούλι μόνες τους, επειδή ήταν μεγάλο νούμερο, γι’ αυτό βρέθηκαν εκεί. Από την ώρα που άφησα εκεί το πτώμα του παιδιού μου, δεν ξανακατέβηκα μέσα στον αυλόγυρο, αλλά όσες φορές πέρασα, δυο φορές, κοιτούσα με τρόπο και είδα ότι ήταν εκεί που το είχα αφήσει. Εγώ το παιδί δεν το έγδυσα και δεν ξέρω τίποτα για βιασμό και εγκαύματα. Πιστεύω ότι αυτά πρέπει να έχουν γίνει από άλλο άτομο, κάπου αλλού, πριν το παιδί, ο Νίκος, έρθει σπίτι, γιατί όταν ήρθε σπίτι μού φάνηκε τρομαγμένο, φοβισμένο, αλλά εγώ δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ από τα νεύρα μου και το χτύπησα, με το γνωστό αποτέλεσμα. Το χτύπημα έγινε άθελά μου και χωρίς να πιστέψω ότι μπορεί να πεθάνει».

 

Στις ερωτήσεις του ανακριτή απάντησε ψύχραιμα, προσθέτοντας στο τέλος:

 

«Όπως θυμήθηκα, μπήκα με το παιδί μου Νίκο στην αποθήκη του σπιτιού μου, που είναι το εργαστήριό μου, και το τρύπησα με ψιλό καρφάκι για να δω αν αντιδρά. Δεν αποκλείεται στην αποθήκη να ακούμπησε σε κάποιο εύφλεκτο υλικό και να έπαθε το παιδί εγκαύματα. Εγώ το εύφλεκτο υλικό που έχω είναι το Ασετόν, που διαλύω τα χρώματα. Άλλο τι δεν έχω».

 

Τρίτη προανακριτική απολογία

 

Στην συμπληρωματική κατάθεσή του, την τρίτη στη σειρά στο Τμήμα Ασφαλείας Κρανιδίου, ο Μανώλης Δουρής αναφέρει πολλές και ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για τη δολοφονία και τον βιασμό του παιδιού του. Είναι η πρώτη φορά που παραδέχεται τον βιασμό και δηλώνει μετανιωμένος για ό,τι έκανε.

 

«Στις 30 Δεκεμβρίου 1993, ημέρα Πέμπτη, και περί ώρα τέσσερις παρά τέταρτο, γύρισα από τη δουλειά μου στο σπίτι μου. Μαζί μου στη δουλειά ήταν και τα παιδιά μου, Αντώνης, Δημήτρης και Ηλίας. Τον γιό μου Νίκο, ετών εφτά, δεν τον βρήκα στο σπίτι, γιατί είχε φύγει να πάει για παιχνίδια. Εγώ μετά από λίγο πήγα στην αποθήκη που είναι δίπλα στο σπίτι μου και μέσα στην αυλή, για να ετοιμάσω και να καθαρίσω κάποια εργαλεία που χρησιμοποιώ στη δουλειά μου. Είχα πολλά νεύρα, γιατί πάσχω από νευρικές διαταραχές. Και όταν περί ώρα έξι ήρθε ο γιος μου Νίκος στο σπίτι, που τον ψάχναμε, τον ρώτησα γιατί άργησε και ταυτόχρονα τον χτύπησα στο πρόσωπο δυνατά, με αποτέλεσμα να πέσει στο δάπεδο και να χτυπήσει στο κεφάλι. Τρομοκρατήθηκα και αμέσως τον πήρα στα χέρια μου και τον έβαλα στην αποθήκη, απλώνοντάς τον πάνω σε έναν πάγκο. Επειδή μου έδωσε την εντύπωση ότι είχε πεθάνει, πήρα ένα ψιλό καρφάκι και τον τρύπησα σε διάφορα μέρη του σώματός του για να δω αν αντιδρά. Στη συνέχεια, και ενώ ήμουν σε έξαλλη κατάσταση, κατέβασα το παντελονάκι της φόρμας και το σλιπ του και βίασα το παιδί μου κανονικά, με τα γεννητικά μου όργανα.

 

Ερώτηση: Θυμάσαι να μας πεις πώς ακριβώς έπιασες το παιδί σου και πέθανε;

 

Δουρής: Δεν θυμάμαι, γιατί ήμουν εκτός εαυτού.

 

Ερ: Από το πιστοποιητικό θανάτου του ιατροδικαστή προκύπτει ότι ο θάνατος του παιδιού επήλθε από ασφυξία εξ αποφράξεως των έξω αναπνευστικών στομίων μετά εκτεταμένων κακώσεων του πρωκτού. Τι έχεις να πεις γι’ αυτό;

 

Δουρής: Ίσως να έβαλα το χέρι μου στο στόμα του και στη μύτη του την ώρα του βιασμού, ασυναίσθητα.

 

Ερ: Πότε τρύπησες με το καρφάκι για να καταλάβεις αν ζούσε το παιδί; Πριν τον βιασμό, ή μετά από αυτόν;

 

Δουρής: Δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω αν ήταν πριν ή μετά τον βιασμό.

 

Ερ: Τι έκανες μετά, αφού το παιδί πέθανε;

 

Δουρής: Όταν συνειδητοποίησα ότι το παιδί μου είχε πεθάνει, έφυγα και, κρατώντας το στην αγκαλιά μου, βγήκα από την αποθήκη, με χτύπησε αέρας, συνήλθα σιγά σιγά, βγήκα από τη αυλόπορτα και κατευθύνθηκα προς το κέντρο του χωριού, στο παλιό ταχυδρομείο. Στον δρόμο δεν συνάντησα άνθρωπο. Όταν έφτασα σε ένα ακατοίκητο κτίσμα με περιμαντρωμένο αυλόγυρο, μέσα στον οποίο υπήρχε από παλιά μια μπασκέτα, σκέφτηκα να κρύψω εκεί το παιδί. Ο χώρος ήταν γνωστός σε μένα. Στήριξα πάνω στον μαντρότοιχο το παιδί μου και σιγά σιγά κατέβηκα στην πάνω πεζούλα, που υπάρχει εσωτερικά του μαντρότοιχου, και στη συνέχεια εκεί τοποθέτησα το πτώμα του παιδιού μου, που σκέπασα με το μπουφάν του. Κάθισα εκεί λίγο χρόνο, έκλαψα και μετά έφυγα, βγαίνοντας από το ίδιο σημείο. Εκεί το έβαλα το πτώμα του παιδιού μου προσωρινά, για να μη φαίνεται. Στη συνέχεια πήγα στο σπίτι μου και ρώτησα αν έχει επιστρέψει ο Νίκος, μου είπαν όχι και τους είπα να συνεχίσουν την αναζήτηση. Εγώ πήρα το αυτοκίνητο και βγήκα για ψάξιμο του παιδιού, κάνοντας ότι ψάχνω. Σκοπός ήταν η παραπλάνηση των άλλων μελών της οικογένειας. Περί ώρα δέκα και μισή, εγώ μαζί με τη γυναίκα μου, ήρθαμε στην αστυνομία Κρανιδίου και δηλώσαμε εξαφάνιση του παιδιού. Στη συνέχεια ξαναπήγαμε στην Ερμιόνη και ψάχναμε, όπου ήρθαν γι’ αυτό τον σκοπό και αστυνομικοί. Περί ώρα δυόμισι, ημέρας Παρασκευής, όλη η οικογένεια μαζευτήκαμε σπίτι, σταματώντας το ψάξιμο. Αφού είχα συνειδητοποιήσει τι είχα κάνει και δεν μπορούσα άλλο να περιμένω, αποφάσισα να εμφανίσω το πτώμα του παιδιού μου, που είχα κρύψει. Πήρα μαζί μου το μεγάλο μου παιδί, Αντώνη, ετών 18, και πήγα κατευθείαν στον χώρο που είχα κρύψει το πτώμα, κατέβηκα κατά τον ίδιο τρόπο που το είχα τοποθετήσει, το πήρα στα χέρια μου, το σήκωσα και, βοηθούμενος από τον γιο μου, το έβγαλα στον δρόμο. Στη συνέχεια, φωνάζοντας “παιδί μου, παιδί μου”, το πήγα στο σπίτι της νονάς του, που είναι στην παραλία, και από εκεί στο Κέντρο Υγείας Κρανιδίου. Έχω μετανιώσει πάρα πολύ γι’ αυτό που έκανα. Ό,τι έγινε το έκανα μόνος μου, δεν γνωρίζει κανένας άλλος από την οικογένειά μου τίποτα, ούτε εγώ τους είπα τίποτα.

 

Ερ: Εκτός από τον βιασμό, πράξη που έκανες στον πρωκτό του παιδιού, έκανες άλλη πράξη στο σώμα του παιδιού σου, σε άλλο σημείο;

 

Δουρής: Δεν επιχείρησα, ούτε έκανα άλλη ασελγή πράξης στο σώμα του παιδιού.

 

Ερ: Στο σώμα του παιδιού σου, στο αριστερό ημιθωράκιο και στο αριστερό πόδι, ο ιατροδικαστής παρατήρησε εγκαύματα, που σύμφωνα με προφορική δήλωσή του, προκλήθηκαν μετά τον θάνατό του. Τι έχεις να μας πεις γι’ αυτό;

 

Δουρής: Λόγω του επαγγέλματός μου, είμαι ελαιοχρωματιστής, στην αποθήκη μου έχω καυστικά υγρά, όπως ποτάσα, ασετόλη και διαβρωτικό υγρό, και όπως έβαλα το παιδί στον πάγκο, ίσως να είχε είχαν χυθεί πάνω του και να ήρθε σε επαφή το σώμα του και να δημιουργήθηκαν εγκαύματα».

 

 

Ο Μανώλης Δουρής κάτω από δρακόντεια μέτρα ασφαλείας οδηγήθηκε στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Ναυπλίου και του ασκήθηκε ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση που διαπράχθηκε κατά τρόπο ιδιαζόντως απεχθή, για βιασμό και για ασέλγεια μεταξύ συγγενών, ενώ χαρακτηρίστηκε άτομο επικίνδυνο. Δεν βρέθηκε δικηγόρος να τον υπερασπιστεί και η εισαγγελία διόρισε αυτεπάγγελτα ως συνήγορο υπεράσπισης έναν δικηγόρο του Ναυπλίου.

 

Στη συνέχεια ο Δουρής παραπέμθηκε στην ανακρίτρια Ναυπλίου για απολογία. Έξω από τα δικαστήρια υπήρχαν συγκεντρωμένοι κάτοικοι της Ερμιόνης και περίεργοι, οι οποίοι φώναζαν βρισιές και κατάρες κατά του δράστη και κάποιοι από αυτούς επιχείρησαν να τον λιντσάρουν.

 

Ο κατηγορούμενος απολογήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 1994 στην ανακρίτρια και αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες. Ισχυρίστηκε ότι ήταν άρρωστος, δεν είχε επίγνωση των όσων κατέθετε προανακριτικά, ότι ήταν υπό την επήρεια χαπιών και βρισκόταν σε πλήρη σύγχυση. Άφησε να εννοηθεί ότι άλλος είχε σκοτώσει και βιάσει το άτυχο παιδί του και μάλιστα ανέφερε ότι μετά τον θάνατο του Νικολάκη είχε δεχτεί τηλεφώνημα από άγνωστο άτομο που τον απειλούσε -λέγοντάς του ότι, αν μιλούσε, θα του έκαιγε το σπίτι. Στο τέλος της απολογίας του είπε ότι δεν θυμόταν αν είχε κάνει αυτά για τα οποία τον κατηγορούσαν και ότι, αν τα έχει κάνει, έπρεπε να πληρώσει.

 

Με ομόφωνη γνώμη εισαγγελέα και ανακρίτριας, ο κατηγορούμενος κρίθηκε προφυλακιστέος και οδηγήθηκε προσωρινά στις φυλακές του Ναυπλίου. Λίγες μέρες αργότερα διατάχθηκε η μεταγωγή του στις φυλακές της Κέρκυρας. Κατά τη μεταφορά του από το Ναύπλιο στα Γιάννενα και από εκεί στην Κέρκυρα ο Δουρής ξυλοκοπήθηκε άγρια. Σε κάποια φάση της διαδρομής, οι συγκρατούμενοί του μέσα στην κλούβα της Υπηρεσίας Μεταγωγών άρχισαν να τον χτυπάνε με μανία, κακοποιώντας τον βάναυσα με γροθιές και κλωτσιές, κυρίως στα γεννητικά του όργανα και στο πρόσωπο. Όταν το πήραν είδηση οι αστυνομικοί που τον συνόδευαν, ο Δουρής ήταν αναίσθητος και σε κακή κατάσταση.

 

Στην Κέρκυρα, φτάνοντας στο λιμάνι, τον περίμεναν δεκάδες κάτοικοι με άγριες διαθέσεις, αποδοκιμάζοντάς τον, ενώ όταν μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο πολλοί ασθενείς απείλησαν να τον ξυλοκοπήσουν και νοσηλεύτηκε φρουρούμενος από αστυνομική δύναμη.

 

Στις φυλακές παρουσιάστηκε κι άλλο πρόβλημα. Δεν τον ήθελαν ανάμεσά τους οι φυλακισμένοι, και μάλιστα υπήρχαν πληροφορίες στους δεσμοφύλακες ότι τα τον λίντσαραν και θα τον σκότωναν. Έτσι αποφασίστηκε να κρατηθεί σε χώρο εκτός της φυλακής, μέχρι να χαλαρώσουν οι αντιδράσεις.

 

Να σημειωθεί, ότι τις ίδιες αντιδράσεις και απειλές είχε δεχτεί και στις φυλακές Ναυπλίου, Κορυδαλλού και Ιωαννίνων, από όπου πέρασε προσωρινά μέχρι να καταλήξει στις φυλακές υψίστης ασφαλείας στην Κέρκυρα.

 

Η δίκη και το τέλος

 

Η δίκη του Μανώλη Δουρή έγινε το Νοέμβριο του 1994 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Κορίνθου. Είχαν ληφθεί έκτακτα μέτρα ασφαλείας επειδή επαναλαμβανόταν συνέχεια το ίδιο σκηνικό με τις αντιδράσεις του κόσμου. Άνθρωποι μέσα και έξω από το δικαστήριο επιχειρούσαν να τον λιντσάρουν. Μετά από ακροαματική διαδικασία τεσσάρων ημερών, το δικαστήριο, στις 23 Νοεμβρίου 1994, εξέδωσε την απόφαση, η οποία ήταν ομόφωνη, επιβάλλοντας στον Δουρή:

 

Ισόβια κάθειρξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, κάθειρξη 20 ετών για τον βιασμό του παιδιού του και φυλάκιση ενός έτους για αιμομιξία.

 

Πολλοί κάτοικοι της Κορινθίας που βρίσκονταν μέσα στο δικαστήριο άρχισαν να φωνάζουν: «Μπράβο, μπράβο!».

 

Ο παιδοκτόνος άκουσε την ποινή που του επιβλήθηκε με ψυχραιμία. Το μόνο που είπε ήταν «είμαι αθώος». Προηγουμένως είχε δηλώσει ότι αυτός ήταν πραγματικά αθώος, ενώ κατονόμασε ως δράστες την σύζυγό του και τον εραστή της.

 

Έχει ενδιαφέρον η αντίδραση της συζύγου του, Γεωργίας Δουρή, σε όλη τη διάρκεια της δίκης, η οποία υποστήριζε ότι ο σύζυγός της ήταν αθώος. Το ίδιο υποστήριξε και μετά την καταδικαστική απόφαση.

 

Ο Δουρής οδηγήθηκε στις φυλακές για την έκτιση της ποινής του, ενώ η σύζυγός του έλεγε ότι θα έφτανε μέχρι τον Άρειο Πάγο για να αποδείξει την αθωότητα του Μανώλη. Κι ενώ ο Δουρής βρισκόταν κρατούμενος στις φυλακές της Τρίπολης, έσκασε σαν βόμβα η είδηση της αυτοκτονίας του.

 

Στις 25 Φεβρουαρίου 1996, στις έξι το απόγευμα, ο Δουρής βρέθηκε κρεμασμένος με καλώδιο τηλεόρασης στις τουαλέτες. Τον βρήκαν οι δεσμοφύλακες σε κωματώδη κατάσταση και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο της Τρίπολης. Οι γιατροί έκαναν προσπάθεια να τον σώσουν αλλά δεν τα κατάφεραν. Η κηδεία του έγινε την επόμενη μέρα στην Ερμιόνη. Τον έθαψαν δίπλα στον επτάχρονο Νικολάκη.

 

Για αρκετούς μήνες δεν τον είχε κανείς επισκεφτεί στη φυλακή, ενώ ακόμα και η γυναίκα του είχε σταματήσει να τον στηρίζει. Λίγο πριν απαγχονιστεί, πάλι φώναζε ότι ήταν αθώος…